του Γιώργου Κοντογιώργη
1. Η συζήτηση για τον χαρακτήρα της κρίσης που ανέκυψε πρόσφατα στο χρηματοπιστωτικό πεδίο εμφανίζεται από τους ειδικούς αναλυτές ως στενά οικονομική, δηλαδή ως έχουσα αυτοφυή αίτια που δεν συνδέονται με το ευρύτερο κοσμοσυστημικό περιβάλλον. Συγχρόνως, διαπιστώνεται ότι η κρίση νομιμοποίησης, που κατατρύχει το πολιτικό προσωπικό και τον θεσμικό του φορέα το κόμμα, μολονότι τις τελευταίες δεκαετίες εμφανίζει μια ραγδαία υποτροπίαση, αποφεύχθηκε επιμελώς να αγγίξει τη λογική του πολιτικού συστήματος, δηλαδή του κράτους. Όταν το 1996 σε διεθνές συνέδριο ανέπτυξα το θέμα «η κομματοκρατία ως πολιτικό σύστημα», προκειμένου να αναδείξω την συντελούμενη ιδιοποίηση του κράτους από το κόμμα και, μάλιστα, τη μετάλλαξη του κομματικού σε πολιτικό σύστημα, ο γάλλος συνάδελφος Pierre Avril μου αντέτεινε την παρατήρηση ότι η κριτική στο κόμμα οφείλει να ασκείται με τη δέουσα προσοχή διότι ισοδυναμεί με κριτική της δημοκρατίας. Ο Ολλανδός συνάδελφος, από την πλευρά του, διαπίστωνε περιχαρής ότι η χώρα του έλυσε το πρόβλημα της κομματικής ιδιοποίησης με τη συμμετοχή των ιδιωτών (επιχειρηματιών κλπ), στη λήψη των αποφάσεων του κράτους. Διερωτήθηκα μήπως με τη λύση αυτή αναιρείται η όποια, έμμεση έστω, αντιπροσωπευτική λογική του πολιτεύματος ή αν η κατάργηση της διαφθοράς συνδέθηκε είτε με τη νομιμοποίησή της είτε με τον προσεταιρισμό του κράτους από τους εμπλεκόμενους φορείς. Δεν έλαβα απάντηση.
Ωστόσο, εξακολουθώ να εμμένω στην άποψη ότι η κομματική ιδιοποίηση είναι αναπόφευκτη όταν το πολιτικό σύστημα δεν είναι θωρακισμένο εξ επόψεως ανταποκρισιμότητας προς την κοινωνία, όταν πιο συγκεκριμένα συντρέχει ένα καθεστώς ανισορροπίας μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής. Η ανταποκρισιμότητα αυτή επιβεβαιώνεται εξ ορισμού στην περίπτωση που το σύστημα είναι αντιπροσωπευτικό ή δημοκρατικό. Η παραδοχή αυτή είναι από μόνη της επαρκής για να αχθεί κανείς στο συμπέρασμα ότι το πολιτικό σύστημα της νεοτερικότητας εδράζεται σαφώς σε μια προ-αντιπροσωπευτική αρχή.
Έκτοτε, η ιδιοποίηση του κράτους μετέβαλε χαρακτηριστικά και δυναμική καθώς μια νέα παράμετρος, η αγορά εμφανίσθηκε με απαιτητικό πρόσωπο στο προσκήνιο. Όντως, η ιδιοποίηση του κράτους από το κόμμα σήμερα παρουσιάζει ορισμένες ιδιαιτερότητες, οι οποίες σε σύγκριση με το παρελθόν την διαφοροποιούν τόσο ως προς το εύρος όσο και ως προς την πολυσημία της. Το κόμμα εμφανίζεται να έχει εταίρους στην ιδιοποίηση: τη διοίκηση και, ιδίως, ένα ευρύ φάσμα της ιδιωτικής σφαίρας, με σημαίνουσα την αγορά.
Και στις δύο περιπτώσεις η διαπλοκή, η ιδιοποίηση και η διαφθορά αποτελούν συμφυή γνωρίσματα του συστήματος, που συνομολογούν ότι το ισοζύγιο μεταξύ κράτους, αγοράς και κοινωνίας έχει συλλήβδην ανατραπεί σε βάρος της κοινωνίας ή, αλλιώς, υπέρ του κράτους, δηλαδή των συντελεστών του και των εταίρων τους στην αγορά. Το ερώτημα, επομένως, υπό τις παρούσες συνθήκες, δεν είναι πως θα αποϊδιοποιηθεί το κράτος, αλλά πώς αυτό μαζί με τη σύνοικη ιδιοποίηση θα επιδείξει και μια σχετική ανταποκρισιμότητα στις προσδοκίες της κοινωνίας.
Σπεύδω ευθύς εξαρχής να ανακοινώσω την κατακλείδα του συμπεράσματός μου ότι η λεγόμενη προοδευτική νεοτερικότητα, προκειμένου να αποκαταστήσει την ανταποκρισιμότητα του κράτους με την κοινωνία, παρεισάγει το επιχείρημα της ηθικής δεοντολογίας, της ηθικής, εν προκειμένω, δέσμευσης της πολιτικής εξουσίας να μεριμνά για την επίλυση των προβλημάτων της κοινωνίας. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να μεταβάλει την κοινωνία σε πολιτική κατηγορία, να μεταλλάξει επομένως το πολιτικό σύστημα, ώστε να αποκτήσει αντιπροσωπευτικό πρόσημο.
2. Οι ανωτέρω επισημάνσεις αφήνουν να εννοηθεί ότι, κατά την εκτίμησή μου, η οικονομική κρίση που διέρχεται σήμερα ο κόσμος αποτελεί εκδήλωση και, συνεπώς, απόρροια των δομικών χαρακτηριστικών του συστήματος της νεοτερικότητας, της φάσης δηλαδή που βιώνει η εποχή μας.
Η τρέχουσα άποψη αποδίδει την κρίση στην υπερβολική αυτονομία που απέκτησε η αγορά, στο όνομα της αυτορύθμισης. Η αυτορύθμιση εξέθρεψε την ανευθυνότητα ορισμένων από τους συντελεστές της με συνέπεια την αρρυθμία της αγοράς και, εντέλει, την απορύθμιση.
Συγχρόνως, τα μέτρα που ελήφθησαν από τις κυβερνήσεις για τη σταθεροποίηση των αγορών ορίσθηκαν ως σοσιαλιστικά, θυμίζοντάς μας ότι ο σοσιαλισμός εξακολουθεί να προσεγγίζεται ως ταυτολογία του κρατισμού, της οικονομικής επέκτασης της ιδιοκτησίας του κράτους. Εξού και άλλοι βιάστηκαν να αναγγείλουν το τέλος του καπιταλισμού.
Το δίλημμα, ωστόσο, που εγείρεται με αφορμή την κρίση δεν αφορά στην απορύθμιση της αγοράς αυτή καθεαυτή, αλλά στο γεγονός ότι στη σχέση μεταξύ κράτους και αγοράς επήλθε μια καίρια ανατροπή της ισορροπίας υπέρ της αγοράς. Να υποθέσουμε άραγε ότι οι κυβερνήσεις θα αντλήσουν το αναγκαίο δίδαγμα από την κρίση και θα επαναφέρουν σε κάποιο βαθμό τον ρόλο του κράτους ή, μήπως, η παρέμβασή τους θα είναι απλώς σωστική του συστήματος και, κατά τούτο, μεταβατική προς τη κατεύθυνση της αποκατάστασης της «ομαλής» λειτουργίας της αγοράς;
Σπεύδω να επισημάνω ότι το δίλημμα κράτος ή αγορά συνέχεται με το διακύβευμα δυνάμει του οποίου επιχειρείται η ερμηνεία της κρίσης και η αναζήτηση μέτρων θεραπείας. Στο διλημματικό αυτό διακύβευμα –κράτος ή αγορά – διαπιστώσαμε, εντούτοις, ότι απουσιάζει η αιτιολογία του, ο σκοπός ή ο λόγος της ύπαρξής τους, δηλαδή η κοινωνία. Χωρίς αυτήν δεν συντρέχει λόγος ύπαρξης ούτε του κράτους ούτε της αγοράς.
Θα προσθέσω, επίσης, ότι η απουσία της κοινωνίας συνδυάζεται με μια άλλη σημαίνουσα απουσία, που είναι εκείνη του πολιτικού συστήματος. Για τη νεοτερικότητα το πολιτικό σύστημα δεν υπάρχει ως τέτοιο, αυτοτελώς, αποτελεί ουσιαστικά ταυτολογία του κράτους. Γι’ αυτό και μιλάμε είτε για τις πολιτικές του κράτους, είτε για το κράτος ενγένει προκειμένου να αναφερθούμε στο πολιτικό σύστημα. Θεωρείται αδιανόητος ο αποχωρισμός του πολιτικού συστήματος από το κράτος και συνεπώς μια διαφορετική θέσμισή του, πέραν του κράτους, όπως για παράδειγμα με όχημα την κοινωνία.
Οι προσεγγίσεις αυτές της έννοιας κράτος, και θα έλεγα της έννοιας οικονομία που ταυτίζεται επίσης εσφαλμένα με την αγορά, καθορίζουν και το πλαίσιο της προβληματικής για την ενγένει οργάνωση του κόσμου σήμερα.
Η φιλελεύθερη οπτική, στην οποία προσχώρησε αργότερα και η σοσιαλιστική ιδεολογία, σε μια προσπάθεια αντιμετώπισης των προβλημάτων που συσσωρεύτηκαν τις τελευταίες δεκαετίες, προέκρινε την έννοια της διακυβέρνησης, σε συνδυασμό με την ανάκληση της χεγκελιανής αντίληψης της «κοινωνίας πολιτών»1.
Η (νεο-)φιλελεύθερη εκδοχή της διακυβέρνησης προτείνει τον άτυπο συνεταιρισμό των εταίρων του κράτους με τις ομάδες πίεσης/συμφερόντων. Συγχρόνως, αξιώνει από το κράτος να εισαγάγει ως σκοπό της πολιτικής το συμφέρον της αγοράς και ως τρόπο λειτουργίας του τους νόμους της αγοράς2. Ως κατακλείδα της αντίληψης αυτής η ιδιωτική οικονομία αφήνεται να αυτορυθμισθεί σε ό,τι αφορά στη λειτουργία της και στη σχέση της με την κοινωνία. Ο πολίτης, στο πλαίσιο αυτό, εξομοιώνεται με τον καταναλωτή (ή τον φορέα της εργασίας), δεν θεωρείται όμως θεσμικός εταίρος του κράτους και, πολύ περισσότερο, της οικονομίας.
Αυτή η έννοια της διακυβέρνησης διδάσκει ότι η συνάντηση της κοινωνίας με την πολιτική οφείλει να γίνει όχι ευθέως, αλλά με τη διαμεσολάβηση των ομάδων (της λεγόμενης «κοινωνίας πολιτών») και των κομμάτων, δηλαδή με τη συνεύρεσή των τελευταίων στο επίπεδο της εξουσίας του κράτους.
Συμπληρωματικά προς την αντίληψη αυτή, δεν έχει πάψει να διακινείται και η άποψη ότι για να παίξει το κράτος τον πολιτικό του ρόλο πρέπει να διευρύνει το πεδίο της ιδιοκτησίας του. Η άποψη αυτή που, όπως είδαμε, συνδέθηκε με το σοσιαλιστικό πρόταγμα, δεν παύει να υιοθετείται και από την φιλελεύθερη θεωρία, η οποία συνδέει το εύρος της πολιτικής λειτουργίας του κράτους με το μέγεθος της ιδιοκτησίας του στα μέσα της παραγωγής. Στιγματίζοντας, όμως, ως σοσιαλιστική την, τουλάχιστον πέραν ορισμένου μέτρου, διεύρυνση της ιδιοκτησίας του κράτους στα μέσα παραγωγής, αξιώνει όπως αυτό περιορίζεται –και, συνακόλουθα, η πολιτική– σε ένα ρόλο ρυθμιστικό έως επικουρικό πάνω στην ιδιωτική ιδιοκτησία και την αγορά. Το λιγότερο κράτος συνδέεται με λιγότερη ιδιοκτησία του κράτους και όχι προφανώς με την ενγένει πολιτική του λειτουργία ή με το ανήκειν του πολιτικού του συστήματος. Το περισσότερο κράτος, από την πλευρά του, λογίζεται ως η κατακλείδα για τη συνάφειά του με το λαϊκό συμφέρον.
Ορισμένοι από τους Ευρωπαίους ηγέτες προέβαλαν την ανάγκη επανίδρυσης του οικονομικού συστήματος. Να δημιουργηθεί, είπαν, ένας καπιταλισμός που να υπηρετεί του πολίτες. Όπως όμως προκύπτει, τα μέτρα που προκρίνονται για την επίτευξη του σκοπού αυτού δεν αφορούν στην υπέρβαση του συστήματος με την εγκατάσταση έστω του κράτους σε ένα ρόλο επιδιαιτητή μεταξύ του δημοσίου και του ιδιωτικού συμφέροντος. Εστιάζονται αποκλειστικά στις υπερβολές που εκτιμάται ότι εξέθρεψαν την ανατροπή της ισορροπίας στο εσωτερικό της αγοράς και την, ως εκ τούτου, απορύθμισή της.
3. Το ερώτημα, ωστόσο, που εγείρεται είναι εάν το κράτος, δηλαδή η πολιτική τάξη, είναι σε θέση να εκπληρώσει πια τον ρυθμιστικό ρόλο που είχε στην εποχή της πολιτικής του κυριαρχίας και, μάλιστα, σε ένα περιβάλλον παγκοσμιοποίησης, όπου δεν ελέγχει τους εσωτερικούς συσχετισμούς και οι λειτουργίες του εξαρτώνται ευρέως από τον διεθνή παράγοντα.
Η διερώτηση αυτή συνδυάζεται με την άλλη παράμετρο που επικαλέσθηκα παραπάνω: τη διαρκώς ογκούμενη αμφισβήτηση των φορέων του κράτους, ιδιαίτερα δε του πολιτικού προσωπικού και του κομματικού συστήματος, εκ μέρους της κοινωνίας. Η κοινωνία προσάπτει, όντως, στους συντελεστές του κράτους ότι αντί να υπηρετούν την κοινωνία, διαπλέκονται με ισχυρά οικονομικά ή επικοινωνιακά ιδίως συμφέροντα/ομάδες, υποτάσσοντας τον δημόσιο χώρο στις προτεραιότητες αυτών των ιδίων και των συνεταίρων τους. Το κράτος μεταβάλλεται έτσι σε λάφυρο του κομματικού συστήματος και της αγοράς, απεμπολώντας τον προορισμό του.
Γιατί όμως να συμβαίνει αυτό αφού οι πολιτικοί άρχοντες ψηφίζονται από το λαό και όχι από τις δυνάμεις της διαπλοκής; Μια πρώτη απάντηση είναι ότι η βαρύτητα της ψήφου δεν ισοσταθμίζεται από τη βαρύτητα των δυνάμεων της διαπλοκής και ιδίως των «χορηγών» χρήματος ή επικοινωνίας. Δεν σημαίνει ότι η ψήφος υποκαθίσταται από τη θέληση των χορηγών, αλλά ότι το αποτέλεσμα της ψήφου εξαρτάται από την οικονομική δυνατότητα και την επικοινωνιακή εικόνα που το κόμμα και ο πολιτικός θα υφάνουν ενώπιον του ψηφοφόρου. Ακόμη και αν αγνοήσουμε προς στιγμήν το κίνητρο του πλουτισμού για τον πολιτικό, είναι δεδομένο ότι η εικόνα του και η επικοινωνία του με το λαό δεν είναι άμεση, δηλαδή αδιαμεσολάβητη.
Η μομφή λοιπόν εστιάζεται στο έλλειμμα αντιπροσώπευσης/ δημοκρατίας. Το κίνητρο εντούτοις του ελλείμματος αυτού έχει να κάμει με την αποτελεσματικότητα του κράτους, δηλαδή των πολιτικών του, στα πεδία του ενδιαφέροντος της κοινωνίας. Πιο συγκεκριμένα αφορούν σε ζητήματα όπως η αναδιανομή του οικονομικού προϊόντος, η προστασία της εργασίας και ενγένει η κοινωνική πρόνοια, καθώς και το λεγόμενο «κράτος δικαίου». Δεν υπεισέρχεται, επομένως, η παράμετρος της δομικής διάστασης του συστήματος την οποία θα ήγειρε προφανώς η διέλευση της κοινωνίας από την ατομική στην πολιτική ελευθερία. Διότι στην περίπτωση αυτή, η ελευθερία θα οριζόταν στο πεδίο της πολιτικής με τον ίδιο τρόπο που γίνεται αντιληπτή στην ιδιωτική σφαίρα, δηλαδή ως αυτονομία και όχι δικαίωμα.
Παρόλ’αυτά, δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι στη σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής έχει επέλθει μια ουσιώδης μεταβολή. Άλλοτε, ο πολιτικός εξέπεμπε ένα σωτηριακό δηλαδή απελευθερωτικό μήνυμα προς την κοινωνία. Υποσχόταν στις μάζες να τους αποδώσει την ατομική ελευθερία ή, αργότερα, να τους την διασφαλίσει έναντι της απερχόμενης δεσποτείας και της ανερχόμενης αστικής τάξης. Ανελάμβανε επίσης να δημιουργήσει διά του κράτους τις προϋποθέσεις (έργα υποδομής, προστασία από τις τρίτες αστικές τάξεις κλπ.) που θα διευκόλυναν τα μέγιστα την «άνδρωση» της αστικής τάξης.
Το κράτος προσέφερε προστασία τόσο στο λαό όσο και στους αστούς. Ωστόσο, η συνάντηση της κοινωνίας με το κομματικό σύστημα (και το πολιτικό προσωπικό) γινόταν, οπωσδήποτε, εξωθεσμικά και συγκεκριμένα με τη διαμεσολάβηση της ιδεολογίας ή της ταξικής τους αναφοράς. Οι μεν αστοί/φιλελεύθεροι ψήφιζαν τα φιλελεύθερα κόμματα, οι δε φορείς της εργασίας και εξαρτημένοι από την εργοδοσία ψήφιζαν κατά το μάλλον ή ήττον σοσιαλιστικά. Ενόσω η σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής συντηρούσε μια στοιχειώδη ισορροπία στο επίπεδο των πολιτικών του κράτους, το διακύβευμα ως προς τον (μη αντιπροσωπευτικό) χαρακτήρα του πολιτικού συστήματος δεν είχε λόγους να ταράξει τον πρωτο-ανθρωποκεντρικό ναρκισσισμό της νεοτερικότητας.
Το σχήμα αυτό ίσχυσε και ήταν ως ένα βαθμό αποτελεσματικό στην εποχή της μετάβασης από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό (στις κοινωνίες εν ελευθερία). Σήμερα η κοινωνία έχει απεξαρτηθεί από το δεσποτικό της παρελθόν, ο λαός χειραφετήθηκε υπό μια έννοια πολιτικά, απέκτησε εντέλει εμπειρία ανθρωποκεντρικής ζωής. Ως εκ τούτου, δεν επιζητεί την απελευθέρωσή του από τα κοινωνικά δεσμά της φεουδαρχίας -η οποία εξέλειπε-, αλλά τη διατήρηση της εργασιακής του εξάρτησης, την μη απόρριψή του από την οικονομική διαδικασία. Τέλος, ο αστός, έχοντας επίσης χειραφετηθεί έναντι του κράτους, αξιώνει εφεξής να εκπέσουν τα κρατικά εμπόδια ώστε να κινείται άνετα (τα κεφάλαιά του, το εργατικό δυναμικό κλπ.) στο σύνολο κοσμοσύστημα. Με άλλα λόγια, αξιώνει την αναμόρφωση της λογικής που διέπει τη λειτουργία του κράτους και, συγχρόνως, μια νέα ισορροπία που θα συνεκτιμά αναλόγως τη βαρύτητά της γνώμης του στις επιλογές της πολιτείας. Η λογική της αστικής τάξης είναι ότι ό,τι είναι καλό γι’ αυτήν είναι καλό και για την κοινωνία. Άρα ο σκοπός της αγοράς οφείλει κατ’αυτήν να γίνει και σκοπός του κράτους.
Ανάμεσα στις παραμέτρους που κάνουν εφικτή την πραγματική ανασύνταξη της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής σημαίνουσα θέση κατέχει το αναδυόμενο νέο τεχνοδικτυακό επικοινωνιακό περιβάλλον. Το περιβάλλον αυτό βραχυπρόθεσμα διευκόλυνε την αγορά να επωφεληθεί και να καλύψει το «κενό εξουσίας» τόσο στο ενδοκρατικό όσο και στο διακρατικό/κοσμοσυστημικό πεδίο. Μεσοπρόθεσμα όμως προόρισται να δημιουργήσει τις αντικειμενικές προϋποθέσεις όπου θα εγκατασταθεί στο επίπεδο της μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας η νέα συνάντηση της κοινωνίας με την πολιτική και, εντέλει, η λειτουργία του πολιτικού συστήματος.
Εκδήλωση του φαινομένου αυτού αποτελεί η μετάλλαξη ήδη της πολιτικής συμπεριφοράς των πολιτών. Από τη μαζική πολιτικοποίηση του πρόσφατου μόλις παρελθόντος οδεύουμε σαφώς προς την πολιτική ατομικότητα. Διαπιστώνουμε ότι η σχέση του πολίτη με τον πολιτικό γίνεται ολοένα και περισσότερο διαλεκτική με όρους διαπραγμάτευσης από εκχωρητική, αγελαία και σωτηριακή που ήταν προηγουμένως. Ο πολίτης, στο πλαίσιο αυτό, δεν λειτουργεί εντούτοις συλλογικά. Διαπραγματεύεται κατά μόνας την ψήφο του με τον πολιτικό, γίνεται πελάτης του. Γεγονός που πρέπει να αποδοθεί όχι στον άκρατο υποτίθεται ατομικισμό που τον διακρίνει, αλλά στην απουσία του αναγκαίου θεσμικού υπόβαθρου που θα έκανε εφικτή τη σύνθεση της βούλησης των μελών της κοινωνίας και, κατ’επέκταση, την υποβολή του πολιτικού προσωπικού σ’αυτήν.
Την ίδια στιγμή, ο συνδυασμός αυτός του συστήματος της νεοτερικότητας -που συνάδει με το πρωτο-ανθρωποκεντρικό της στάδιο- με το αναδυόμενο τεχνοδικτυακό επικοινωνιακό περιβάλλον, συνέβαλε ώστε η διαχείριση του πεδίου της πολιτικής να μετατοπισθεί κατά το ουσιώδες στους συντελεστές των «μέσων ενημέρωσης». Μετατόπιση η οποία δημιουργεί από μόνη της μια μείζονος σημασίας δυσμορφία του πολιτικού συστήματος, αφού μεταβάλει τα «μέσα» από διαμετακομιστές της πολιτικής σε πρωτογενείς παραγωγούς της. Η πολιτική, στο πλαίσιο αυτό, από φαινόμενο που συγκροτεί και λειτουργεί την κοινωνία, γίνεται προϊόν προς κατανάλωση, οι δε πολίτες μετατρέπονται σε απλούς καταναλωτές του προϊόντος της πολιτικής.
Καταλήγουμε ότι το κόμμα μόλις κατάφερε να καταλάβει και να ελέγξει δίκην μονοπωλίου το κράτος διαπίστωσε ότι αυτό δεν ήταν αρκετό για να μονοπωλήσει και την πολιτική του λειτουργία. Βρέθηκε να κατέχει μια εκρηκτικής ισχύος εξουσία, θεσμικά αυτονομημένη και ουσιαστικά ανεξέλεγκτη, χωρίς να διαθέτει την προϋπόθεση να τη διαχειρισθεί με πρόσημο το δημόσιο συμφέρον. Προϋπόθεση η οποία θα αποτελούσε εντούτοις το αντισταθμιστικό επιχείρημα κατέναντι των διεκδικητών της πολιτικής βούλησης του κράτους. Μετέωρο ανάμεσα στην ανάγκη της ψήφου και στον πειρασμό της ιδιοποίησης, το κόμμα προσαρμόσθηκε στις μεταλλάξεις της οικονομίας, του επικοινωνιακού περιβάλλοντος και, εντέλει, των συσχετισμών στο επίπεδο του κράτους. Το πολιτικό προσωπικό απομακρύνθηκε από το κοινωνικό πεδίο με αποτέλεσμα το σύστημα της πολιτικής κυριαρχίας του κράτους να μεταβληθεί σε σύστημα κομματικής κυριαρχίας επί του κράτους και δι’ αυτού επί της κοινωνίας. Το ζήτημα για το πολιτικό προσωπικό θα είναι εφεξής πώς να συνδυάσει τη λειτουργία του κράτους ως μηχανισμού πελατείας μέσω του οποίου αναμένει να χειραγωγήσει την κοινωνία και ως δημόσιου αγαθού το οποίο θα διαπραγματευθεί με τους διαπλεκόμενους εταίρους προκειμένου να αποκτήσει την χρειώδη οικονομική και επικοινωνιακή επιφάνεια. Ώστε, η αρχή της αυτονομίας του κράτους, που διέρχεται από τη μη αντιπροσωπευτική θεμελίωση του πολιτικού συστήματος, είναι υπόλογη για τον εκφυλισμό του σε μηχανισμό ιδιοποίησης της δημόσιας σφαίρας και ιδίως της πολιτικής διαδικασίας.
4. Από τις έως εδώ επισημάνσεις επιβεβαιώνεται η αρχική μου υπόθεση ότι η αμφισβήτηση και η κριτική που απευθύνεται στο πολιτικό προσωπικό ή στα στελέχη των επιχειρήσεων που εξέθρεψαν την αρρυθμία της αγοράς δεν αγγίζει το σύστημα. Δεν αποκλείεται η συζήτηση να εστιάζεται κάποιες φορές στο πώς το υπάρχον σύστημα της πολιτικής και της οικονομίας θα λειτουργήσει επωφελώς και/για την κοινωνία. Ωστόσο, η κοινωνία των πολιτών ή της εργασίας δεν υπεισέρχεται ως συντελεστής του. Ούτε όμως και η κοινωνία φαίνεται να αμφισβητεί τη μονοσήμαντη διαλεκτική της σχέσης (κράτος/πολιτική έναντι οικονομίας/αγοράς και αντιστρόφως) ή να διεκδικεί έναν θεσμικό λόγο σ’ αυτήν.
Εκείνο που προσάπτει η κοινωνία στο κράτος είναι η μη ανταποκρισιμότητα των πολιτικών του προς τις προσδοκίες και το συμφέρον της. Στην πραγματικότητα με το αίτημά της αυτό η κοινωνία θέτει, όπως ήδη υπαινίχθηκα, σε ηθικές βάσεις το έλλειμμα αντιπροσώπευσης. Το όποιο όμως αίτημα, με τον τρόπο που εγείρεται, έρχεται σε αντίθεση με τη λογική του πολιτεύματος. Αξιώνει από το πολιτικό προσωπικό να παραβεί τον Θεμελιώδη Χάρτη και να συμπεριφερθεί ως αντιπρόσωπος της κοινωνίας, ενώ ο ίδιος αυτός Χάρτης προνοεί ρητά ότι δεν επιθυμεί το σύστημα να είναι αντιπροσωπευτικό, ούτε θεσμικά ούτε ως προς τον σκοπό του.
Θα επιμείνω προκειμένου να γίνω πιο σαφής στο ζήτημα αυτό διότι εκτιμώ πως αποτελεί την καρδιά του σημερινού προβλήματος, που οδήγησε εξάλλου και στην ανατροπή της ισορροπίας ανάμεσα στο κράτος, την αγορά και την κοινωνία. Η μη αντιπροσωπευτική σημειολογία του κράτους προκύπτει από πολλά. Θα επικαλεστώ μόνο τρία στοιχεία που αναιρούν την αντιπροσωπευτική αρχή:
α) Το σύγχρονο κράτος ως φορέας της πολιτικής κυριαρχίας κατέχει κατά τρόπο αδιαίρετο όχι μόνο την ιδιότητα του εντολοδόχου αλλά και του εντολέα.
(β) Η κοινωνία ταξινομείται στην ιδιωτική σφαίρα, με μοναδικό πολιτικό ρόλο τη νομιμοποίηση με την ψήφο της του πολιτικού προσωπικού στην εξουσία του κράτους. Η κοινωνία δηλαδή δεν συγκροτεί πολιτική κατηγορία και, επομένως, δεν διαθέτει θεσμική υπόσταση ώστε να διαμορφώσει την πολιτική της βούληση.
(γ) Ως σκοπός του κράτους προκρίνεται η προαγωγή του γενικού συμφέροντος που συνάδει με το δημόσιο ή το εθνικό συμφέρον, όχι όμως με το κοινό συμφέρον της κοινωνίας. Επιπλέον, το γενικό, το εθνικό ή το δημόσιο συμφέρον καθορίζονται αυθεντικά, σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, ως προς το περιεχόμενό τους από το κράτος. Όλα τα συντάγματα προνοούν ότι από την εκλογή του ο πολιτικός αυτονομείται από την κοινωνία, λειτουργεί κατά τη βούλησή του, «αντιπροσωπεύει το έθνος»3. Το έθνος όμως, λαμβάνεται μέριμνα ώστε να ερμηνευθεί ως «κατασκευή» του κράτους. Δεν αναγνωρίζεται ο πρωτογενής του χαρακτήρας προκειμένου να ορισθεί ως το ταυτοτικό γινόμενο της κοινωνικής συνείδησης. Και αυτό διότι έτσι μόνο θα δικαιολογηθεί η αξίωση του κράτους να ενσαρκώνει το πολιτικό σύστημα.
Το γεγονός αυτό γίνεται εμφανές όταν διαπιστώνει κανείς ότι το κόμμα, εκτιθέμενο στις εκλογές προτείνει προγράμματα δράσης στην κοινωνία, τα οποία μετά τις εκλογές τα εγκαταλείπει με την ίδια ευκολία που τα δημιούργησε. Ο επίσημος λόγος της νεοτερικότητας ερμηνεύει την ανακουλουθία αυτή ως φυσική συνέπεια της ασυμβατότητας των επιλογών/αναγκών της κοινωνίας με το γενικό/εθνικό συμφέρον, το οποίο εξειδικεύεται ως το αποτέλεσμα της αδυναμίας της κοινωνίας να συλλάβει την πολυπλοκότητα του πολιτικού διακυβεύματος και να εναρμονίσει τις ιδιοτελείς επιδιώξεις της μ’αυτό. Ο πραγματικός λόγος όμως είναι η ολιγαρχική σημειολογία της άρχουσας τάξης η οποία επιθυμεί διακαώς οι πολιτικές του κράτους να διαμορφώνονται σε συνάφεια με το ειδικό βάρος του συμφέροντός της. Ο λόγος αυτός συνδέεται εντούτοις με την επισήμανση ότι μέτρο για την αμφισβήτηση ή μη του κράτους αποτελούν οι πολιτικές του και όχι προφανώς η δομή του πολιτικού συστήματος, δηλαδή η ελευθερία. Στο μέτρο που το σύνολο κοσμοσύστημα σήμερα δεν γνωρίζει παρά το προσιδιάζον στην πρωτο-ανθρωποκεντρική του φάση πολιτικό σύστημα, διαπιστώνεται ότι το φαινόμενο αυτό είναι καθολικό. Όταν ο τωρινός αμερικανός αντιπρόεδρος Ντικ Τσένι, ρωτήθηκε γιατί υποστηρίζει τον πόλεμο στο Ιράκ αφού η πλειοψηφία δεν τον εγκρίνει απάντησε: «και λοιπόν;».
Η αμφισβήτηση της μη αντιπροσωπευτικής λειτουργίας του συγχρόνου πολιτικού συστήματος, χωρίς να συνοδεύεται από έναν αναστοχασμό της ελευθερίας -που θα επέφερε ο ορισμός της ως αυτονομίας και όχι ως δικαιώματος- εξηγεί από την άλλη γιατί το όλο ζήτημα τίθεται με ηθικούς/δεοντολογικούς όρους. Διαφορετικά, θα συνοδευόταν από την αυτονόητη παραδοχή ότι για να αποκτήσει ένα πολιτικό σύστημα αντιπροσωπευτικό πρόσημο οφείλει να εκχωρήσει την ιδιότητα του εντολέα στην κοινωνία. Να συγκροτηθεί η κοινωνία σε δήμο, δηλαδή σε πολιτειακά συντεταγμένο εταίρο του κράτους, αφού μόνον έτσι θα αποκτήσει πολιτική βούληση, και να αναλάβει η ίδια να καθορίζει τις πολιτικές οι οποίες έτσι θα εναρμονισθούν με το κοινό συμφέρον.
Δεν είναι του παρόντος να σταθούμε περισσότερο στην αιτιολογία της απόρριψης της αντιπροσωπευτικής αρχής από τη νεοτερικότητα. Θα πω μόνο ότι όλες οι σχετικές θεωρίες (της «πολυπλοκότητας», του «καταμερισμού των έργων», της αρμοδιότητας των «ειδικών» που κατέχουν το αντικείμενο, της μεγάλης κλίμακας του σύγχρονου κόσμου κ.α.) υποκρύπτουν γνωσιολογική άγνοια και μια προσπάθεια μετάθεσης του προβλήματος. Διαπιστώνεται όντως μια καθολική συμφωνία να αποκαλείται δημοκρατικό ένα προ-αντιπροσωπευτικό στη βάση του πολιτικό σύστημα, όπως το σημερινό, διότι έτσι μόνο δικαιολογείται η εγγραφή όλων στη χορεία των θιασωτών της δημοκρατίας. Η ίδια η Αριστερά, που επικαλείται την ταύτισή της με τον λαό, επιδιώκει την κηδεμονία του όχι την απελευθέρωσή του. Αισθάνεται την ίδια αποστροφή με τον φιλελευθερισμό στην ιδέα να αποδοθεί στο σώμα της κοινωνίας των πολιτών ακόμη και αυτή η ιδιότητα του εντολέα. Εξού και θεωρεί το έθνος -την ταυτοτική συνείδηση της κοινωνίας- και όχι το κυρίαρχο κράτος/σύστημα ως εχθρό της ελευθερίας. Με απλούστερη διατύπωση, όπως και ο φιλελευθερισμός, η Αριστερά δεν εξέρχεται από το πολιτειακό σχήμα που κληροδότησε στον μετα-φεουδαλικό κόσμο το «παλαιό καθεστώς» της ευρωπαϊκής ηπείρου.
5. Αυτό που έχει σημασία να υπογραμμισθεί εδώ είναι ότι το προ-αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα και το ομόλογο κομματικό σύστημα αντανακλούσαν και, ως εκ τούτου, εξυπηρετούσαν με συνέπεια τη φάση της μετάβασης από τη φεουδαρχία/δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό. Θεμελιώδης αρχής του προτάγματος αυτού αποτέλεσε η παραδοχή ότι τόσο το πολιτικό σύστημα όσο και το οικονομικό σύστημα συγκροτούνται με πρόσημο την ιδιοκτησία. Ο ιδιοκτήτης (το νομικό πλάσμα του κράτους ή ο κάτοχος των μέσων παραγωγής) κατέχει επίσης το σύστημα της πολιτικής ή της οικονομίας και όχι οι ουσιαστικοί συντελεστές του (οι εργαζόμενοι ή οι πολίτες)4. Στην πραγματικότητα το ανήκειν του (οικονομικο-κοινωνικού και πολιτικού) συστήματος στην ιδιοκτησία αποτελεί κληρονομιά της νεοτερικότητας από την προγενέστερη δεσποτεία, που κλήθηκε να την εναρμονίσει με τη νέα κοινωνία, της οποίας τα μέλη απέκτησαν ήδη ανθρωποκεντρική υπόσταση, έγιναν δηλαδή ελεύθερα στο ιδιωτικό πεδίο.
Το σύστημα της ιδιοκτησίας αποδέχεται ως συνομιλητές μόνο τους ιδιοκτήτες: την αγορά και το κράτος. Στην εποχή της μετάβασης το κράτος ήρθε συχνά αντιμέτωπο με την ιδιωτική σφαίρα. Αρχικά με το παλαιό δεσποτικό καθεστώς και αργότερα με την ιδιωτική (πρωτο-ανθρωποκεντρική) αγορά. Αυτό μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι την περίοδο αυτή η μεν κοινωνία συναντιόταν με την πολιτική στο επίπεδο της ιδεολογίας ή της ταξικής συνάφειας, η δε αγορά ήταν ακόμη εθνικά οροθετημένη και σε προφανή αδυναμία να αμφισβητήσει ευθέως την πρωτοκαθεδρία του κράτους.
Στις μέρες μας, όμως, κράτος και αγορά συμπλέουν σε μια αγαστή συνεργασία η οποία, παρά τις συγκυριακές της διακυμάνσεις ή τις αντιθέσεις των συντελεστών τους έχει ως πρόσημο το κοινό τους συμφέρον: τον εγκιβωτισμό της κοινωνίας στην ιδιωτική σφαίρα, δηλαδή τον αποκλεισμό της από τη διοίκηση του (οικονομικού και πολιτικού) συστήματος, ώστε να το νέμονται αδιατάρακτα. Το γεγονός ότι τόσο η αγορά όσο και το κράτος συμφωνούν να συναντώνται μέσω των συντελεστών τους –δηλαδή του πολιτικού/κομματικού προσωπικού και των ομάδων συμφερόντων– μακράν της κοινωνίας, αποκαλύπτει το είδος και το βάθος του σημερινού προβλήματος, αλλά και την κατεύθυνση της εξέλιξης.
Η κατεύθυνση αυτή δεν είναι προφανώς εκείνη που προέκριναν οι πολιτικοί θεράποντες του συστήματος -δηλαδή η παρέμβαση του κράτους- για την αποκατάσταση της εσωτερικής ισορροπίας της αγοράς. Η ισορροπία αυτή θα ανακτηθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Το κόστος όμως θα κληθεί, αναπόφευκτα, να καταβάλει προεχόντως το κοινωνικό σώμα. Σε κάθε περίπτωση, η εμμονή στην ιδιοκτησιακή συγκρότηση του συστήματος –ιδίως σε ό,τι αφορά στο ανήκειν του πολιτικού συστήματος στο κράτος– προόρισται απλώς να οδηγήσει στη γιγάντωση των ανισοτήτων και της αμφισβήτησης και, οπωσδήποτε, να προετοιμάσει το έδαφος για την επόμενη κρίση. Και τούτο διότι υπό τις κρατούσες συνθήκες η εξισορρόπηση της εξουσίας του κράτους με τη δύναμη της αγοράς είναι ανέφικτη.
6. Για να επιτευχθεί αυτό και, περαιτέρω, για να εναρμονισθεί η δημόσια διακυβέρνηση με το συμφέρον της κοινωνίας προϋποτίθεται η μεταβολή των πολιτικών συσχετισμών, οι οποίοι ανετράπησαν δραματικά υπέρ των κατόχων του οικονομικού συστήματος και του κράτους. Κατά τούτο, η αποκατάσταση των συσχετισμών υπέρ της κοινωνίας δεν μπορεί να διέλθει πια μέσα από το αυτόνομο κράτος/κόμμα, καθώς, όπως είδαμε, υπό τις παρούσες συνθήκες η εξωθεσμική τους συνάντηση αντίκειται στη λογική του πράγματος.
Η συνάντηση αυτή θα ήταν εφικτή μόνο στο εσωτερικό του πολιτικού συστήματος, η οποία όμως προϋποθέτει την αντιπροσωπευτική του υποστασιοποίηση. Η μεταβολή της κοινωνίας σε δήμο με την ανάληψη από αυτήν της ιδιότητας του εντολέα είναι η μόνη ικανή να θεραπεύσει το έλλειμμα αντιπροσώπευσης και να αναμορφώσει συγχρόνως τη δομή και τη λειτουργία του κομματικού συστήματος. Στο πλαίσιο αυτό, το κόμμα, από ενσαρκωτής της πολιτικής κυριαρχίας του κράτους και μέγας συντελεστής της ιδιοποίησής του, θα γίνει διαλακτής και τυπικός εντολοδόχος της κοινωνικής βούλησης.
Η σχέση μεταξύ κράτους και αγοράς θα ανασχηματισθεί επίσης ριζικά, αφού ο δήμος της κοινωνίας των πολιτών θα παρεμβληθεί ως άμεσος ρυθμιστής της αγοράς, δηλαδή ως ο καταστατικός παράγων που διαμορφώνει το κανονιστικό περιβάλλον και τους όρους λειτουργίας της οικονομίας. Το ζήτημα, στο πλαίσιο αυτό, θα είναι όχι η διεύρυνση της ιδιοκτησίας του κράτους, αλλά η εναρμόνιση και του κράτους και της αγοράς με το συμφέρον της κοινωνίας/δήμου. Όχι η κρατικοποίηση της οικονομίας, αλλά η κοινωνικοποίηση του πολιτικού συστήματος, η οποία θα επέλθει με την περιένδυση της κοινωνίας με την ιδιότητα του δήμου/εντολέα. Είναι εμφανές ωστόσο ότι η εξέλιξη αυτή, μολονότι δεν προβάλει, όπως είδαμε, ως προϋπόθεση τον αναστοχασμό της ελευθερίας από την πλευρά της κοινωνίας, θα θέσει επί τάπητος το διακύβευμά της. Και τούτο διότι μόνον έτσι θα διασφαλισθεί η ιδεολογική θωράκιση του αντιπροσωπευτικού προτάγματος.
Η μετάλλαξη αυτή της σχέσης μεταξύ πολιτικού συστήματος και κράτους θα αποτελέσει, από μιαν άλλη άποψη, την απάντηση στο διακύβευμα της «παγκοσμιοποίησης», όπου η μεν αγορά γίνεται ολοένα και περισσότερο οικουμενική, ενώ η πολιτική παραμένει εθνική, με αποτέλεσμα το κοσμοσυστημικό κανονιστικό πλαίσιο να διαφεύγει από την αρμοδιότητα του κράτους και να αφήνεται στα χέρια των διακρατικών σχέσεων ηγεμονίας. Οι σχέσεις αυτές με υπομόχλιο την λεγόμενη «κοινωνία πολιτών» και το πρόταγμα της «διακυβέρνησης», εισάγονται στο εσωτερικό πεδίο του κράτους, επιβαρύνοντας με τη σειρά τους τον κανονιστικού χαρακτήρα της πολιτικής διαδικασίας και, περαιτέρω, την αποξένωση του κράτους από την κοινωνία.
Με άλλα λόγια, η αποκατάσταση της ισορροπίας στην αγορά θα είναι διαφορετικής τάξεως εάν γίνει με βάση το γινόμενο της σχέσης της με το κράτος/σύστημα ή εάν θα διέλθει από την πολιτειακή συγκρότηση και, κατ’επέκταση, τη βουλησιακή χειραφέτηση της κοινωνίας. Η υπεισέλευση της κοινωνίας στην πολιτική διαδικασία θα έχει ως αποτέλεσμα την επαναφορά των πολιτικών του κράτους σε τροχιά απεξάρτησης από την αγορά και, ως εκ τούτου, τον αναπροσανατολισμό του σκοπού της πολιτικής με γνώμονα το κοινό συμφέρον. Ώστε, με την πολιτειακή συγκρότηση της κοινωνίας των πολιτών, η ευθύνη για τον καθορισμό της έννοιας και του συμφέροντος του έθνους θα περιέλθει μερικώς τουλάχιστον σ’αυτήν, αντί να αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους/συστήματος.
7. Θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς το αντικειμενικώς ανέφικτο μιας τέτοιας εξέλιξης, τους κινδύνους που συνεπάγεται η εξάρτηση της πολιτικής από την «απαίδευτη» κοινωνία ή, έστω, την απορία του για το πώς της μετάλλαξης της κοινωνίας σε δήμο. Σπεύδω να υπογραμμίσω ότι όντως η εξέλιξη αυτή δεν είναι εφικτή στις μέρες μας. Δεν είναι εφικτή όχι για τους λόγους που επικαλείται η νεοτερικότητα (η κλίμακα, η πολυπλοκότης, η κατανομή των έργων, η κοινωνική αχειραφεσία κλπ), αλλά επειδή το πρωτο-ανθρωποκεντρικό στάδιο που διέρχεται ο κόσμος σήμερα δεν επιτρέπει καν τη γνωσιολογική υιοθεσία και, περαιτέρω, την προταγματική αναδοχή του αιτήματος. Η αντιπροσώπευση ως πολιτικό σύστημα δεν αποτελεί αίτημα της κοινωνίας στις μέρες μας. Θα έλεγα μάλιστα πως δεν υπεισέρχεται επίσης ως ζήτημα στο πεδίο του διαλογισμού της νεοτερικής σκέψης. Η νεοτερικότητα βαυκαλίζεται ότι πέτυχε το ακατόρθωτο: να συγκεντρώσει στο σύστημά της δυο φύσει ασύμβατες πολιτείες, την αντιπροσωπευτική και τη δημοκρατική, τη στιγμή που αυτό είναι απλώς προ-αντιπροσωπευτικό.
Από την άλλη, δεν πρέπει να νομισθεί ότι για να ανατραπεί η αγαστή συνεύρεση του κράτους με την αγορά και να αποκατασταθεί η ανταποκρισιμότητα της πολιτικής εξουσίας με το κοινό συμφέρον απαιτείται η πλήρης μεταφορά της ιδιότητας του εντολέα στην κοινωνία των πολιτών και, συνακόλουθα, η άμεση συγκρότησή της σε δήμο. Θα μπορούσε να επικαλεσθεί κανείς ορισμένες ήπιες μορφές θεσμικής συνάρτησης της πολιτικής από την κοινωνία, οι οποίες θα διελάμβαναν μια αντιπροσωπευτική προσομοίωση και όχι τη μετάλλαξη του πολιτικού συστήματος.
Αναφέρω ενδεικτικά κάποια παραδείγματα: (α) την καθιέρωση ενός περιοδικού, ανά εξάμηνο, απολογιστικού ελέγχου του πολιτικού προσωπικού από έναν «δειγματοληπτικό δήμο» συγκείμενο από συγκεκριμένο αριθμό κληρουμένων εκπροσώπων της εκλογικής του περιφέρειας. Ο δήμος αυτός θα ήταν σκόπιμο να έχει επίσης την αρμοδιότητα να εγκαλεί τον πολιτικό ή να τον αναπέμπει στο εκλογικό σώμα σε περίπτωση που θα έκρινε το έργο του ανεπαρκές.
(β) Τη δημιουργία ενός «τεχνοδικτυακού δήμου» (αρκεί ένα δημοσκοπικό δείγμα 3.000 πολιτών) που θα επιλέγεται δειγματοληπτικά από πολίτες του συνόλου της επικράτειας και «θα βουλεύεται» αποφαινόμενος για τα ζητήματα της ημερήσιας διάταξης της κυβέρνησης και της βουλής, θα εγείρει ζητήματα ή θα ελέγχει τους φορείς της κρατικής εξουσίας και τις πολιτικές τους. Κρίνεται αναγκαίο η πρόνοια αυτή να καλύπτει και τα κόμματα σε ό,τι αφορά στα προγράμματα που υποβάλουν κατά τις εκλογές και στις θέσεις ή προτάσεις τους στην περίοδο της διακυβέρνησης. Συγχρόνως δε θα ήταν σκόπιμο να υποχρεούνται τα κόμματα και, οπωσδήποτε, η κυβέρνηση να υποβάλουν απολογιστικά πεπραγμένα στον «τεχνοδικτυκό δήμο» και ασφαλώς την πρόθεσή της να αποστεί από τις δεσμεύσεις της, προκειμένου αυτός να διατυπώσει γνώμη. Σε κάθε περίπτωση, η γνώμη του «τεχνοδικτυακού δήμου» δεν χρειάζεται στο παρόν στάδιο να είναι δεσμευτική. Είναι προφανές όμως ότι το πολιτικό και ηθικό διακύβευμα της γνώμης του θα έχει εξαιρετική βαρύτητα στην πολιτική διαδικασία.
(γ) Την αναγνώριση στον πολίτη εννόμου συμφέροντος για την πολιτική και, κατ’επέκταση, δικαιώματος να αναφέρεται στη δικαιοσύνη για πολιτικές από τις οποίες βλάπτεται.
(δ) Την ολοσχερή κατάργηση της ασυλίας, που εισάγει ουσιαστικά το ανεύθυνο του πολιτικού για την πέραν της πολιτικής δράση του, και την υπαγωγή της πολιτικής λειτουργίας στη δικαιοσύνη σε ό,τι αφορά στην αντιστοιχία της με το κοινό συμφέρον.
(ε) Τέλος, την εξαίρεση των ΜΜΕ από την αρχή του ανήκειν του συστήματος στην ιδιοκτησία, με την εισαγωγή στη λειτουργία τους κανόνων δημοκρατικής νομιμότητας.
Η έκπληξη με την οποία ο αναγνώστης είναι βέβαιο ότι θα συνοδεύσει το άκουσμα των ιδεών αυτών, παρόλον ότι θα μπορούσε να συμφωνήσει με την αιτιολογία της κρίσης που διέρχεται ο σύγχρονος κόσμος, προϊδεάζει ότι οι νεοτερικές κοινωνίες θα συνεχίσουν μεσοπρόθεσμα να βιώνουν το παλαιό καθεστώς και να αναζητούν λύσεις που απλώς θα ανακυκλώνουν το πρόβλημα. Η λύση, επομένως, θα έλθει τη στιγμή που ο νεοτερικός άνθρωπος θα αντιληφθεί ότι ουτοπικό είναι το πρόταγμα που δεν αντιστοιχείται με την κοσμοσυστημική τυπολογία και όχι αυτό που απλώς εγγράφεται στην προοπτική της εξέλιξης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου