του Δημήτρη Νούλα
Θα παραβιάζαμε ανοιχτές θύρες αν λέγαμε -ακόμη μια φορά- πως το εκπαιδευτικό μας σύστημα όλων των βαθμίδων έχει τα μαύρα του χάλια και πως υπολείπεται σημαντικά έναντι των αντίστοιχων συστημάτων των αναπτυγμένων χωρών.
Ενδεικτικά θα αναφέραμε πως αυτό που συμβαίνει στην ελληνική εκπαίδευση σχετίζεται και με ό,τι άλλο συμβαίνει στην ελληνική κοινωνία: χαμηλό επίπεδο οργάνωσης, χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, αναξιοκρατία και σημαντικά πολιτιστικά ελλείμματα και φυσικά καχεκτική και στρεβλά αναπτυγμένη ή και «μαύρη» οικονομία.
Κοινός παρονομαστής όλων αυτών ένα «εξαντλημένο» πολιτικό σύστημα που εμφανώς (αλλά και αφανώς) στηρίζεται σε πελατειακές σχέσεις και υποτάσσεται βαθμιαίως στις επιθυμίες της αγοράς και ιδιαίτερα της παρα-αγοράς.
Στο ερώτημα λοιπόν «τις πταίει;» για την κατάσταση της εκπαίδευσής μας ώστε αντί για ατμομηχανή ανάπτυξης της χώρας να αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα υστέρησης, η απάντηση σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αφορά μόνο τον δάσκαλο.
Δεν φταίει ο εκπαιδευτικός, είναι όμως κι αυτός μέρος του προβλήματος.
Το πρόβλημα ξεκινάει από πολύ παλιά, από συστάσεως σχεδόν του νεοελληνικού κράτους, δηλαδή παρακολουθεί τα σκαμπανεβάσματα της ιστορικής διαδρομής μας με αιτούμενο πάντοτε μια βαθιά αστική μεταρρύθμιση και το οποίο αιτούμενο παραμένει και σήμερα επίκαιρο.
Χωρίς διάθεση μηδενισμού και χωρίς να συμφωνούμε με όλους όσοι ισχυρίζονται ότι η εκπαίδευση στην Ελλάδα βρίσκεται στον πάτο του βαρελιού, δίχως κάτι το θετικό και ότι δήθεν τίποτε δεν μπορεί να γίνει πια στο χώρο αυτό, είμαστε αναγκασμένοι να δεχθούμε ότι με βάση διεθνή κριτήρια αξιολόγησης (π.χ. οι δείκτες ποιότητας του ΟΟΣΑ) το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα κατατάσσεται σε διόλου κολακευτικές θέσεις.
Τουναντίον, στο ευρωποδόσφαιρο, στο ευρωμπάσκετ, στο ευρωτραγούδι και σε άλλες παρόμοιες δραστηριότητες τα πάμε πολύ καλά -κι αυτό αποτελεί έναν αρκετά ασφαλή δείκτη των προτεραιοτήτων της ελληνικής κοινωνίας.
Σίγουρα δεν μπορούμε να συγκρίνουμε την εκπαίδευση εδώ με χώρες όπως η Φιλανδία, η Σουηδία ή και η Δανία, χώρες δηλ. που διαθέτουν το 7% του (πραγματικού τους) ΑΕΠ για τη χρηματοδότηση του εκπαιδευτικού συστήματος σε αντίθεση με εμάς, που μόλις πιάνουμε το 3.1% με φθίνουσα τάση.
Εκεί απασχολούνται στην έρευνα περίπου 20 άνθρωποι στους 1,000 κατοίκους ενώ εδώ μόλις 3.5.
Εκεί σέβονται τον δάσκαλο ενώ εδώ συνεχώς τον απαξιώνουν.
Ενδεικτικά μόνο αναφέρουμε κάποια από τα σημαντικότερα προβλήματα στις διάφορες βαθμίδες της ελληνικής εκπαίδευσης που σχετίζονται με την ποιότητά της:
Στην Α' βάθμια και στη Β' βάθμια εκπαίδευση έχουμε:
ανυπαρξία σχεδόν υποχρεωτικής προσχολικής αγωγής,
υπολειτουργία του ολοήμερου σχολείου,
λειτουργία μονοθεσίων σχολείων,
ελάχιστη επιμόρφωση του προσωπικού,
μη εκπαιδευμένο επαρκώς στη διοίκηση διευθυντικό προσωπικό,
εσωστρεφή λειτουργία της σχολικής μονάδας,
διόγκωση του ενιαίου λυκείου έναντι της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης,
μετατροπή του ενιαίου λυκείου σε φροντιστήριο,
συρρίκνωση της ενισχυτικής διδασκαλίας, υπερβολικό ωράριο παρακολούθησης (35ωρο+20ωρο φροντιστήριο +...) για τους μαθητές,
ιδιαίτερα φορτωμένο με πολλά περιττά αντικείμενα πρόγραμμα σπουδών,
ιδιαίτερα απαιτητικό εξεταστικό σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ και κυρίως στα ΤΕΙ (γιατί πρέπει να εξετάζεται στις διαφορικές εξισώσεις ή στην πυρηνική φυσική ένας υποψήφιος σε τμήμα ανθοκομίας των ΤΕΙ;), και φυσικά
χαμηλά -πολύ χαμηλά- αμειβόμενο εκπαιδευτικό, με ανεπαρκή επιμόρφωση και κοινωνικά υποβαθμισμένο.
Στην Γ' βάθμια εκπαίδευση έχουμε:
υπερανάπτυξη και μεγάλη διασπορά σχολών και πανεπιστημίων που δυσχεραίνει τα πράγματα σε θέματα οργάνωσης και ποιότητας σπουδών.
λειτουργούν πάρα πολλά τμήματα (π.χ. μαθηματικών ή φιλολογίας) που δεν έχουν λόγο ύπαρξης, ενώ παρατηρούνται προβλήματα και στα προγράμματα σπουδών καθώς πολλές φορές αυτές δεν συνδέονται με τις πραγματικές ανάγκες και την προοπτική της οικονομίας μας (γι' αυτό νωρίτερα κι από όσο περιμέναμε θα δούμε μια ιδιότυπη μετανάστευση επιστημόνων μας στη διεθνή αγορά εργασίας, με αντίστοιχη είσοδο ανειδίκευτου δυναμικού στη χώρα μας με ότι αυτό σημαίνει για τα ποιοτικά μας χαρακτηριστικά),
δυσλειτουργίες εμφανίζονται και στην οργάνωση των μεταπτυχιακών σπουδών με δυσμενείς επιπτώσεις στην ποιότητά τους.
Κοινό χαρακτηριστικό σ' όλα αυτά είναι η παντελής έλλειψη αξιολόγησης -που συνδέεται με την υποχρηματοδότηση- σε όλες τις βαθμίδες με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει για την ποιότητα και το επίπεδο σπουδών του Έλληνα μαθητή ή φοιτητή.
Αυτά και πολλά άλλα ακόμη είναι τα πιο σημαντικά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η εκπαίδευση στην Ελλάδα που επιτείνονται από νοοτροπίες, προκαταλήψεις και εμμονές της κοινωνίας μας, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μίγμα που ανά πάσα στιγμή μπορεί να βρεθεί σε παροξυσμό.
Η αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων έχει ως προϋπόθεση να γίνουν βαθιές τομές στο σώμα της παιδείας και μεταρρυθμίσεις (όχι αντιμεταρρυθμίσεις) που θα μας εναρμονίσουν με το περιβάλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ)· αλλά αυτό που κυρίως χρειάζεται είναι γενναία χρηματοδότηση και ανάπτυξη μηχανισμών ελέγχου, ώστε συνεχώς να βελτιώνονται τα πράγματα.
Γι' αυτό είναι επιτακτική ανάγκη το πολιτικό σύστημα να σκύψει με πραγματικό και όχι υποκριτικό ενδιαφέρον και με στοργή πάνω στην εκπαίδευση, αντί να τη χρησιμοποιεί ως προνομιακό πεδίο αντιπαραθέσεων και μέσο επίτευξης πολιτικών στόχων, καθιστώντας την τελικώς θύμα της μικροπολιτικής του.
Προς το παρόν, εκείνο που είναι πολύ καθαρό είναι πως η επικείμενη επιστροφή μαθητών και δασκάλων στην τάξη μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων (η οποία συμπίπτει με σχετική συζήτηση στη βουλή ύστερα από πρόταση του πρωθυπουργού) δεν είναι κάτι που θα γίνει χωρίς προβλήματα καθώς τα αδιέξοδα της νεολαίας είναι τεράστια και καθώς ούτε οι γιορτινές ημέρες δεν μπόρεσαν να σβήσουν τις πυρκαγιές στους δρόμους πολλώ δε μάλλον δεν μπόρεσαν να σβήσουν την «πυρκαγιά» που άναψε στα μυαλά και στις ψυχές των νέων.
Η πλήρης, πάντως, έλλειψη προβληματισμού και ουσιαστικού -όχι προσχηματικού- κοινωνικού διαλόγου για τα θέματα παιδείας και εκπαίδευσης, αποτελεί την κορύφωση του κυνισμού αλλά και του φαρισαϊσμού μιας κοινωνίας που στην πλειοψηφία της αρέσκεται να βαδίζει απροβλημάτιστη στην αυτοκαταστροφική πορεία του ακατάσχετου καταναλωτισμού και του lifestyle. Που αρέσκεται να κολυμπά στις ψευδαισθήσεις μιας εισαγόμενης και καταφανώς προσωρινής ευμάρειας, αντί να επενδύει στο μέλλον, δηλαδή στο εκπαιδευτικό της σύστημα ώστε να αποκτήσει μια στέρεη προοπτική σε ένα κόσμο που μεταβάλλεται με ταχύτητα φωτός ειδικά στο χώρο της επιστήμης και γενικώς της γνώσης.
Προφανώς πρόκειται για μια κοινωνία με δυσοίωνο μέλλον και με επιτεινόμενα αδιέξοδα, αφού αντίθετα από το μυθικό της πρόγονο τον Ηρακλή, δεν επιλέγει τον δύσκολο δρόμο των θυσιών και της προοπτικής.
Οι σημερινοί Ηρακλειδείς της, δηλαδή, οι τωρινοί και οι πιθανοί αυριανοί κυβερνήτες της, οφείλουν να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και να πάρουν γενναίες αποφάσεις οι οποίες θα κόψουν επιτέλους το «γόρδιο δεσμό» των μεγάλων αδιεξόδων της ελληνικής εκπαίδευσης που εν πολλοίς ταυτίζονται με τις πιο δυσοίωνες προβλέψεις για το μέλλον της χώρας.
Αν θα βρουν τη δύναμη να το πράξουν υπερβαίνοντας τις μίζερες λογικές του λεγόμενου «πολιτικού κόστους» είναι βέβαιο πως η ιστορία δεν θα φεισθεί επαίνων και δεν θα διστάσει να συγχωρήσει ανεπάρκειες ή και λάθη τους σε άλλους τομείς της πολιτικής και κοινωνικής μας ζωής.
Διότι όταν, στους καιρούς μας, η εκπαίδευση και η παιδεία σε μια κοινωνία μπαίνουν σε πρώτη προτεραιότητα τότε διασφαλίζεται με μεγάλες πιθανότητες ευοίωνο μέλλον για τις επερχόμενες γενεές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου