του Αλέξανδρου Γκεζερλή
Είναι από την καλοσύνη του Θεού που στη χώρα μας έχουμε αυτά τα τρία τρομακτικά πολύτιμα αγαθά: την ελευθερία του λόγου, την ελευθερία συνειδήσεως, και τη σύνεση να μην εξασκούμε καμία από τις δύο.
Mark Twain
Ποιος δρόμος οδηγεί στην Ευτοπία; Αυτό είναι ένα ερώτημα που απασχολεί όσους έχουν την πολυτέλεια (και όχι μόνο αυτούς) να ασχοληθούν με κάποιες, λιγότερο πρακτικές απ' ότι συνηθίζεται, ιδέες. Όλοι όσοι ενδιαφέρονται για μια αλλαγή στην κοινωνία (αλλά ακόμα κι αυτοί που τους απασχολεί μονάχα μια αλλαγή στον ατομικό τρόπο ζωής) έχουν συχνά πιαστεί να ονειροπολούν και να φαντάζονται ουτοπίες. Αυτό που απασχολεί εμάς, είναι το πως (και το εάν) γίνεται να πάμε «από το εδώ στο εκεί»: να πάμε πιο κοντά στο Όνειρο? να μην πάψουμε να ονειροπολούμε, αλλά επιτέλους να αρχίσουμε να πραγματοποιούμε κάποιες από τις νοητικές μας δημιουργίες. Στο κείμενο αυτό θα εξετάσουμε κάποιες από τις πρόσφατες εξελίξεις στο χώρο της τοπικής αυτοδιεύθυνσης ελπίζοντας πως μέσα από μια κριτική των κινήσεων που έχουν γίνει έως τώρα, θα καταφέρουμε να πλησιάσουμε λίγο πιο κοντά σε μια κατανόηση των αιτιών που τις έχουν οδηγήσει στην αποτυχία, ίσως και να αρθρώσουμε μια εναλλακτική πρόταση.
Είναι τυχαίο, ωστόσο, το ότι τόσο πολλοί άνθρωποι δεν αντέχουν τη ζωή τους και (ασχέτως αν επιλέγουν την πολιτική δράση ή τον ατομικισμό ως διέξοδο) επιθυμούν να την αλλάξουν δραστικά; Ασφαλώς και όχι. Απώτερο αίτιο της απόγνωσης αυτής είναι η πολυδιάστατη κρίση που μαστίζει τις σύγχρονες κοινωνίες. Πολυδιάστατη γιατί επεκτείνεται στο κοινωνικό, στο πολιτικό, στο πολιτιστικό, στο οικονομικό και στο οικολογικό επίπεδο. Έτσι, στο οικονομικό επίπεδο η αγοραιοποίηση και η δυναμική της ασταμάτητης ανάπτυξης (που αποτελούν τα συστατικά στοιχεία της σύγχρονης οικονομίας της αγοράς η οποία βρίσκεται σε μια φάση συνεχώς αυξανόμενης διεθνοποίησης) σε συνδυασμό με τις φιλελεύθερες ολιγαρχίες του Βορρά (που περνάνε για «δημοκρατίες») και τα ολοκληρωτικά καθεστώτα του Νότου στο πολιτικό επίπεδο, έχουν οδηγήσει: σε όλο και περισσότερη φτώχεια στο Νότο (αλλά και στο Βορρά), σε στροφή στις ψεύτικες υποσχέσεις του καταναλωτισμού και των ναρκωτικών στο Βορρά (αλλά και στο Νότο), καθώς και σε μια πρωτόγνωρη για τον πλανήτη οικολογική καταστροφή.
Ακόμα, όμως, δεν έχουμε εξηγήσει πώς η προαναφερθείσα κρίση μπορεί να συσχετιστεί με τον τίτλο που δώσαμε σε αυτό το κείμενο. Η εξήγηση αυτή δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολη: Κάποια από τα θύματα του παρόντος συστήματος (φιλελεύθερη «δημοκρατία» / οικονομία της αγοράς) - και ας μη ξεχνάμε πως με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η συντριπτική πλειοψηφία του ανθρώπινου (και όχι μόνο) πληθυσμού αποτελεί θύμα του συστήματος αυτού - βρίσκονται σε άθλιες συνθήκες ζωής (εξαθλίωση λόγω της φτώχειας, της ανεργίας, της τραγικής ποιότητας ζωής λόγω της υποβάθμισης του περιβάλλοντος κτλ.). Πολλοί από αυτούς στρέφονται στη θρησκεία (συχνότατα φανατίζονται) για στήριγμα. Αλλά ακόμη κι αυτοί που δε βρίσκονται σε τόσο εξαθλιωμένη κατάσταση (τα μεσαία στρώματα των δυτικών «δημοκρατιών») έχουν το δικό τους «στήριγμα»: το σπιριτουαλισμό - μυστικιστικές λατρείες, αναζήτηση του εσώτερου Πνεύματος κτλ. Λογικότατη συνέπεια των παραπάνω είναι το ότι οι θρησκείες και οι κάθε είδους σπιριτουαλισμοί έχουν σημαντικότατη επίδραση στις κατά τόπους προσπάθειες για αυτοδιεύθυνση.
Σημειώνουμε ότι αντί για τις έννοιες: κομμούνα, κολλεκτίβα, κοοπερατίβα, πειραματική κοινότητα, «εσκεμμένη» κοινότητα και άλλες παρόμοιες, εμείς θα χρησιμοποιήσουμε απλώς τη λέξη «κοινότητα», όχι επειδή αγνοούμε τις διαφορές ανάμεσά τους, αλλά επειδή αυτό που μας ενδιαφέρει είναι το ιδανικό της κοινοτικής ζωής, το οποίο αποτελεί και το κοινό στοιχείο όλων των παραπάνω εννοιών. Υπάρχουν πολλοί πιθανοί τρόποι κατηγοριοποίησης των διαφόρων κοινοτήτων (όπου με τη λέξη κοινότητα εννοούμε όχι μόνο το παραδοσιακό χωριό αλλά τη συνειδητή συνύπαρξη τριών ή παραπάνω ατόμων τα οποία συνδέονται με δεσμούς κοινούς όπως κοινή ιδιοκτησία γης κτλ., ενώ ο κυρίαρχος δεσμός δεν είναι ούτε ο δεσμός αίματος, ούτε νομικές σχέσεις άλλου είδους ).
Ένας αρκετά συνηθισμένος[1] τρόπος τέτοιας κατηγοριοποίησης είναι η διάκριση των κοινοτήτων σε: θρησκευτικές, ιδεολογικές, «ομαδικού γάμου», «μοδάτες», υπηρεσιών και νεολαιίστικων. Σύμφωνα με αυτήν την προβληματική: οι θρησκευτικές κοινότητες συνήθως είναι αγροτικές κοινότητες χριστιανών και βασίζονται σε ένα μείγμα χριστιανικών και ανατολίτικων, μεσσιανικών κηρυγμάτων. Οι ιδεολογικές κοινότητες βασίζονται σε κάποια μη θρησκευτική ορθολογική φιλοσοφία (π.χ. μαρξισμός). Οι «ομαδικού γάμου» προσπαθούν να αναπτύξουν νέες οικογενειακές και διαπροσωπικές σχέσεις, ενώ οι «μοδάτες» έχουν μεγάλη σχέση με την κατάχρηση ναρκωτικών (και όχι μόνο). Οι κοινότητες υπηρεσιών προσφέρουν ένα εργασιακό περιβάλλον για άτομα που στην «κανονική» κοινωνία θεωρούνται «προβληματικά». Τέλος, οι νεολαιίστικες κοινότητες, οι οποίες δεν ανήκουν σε καμία από τις παραπάνω κατηγορίες συνήθως αποτελούνται από «αποτυχημένους» φοιτητές ή γενικότερα «αναχωρητές» που δεν ήθελαν να γίνουν ερημίτες.
Επειδή, όμως, η παραπάνω κατηγοριοποίηση διατυπώθηκε πριν από τριάντα περίπου χρόνια, και από τότε πολλά έχουν συμβεί (π.χ. το κίνημα των χίπις που ήταν η ραχοκοκαλιά των «μοδάτων» κοινοτήτων έχει χαθεί), πιστεύουμε πως είναι σκόπιμη μια καινούρια ανάλυση. Αν δούμε λίγο πιο «βαθιά», θα ανακαλύψουμε πως η συντριπτική πλειοψηφία τέτοιων κοινοτήτων ανήκει σε μια από τις παρακάτω κατηγορίες: θρησκευτικές (καθαρά θρησκευτικές ή γενικότερα σπιριτουαλιστικές) και πολιτικές (με ιδεολογική χροιά - θα δούμε ότι και οι πολιτικές κοινότητες χωρίζονται σε υποκατηγορίες). Ας εξετάσουμε καθεμιά απ' αυτές τις κατηγορίες λίγο πιο αναλυτικά, ξεκινώντας από τις θρησκευτικές:
Οι καθαρά θρησκευτικές κοινότητες είναι συνήθως επικεντρωμένες γύρω από κάποιον/κάποια (είτε εν ζωή είτε προσφάτως αποθανόντα) γκουρού, ο οποίος/α αποτελεί τον/την πνευματικό τους αρχηγό. Άλλες αποτελούνται απλώς από φανατικούς πιστούς μεγάλων θρησκειών (στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και ο παγανισμός), που επιλέγουν την διέξοδο αυτήν προτιμώντας την από τη μοναστική ζωή και τις παρόμοιες συμβατικές διεξόδους. Όλες τους έχουν δημιουργηθεί με σκοπό την ερμηνεία των «Γραφών» ή τέλος πάντων των κειμένων που έχει αφήσει πίσω του/της (ή γύρω του/της αν είναι ακόμα εν ζωή!) ο/η απεσταλμένος/η του Κυρίου, του παντοδύναμου Θεού, καθώς και για να αποτελέσουν τόπο προσευχής, που αποτελεί σημείο συνάντησης για όλους τους μυημένους πιστούς.
Ακολουθώντας μια μεγάλη φιγούρα του αναρχικού κινήματος,[2] θα συμφωνήσουμε με την άποψη ότι: «η θρησκεία είναι η βιομηχανία της συσκότισης του ανθρώπινου πνεύματος και πνιγμού της ανθρώπινης καρδιάς». Η θρησκεία είναι η κατεξοχήν μορφή ανορθολογισμού, το πρώτο παράδειγμα δραστηριότητας που εκφράζει την ετερονομία της σκέψης. Οι πιστοί στις θρησκευτικές κοινότητες αναλώνουν (μάλλον σπαταλάνε) το χρόνο τους ερμηνεύοντας κείμενα ήδη δεδομένα. Η λέξη-κλειδί είναι ερμηνεύοντας, καθώς δεν τους ενδιαφέρει η δημιουργία, η φιλοσοφία και γενικότερα η παραγωγή νέων Αληθειών, απλώς αρέσκονται στο να αποδέχονται και να ασχολούνται μονάχα με αλήθειες εξ Αποκαλύψεως. Αφού έχουν ειπωθεί αυτά, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς πως τέτοιες κοινότητες συχνά οδηγούνται σε οικονομική (και ψυχική) καταλήστευση από τον/την αρχηγό - όλως τυχαίως οι σχέσεις εξουσίας ακολουθούν πυραμίδα με έναν μονάχα άνθρωπο στην κορυφή! - ενώ άλλες φορές ο/η γκουρού καταφέρνει να τους οδηγήσει στη μαζική αυτοκτονία.
Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμη μια διευκρίνιση ορισμένων εννοιών: έχει ειπωθεί πολλές φορές ότι η αναζήτηση της Ευτοπίας (ή τέλος πάντων, για να μη γινόμαστε μονότονοι, της ιδεατής μελλοντικής κοινωνίας) δεν αποτελεί τίποτα άλλο από τον Παράδεισο (στον οποίο πιστεύουν με τη μία ή την άλλη μορφή διάφορες θρησκείες - ο συγγραφέας τον ονομάζει Παράδεισο απλώς επειδή γνωρίζει πως απευθύνεται σε «δυτικούς»). Αν και αυτή η διαπίστωση είναι σημαντική από την άποψη ότι απομακρύνει την Ουτοπία από το χώρο του φανταστικού και τη μετατοπίζει στον πραγματικό κόσμο, εντούτοις μπορεί να παρερμηνευθεί: ακόμα και η χρήση εννοιών τόσο στενά συνδεδεμένων με τον ανορθολογισμό μπορεί να οδηγήσει σε ανεπιθύμητα αποτελέσματα. Πολλοί ίσως να πιστεύουν ότι και με τις θρησκευτικές κοινότητες φέρνουν τον Παράδεισο στη γη, καθώς οι πιστοί πιστεύουν πως προσεύχονται και φτάνουν όλο και πιο κοντά στη θέωση (ή όπως αλλιώς λένε το αντίστοιχο παραμύθι τους οι άλλες θρησκείες). Ακόμη και η αναφορά σε τέτοιες έννοιες δεν ταιριάζει σε μια ελευθεριακή αντίληψη των πραγμάτων. Η ιδέα ότι δε θα έπρεπε να χρησιμοποιούμε τις θρησκευτικές έννοιες γιατί αλλοιώνουν αυτό που θέλουμε να εκφράσουμε (εν προκειμένω την έννοια του Ιδεατού) αποτελεί παραλλαγή της ιδέας ότι «ορισμένες αρετές παύουν να είναι αρετές όταν περιβληθούν με έναν θρησκευτικό μανδύα...».[3]
Ερχόμαστε τώρα στη δεύτερη υποκατηγορία θρησκευτικών κοινοτήτων: τις σπιριτουαλιστικές (εσωτεριστές, μυστικιστές, κίνημα Νέας Εποχής κτλ) κοινότητες. Οι κοινότητες αυτές έχουν μια τάση να αποκηρύσσουν τη θρησκεία και την εκκλησία και να αυτοαποκαλούνται μη θρησκευτικές.[4] Σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, αναζητούν το (εσώτερο) Πνεύμα, όχι το Θεό. Το Πνεύμα αυτό, υποτίθεται πως, είναι ο τρόπος με τον οποίο μπορούμε να φτάσουμε στην ολοκλήρωση του ανθρώπου. Οι σπιριτουαλιστές αυτού του είδους είναι προ-απασχολημένοι με το να αλλάξουν τη σκέψη τους, και δεν έχουν την «πολυτέλεια» να σκεφτούν για το πως θα μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο. Ξεκινώντας από διάφορες σωστές (αξίζει να σημειωθεί πως δεν είναι όλες οι διαπιστώσεις τους σωστές, καθώς π.χ. πολλοί απ' αυτούς πιστεύουν στο μύθο του υπερπληθυσμού) διαπιστώσεις (αλλοτρίωση του σύγχρονου καταναλωτικού ανθρώπου, πλήρης εξάρτηση από τις μηχανές και από ειδικούς σε κάθε τομέα) καταλήγουν στο ότι πρέπει να πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους, ότι πρέπει να μάθουν να κάνουν πρακτικές όπως το χτίσιμο των σπιτιών κτλ μόνοι τους. Τα συμπεράσματα αυτά είναι σωστά, αυτό δε σημαίνει ωστόσο ότι οι οπαδοί τέτοιων ρευμάτων παύουν να πάσχουν από μερικότητα της σκέψης αλλά και από «δεκτικότητα προς την ετερονομία».
Πολλοί «αθεϊστές σπιριτουαλιστές» αναφέρουν ότι δεν αποτελούν θρησκεία, προφανώς επειδή θεωρούν πως η λέξη είναι αρνητικά φορτισμένη. Το θέμα όμως είναι αν προωθούν την ετερονομία (πράγμα το οποίο κάνουν όταν λένε πως ο ορθολογισμός - και άρα η αυτονομία - αποτελεί πρόβλημα το οποίο πρέπει να ξεπεραστεί μέσα από την αναζήτηση του «Πνεύματος») και όχι το πως επιλέγουν να αποκαλέσουν τις θρησκευτικές (κατ' εμάς) πεποιθήσεις τους. Κάποιοι άλλοι αποδέχονται τον όρο θρησκεία, ο οποίος, όμως, κατ' αυτούς δε συνεπάγεται την ύπαρξη θεού. Ο συγγραφέας αδυνατεί να κατανοήσει τι νόημα θα είχε μια θρησκεία χωρίς την ύπαρξη ενός ανώτερου όντος.
Ένα παραπλήσιο ζήτημα είναι η απόπειρα κάποιων να συνδέσουν πρακτικές παντελώς άσχετες με τη θρησκεία (όπως π.χ. η υγιής σχέση με τη Φύση) με τη λέξη θρησκευτικός. Το αντεπιχείρημα σε αυτές τις προσπάθειες, όπως το έθεσε μία σημαντική εκπρόσωπος του κινήματος της κοινωνικής οικολογίας[5] είναι η εξής απλούστατη απορία: «γιατί να προτείνουμε οτιδήποτε θρησκευτικό έτσι κι αλλιώς;» (μιλώντας για τον «θρησκευτικό αθεϊσμό» του Erich Fromm, ο οποίος βρίσκεται αρκετά κοντά στους σπιριτουαλιστές που εξετάζουμε).
Ένα μεγάλο κομμάτι των σπιριτουαλιστών αυτών αυτοαποκαλείται κίνημα της Νέας Εποχής (New Age). Σύμφωνα με την πολύ σωστή παρατήρηση του Τ. Φωτόπουλου:[6] «Η «φιλοσοφία» της Νέας Εποχής εμπεριέχει τόσο ορθολογικά όσο και ανορθολογικά στοιχεία μέσα σε μια τερατώδη ιδεολογική «σούπα», η οποία αντανακλά την υποβάθμιση της πνευματικής δραστηριότητας στην εποχή μας». Οι «αρχηγοί» του κινήματος αυτού υποσχέθηκαν ειρήνη, αγάπη, σοφία (ωσάν αυτά να ήταν καταναλωτικά αγαθά τα οποία πωλούνται) και για να «καταφέρουν» να τα προσφέρουν στους οπαδούς τους, καταλήστευσαν πολλές παλαιές πνευματικές παραδόσεις. Κριτικάρουν (ορθώς κατ' εμάς) τον αντικειμενικό ορθολογισμό (που προσπαθούσε να διατυπώσει νόμους ιστορικής ή φυσικής εξέλιξης του ανθρώπινου είδους) αλλά στη διαδικασία απορρίπτουν γενικότερα στοιχεία του ορθολογισμού, ενώ αποδέχονται μυστικιστικές λατρείες και λοιπούς ανορθολογισμούς.
Το ότι το ελευθεριακό κίνημα πρέπει να διαχωρίσει τη θέση του από τη «Νέα Εποχή», γίνεται ξεκάθαρο από το παρακάτω απόσπασμα (στο οποίο πρέπει να προσεχθεί ότι ο συγγραφέας αναφέρεται μονάχα σε αλλαγή του τρόπου ζωής και όχι σε πολιτική δράση, κάτι που είναι γενικότερο χαρακτηριστικό του κινήματος αυτού) από κείμενο οπαδού[7] του κινήματος αυτού: «Αν η δύναμη και οι οικονομικοί πόροι δεν είναι διαθέσιμα για να ανθίσει και να αναπτυχθεί εκείνος ο εναλλακτικός τρόπος ζωής (lifestyle), τότε σπέρνουμε τους σπόρους για την επανάσταση και την αναρχία». Προφανώς τόσο η επανάσταση όσο και η αναρχία για το συγγραφέα αυτόν αποτελούν τον μπαμπούλα με τον οποίο θα προσηλυτίσει οπαδούς. Σίγουρα κανείς δε θέλει την επανάσταση και την αναρχία - απλώς πρέπει να σκύψουν όλοι το κεφάλι και να δεχθούν την επέλαση της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης που χαρακτηρίζει στην παρούσα της φάση τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς.
Μια άλλη δήλωση οπαδού της Νέας Εποχής[8] μπορεί να μας βοηθήσει να περάσουμε στην επόμενη κατηγορία κοινοτήτων, τις πολιτικά προσανατολισμένες κοινότητες: «εξερχόμενοι από το τυπικό σύστημα, αναλάβαμε μια τρομερή ευθύνη εδώ, αλλά ποτέ δεν είχαμε ξανανιώσει τόσο ελεύθεροι». Αυτό ακριβώς είναι που έκαναν οι οπαδοί της Νέας Εποχής, οι σπιριτουαλιστές αλλά και γενικότερα όσοι εγκαταστάθηκαν σε θρησκευτικές κοινότητες : εξήλθαν από το σύστημα, όμως αυτό σημαίνει ότι εξήλθαν και από την κοινωνία. Αντί να προσπαθήσουν να αλλάξουν (ή να καταργήσουν) αυτό το σύστημα, αποφάσισαν απλώς να φύγουν μακριά απ' αυτό, αφήνοντας όλους τους άλλους στη μιζέρια τους (με άλλα λόγια αποδέχονται πλήρως το σημερινό θεσμικό πλαίσιο καθώς δεν ενδιαφέρονται για την αντικατάστασή του με κάποιο άλλο).
Σε αντίθεση με αυτούς, όσοι ασχολούνται με πολιτικές κοινότητες ενδιαφέρονται (άλλοι λιγότερο, άλλοι περισσότερο) για το θεσμικό πλαίσιο. Το πως, όμως, προσπάθησαν να το επηρεάσουν θεωρούμε πως είναι ικανό κριτήριο για να τους χωρίσει σε δύο υποκατηγορίες: στους οπαδούς του κομμουνιταριανισμού και στους υποστηρικτές πιο ριζοσπαστικών μορφών Κοινοτισμού.
Στον κομμουνιταριανισμό (communitarianism), «η αναγέννηση της κοινότητας προτείνεται ως μέσο για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας και την ενίσχυση της ασφάλειας του κράτους».[9] Είναι προφανές, δηλαδή, ότι οι υποστηρικτές του κομμουνιταριανισμού (όπως ακριβώς και όσοι έχουν σχέση με θρησκευτικές κοινότητες) παίρνουν ως δεδομένο ολόκληρο το θεσμικό πλαίσιο και τη συνακόλουθη συγκέντρωση οικονομικής και πολιτικής δύναμης στα χέρια ολιγάριθμων ελίτ, η οποία αποτελεί την απώτερη αιτία των σημερινών θεμελιακών προβλημάτων. Όπως καταλαβαίνει ο αναγνώστης, οι οπαδοί του ρεύματος αυτού ασχολούνται με περιφερειακά ζητήματα της κοινωνίας, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι οι κινήσεις τους αυτές είναι ουτοπικές (με την αρνητική έννοια του όρου). Αυτό εξηγείται ως εξής : αν λάβουμε υπόψη το βαθμό διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς, συνειδητοποιούμε πως μια κοινότητα δε μπορεί να υπάρξει απομονωμένη από το γύρω κόσμο. Είναι υποχρεωμένη να ακολουθήσει τις προσταγές των εξουσιαστών (εφόσον βέβαια δε διαθέτει - κάτι που στη συγκεκριμένη περίπτωση ισχύει - ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα κοινωνικής αλλαγής).
Γίνεται, έτσι, εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί κάποιες προσπάθειες κομμουνιταριανιστών (στις ΗΠΑ) έχουν εκφυλιστεί σε κινήσεις όπου γίνεται μια προσπάθεια (θετική βέβαια) απεξάρτησης τοξικομανών και παρομοίων δραστηριοτήτων. Αν και τέτοιες κινήσεις έχουν θετικά στοιχεία, η παντελής έλλειψη οικονομικών αντιπροτάσεων (που να αντιτίθενται στην οικονομία της αγοράς) οδηγεί τις όμορφες διακηρύξεις τους περί αδελφοσύνης, φροντίδας κτλ. να ακούγονται σα γραφικά κηρύγματα (αν όχι ενοχλητικά φληναφήματα: ας προσέξουμε ότι ορισμένοι άλλοι κομμουνιταριανιστές είναι αηδιαστικά συντηρητικοί καθώς π.χ. προωθούν τη συνεχώς αυξανόμενη αστυνόμευση).
Παρόμοια κριτική θα μπορούσε να ασκηθεί και στους υποστηρικτές ορισμένων (όχι όλων, φυσικά) αναρχικών κοινοτήτων. Ορισμένοι από αυτούς έχουν ήδη εγκατασταθεί σε (κατά το δυνατό) αυτοδιαχειριζόμενες κοινότητες των οποίων τα μέλη συνδέονται από ιδεολογική συγγένεια. Σε αυτές τις κομμούνες (ο συγγραφέας αποφάσισε απότομα να χρησιμοποιήσει μια άλλη λέξη στη θέση της κοινότητας!) οι ελευθεριακοί αυτοί μαθαίνουν τις αρετές της συλλογικής προσπάθειας, τα αγαθά της αλληλεγγύης, της αλληλοβοήθειας, ακόμη και τη χαρά που προσφέρει η φροντίδα. Το μόνο αρνητικό είναι ότι κάποιες φορές γελιούνται νομίζοντας ότι αυτή είναι η ολοκλήρωση κάθε πιθανής προσπάθειας πολιτικής απελευθέρωσης. Εν ολίγοις, υπάρχει ο κίνδυνος να ξεκοπούν και αυτοί από την υπόλοιπη κοινωνία (όπως ακριβώς και άλλες κοινότητες οι οποίες κάθε άλλο παρά ριζοσπαστικές είναι). Σίγουρα επιτελούν εκπαιδευτικούς σκοπούς και γι' αυτό είναι επιθυμητές ως κοινότητες, αλλά αυτό απέχει πολύ από το να τις ονομάσουμε πρωταρχικό στόχο μας.
Με άλλα λόγια, κάθε κίνηση προς την αυτοδιεύθυνση πρέπει να αποτελεί μέρος ενός περιεκτικού πολιτικού προγράμματος με στόχο τη συστημική αλλαγή, στο οποίο θα εντάσσονται τέτοιες καλοπροαίρετες προσπάθειες. Πρέπει, σαν μια πρώτη κίνηση, ακόμα και οι αναρχικές κοινότητες να συνειδητοποιήσουν πως αν δεν επιλέξουν να συνομοσπονδιοποιηθούν με παρόμοιες προσπάθειες, είναι καταδικασμένες να περιθωριοποιηθούν. Αυτό για παράδειγμα είχε γίνει σε διάφορες κομμούνες του 19ου αιώνα, στις οποίες για να αντεπεξέλθουν τα μέλη στις αυξημένες υποχρεώσεις (λόγω της απόφασης να ξεκοπούν από την υπόλοιπη κοινωνία) έπρεπε να εργάζονται γύρω στις 10-12 ώρες την ημέρα. Τέτοια κουραστική ζωή, όμως, δε μπορεί να την αντέξει κανείς για πολύ καιρό, άσχετα από τις ιδεολογικές του βάσεις. Οι ελευθεριακοί δε μπορούν να ζήσουν τη ζωή τους περιμένοντας τη Γη της επαγγελίας (η οποία εκφράζεται είτε από το ιουδαιοχριστιανικό μύθο είτε από το μαρξιστικό μύθο της κομμουνιστικής κοινωνίας). Πιο ειδικευμένοι σε τέτοιες υπάκουες τακτικές είναι οι πιστοί και οι σπιριτουαλιστές κάθε είδους. Κάτι πρέπει να μας πει το ότι σύμφωνα με έναν «κομμουνολόγο»[10] οι θρησκευτικές προσπάθειες για εγκατάσταση κοινοτήτων κρατάνε γύρω στα 20 χρόνια, ενώ οι υπόλοιπες (που δεν έχουν τόσο φανατισμένα κίνητρα) λιγότερο από 10 χρόνια, έχουν δηλαδή σαφώς μικρότερη διάρκεια ζωής. Αυτό το «κάτι» δεν είναι η αποτυχία του (πολιτικά προσανατολισμένου) κοινοτιστικού εγχειρήματος (ούτε βέβαια το ότι πρέπει να γίνουμε πιστοί για να αντέχουμε στις κακουχίες!), αλλά το ότι πρέπει να δώσουμε νέους ορίζοντες στην προσπάθεια για εγκαθίδρυση αυτοδιευθυνόμενων κοινοτήτων.
Ταπεινή άποψη του συγγραφέα είναι πως ο δρόμος προς την Ευτοπία (ή έστω ένα σημαντικό κομμάτι του) αποτελείται από τη συνομοσπονδιακή Περιεκτική Δημοκρατία:[11] από αυτόνομες (τόσο θεσμικά όσο και αυτόνομες στη σκέψη) κοινότητες[12] που συνομοσπονδιοποιούνται σε «εθνικό» (αν υποθέσουμε ότι θα εξακολουθήσει να υφίσταται η έννοια του «έθνους»), περιφερειακό, ηπειρωτικό και τελικά, ίσως, πλανητικό επίπεδο. Η Περιεκτική Δημοκρατία αποτελεί μια ρήξη με την θεσμισμένη παράδοση, καθώς είναι μια σύνθεση της κλασικής δημοκρατικής και της σοσιαλιστικής παράδοσης, αλλά περιλαμβάνει επίσης τα ριζοσπαστικά ρεύματα στα οικολογικά, τα φεμινιστικά και τα απελευθερωτικά κινήματα στο Νότο. Δε χρειάζεται στήριγμα σε (ανορθολογικούς ή ακόμη και «αντικειμενικά» ορθολογικούς) νόμους, αλλά μπορεί να στηριχτεί στην αυτοστοχαστική επιλογή των ατόμων που επιλέγουν να την υλοποιήσουν. Τα άτομα που υποστηρίζουν τη συνομοσπονδιακή Περιεκτική Δημοκρατία επιλέγουν να εγκαταστήσουν την πολιτική (άμεση) δημοκρατία και συγχρόνως την οικονομική δημοκρατία. Ας μην ξεχνάμε πως η απουσία της μιας εκ των δύο αναιρεί την ύπαρξη της άλλης, καθώς μονάχα και με τις δύο μαζί μπορεί να ειπωθεί πως υπάρχει Δημοκρατία. (Δημοκρατία ως θεσμός και ως διαδικασία). Ακόμη, η Δημοκρατία επεκτείνεται και στο κοινωνικό πεδίο (αυτοδιαχείριση, δημοκρατία στο νοικοκυριό) και στο πεδίο της επαφής με τη Φύση, μέσω της οικολογικής δημοκρατίας.
Ερχόμαστε τώρα στο ζήτημα της ηθικής μιας κοινότητας που υποστηρίζει την Περιεκτική Δημοκρατία. Είναι προφανές πως μια τέτοια κοινότητα δεν έχει καμία παντελώς σχέση με θεούς, σπιριτουαλισμούς κλπ. (μια μειοψηφία - συνεχώς μειούμενη ελπίζουμε - μπορεί να έχει εμμονές στους ανορθολογισμούς του παρελθόντος). Πέρα απ' αυτό, η κοινότητα αυτή δε χρειάζεται να «δικαιολογεί την ύπαρξή της» χρησιμοποιώντας νόμους που αποκαλύπτουν (μέσα από την ερμηνεία των Ιστορικών ή Φυσικών γεγονότων) την τόσο καιρό κρυμμένη Αλήθεια. Για μια τέτοια κοινότητα δεν υπάρχει σταθερά δεδομένη Αλήθεια, όπως δεν υπάρχει θρησκεία και παράδοση (με την έννοια του σώματος γνώσεων το οποίο δεν επιδέχεται κριτικής).
Στη σκέψη των μελών μιας τέτοιας κοινότητας σημαντικότατη θέση θα έχει ο Λόγος. Η ορθολογική εξέταση κάθε γεγονότος (η οποία θα επεκτείνεται σε όλους τους πολίτες μέσα από έναν Δημοκρατικό Ορθολογισμό) θα βοηθήσει στο να γίνει ο Άνθρωπος πιο ελεύθερος. Ο Λόγος και η Επιστήμη, όμως, δε θα έχουν την έννοια της κυριαρχίας πάνω στους ανθρώπους (έννοια που οι ελίτ προσπαθούν να προσδώσουν στην Επιστήμη και στην Τεχνολογία σήμερα). Η ιδεατή κοινωνία του μέλλοντος δεν είναι «το βασίλειο των τεχνοκρατών», αλλά «το βασίλειο της Ελευθερίας». Και «βασίλειο της Ελευθερίας» σημαίνει ότι ο κάθε άνθρωπος δε θα είναι υποδουλωμένος σε κανέναν, συνεπώς ούτε στην τεχνολογία, ούτε στους φέροντες την τεχνική γνώση. Στο σημείο αυτό μοιάζει ταιριαστός ο ορισμός που έδωσε στην Επιστήμη ο Richard Feynman, ένας άνθρωπος που προσέφερε πολλά στη Φυσική του 20ου αιώνα: «Επιστήμη είναι η πίστη στην άγνοια των εμπειρογνωμόνων». Αυτό, βεβαίως, σημαίνει ότι κανείς δεν είναι υπεράνω ορθολογικής κριτικής και αμφισβήτησης. Η αμφισβήτηση, εξάλλου, είναι το Α και το Ω της Επιστήμης.
Μέσω του Λόγου (της ορθολογικής αμφισβήτησης) πρέπει να αντιμετωπιστούν και οι διάφοροι ανορθολογισμοί (παραδοσιακές θρησκείες, αστρολογία, Ταοϊσμός κτλ) που μαστίζουν τις σημερινές κοινωνίες. Το πως μπορεί η κοινωνία να βγει από την παρούσα κρίση έχει ήδη διατυπωθεί με εξαίσιο τρόπο: «Η μόνη διέξοδος στην κρίση είναι η δημιουργία των αντικειμενικών και των υποκειμενικών συνθηκών οι οποίες θα οδηγήσουν σε μια νέα κοινωνία και η δημιουργία μιας διαδικασίας αλληλεπίδρασης ανάμεσα στις δύο αυτές κατηγορίες συνθηκών. Οι πρώτες συνεπάγονται την καθιέρωση των αναγκαίων θεσμών για την κατάργηση της συγκέντρωσης της εξουσίας/δύναμης και, κατά συνέπεια, την επανενσωμάτωση φύσης και κοινωνίας. Οι δεύτερες συνεπάγονται την δημιουργία μιας εναλλακτικής κουλτούρας αυτονομίας εντός της οποίας οι άνθρωποι υιοθετούν την βασική αρχή ότι οι ίδιοι δημιουργούν τις δικές τους αλήθειες».[13]
Το πώς θα είναι η Ευτοπία σίγουρα δε μας είναι γνωστό. Ακόμη και για το δρόμο που οδηγεί προς αυτήν έχουμε «υποψιαστεί» ορισμένα μονάχα στοιχεία. Αυτό που ξέρουμε στα σίγουρα είναι ότι «παρακάμπτει» τους ανορθολογισμούς κάθε είδους, επιλέγοντας να υπερασπιστεί το Λόγο. Δε βασίζεται σε αλήθειες «εξ Αποκαλύψεως» ούτε στην «αυτοπραγμάτωση» (με την έννοια που δίνουν σε αυτήν οι Βαθείς Οικολόγοι), αλλά στην «οντολογική γένεση»,[14] στη συνείδηση της αυτοθέσμισης μιας κοινωνίας (και συνεπώς δε χρειάζεται «αντικειμενικά» ορθολογικούς νόμους είτε της Ιστορίας είτε της Φύσης). Το πώς η Ουτοπία θα γίνει Ευτοπία (πραγματική και όχι απλή ονειροπόληση) είναι θέμα δικής μας συνειδητοποίησης και δράσης - στοιχεία αυτής της συνειδητοποίησης θέλουμε να ελπίζουμε πως ο αναγνώστης τα έχει κερδίσει μέσα από την παραπάνω ανάλυση, ενώ σημαντικότατο στοιχείο της δράσης είναι η δημιουργία ενός μαζικού αντισυστημικού κινήματος το οποίο, κατά την άποψη του συγγραφέα, θα υποστηρίζει το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας. Ειδικά τώρα, που το ανθρώπινο είδος (αλλά και ο κακόμοιρος πλανήτης που είχε την ατυχία να το φιλοξενήσει) ίσως να βρίσκεται στα τελευταία του (και αυτό πλέον δεν αποτελεί συνωμοσιολογία, αλλά κοινό τόπο), κρίνεται επιτακτική η στροφή σε ελευθεριακές μορφές οργάνωσης της κοινωνίας.
Κλείνουμε αντιδιαστέλλοντας στην προτροπή που συχνά έχει ειπωθεί σε ελευθεριακούς: «τι χολόσκατε, το παιχνίδι έτσι κι αλλιώς είναι χαμένο», μια προτροπή που (αν και έχει ειπωθεί από μαρξιστή διανοούμενο[15] σε αρκετά διαφορετικό πλαίσιο απ'αυτό που εμείς επιλέγουμε) θεωρούμε πως ταιριάζει με τα παραπάνω: «Να απελευθερωθούμε για να δούμε. Και αφού δούμε να καταλάβουμε. Και αφού καταλάβουμε να διαλέξουμε. Και αφού διαλέξουμε να φτιάξουμε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου