του Γιάννη Α. Μυλόπουλου
Τα σημερινά αδιέξοδα
Μετά την ιστορικής σημασίας κατάρρευση του μοντέλου της κρατικής οικονομίας στις χώρες του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, οι μόνες ρεαλιστικές επιλογές για την οργάνωση του σύγχρονου κράτους, είναι ο οικονομικός φιλελευθερισμός και ο δημοκρατικός σοσιαλισμός. Και τα δύο αυτά μοντέλα πολιτικής οργάνωσης, παρά τα πλεονεκτήματα που το καθένα διαθέτει, αντιμετωπίζουν σήμερα σοβαρά αδιέξοδα, που συνδέονται άμεσα με τα δύο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που σημαδεύουν τη σημερινή εποχή: την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας αφενός και την κλιματική αλλαγή αφετέρου.
Ο οικονομικός φιλελευθερισμός
Ο οικονομικός φιλελευθερισμός υπόσχεται βέβαια την οικονομική ανάπτυξη και μέσω αυτής σε μεγάλο βαθμό και την αντιμετώπιση του προβλήματος της απασχόλησης, στερείται όμως τόσο κοινωνικής, όσο και οικολογικής νομιμοποίησης.
Όπως αποδεικνύεται σήμερα εκ του αποτελέσματος, οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες στον πλανήτη ενισχύθηκαν επί των ημερών της ανεξέλεγκτης διακίνησης κεφαλαίων και αγαθών. Καθημερινά διαπιστώνεται ότι η προτεραιότητα της εξασφάλισης υπερκερδών για τους λίγους, δεν επιτρέπει την ισότιμη πρόσβαση όλων ούτε στην παραγωγή και τη διανομή των κερδών, ούτε όμως και στο αγαθό της ποιότητας της ζωής. Κι αυτό ισχύει τόσο σε τοπικό, όσο και σε διεθνές επίπεδο.
Το παράδειγμα της Νέας Ορλεάνης στη μητρόπολη του οικονομικού φιλελευθερισμού, τις ΗΠΑ, όπου ένα πλούσιο και ισχυρό κράτος κατέρρευσε μπροστά σε μια φυσική καταστροφή που συνέβη σε μια μη πλεονεκτική οικονομικά και κοινωνικά περιοχή, δεν είναι παρά η κορυφή ενός τεράστιου παγόβουνου κοινωνικής αδικίας και μεγάλων ανισοτήτων, που κρύβεται κάτω από την εικόνα της ευημερίας των λίγων.
Το μοντέλο του οικονομικού φιλελευθερισμού όμως, «σκοντάφτει» και σ' ένα, ακόμη σοβαρότερο ίσως, σημείο. Υπόσχεται ευημερία για όλους, τη στιγμή που σήμερα είναι ευρέως γνωστό, ότι με τους ρυθμούς που προχωρεί η επιθετική ανάπτυξη που επιβάλλει, θα χρειάζονταν οι φυσικοί πόροι και ο οικολογικός πλούτος τριών περίπου πλανητών σαν τη Γη, για να στηρίξουν μια ανάπτυξη όπου το σύνολο του πληθυσμού θα απολαμβάνει επίπεδα ευημερίας αντίστοιχα με αυτά της πλούσιας δύσης.
Αφού για την ευημερία του 25% των κατοίκων του πλανήτη που ζουν στον πλούσιο βορρά, χρειάστηκε μέχρι σήμερα η καταστροφή του 70% του παγκόσμιου οικολογικού κεφαλαίου!
Δεν αρκεί με άλλα λόγια το παγκόσμιο οικοσύστημα για να συντηρήσει τη σημερινή ανάπτυξη που προτείνει η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.
Το κοινωνικό πρόταγμα της καθολικής ευημερίας που προβάλλει σήμερα ο οικονομικός φιλελευθερισμός είναι συνεπώς προσχηματικό, καθώς αποδεικνύεται οικολογικά ατελέσφορο. Η διαπίστωση αυτή, στην εποχή της κλιματικής αλλαγής τείνει να εξελιχθεί σε μείζονα αιτία αδιεξόδου.
Το πρότυπο του δημοκρατικού σοσιαλισμού
Το «κεϊνσιανό»-σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο πολιτικής οργάνωσης του κράτους, με τον αναδιανεμητικό χαρακτήρα και τις σημαντικές κοινωνικές δαπάνες, δεν έχει μεγάλα περιθώρια επιβίωσης στο σύγχρονο διεθνή ανταγωνισμό. Σε συνθήκες παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, η αξία των επενδύσεων κρίνεται από το βαθμό και κυρίως από την αμεσότητα της ανταποδοτικότητάς τους.
Επιπλέον, η κατάργηση των συνόρων και η μεγάλη κινητικότητα του κεφαλαίου, οδηγεί το σοσιαλδημοκρατικό πρότυπο της εργασιακής ασφάλειας σε οικονομική ύφεση και ανεργία, αφού κανείς δεν μπορεί να σταματήσει τις επιχειρήσεις να μετακινούνται και να επενδύουν εκεί, όπου το κόστος της παραγωγής και το εργασιακό καθεστώς, είναι ευνοϊκότερα γι' αυτές.
Αλλά και τα οικολογικά αδιέξοδα που κατ' εξοχήν έχουν συνδεθεί με τον οικονομικό φιλελευθερισμό, εξακολουθούν να ισχύουν και στο σοσιαλδημοκρατικό πρότυπο οργάνωσης του κράτους.
Η εξάντληση των φυσικών πόρων κι η υποβάθμιση των περιβαλλοντικών συστημάτων, όσο αντιμετωπίζονται στο πλαίσιο του κοινωνικού κράτους και όσο αποτελούν αιτίες για την αύξηση των κοινωνικών δαπανών, επιβαρύνουν έτι περαιτέρω τις εθνικές οικονομίες και επιδεινώνουν τα οικονομικά αδιέξοδα που προκαλεί ο διεθνής ανταγωνισμός. Γεγονός που επιτείνει τα προβλήματα που σχετίζονται με τη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, ως αποτέλεσμα της άνισης πρόσβασης στα περιβαλλοντικά αγαθά, που όμως αποτελούν τη βάση τόσο για την ανάπτυξη, όσο και για τη διασφάλιση της ποιότητας της ζωής.
Η παραδοσιακή δομή οργάνωσης του κράτους τέλος, με τον κατακερματισμό των αρμοδιοτήτων σε κυβερνητικούς τομείς και επιμέρους υπουργεία, δεν απαντά στις προκλήσεις της αειφορίας, η οποία ως γνωστό απαιτεί το σχεδιασμό και την εφαρμογή μιας ολοκληρωμένης οικονομικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής πολιτικής.
Έτσι και στο σοσιαλδημοκρατικό πρότυπο:
η ενεργειακή πολιτική εξακολουθεί να μη συναντά τους σχεδιασμούς της καταπολέμησης του φαινομένου του θερμοκηπίου,
η διαχείριση των υδατικών πόρων συνεχίζει να υλοποιείται ανεξάρτητα από τους αναπτυξιακούς σχεδιασμούς,
ο τουρισμός κι η ανάπτυξη της υπαίθρου παραμένουν εκτός περιβαλλοντικής πολιτικής και
η προστασία των οικοσυστημάτων και των φυσικών πόρων εξακολουθεί να υλοποιείται εκτός πλαισίου πρόληψης των φυσικών κινδύνων και εκτός συστήματος διαχείρισης των οικολογικών κρίσεων.
Όσο για την υποστήριξη του κοινωνικού κράτους και της περιβαλλοντικής πολιτικής, αυτή εξακολουθεί να εξαρτάται απόλυτα από τα «περιθώρια» της οικονομικής πολιτικής...
Το μοντέλο της «πράσινης» ανάπτυξης
Το σημερινό πολιτικό αδιέξοδο, αποτελεί μια ακόμη πρόκληση για την ανθρώπινη ευφυία. Η προοδευτική σκέψη έχει υποχρέωση να προτείνει έναν εναλλακτικό δρόμο, προσαρμοσμένο στις ανάγκες της σύγχρονης εποχής.
Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας, το παραδοσιακό «κεινσιανό» μοντέλο της οικονομικής ανάπτυξης με κοινωνική δικαιοσύνη διευρύνεται, προκειμένου να συμπεριληφθεί ως τρίτος και ισότιμος πόλος, η οικολογική συνιστώσα.
Δημιουργείται έτσι ένα νέο, εναλλακτικό, όσο και σύνθετο πολιτικό μοντέλο, που απαντά στα σημερινά οικονομικά, κοινωνικά και ταυτόχρονα και περιβαλλοντικά αδιέξοδα: το αειφορικό πολιτικό μοντέλο της ισόρροπης οικονομικής, κοινωνικής και οικολογικής ανάπτυξης, εξασφαλίζει σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης και κλιματικής αλλαγής μια ανάπτυξη με ανθρώπινο πρόσωπο.
Μια ανάπτυξη δηλαδή που θα δεν θα είναι μόνο οικονομικά αποδοτική και κοινωνικά δίκαιη, αλλά θα είναι και οικολογικά εφικτή, επειδή ακριβώς θα είναι συμβατή με τη «φέρουσα ικανότητα» του πλανήτη.
Η επίτευξη του στόχου της περιβαλλοντικής ακεραιότητας όμως, εφόσον θεωρείται αναγκαία και ικανή συνθήκη για να υπάρξει τόσο οικονομική ανάπτυξη, όσο και κοινωνική δικαιοσύνη, είναι σαφές ότι δεν μπορεί να είναι συνώνυμη μόνο με αναπτυξιακούς φραγμούς, ούτε να μεταφράζεται αποκλειστικά ως οικονομικό κόστος, ιδιαίτερα σε μια εποχή έξωθεν ισχυρού οικονομικού ανταγωνισμού, όπως αυτή της παγκοσμιοποίησης.
Στο μοντέλο της ισόρροπης ανάπτυξης συνεπώς, οι περιβαλλοντικοί στόχοι δεν πρέπει να επιτυγχάνονται μόνον ως αποτέλεσμα αυστηρών ρυθμιστικών κανόνων, κρατικών παρεμβάσεων και νομικών περιορισμών, που σκοπό έχουν την απαγόρευση ή και την τιμωρία των μη φιλικών προς το περιβάλλον δράσεων. Θα πρέπει επιπλέον να αναζητηθούν τρόποι, προκειμένου οι οικολογικοί στόχοι να συνδέονται με την οικονομία και να λειτουργούν ως οικονομικά κίνητρα.
Το αναπτυξιακό μοντέλο λοιπόν της εποχής του «ψυχρού πολέμου», που στηρίχτηκε στην επάρκεια των αγαθών σε εθνικό επίπεδο και στράφηκε προς περιβαλλοντικά καταστροφικές, πλην όμως οικονομικά σκόπιμες, δραστηριότητες, θα πρέπει σήμερα να εγκαταλειφθεί και να αντικατασταθεί από μια ανάπτυξη που θα βασίζεται στα συγκριτικά πλεονεκτήματα κάθε τόπου.
Στη σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας και της κλιματικής αλλαγής, η ανάπτυξη χρειάζεται να απαντά τόσο στο πρόβλημα του οικονομικού ανταγωνισμού, όσο και σε εκείνο της υπέρβασης της φέρουσας ικανότητας των τοπικών οικοσυστημάτων.
Η «πράσινη» ανάπτυξη λοιπόν και οι «πράσινες» οικονομικές δραστηριότητες, επειδή ακριβώς ενσωματώνουν τους περιβαλλοντικούς στόχους, λειτουργούν αφ' εαυτών και ως κίνητρα οικολογικής συμπεριφοράς. Αποτελώντας έτσι την πεμπτουσία του νέου μοντέλου της ισόρροπης ανάπτυξης.
Αρκεί η ίδρυση υπουργείου περιβάλλοντος;
Η στροφή προς το νέο «πράσινο» μοντέλο ανάπτυξης, έχει σχεδόν απόλυτα συνδεθεί στη χώρα μας με την ίδρυση ξεχωριστού υπουργείου περιβάλλοντος. Αρκεί όμως σήμερα η ίδρυση ενός ακόμη υπουργείου, προκειμένου να ενσωματωθεί η οικολογική συνιστώσα στην οικονομική ανάπτυξη και να αποκατασταθούν οι κοινωνικές αδικίες της περιβαλλοντικής υποβάθμισης;
Παρόλο που ασφαλώς και η ίδρυση ξεχωριστού υπουργείου αποτελεί μια σημαντική τομή, έστω και στο επίπεδο του συμβολισμού, εντούτοις δεν αρκεί από μόνη της για να απαντήσει στα σημερινά αδιέξοδα. Αυτό γίνεται αντιληπτό, αν ληφθούν υπόψη οι ιδιαίτερες απαιτήσεις σε κρατική οργάνωση, που συνδέονται με την εφαρμογή μιας αειφορικής πολιτικής οικονομικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής ανάπτυξης.
Η προσαρμογή της ενεργειακής πολιτικής στις σύγχρονες απαιτήσεις της καταπολέμησης της υπερθέρμανσης του πλανήτη για παράδειγμα, με τη στροφή που απαιτείται προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την αλλαγή του μοντέλου της διαχείρισης της ενεργειακής προσφοράς στην κατεύθυνση της διαχείρισης της ενεργειακής ζήτησης, δεν είναι υπόθεση μόνο περιβαλλοντικής, αλλά συγχρόνως και ενεργειακής πολιτικής.
Ο σχεδιασμός μιας βιώσιμης υδατικής πολιτικής κι η υλοποίηση ολοκληρωμένων σχεδίων για τη διαχείριση του νερού σε επίπεδο λεκανών απορροής επίσης, που εκτός των άλλων απαιτεί την αναδιάρθρωση των καλλιεργειών, τον επαναπροσανατολισμό του τουρισμού και τη ριζική αλλαγή της αγροτικής ανάπτυξης στην κατεύθυνση της ολοκληρωμένης ανάπτυξης της υπαίθρου, είναι μια υπόθεση που στη σημερινή τουλάχιστον κρατική δομή, ξεπερνά τις αρμοδιότητες ενός υπουργείου περιβάλλοντος.
Η στροφή τέλος προς τις σύγχρονες μορφές ολοκληρωμένης διαχείρισης των απορριμμάτων και των αποβλήτων κι η απόδοση οικονομικών κινήτρων για την ενσωμάτωση φιλικών προς το περιβάλλον τεχνολογιών και πρακτικών, όσο κι ο επαναπροσανατολισμός των οικονομικών δραστηριοτήτων στην κατεύθυνση της «πράσινης» οικονομίας, προκειμένου αυτές να γίνουν συμβατές με τη φέρουσα ικανότητα της φύσης, δεν εξαντλούνται με την ίδρυση ενός ακόμη υπουργείου.
Αντίθετα, όλες αυτές οι «ολοκληρωμένες πολιτικές», προϋποθέτουν τη συνολική αναδιοργάνωση της κρατικής λειτουργίας, προκειμένου να επιτευχθεί η οριζόντια διάχυση της περιβαλλοντικής πολιτικής, σε όλους ανεξαιρέτως τους τομείς της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης.
Κράτος και «πράσινη» ανάπτυξη
Το νέο μοντέλο του «πράσινου» κράτους, απαιτεί λοιπόν μια εντελώς νέα και ισχυρή δομή ενός κράτους-στρατηγείου, προκειμένου οι οικονομικές, κοινωνικές και οικολογικές παράμετροι να ολοκληρώνονται και να υλοποιούνται σ' ένα ενιαίο πλαίσιο πολιτικής παρέμβασης.
Οι «πράσινοι» λογαριασμοί, με την ένταξη στα οικονομικά μεγέθη, όπως στο ΑΕΠ, τον κρατικό προϋπολογισμό, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών κλπ, με θετικό πρόσημο της αξίας του φυσικού κεφαλαίου και με αρνητικό των φυσικών και περιβαλλοντικών καταστροφών (εξάντληση υδατικών αποθεμάτων, καταστροφή οικοσυστημάτων, δασικές πυρκαγιές, αστικοποίηση της υπαίθρου κ.λπ), καθώς και η επιβολή ενός «πράσινου» φορολογικού συστήματος, που θα αποδίδει οικονομικά κίνητρα οικολογικής δράσης και θα επιβάλει ποινές στις εχθρικές για το περιβάλλον πρακτικές, δεν θα απαιτήσει τίποτε περισσότερο από μια νέα «επανάσταση» στον τρόπο που παραδοσιακά λειτουργεί το κράτος.
Θα επαναφέρει την κοινωνική δικαιοσύνη από την πρακτική των παροχών, στο επίπεδο της επιδίωξης της πραγματικής ισοτιμίας:
Η φύση και τα αποθέματά της, ως δημόσια αγαθά, θα ανήκουν εξ ίσου σε όλους κι όχι μόνο στους οικονομικά ισχυρούς.
Το κέρδος, δεν θα ταυτίζεται υποχρεωτικά με την καταστροφή των πολλών.
Το όφελος για τους πολλούς, θα αποτελεί την υποχρεωτική επιδίωξη και την αυτονόητη πραγματικότητα του κράτους.
Η νέα αυτή κρατική οργάνωση θα γυρίσει οριστικά την πλάτη σ' αυτό που συμβαίνει σήμερα, όπου οι επενδύσεις στο φυσικό περιβάλλον, καθώς και στην πρόληψη και την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών, χαρακτηρίζονται ως «ελλείμματα» στον κρατικό προϋπολογισμό, ενώ αντίθετα, οι περιβαλλοντικές καταστροφές, (καταπατήσεις δασών και αυθαίρετη δόμηση, αστικοποίηση και ανεξέλεγκτη τουριστική ανάπτυξη υπαίθρου, νησιών και παραλιών, εξάντληση υδατικών αποθεμάτων και λοιπών φυσικών και ενεργειακών πόρων), όχι απλώς δεν εγγράφονται στους οικονομικούς προϋπολογισμούς ως ζημιές, αλλά συχνά, όσο συντηρούν οικονομικά συμφέροντα και όσο εξυπηρετούν πολιτικές σκοπιμότητες, αντιμετωπίζονται και με θετικό πρόσημο, ως κέρδη για την εθνική οικονομία!
Μόνον έτσι θα αποφύγουμε την επανάληψη του εφιάλτη του καλοκαιριού του 2007. Όταν οι κατά τα άλλα αναμενόμενες, στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής, φυσικές καταστροφές, αντιμετωπίστηκαν από το ανέτοιμο και γι' αυτό ανίκανο να αντιδράσει κράτος, ως «ασύμμετρες απειλές».
Κι όταν το κράτος, αντί της όποιας συγκροτημένης πολιτικής παρέμβασης, διένειμε προεκλογικά τριχίλιαρα, έναντι αποζημίωσης για τη μεγάλη εθνική καταστροφή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου