του Γιάννη Βελίκη
Το χρήμα στην κοινωνία λειτουργεί σαν το αίμα στον οργανισμό. Το δε οικονομικό σύστημα της εκάστοτε κοινωνίας ομοιάζει με το μοντέλο παροχής αίματος (και συνεπώς οξυγόνου, τροφής και νερού) των διαφόρων οργάνων του σώματος. Όπως, λόγω εμφράγματος ή στένωσης των αγγείων, ένα όργανο που δεν αιμοδοτείται καταλήγει να αρρωστήσει ή και να απαιτεί αφαίρεση, στην περίπτωση που η χρηματοδότηση ενός τμήματος του πληθυσμού δεν επαρκεί ακολουθούν διαμαρτυρίες, συγκρούσεις ή παράνομες δραστηριότητες, έως ότου αποκατασταθεί η απαιτούμενη ροή χρήματος.
Παρ’ αυτά, η κατανομή της οικονομικής δύναμης στον σημερινό κόσμο είναι ανισομερής, σε σημείο που εξαιτίας της σοβαρής φτώχιας του 25% του πληθυσμού της Γης (2 δισεκατομμύρια) η αξία των εννοιών της ανθρώπινης ζωής, αξιοπρέπειας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων μοιάζει μηδαμινή.
Αιτίες της ανωτέρω άδικης και απάνθρωπης ανισοκατανομής χρήματος και προνομίων είναι το υφιστάμενο κοινωνικοοικονομικό σύστημα και ο υπερπληθυσμός της γης. Από τη μία με το κοινωνικοοικονομικό σύστημα οι πόροι, τα προνόμια και τα δικαιώματα συσσωρεύονται σε όλο και μικρότερο ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού και από την άλλη οι λιγοστοί πόροι που απομένουν διεκδικούνται από όλο και περισσότερους ανθρώπους (άνω των 8 δισεκατομμυρίων). Αν συνυπολογίσουμε τις πρόσθετες περιβαλλοντικές καταστροφές από ανθρώπινες ή μη δραστηριότητες, την σταδιακή εμπορική εκμετάλλευση του πόσιμου νερού, την ανάπτυξη των βιοκαυσίμων και τη συνεπαγόμενη άνοδο τιμών των τροφίμων, τη βάναυση εκμετάλλευση των τρίτων χωρών και την αναγκαστική μετανάστευση των πληθυσμών σε αλλότρια εδάφη, τη μη αποτροπή εξάπλωσης θανατηφόρων επιδημιών κ.α. η κατάσταση του μέσου ανθρώπου – κατοίκου της Γης είναι απελπιστική.
Τα δεδομένα αυτά ανατρέπουν κατά πολύ τον παλαιότερο σαφή διαχωρισμό των ανθρώπων σε κοινωνικές τάξεις, ανάλογα με τη σχέση που είχαν με τα μέσα παραγωγής. Παραδοσιακά, μετά τη βιομηχανική επανάσταση προέκυψαν τρεις τάξεις: οι ευγενείς, οι αστοί (βιομήχανοι) και οι εργάτες. Σήμερα οι τέως ευγενείς έχουν χάσει τους τίτλους και πολλοί και τις περιουσίες τους, οι εργάτες αντικαταστάθηκαν από μηχανές και οι βιομήχανοι βιώνουν προβλήματα επιβίωσης λόγω των πολυεθνικών, του διεθνούς εμπορίου και της παγκοσμιοποίησης. Όσον δε αφορά στην ζήτηση ανειδίκευτων χεριών, αυτά λόγω του trafficking και της παράνομης μετανάστευσης προσφέρονται ζητώντας «μόνο ένα ξεροκόμματο».
Από την άλλη, βλαστοί της εργατικής τάξης έχουν καταφέρει να αποκτήσουν πλούτο. Χαμηλόβαθμοι αξιωματικοί του εμπορικού ναυτικού εξελίχθηκαν σε καπετάνιοι και πλοιοκτήτες, κτηνοτρόφοι έγιναν εισοδηματίες επειδή η γη τους χαρακτηρίσθηκε «εντός σχεδίου» και απέκτησε τεράστια αξία, ψαράδες κάνουν «χρυσές δουλειές» μετακινώντας τουρίστες με τη βάρκα τους, υδραυλικοί κερδίζουν απίστευτα μεροκάματα λόγω έλλειψης ανταγωνισμού κ.α. Τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα γρήγορου πλουτισμού, σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι αυτά του πλουσιότερου στον κόσμο Μπιλ Γκέιτς με τη Microsoft και της Τζ. Κ. Ρόουλινγκ με το Χάρι Πότερ, που πούλησε πάνω από 400 εκατομμύρια αντίτυπα του βιβλίου της σε όλο τον κόσμο μέσα σε λίγα χρόνια. Ο κατάλογος των ανθρώπων που πλούτισαν είναι τεράστιος και συμπεριλαμβάνει από πετυχημένους διαδικτυακούς εμπόρους λαδιού και μόδιστρους, έως δημοσιογράφους, κατασκευαστές μπουγάτσας (!) ή ιδιοκτήτες εταιριών σεκιούριτι και μηχανών με «φρουτάκια».
Οι κοινωνικές τάξεις σήμερα δύσκολα οριοθετούνται. Μία διαίρεση τους μπορεί να είναι φτωχοί (χωρίς σταθερό εισόδημα), μικρομεσαίοι (οικογένειες με ένα μισθό και μικρά βοηθήματα από γονείς και πεθερικά), μεσαίοι (οικογένειες με δύο μισθούς και βοηθήματα όπως ενοίκια), ανώτεροι (καθηγητές πανεπιστημίου, στρατηγοί, μητροπολίτες, βουλευτές, δήμαρχοι, καλλιτέχνες «που πουλάνε») και ανώτατοι (πετυχημένοι βιομήχανοι, εφοπλιστές, τραπεζίτες). Φυσικά υπάρχουν και ανώτεροι των ανώτατων, αυτοί που εμφανίζονται στη λίστα Forbes και κατέχουν είτε ιδιόκτητες εταιρίες παγκοσμίας δύναμης είτε μετοχές ανάλογων εταιριών (πετρελαϊκών, κατασκευαστικών κ.ο.κ.). Αντίστοιχα υπάρχουν και οι κατώτεροι των φτωχών, αυτοί που διώκονται από την αστυνομία λόγω μεγάλων χρεών.
Η ανωτέρω διαίρεση είναι προβληματική: μετοχές του χρηματιστηρίου μπορούν να αγοραστούν από οποιονδήποτε, μορφωμένο ή αμόρφωτο, πλούσιο ή φτωχό. Ο εργάτης του εργοστασίου μπορεί το βράδυ να εργάζεται στο περίπτερο της συζύγου του, ή γι’ αυτήν τη δουλεία να μισθοδοτεί υπάλληλο. Ο μικρομεσαίος επιχειρηματίας μπορεί να κάνει τον ηλεκτρολόγο τα Σαββατοκύριακα προκειμένου να στηρίξει την επιχείρηση του. Ο δημόσιος υπάλληλος μπορεί να μεταφέρει με το υπηρεσιακό αυτοκίνητο εμπορεύματα για τα οποία πληρώνεται. Ο βιομήχανος πλαστικών που δεν προσαρμόστηκε γρήγορα στις νέες παγκοσμιοποιημένες συνθήκες μπορεί να χάσει το εργοστάσιο και το σπίτι του λόγω χρεών και να αναζητήσει εργασία ως υπάλληλος κ.ο.κ.
Οι μόνοι που πραγματικά έχουν και θα έχουν εργασία στο μέλλον είναι οι επαγγελματίες υψηλότατης εξειδίκευσης που μπορούν να εργάζονται με τρόπο που τους κάνει απαραίτητους. Για παράδειγμα, ο κάθε δημοσιογράφος θα μπορούσε να καλύψει το χρονικό μίας ληστείας, αλλά ελάχιστοι θα μπορούσαν να συντονίσουν συζήτηση με βουλευτές όλων των κομμάτων με θέμα το μεταναστευτικό. Αυτός που θα καταφέρει κάτι τόσο δύσκολο και εξειδικευμένο θα πληρωθεί και αδρά. Το ίδιο ισχύει για καλλιτέχνες «που φέρνουν κόσμο», άκρως εξειδικευμένους χειρούργους, εκλογολόγους, παραγωγούς εκπομπών με υψηλή τηλεθέαση κ.α. Οι υπερ – εξειδικευμένοι και επιτυχημένοι αυτοί επαγγελματίες βρίσκονται σε πολλές περιπτώσεις σε καλύτερη μοίρα σχετικά με τους εργοδότες τους, αφού εκτός του ότι δεν πληρώνουν το κόστος παραγωγής των εργοδοτών είναι σε κάθε στιγμή έτοιμοι να αποδεχτούν μία καλύτερη προσφορά εργασίας από εργοδότη – ανταγωνιστή.
Η αδυναμία των υπολοίπων ατόμων να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των ρόλων αντιμετωπίζεται ως ατομική περίπτωση, ατομικές δράσεις και ατομική απόδοση. Οι αιτίες της προβληματικής κοινωνικής εξέλιξης αναζητούνται στις καταστάσεις κοινωνικής αποστέρησης, πολιτισμικής αλλοτρίωσης και στα κοινωνικά μειονεκτήματα. Η ανεργία, η κοινωνική έκπτωση εξηγούνται ως απόκλιση ή διαφθορά.
Το σημερινό σύστημα επιβίωσης των ατόμων ταυτίζεται με αυτό των επιχειρήσεων της αγοράς: όλοι ενάντια σε όλους. Οι άνεργοι εναντίον αυτών που έχουν δουλειά, οι ανειδίκευτοι εναντίον των ειδικευμένων, οι φτωχοί ενάντια στους λιγότερο φτωχούς, οι ντόπιοι εργάτες ενάντια στους μετανάστες κ.ο.κ. Ο καθένας, καθώς και η κάθε επιχείρηση που θέλει να επιβιώσει, πρέπει να ελίσσεται, να προσαρμόζεται γρήγορα, να λειτουργεί μόνο κατά το δικό του συμφέρον, να αναλαμβάνει κινδύνους επενδύοντας ποσοστό των κερδών του κ.ο.κ.
Στο εν λόγω κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον, ο κοινωνικός αποκλεισμός ατόμων δεν νοείται ως συνέπεια μιας κοινωνικής ανισορροπίας από την οποία κάποιοι κερδίζουν σε βάρος άλλων, αλλά κάτι το μοιραίο που χτυπά ομάδες προσώπων (ομάδες κινδύνου, ευάλωτες ομάδες, ευπαθείς ομάδες κ.ο.κ.), οι οποίες στη συνέχεια χρήζουν διαχείρισης και προστασίας. Η ανάδειξη της εργασίας και του επαγγέλματος σε επίπεδο αυτοπραγμάτωσης αλλά και σχηματισμού κοινωνικών ταυτοτήτων (επαγγελματική περηφάνια, υποκουλτούρες της εργατικής τάξης κ.ά.), έχει ως συνέπεια η ανεργία, η υποαπασχόληση κ.ο.κ. να βιώνονται και ως διάψευση, ως προσωπική αποτυχία, δημιουργώντας την ψυχολογία του χαμένου και του ανήμπορου. Οι συμπεριφορές και οι νοοτροπίες που χαρακτηρίζουν την επαγγελματική αποτυχία χρεώνονται να προέκυψαν από τα ίδια τα άτομα, ως ηθελημένη κατάσταση. Η ανεργία, η κοινωνική έκπτωση, οι ελλιπείς κοινωνικές σχέσεις θεωρείται ότι οφείλονται στην έλλειψη ενός ήθους για την εργασία. Η κοινωνική πολιτική (πρόνοια) ενισχύει την εξάρτηση, και μόνο το γεγονός της αποδοχής των κοινωνικών επιδομάτων αποδεικνύει, την ανικανότητα των φτωχών να σκεφτούν και να δράσουν αυτόνομα.
Συνέπεια της περιγραφόμενης κατάστασης είναι από τη μία οι κοινωνικές τάξεις να έχουν χάσει τη συνοχή τους, ενώ ταυτόχρονα οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και τα σωματεία λειτουργούν χωρίς ισχύ, από την άλλη όλοι οι πόλοι των κοινωνικών εταίρων να είναι δυσαρεστημένοι: οι βιομήχανοι γιατί έχουν μεγάλο κόστος παραγωγής και τα κέρδη τους είναι μικρά, οι εργάτες γιατί εξαναγκάζονται να συμφωνήσουν σε ελαστικές σχέσεις εργασίας, και η κυβέρνηση που ενώ θέλει έσοδα αναγκάζεται να απαλλάξει τους βιομήχανους από τη φορολογία προκειμένου να κάνει το κράτος ελκυστικό για επενδύσεις και να αυξηθούν οι θέσεις εργασίας. Οι μόνοι που επωφελούνται από την όλη κατάσταση είναι οι πολυεθνικές, που λόγω χαμηλών τιμών προτιμούνται από τους καταναλωτές, και οι τράπεζες που δεν σταματούν να δανείζουν με υψηλό κέρδος κράτη, βιομήχανους και εργάτες για να επιβιώσουν.
Το σύγχρονο κοινωνικοοικονομικό πρόβλημα είναι πολύ σύνθετο. Ο παλιός διαχωρισμός των τάξεων όπως χρησιμοποιείται σήμερα από κομμουνιστικά ή αριστερά κόμματα δεν υφίσταται. Το αντίθετο συμβαίνει. Κυβερνήσεις, βιομήχανοι και εργάτες έχουν αμοιβαία συμφέροντα να συμμαχήσουν για να επιβιώσουν. Τα συμφέροντα τους είναι ακριβώς αντίθετα με αυτά των τραπεζών και των πολυεθνικών. Με μία όμως προϋπόθεση. Να βοηθήσουν σε αυτόν τον αγώνα και οι καταναλωτές.
Το να αγοράζουν οι καταναλωτές προϊόντα της εγχώριας βιομηχανίας, ακόμη και με λίγο ακριβότερες τιμές, τίθεται ως ζήτημα οικονομικής επιβίωσης όλων. Αντί εισαγομένων τσιγάρων να προτιμούν ελληνικά, αντί ουίσκι να πίνουν ούζο ή κρασί, αντί για ευρωπαϊκό κίτρινο τυρί να ζητούν ελληνικό. Μάλιστα, δεδομένου του ότι η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου αποτελείται από εργάτες, υπάλληλους και μικρομεσαίους επιχειρηματίες, μία τέτοια καταναλωτική συμπεριφορά μακροπρόθεσμα θα ευνοούσε τους ίδιους και θα έλυνε τα περισσότερα οικονομικά τους προβλήματα.
Συνεπώς, σήμερα, ίσως οι τάξεις είναι δύο ειδών. Η σαρκοβόρα τάξη των πολυεθνικών και των τραπεζών, και οι υπόλοιποι εργάτες, αγρότες, υπάλληλοι, επαγγελματίες, τοπικοί βιοτέχνες και βιομήχανοι και πολιτικοί που ενδιαφέρονται για την επιβίωση του κράτους. Οι υπόλοιποι διαχωρισμοί γίνονται για άλλους, πολύ διαφορετικούς από την στυγνή αλήθεια, λόγους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου