του Τζόζεφ Στίγκλιτζ
Πηγή: ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Ενώ συνεχίζεται το κουβεντολόι για την επερχόμενη ανάκαμψη, οι αμερικανικές τράπεζες συνεχίζουν να αποκρούουν κάθε προσπάθεια να ελεγχθούν. Οι πολιτικοί φυσικά φλυαρούν πάντα για το πόσο έχουν δεσμευτεί να ελέγξουν το τραπεζοπιστωτικό σύστημα ώστε να μην επαναληφθεί στο μέλλον μία ανάλογη κρίση, αλλά μιλάμε για τον κατεξοχήν τομέα όπου «ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες»: οι τράπεζες συσπειρώνονται και επιστρατεύουν όσες δυνάμεις έχουν ώστε να διευρύνουν τα περιθώρια κίνησής τους και να μπορούν να συνεχίσουν να λειτουργούν όπως στο παρελθόν.
Από την οπτική γωνία των τραπεζών (ου μη και των μετόχων τους), το παλιό σύστημα δούλευε μια χαρά. Οπότε τι χρειάζεται η αλλαγή; Τα προγράμματα διάσωσης των τραπεζών ασχολήθηκαν ελάχιστα με την ανάγκη να οικοδομηθεί ένα νέο οικονομικό σύστημα, με αποτέλεσμα να καταλήγουμε με ένα τραπεζοπιστωτικό σύστημα ακόμα λιγότερο ανταγωνιστικό, με ακόμα πιο πελώριες τράπεζες, που είναι ακόμα περισσότερο μεγάλες για να χρεοκοπήσουν.
Ξέρουμε από καιρό πως οι τράπεζες που είναι «πολύ μεγάλες για να χρεοκοπήσουν» είναι επίσης πολύ μεγάλες για να κυβερνηθούν σωστά. Πράγμα που εξηγεί πόσο οικτρά απέτυχαν τόσο πολλοί τραπεζικοί οργανισμοί. Από τη στιγμή μάλιστα που το κράτος εγγυάται τα αποθεματικά τους, δικαιούται βέβαια να παίξει βασικό ρόλο στην αναδιοργάνωσή τους (σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με άλλους τομείς της οικονομίας). Κανονικά, όταν μια τράπεζα χρεοκοπεί, η κυβέρνηση εκπονεί ένα σχέδιο σωτηρίας της -κι αφού το κράτος βάζει τα λεφτά, δικαιούται να έχει λόγο για το μέλλον. Από την άλλη, οι ειδήμονες γνωρίζουν πως αν το κράτος αδρανήσει για πολύ καιρό, τότε ημιθανείς τράπεζες ή τράπεζες-ζόμπι (ουσιωδώς χρεοκοπημένες, που όμως οι αρχές τους συμπεριφέρονται σαν να είναι βιώσιμες επιχειρήσεις) είναι πιθανό να «προσπαθήσουν να αναστηθούν». Αν πετύχουν, τότε τη γλιτώνουν και τους μένουν και τα κρατικά λεφτά. Αν αποτύχουν, οι ζημιές φορτώνονται στο κράτος.
Αυτό δεν είναι ένα θεωρητικό σχήμα· είναι ένα μάθημα που πήραμε -με μεγάλο κόστος είναι αλήθεια- κατά τη διάρκεια της κρίσης «αποταμίευσης και δανεισμού» της δεκαετίας του '80. Όταν τα ATM γράφουν «ανεπαρκές υπόλοιπο» το κράτος θέλει να είναι βέβαιο πως αυτό αφορά το λογαριασμό σας και σε καμία περίπτωση την τράπεζα -στη δεύτερη περίπτωση σπεύδει προς βοήθεια της τράπεζας, πριν αδειάσουν τα ταμεία της. Στη φάση της αναδιοργάνωσης που ακολουθεί, τα ηνία της τράπεζας φύγουν από τα χέρια των μετόχων και περνούν στα χέρια των δανειστών της. Μερικές φορές, την τράπεζα αναλαμβάνει το κράτος αυτοπροσώπως· άλλοτε αναζητά το νέο επενδυτή που θα αναλάβει την τράπεζα.
Να όμως που η κυβέρνηση Ομπάμα (Obama) εισήγαγε μια καινούργια έννοια: «πολύ μεγάλη για να αναδιοργανωθεί». Η κυβέρνηση θεωρεί πως αν προσπαθήσουμε να συμπεριφερθούμε σε αυτούς τους γίγαντες σύμφωνα με τα ειωθότα, θα άνοιγαν οι πύλες της κολάσεως: οι αγορές θα πανικοβάλλονταν. Οπότε, απλά δεν φτάνουμε να «ακουμπήσουμε» τους μετόχους -έστω και αν ένα μεγάλο μέρος από την αξία των μετοχών που κατέχουν οφείλεται στα κρατικά προγράμματα ενίσχυσής τους.
Εκτιμώ πως η κυβερνητική θέση είναι λανθασμένη: εκτιμώ πως η κυβέρνηση Ομπάμα υπέκυψε στις πολιτικές πιέσεις και την επιχείρηση εκφοβισμού που εξαπέλυσαν οι μεγάλες τράπεζες. Η κυβέρνηση συγχέει τη σωτηρία των τραπεζών με τη σωτηρία των τραπεζιτών και των μετόχων.
Η αναδιοργάνωση προσφέρει στις τράπεζες την ευκαιρία για μία νέα αρχή: οι νέοι εν δυνάμει επενδυτές (μέτοχοι ή πιστωτές) νιώθουν πιο ασφαλείς, οι υπόλοιπες τράπεζες τις δανείζουν ευκολότερα, αλλά και αυτές δανείζουν ευκολότερα σε τρίτους. Οι μέτοχοι κερδίζουν από την αναδιοργάνωση, και αν πράγματι η τράπεζα αξίζει περισσότερο από την τιμή της στην αγορά -ή τις εκτιμήσεις των εξωτερικών αναλυτών- μπορεί να δουν μέχρι και τις μετοχές τους να ανακάμπτουν.
Αυτό που είναι σαφές είναι πως η στρατηγική του Ομπάμα κοστίζει πολύ -βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα- κι επιπλέον μέχρι σήμερα δεν πέτυχε τους διακηρυγμένους (περιορισμένους) στόχους της για ανάκαμψη της ρευστότητας. Αυτό που κυρίως συνέβη είναι πως οι φορολογούμενοι φορτώθηκαν δισεκατομμύρια (κι άλλα δισεκατομμύρια με τη μορφή εγγυήσεων) που θα χρειαστεί να αποπληρωθούν κάποια στιγμή στο μέλλον.
Αλλά αυτό το ξαναγράψιμο των κανόνων της οικονομίας της αγοράς -που φθάνει στο σημείο να επιβραβεύει όσους προκάλεσαν τόσα δεινά στην παγκόσμια οικονομία- κοστίζει περισσότερο από τη λογιστική του αξία. Οι περισσότεροι Αμερικάνοι το θεωρούν χονδροειδώς άδικο, ιδίως αφού είδαν τις τράπεζες να μετατρέπουν σε υπέρογκα μπόνους και αμοιβές τα δισεκατομμύρια που αποσκοπούσαν στην επανεκκίνηση του δανεισμού. Το τσαλαπάτημα του κοινωνικού συμβολαίου είναι κάτι που δεν πρέπει να γίνεται ελαφρά τη καρδία.
Αυτή η νέα μορφή «ερσάτζ καπιταλισμού» όπου οι ζημίες κοινωνικοποιούνται και τα κέρδη ιδιωτικοποιούνται, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Τα κίνητρα των ατόμων διαστρέφονται. Οι αγορές είναι απειθάρχητες. Οι «πολύ μεγάλες για να αναδιοργανωθούν» τράπεζες γνωρίζουν πια πως μπορούν να «τζογάρουν» τα κεφάλαιά τους ατιμώρητα, και με την κεντρική τράπεζα (FED) να παρέχει ρευστότητα με σχεδόν μηδενικό επιτόκιο, διαθέτουν άφθονα κεφάλαια για να παίζουν.
Ορισμένοι αποκάλεσαν αυτό το νέο σύστημα «σοσιαλισμό με αμερικανικά χρώματα». Αλλά ο σοσιαλισμός υποτίθεται πως νοιάζεται για τους καθημερινούς ανθρώπους. Αντιθέτως, στις Ηνωμένες Πολιτείες ελάχιστη συμπαράσταση δόθηκε στους απλούς Αμερικανούς που χάνουν τα σπίτια τους. Οι εργαζόμενοι που χάνουν τη δουλειά τους λαμβάνουν επίδομα ανεργίας για 39 μόνο εβδομάδες -και μετά αφήνονται στην τύχη τους. Κι όταν χάνουν τη δουλειά τους οι, περισσότεροι χάνουν και την υγειονομική τους ασφάλιση.
Η Αμερική ενίσχυσε το «δίκτυ ασφαλείας» των επιχειρήσεών της και όσο ποτέ στο παρελθόν: ξεκίνησε από τις εμπορικές και τις επενδυτικές τράπεζες και προχώρησε στις ασφαλιστικές εταιρείες, τις αυτοκινητοβιομηχανίες... -κι όλα δείχνουν πως έπεται συνέχεια. Αυτό δεν είναι σοσιαλισμός, αλλά επέκταση του «κράτους πρόνοιας για τις επιχειρήσεις». Όποτε έχουν πρόβλημα, οι πλούσιοι και ισχυροί στρέφονται προς το κράτος για βοήθεια, ενώ οι απλοί πολίτες μένουν ουσιαστικά απροστάτευτοι.
Χρειάζεται να κάμψουμε την αντίσταση των «πολύ μεγάλων για να χρεοκοπήσουν» τραπεζών: δεν έχουμε κανένα στοιχείο πως αυτά τα μπέχεμοθ ανταποδίδουν κοινωνικό όφελος ανάλογο έστω με τα δισεκατομμύρια με τα οποία επιβαρύνουν το κοινωνικό σύνολο. Αν δεν μπορούμε να τα γονατίσουμε, τουλάχιστο οφείλουμε να περιορίσουμε πολύ όσα δικαιούνται να πράξουν. Δεν είναι δυνατό να τους επιτραπεί να ξανακάνουν ό,τι και στο παρελθόν, να τζογάρουν δηλαδή με ξένα λεφτά.
Διότι υπάρχει ένα ακόμα πρόβλημα με τις τράπεζες που είναι «πολύ μεγάλες για να χρεοκοπήσουν» και «πολύ μεγάλες για να αναδιοργανωθούν»: είναι επίσης «πολύ μεγάλες για να ελεγχθούν πολιτικά». Τα λόμπι τους δούλεψαν άριστα, πρώτα για να επιβάλουν την απορρύθμιση, στη συνέχεια για να βάλουν τους φορολογούμενους να πληρώσουν τις ζημιές τους. Ελπίζουν πως θα τα καταφέρουν και πάλι, αυτή τη φορά για να λειτουργούν όπως τους αρέσει, ανεξάρτητα από το πόσο απειλητικές είναι οι κινήσεις τους για τους φορολογούμενους και το σύνολο της οικονομίας.
Και αυτό είναι κάτι που δεν επιτρέπεται να συμβεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου