Σάββατο 27 Ιουνίου 2009

Καιρός για θάνατο!

Μετάφραση - Απόδοση - Σχολιασμός: ESOTERICA.gr

Αφιέρωμα: Jonestown, 30 χρόνια μετά
Jonestown, 18 Νοεμβρίου 1978

Α' ΜΕΡΟΣ: Η επίσημη ιστορία
Οι πρώτες αναφορές που έφτασαν για την Γουιάνα στις 18 Νοεμβρίου του 1978 έλεγαν ότι ο γερουσιαστής Leo J. Ryan και τέσσερα άλλα μέλη της συνοδείας του πυροβολήθηκαν και σκοτώθηκαν καθώς προσπάθησαν να επιβιβαστούν σε αεροπλάνο στον μικρό αερολιμένα του Port Kaituma. Μέσα στις επόμενες ώρες έφτασε το τρομερό άγγελμα ότι 408 αμερικανοί πολίτες αυτοκτόνησαν σε ένα κοινοβιοτικό χωριό που είχαν χτίσει στη ζούγκλα της βορειοδυτικής Γουιάνα. Η κοινότητα είχε γίνει γνωστή με το όνομα 'Jonestown'. Οι νεκροί ήταν όλοι μέλη μιας ομάδας με το όνομα 'Ο Ναός των Ανθρώπων' (The People' s Temple) που είχε ως ηγέτη τον αιδεσιμότατο Jim Jones. Γρήγορα θα μαθευόταν ότι 913 από τους 1100 ανθρώπους που πιστεύεται πως βρισκόντουσαν στην Jonestown εκείνη την περίοδο, πέθαναν σε μια μαζική αυτοκτονία.

Σύμφωνα με την επίσημη αναφορά που υποβλήθηκε στην αμερικάνικη Βουλή στις 15 Μαΐου του 1979 η αλυσίδα των γεγονότων που οδήγησαν στο θάνατο του Leo Ryan στη Γουιάνα ξεκίνησε ένα χρόνο νωρίτερα, όταν ο γερουσιαστής είχε διαβάσει ένα άρθρο στην εφημερίδα San Francisco Examiner στις 13 Νοεμβρίου του 1977. Το άρθρο που είχε ως τίτλο το 'Φοβισμένος για πολύ Καιρό' (Scared Too Long) σχετιζόταν με το θάνατο του γιου του Sam Houston, του Bob, τον Οκτώβριο του 1976. Ο Houston είχε αποφασίσει να μιλήσει ανοιχτά για το θάνατο του γιου του γιατί πίστευε ότι ο λόγος που είχε πεθάνει, κάτω από τις ρόδες ενός τρένου, ήταν γιατί την προηγούμενη ημέρα είχε ανακοινώσει την απόφασή του να εγκαταλείψει την ομάδα του Ναού των Ανθρώπων. Ο Houston εξάλλου ανησυχούσε ότι οι δύο εγγονές του που είχαν πάει στη Νέα Υόρκη για διακοπές, είχαν καταλήξει στη Jonestown και δεν επέστρεψαν ποτέ.

Στους επόμενους έξι με οκτώ μήνες ο Ryan θα άκουγε περισσότερα σχετικά με τον Ναό των Ανθρώπων μέσα από άρθρα σε εφημερίδες και από άμεσες αιτήσεις για βοήθεια που προερχόντουσαν από οικογένειες που οι συγγενείς τους είχαν εξαφανιστεί μέσα στη ζούγκλα της Γουιάνα για να συμμετάσχουν στην κοινότητα της Jonestown. Υπήρχαν καταγγελίες για παραβιάσεις κοινωνικής ασφάλειας, παραβίαση ανθρώπινων δικαιωμάτων και για το ότι υπήρχαν άνθρωποι που κρατούνταν ενάντια στη θέλησή τους στην κοινότητα αυτή. Τον Ιούνιο του 1978 ο Ryan διάβασε αποσπάσματα από την ένορκη κατάθεση της Debbie Blakey που είχε ξεφύγει από την Jonestown, η οποία περιλάμβανε ισχυρισμούς πως η κοινότητα είχε κάνει κάποιες φορές πρόβα για μαζική αυτοκτονία. Μετά τη συνάντησή του με αρκετούς ανήσυχους συγγενείς το ενδιαφέρον του Ryan για το Ναό των Ανθρώπων έγινε ευρέως γνωστό και οι αναφορές για την ομάδα αυτή, θετικές και αρνητικές, άρχισαν να τον κατακλύζουν. Προσέλαβε έναν αντιπρόσωπο για να παίρνει συνεντεύξεις από πρώην μέλη του Ναού των Ανθρώπων και από συγγενείς μελών για να προσδιορίσει εάν είχαν υπάρξει παραβιάσεις των ομοσπονδιακών νόμων ή των νόμων της Καλιφόρνια από την ομάδα του Jones.

Το Σεπτέμβριο του 1978 ο Ryan συναντήθηκε με τον Viron P. Vaky και άλλους πολιτειακούς αξιωματούχους για να συζητήσουν την πιθανότητα να κάνει ο Ryan ένα ταξίδι στην Jonestown στη Γουιάνα. Το αίτημα κατατέθηκε επίσημα στις 4 του Οκτώβρη. Η άδεια εξασφαλίστηκε και το ταξίδι προγραμματίστηκε για τη βδομάδα 12 έως 18 του Νοέμβρη. Η πρόθεση του Ryan να επισκεφτεί τη Jonestown έγινε σύντομα ευρέως γνωστή και τα νούμερα όσων ήθελαν να τον συντροφέψουν σ' αυτό του το ταξίδι άρχισαν να αυξάνονται σημαντικά. Την ώρα της αναχώρησής του υπήρχαν 9 ακόμα δημοσιογράφοι και 18 αντιπρόσωποι από μια αποστολή εμπλεκόμενων συγγενών που θα πήγαιναν μαζί του με δικά τους έξοδα. Η επίσημη ομάδα, η Codel, απαρτίζονταν από τον Ryan, τον James Schollaert και την Jackie Speier, την βοηθό του Ryan.

Τις ημέρες της προετοιμασίας για την επίσκεψη στη Jonestown ο Ryan επικοινώνησε τηλεγραφικά με τον Jim Jones για να τον ενημερώσει για την πρόθεσή του να επισκεφτεί τον καταυλισμό. Από την αμερικανική πρεσβεία στη Γουιάνα ο Ryan πληροφορήθηκε ότι η συμφωνία για την επίσκεψη είχε κάποιους όρους. Ο Ryan θα έπρεπε να διαβεβαιώσει πως η ομάδα του δε θα ήταν προκατειλημμένη, δε θα υπήρχε δημοσιογραφική κάλυψη της επίσκεψης και ο Mark Lane που ήταν ο δικηγόρος του Ναού των Ανθρώπων θα έπρεπε να είναι επίσης παρόν. Στις 6 Νοεμβρίου ο Lane έγραψε στον Ryan και τον ενημέρωσε πως δε θα μπορούσε να έρθει τις μέρες που είχαν σκοπό να κάνουν την επίσκεψη και ισχυρίστηκε πως η ομάδα (η Codel) δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα κυνήγι μαγισσών εναντίον του Ναού των Ανθρώπων. Έγραψε μια επίσημη δήλωση των προθέσεών του να επισκεφτεί παρολαυτά τον καταυλισμό και πως θα έφευγε στις 14 του Νοέμβρη.

Τα προβλήματα ξεκίνησαν για την ομάδα μόλις έφτασαν στη Γουιάνα τα μεσάνυχτα. Ο Ron Javers, από την San Francisco Chronicle κρατήθηκε όλη τη νύχτα στο αεροδρόμιο καθώς δεν είχε βίζα εισόδου. Η ομάδα των εμπλεκόμενων συγγενών, παρόλο που είχαν κάνει κρατήσεις, έπρεπε να περάσουν τη νύχτα στον προθάλαμο του ξενοδοχείου Pegasus στη Georgetown, επειδή δεν υπήρχαν δωμάτια ελεύθερα γι' αυτούς. Στη διάρκεια των επόμενων δυόμισι ημερών ο Ryan συναντήθηκε με το προσωπικό της πρεσβείας και οργάνωσε μια συνάντηση με τον πρεσβευτή Burke και του εμπλεκόμενους συγγενείς. Αυτός και τα μέλη των οικογενειών επιχείρησαν να μιλήσουν με έναν εκπρόσωπο του Ναού των Ανθρώπων στο αρχηγείο τους στη Georgetown, αλλά δεν τους άφησαν να μπουν. Επιπρόσθετα, ο Ryan δεν μπόρεσε να διαπραγματευτεί επιτυχώς με τον Lane ή τον Gary, έναν άλλο νόμιμο εκπρόσωπο του Ναού των Ανθρώπων, με αποτέλεσμα την καθυστέρηση της προκαθορισμένης πτήσης για την αποστολή μέχρι την Παρασκευή στις 17 του Νοέμβρη.

Οι διαπραγματεύσεις δεν είχαν ακόμα δείξει κάποια πρόοδο την Παρασκευή το πρωί κι έτσι ο Ryan ενημέρωσε τον Lane και τον Garry πως αυτός και η συντροφιά του θα αναχωρούσαν για τη Jonestown στις 2.30 το μεσημέρι. Υπήρχαν δύο θέσεις στο αεροπλάνο εάν ο Lane και ο Garry επιθυμούσαν να φύγουν μαζί τους. Το αεροπλάνο έφυγε όπως είχε προγραμματιστεί στις 2.30 το μεσημέρι εκείνης της ημέρας. Επιβάτες ήταν ο Ryan, η Speier, αναπληρώτρια αρχηγός της Αποστολής, ο Richard Dwyer, ο Lane και ο Garry, οι εννέα δημοσιογράφοι, τέσσερις εκπρόσωποι από την ομάδα των εμπλεκόμενων συγγενών και ο Neville Annibourne, εκπρόσωπος της κυβέρνησης της Γουιάνα.

Στον αερολιμένα του Port Kaituma ο δεκανέας Rudder, ο περιφερειακός αξιωματικός του βορειοδυτικού τμήματος της Γουιάνα, έφτασε στο αεροπλάνο. Οι οδηγίες που είχε από την Jonestown ήταν πως μονάχα ο Lane και ο Garry επιτρεπόταν να αφήσουν το σκάφος. Ακολούθησαν διαπραγματεύσεις μεταξύ του Ryan και εκπροσώπων της κοινότητας που βρισκόντουσαν στον αερολιμένα, σχετικά με το σε ποιον θα επιτρεπόταν η είσοδος στην Jonestown. Στο τέλος συμφωνήθηκε πως θα μπορούσαν να έρθουν όλοι εκτός από έναν εκπρόσωπο του τύπου. Ο Gordon Lindsay που ήταν σύμβουλος του NBC στην ιστορία αυτή, δεν πήρε άδεια να έρθει εξαιτίας ενός άρθρου που είχε γράψει στο παρελθόν στο οποίο ασκούσε κριτική στο Ναό των Ανθρώπων.

Με την άφιξή τους στην Jonestown τους σερβιρίστηκε δείπνο και διασκέδασαν με μια μουσική παράσταση από μέλη του Ναού των Ανθρώπων. Καθώς το βράδυ εξελισσόταν οι δημοσιογράφοι πήραν συνέντευξη από τον Jim Jones ενώ ο Ryan και η Speier μίλησαν με μέλη της κοινότητας των οποίων τα ονόματα είχαν προμηθευτεί από συγγενείς τους στην Αμερική. Κατά την πορεία της βραδιάς ένα μέλος της Jonestown έδωσε ένα σημείωμα στον δημοσιογράφο του NBC, Don Harris, δηλώνοντας πως αυτός και η οικογένειά του ήθελαν να φύγουν από το μέρος αυτό. Ένα άλλο μέλος έκανε μια παρόμοια προφορική δήλωση στον Dwyer. Και οι δύο εκκλήσεις αναφέρθηκαν στον Ryan.

Στις 11:00 το βράδυ οι δημοσιογράφοι και οι εκπρόσωποι των συγγενών επέστρεψαν στον αερολιμένα καθώς ο Jim Jones είχε αρνηθεί να τους επιτρέψει να περάσουν τη νύχτα μέσα στο χώρο της κοινότητας. Οι Ryan, Dwyer, Annibourne, Lane και Garry ήταν οι μοναδικοί που πέρασαν τη νύχτα της Παρασκευής, 17 Νοέμβρη, στη Jonestown.

Πίσω στο Port Kaituma, κάτοικοι της Γουιάνα, μεταξύ των οποίων και ένας αστυνομικός που ανέφερε ιστορίες για ισχυρισμούς ότι υπήρξε βία στην Jonestown, πλησίασαν την αποστολή. Παραπονέθηκαν ότι οι αστυνομικοί της Γουιάνα δεν επιτρεπόταν να μπουν στον χώρο της κοινότητας και πως δεν είχαν καμιά δικαιοδοσία εκεί. Περιέγραψαν επίσης μια 'τρύπα βασανιστηρίων' στον περίβολο του οικισμού.

Οι δημοσιογράφοι και οι συγγενείς επέστρεψαν στον οικισμό στις 11:00 το πρωί της επόμενης ημέρας, αρκετές ώρες αργότερα από ότι είχαν σχεδιάσει. Ο Ryan από νωρίς το πρωί έπαιρνε συνεχώς συνεντεύξεις από τα μέλη, κατά τις οποίες πολλά άτομα του εξομολογήθηκαν τη διάθεσή τους να φύγουν. Στις 3:00 το μεσημέρι υπήρχαν συνολικά 15 μέλη του Ναού των Ανθρώπων που σκαρφάλωσαν στα φορτηγά της αποστολής για να πάνε στο αεροδρόμιο του Port Kaituma. Ο Ryan σκόπευε να μείνει αλλά του επιτέθηκε με ένα μαχαίρι ο Don Sly, που ήταν μέλος της κοινότητας. Δεν πληγώθηκε, αλλά ο Dwyer επέμενε να φύγει και ο Ryan μαζί τους. Ο Dwyer σχεδίαζε να επιστρέψει στην Jonestown αργότερα ώστε να επιλύσει μια φιλονικία με μια οικογένεια που είχε διχαστεί επάνω στο ζήτημα εάν θα εγκατέλειπαν τον οικισμό.

Η ομάδα έφτασε στο αεροδρόμιο περίπου στις 4:30 το απόγευμα αλλά τα δύο αεροπλάνα δεν είχαν φτάσει μέχρι τις 5:10. Η καθυστέρηση είχε προκληθεί από την μη αναμενόμενη αίτηση στην αμερικάνικη Πρεσβεία να φέρουν ένα δεύτερο αεροπλάνο για να μεταφέρει τους 15 επιπλέον επιβάτες. Σύντομα μετά από την άφιξή του, ένα εξαθέσιο Cessna φορτώθηκε και ήταν έτοιμο να αναχωρήσει. Καθώς άρχισε να πορεύεται προς την άλλη άκρη του αεροδιάδρομου, ένας από τους αποστάτες της Jonestown που βρισκόταν μέσα στο σκάφος άνοιξε πυρ εναντίον των άλλων επιβατών.

Την ίδια στιγμή, καθώς η συντροφιά του Ryan επιβιβαζόταν στο άλλο αεροπλάνο, ένα δικινητήριο Otter, οι επιβάτες ενός τρακτέρ και ενός τρέιλερ που άνηκαν στον Ναό των Ανθρώπων, άρχισαν να τους πυροβολούν. Ο Ryan, τρία μέλη από την ομάδα των δημοσιογράφων και ένας αποστάτης σκοτώθηκαν. Η Speier και πέντε άλλοι είχαν τραυματιστεί σοβαρά. Οι πυροβολισμοί κράτησαν 4 με 5 λεπτά και το μεγαλύτερο αεροπλάνο εξουδετερώθηκε. Το Cessna μπορούσε να απογειωθεί και ανέφερε τα νέα της επίθεσης σε ελεγκτές που βρισκόντουσαν στον πύργο της Georgetown. Εκείνοι με τη σειρά τους ειδοποίησαν την αστυνομία της Γουιάνα. Αυτοί που επιτέθηκαν απομακρύνθηκαν σύντομα από το μέρος, ενώ οι επιζώντες της επίθεσης αναζήτησαν κάλυψη και προστασία για τη νύχτα.

Σύμφωνα με την επίσημη αναφορά, η μαζική αυτοκτονία ξεκίνησε περίπου στις 5:00 το απόγευμα καθώς οι πυροβολισμοί άρχιζαν στο αεροδρόμιο. Περίπου στις 6:00 το απόγευμα, ο πρεσβευτής Burke είχε ενημερωθεί για την επίθεση. Ενημέρωσε με τη σειρά του τηλεγραφικά το αμερικάνικο υπουργείο στις 8:30. Επίσης, γύρω στις 7:40 το απόγευμα η αστυνομία της Γουιάνα ενημέρωσε τον Sherwin Harris, μέλος της ομάδας των εμπλεκόμενων συγγενών, ότι η πρώην γυναίκα του, Sharon Amos και τρία από τα παιδιά της είχαν βρεθεί νεκρά στα αρχηγεία του Ναού των Ανθρώπων, στη Georgetown.

Η είδηση για τους θανάτους στην Jonestown έφτασε στο Port Kaituma γύρω στις 2:00 τα ξημερώματα της Κυριακής, όταν έφτασαν εκεί οι επιζώντες Stanley Clayton και Odell Rhodes. Τα χαράματα της Κυριακής, 19 Νοεμβρίου, έφτασε στο αεροδρόμιο η πρώτη αντιπροσωπεία των ομάδων διάσωσης του στρατού της Γουιάνα. Περισσότεροι στρατιώτες άρχισαν να έρχονται ώρα με την ώρα. Η άφιξή τους αργότερα στην Jonestown επιβεβαίωσε προηγούμενες αναφορές για την ομαδική αυτοκτονία. Το πρώτο αεροσκάφος διάσωσης της Γουιάνα που έφτασε στις 10:00 το πρωί στον αερολιμένα του Port Kaituma δεν είχε ιατρικές προμήθειες και προσωπικό. Όλοι οι τραυματισμένοι και οι περισσότεροι επιζώντες απομακρύνθηκαν αεροπορικώς από τον αερολιμένα πριν να φτάσει η νύχτα και μεταφέρθηκαν σε ειδικό χώρο της αμερικάνικης αεροπορίας που βρισκόταν στην Georgetown.

O Jim Jones και ο 'Ναός των Ανθρώπων'
Β' ΜΕΡΟΣ: Καιρός για Θάνατο
Καθώς η αποστολή του Ryan προετοιμαζόταν να επιβιβαστεί στο αεροσκάφος ο Jim Jones συγκάλεσε την κοινότητα της Jonestown να συγκεντρωθούν. Τους εξήγησε, σα να ήταν περισσότερο ένα προαίσθημα παρά μια πρόβλεψη, πως κάποιος στο αεροπλάνο σκόπευε να σκοτώσει τον Ryan. Οι επιπτώσεις αυτής της πράξης θα ήταν πως αυτές οι πολιτικές δυνάμεις που προσπαθούσαν για χρόνια να καταστρέψουν τον Ναό των Ανθρώπων, θα επιτίθονταν στους ανθρώπους της κοινότητας. Ο ‘εχθρός’ θα έκανε επιδρομή εναντίον τους και θα τους σκότωναν χωρίς έλεος. Αυτό δεν ήταν κάποια καινούργια απειλή για την κοινότητα της Jonestown, είχαν ζήσει για πολλά χρόνια με τον φόβο για έναν άγνωστο εχθρό και καταστροφέα και η λύση που πρότεινε ο Jones δεν ήταν κάτι πρωτάκουστο γι’ αυτούς. Τους είχε προετοιμάσει εδώ και καιρό για εκείνο που αποκαλούσε ‘επαναστατική αυτοκτονία’. Είχαν ακόμα προβεί σε έναν αριθμό πρακτικών δοκιμών για την περίπτωση που ένα τέτοιο γεγονός θα γινόταν πραγματικότητα.

Μια μαγνητοσκόπηση της ομαδικής αυτοκτονίας αποκαλύπτει πως υπήρχε μικρή διαφωνία σχετικά με την απόφασή τους να πεθάνουν. Μια δυο γυναίκες που θεώρησαν πως τα παιδιά ίσως θα είχαν τη δυνατότητα να επιζήσουν διαμαρτυρήθηκαν, αλλά σύντομα καθησυχάστηκαν από εκείνους που τους υπενθύμισαν την εναλλακτική λύση ενός ατιμωτικού θανάτου στα χέρια του εχθρού, καθώς και από τις ηχηρές επιβεβαιώσεις της ομάδας. Το δηλητηριώδες ποτό έφτασε στην αίθουσα και μοιράστηκε. Τα μωρά και τα μικρά παιδιά, που ήταν πάνω από διακόσια, ήπιαν πρώτα, καθώς τους έβαζαν το δηλητήριο στο στόμα με σύριγγες. Καθώς οι γονείς έβλεπαν τα παιδιά τους να πεθαίνουν, κατάπιαν κι εκείνοι με τη σειρά τους το θανατηφόρο ποτό. Οι στιγμές πριν από την τελική απόφαση να πεθάνουν συνάντησε από κάποιους λίγους αντίσταση, αλλά οπλισμένοι φρουροί που βρισκόντουσαν γύρω από την αίθουσα σκότωσαν αρκετούς από αυτούς. Από τους κατά εκτίμηση 1100 ανθρώπους που πιστεύεται πως εκείνη την εποχή βρισκόντουσαν στην Jonestown, οι 913 πέθαναν συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Jim Jones. Οι υπόλοιποι με κάποιον τρόπο κατόρθωσαν και ξέφυγαν μέσα στη ζούγκλα. Δεν είναι σίγουρο το εάν ο Jones αυτοπυροβολήθηκε ή εάν τον πυροβόλησε κάποιο άλλο, άγνωστο άτομο.

Η πιο αινιγματική ερώτηση που αναδύθηκε από την τραγωδία της Jonestown, ήταν το πώς ένας άνθρωπος κατόρθωσε να αποκτήσει τόσο μεγάλο έλεγχο σε μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων, στο σημείο που θα μπορούσαν να πεθάνουν οικειοθελώς εάν τους έδινε μια τέτοια εντολή. Θα ήταν εύκολο να υποθέσουμε πως η Jonestown ήταν μια σπάνια περίπτωση που θα μπορούσε να συμβεί μονάχα λόγω της δυναμικότητας και της χαρισματικής προσωπικότητας του Jim Jones σε συνδυασμό με την αδυναμία και την τρωτότητα των θυμάτων του. Μια τέτοια ερμηνεία πιθανώς θα μας καθησύχαζε, θα μας έκανε να σκεφτούμε πως κάτι τέτοιο δε θα μπορούσε ποτέ ξανά να συμβεί, αλλά απέχει πολύ από το να αποτελεί πραγματική κατανόηση του γεγονότος, αφήνοντάς μας έκθετους στον κίνδυνο περαιτέρω τραγωδιών, σαν αυτή που συνέβη στην Jonestown.

Για να καταλάβουμε επαρκώς την υπόθεση της Jonestown, είναι αναγκαίο να εξερευνήσουμε τις κοινωνικές και ψυχολογικές διαδικασίες που υπήρξαν και που εξασφάλισαν ότι μπορούσε να επιτευχθεί μια τόσο ακραία υποταγή της θέλησης και της συνείδησης των ανθρώπων. Τέτοιες διαδικασίες είναι κοινές σε όλες τις κοινωνικές ομάδες, αλλά σε περιπτώσεις όπως αυτή του Ναού των Ανθρώπων, χρησιμοποιήθηκαν με ακραίο τρόπο με αντίστοιχα ακραία και τραγικά αποτελέσματα.

Τα μέλη του Ναού των Ανθρώπων είχαν εξασκηθεί για πολλά χρόνια ώστε να είναι έτοιμοι για την ομαδική αυτοκτονία που τελικά έγινε τον Νοέμβριο του 1978. Ο Jim Jones μοιράστηκε με τους οπαδούς του την παρανοϊκή του πεποίθηση ότι η αμερικανική κυβέρνηση σχεδίαζε να καταστρέψει οποιονδήποτε είχε εμπλακεί με τον Ναό των Ανθρώπων. Όσοι τον ακολουθούσαν ήταν συνηθισμένοι να αναζητούν σ' αυτόν τη σωτηρία. Στη διάρκεια των χρόνων, ο Jones είχε αναφέρει πολλές εξωτερικές 'απειλές' για την ασφάλεια των οπαδών του αλλά πάντα απομάκρυνε τον κίνδυνο από αυτούς. Ξανά και ξανά τους έσωζε από τις απειλές και είχανε μάθει να τον εμπιστεύονται και να τον αναγνωρίζουν ως 'Πατέρα'.

Ο Jones και οι οπαδοί του μετακόμισαν στην Jonestown με το όραμα να δημιουργήσουν μια πλήρως αυτόνομη κοινότητα που θα βασιζόταν στις ιδέες του σοσιαλισμού και της κοινοκτημοσύνης. Κάθε άτομο θα εργαζόταν για το κοινό καλό, θα προσκόμιζε τροφή, θα έφτιαχνε καταλύματα, ρούχα, θα φρόντιζε για την υγεία και την μόρφωση των ανθρώπων της κοινότητας. Σ΄ αυτήν την κοινότητα καθένας θα ήταν ίσος με τον άλλο και θα μπορούσε να ζήσει σε ειρήνη. Ήταν ένα μεγαλοπρεπές ιδεώδες. Ένα ιδεώδες, που όπως ο Jones φρόντιζε συνεχώς να τους θυμίζει, άξιζε για να πεθάνει κανείς γι' αυτό.

Μέχρι τον Νοέμβρη του 1978, οι άνθρωποι της Jonestown ήταν έτοιμοι να πεθάνουν. Μετά από πολλά χρόνια εισαγωγής πληροφοριών στο μυαλό τους, που είχε μεταμορφώσει μια τέτοια πράξη ως την ύψιστη φιλοδοξία, χωρίς καμιά είσοδο πληροφοριών αντίθετων με μια τέτοια πεποίθηση, τα μέλη του Ναού των Ανθρώπων θα έβλεπαν εύκολα τον θάνατό τους ως μια πράξη ευγένειας και αξιοπρέπειας.

Jim Jones
Γ' ΜΕΡΟΣ: Ο οραματιστής
Στα πάνω από είκοσι χρόνια που προηγήθηκαν του συμβάντος στην κοινότητα της Jonestown ο αριθμός των οπαδών του αιδεσιμότατου Jim Jones σε όλη την Αμερική είχε αυξηθεί σημαντικά, καθώς τραβούσε πάνω του τους απόκληρους της κοινωνίας μαζί με εκείνους που ήθελαν να βοηθήσουν τους καταπιεσμένους και να θέσουν τον εαυτό τους στην υπηρεσία όσων είχαν ανάγκη. Κατά τις αρχές του 1960 ο Jones κήρυττε την ανάγκη για φυλετική αδελφότητα και ενοποίηση, μια δοξασία που δεν ήταν δημοφιλής εκείνη την εποχή και που του κόστισε έντονη κριτική από την εκκλησιαστική ιεραρχία. Για να την αποκρούσει ο Jones ίδρυσε το 1963 τον ‘Ναό των Ανθρώπων’ όπου τόσο μαύροι όσο και λευκοί εκκλησιάζονταν δίπλα δίπλα. Οι φτωχοί και εκείνοι που η κοινωνία είχε θέσει στο περιθώριο καλωσορίστηκαν με ανοιχτές αγκάλες. Η εκκλησία του Jones εργαζόταν για να εξασφαλίσει τροφή στους φτωχούς, να βρει εργασία στους άνεργους και να βοηθήσει πρώην εγκληματίες και εθισμένους στα ναρκωτικά ώστε να μπορέσουν να φτιάξουν ξανά τη ζωή τους.

Καθώς η εκκλησία του μεγάλωνε, μεγάλωναν και οι απαιτήσεις που είχε από το ποίμνιό του. Μεγαλύτερες θυσίες και αφοσίωση απαιτούνταν για να είναι κανείς μέλος του Ναού των Ανθρώπων. Με την αύξηση της κριτικής στάσης που προερχόταν από μέλη της επίσημης εκκλησίας ο Jones μεταφέρθηκε το 1965 στη βόρεια Καλιφόρνια, ενώ τον ακολούθησαν και 100 από τους πιο αφοσιωμένους και πιστούς οπαδούς του. Με την μετακίνησή του στην Καλιφόρνια ο Ναός των Ανθρώπων μεγάλωσε σημαντικά μέχρι που δημιουργήθηκαν πολλές ομάδες που τα αρχηγεία τους είχαν ως βάση το San Francisco.

Για να προσελκύσει νέα μέλη στην 'εκκλησία' του ο Jones δημοσίευσε τις υπηρεσίες που πρόσφερε, υποσχόμενος θαυματουργές θεραπείες όπου καρκίνοι θα μπορούσαν να εξαφανιστούν και οι τυφλοί θα μπορούσαν να βλέπουν. Κατά την άφιξή του, οι πιθανοί οπαδοί του κυκλοφορούσαν μαρτυρίες για μια κοινωνία αδελφοσύνης και συντροφικότητας όπου ο κάθε άνθρωπος, ανεξαρτήτου κοινωνικής τάξης και χρώματος, αντιμετωπιζόταν με ίσο τρόπο. Κάθε νέο άτομο που είχε την πιθανότητα να γίνει μέλος καλωσοριζόταν με προσωπική ζεστασιά που σπανίως θα μπορούσε να συναντήσει κανείς στις πιο παραδοσιακές εκκλησίες. Τα μέλη του Ναού των Ανθρώπων ήταν εκείνα που θα στεκόντουσαν μπροστά στο πλήθος και θα απαριθμούσαν ιστορίες για ασθένειες από τις οποίες τους γιάτρεψε ο Jim Jones. Για να πείσει ακόμα περισσότερο το κοινό του αναφορικά με τις εξαιρετικά μεγάλες του δυνάμεις ο Jones έκανε προβλέψεις για γεγονότα που πάντα επρόκειτο να συμβούν και λάμβανε 'αποκαλύψεις' σχετικά με μέλη της κίνησής του ή με επισκέπτες για πράγματα που μονάχα εκείνοι θα μπορούσαν να γνωρίζουν. Μπροστά στα μάτια τους ο Jones θεράπευε ασθενείς με καρκίνο και μια μάζα από ιστό σε αποσύνθεση έπεφτε από το σώμα του ασθενούς.

Από τα νέα μέλη απαιτούνταν να περάσουν από μια αυστηρή μυητική διαδικασία ώστε να μπουν στην ομάδα, κάτι που έκανε την είσοδό τους σ' αυτήν ακόμα περισσότερο επιθυμητή. Κάτι που πρέπει να κατακτηθεί με δυσκολία αξιολογείται πολύ υψηλότερα από κάτι που μπορεί να το κατορθώσει κανείς ελεύθερα και άκοπα. Αυτή η τακτική είχε επίσης το αποτέλεσμα να δημιουργεί έναν πολύ υψηλότερο βαθμό δέσμευσης από τα μέλη που έμπαιναν στην ομάδα του Jones. Κάθε νέος βαθμός δέσμευσης που απαιτούνταν από το μέλος δικαιολογούνταν άμεσα από το γεγονός ότι ήδη είχε προβεί σε μεγάλες θυσίες. Για να απορρίψει τη νέα κατάσταση θα σήμαινε την παραδοχή πως οι προηγούμενες δράσεις και δεσμεύσεις του ήταν λανθασμένες. Αποτελεί ένα φυσιολογικό φαινόμενο το γεγονός ότι οι άνθρωποι τείνουν να διατηρήσουν μια προηγούμενη δέσμευσή τους, ακόμα και όταν είναι επίπονη γι' αυτούς, προτιμώντας την από το να παραδεχτούν ότι είχαν κάνει λάθος.

Οι αξιώσεις που υπήρχαν για ένα νέο μέλος ήταν πολύ μικρές και ο βαθμός επιλογής ήταν υψηλός. Η δέσμευση για περισσότερο χρόνο και ενέργεια που θα αποδιδόταν στην οργάνωση ήταν σταδιακή και η επιθυμία να γίνει κάτι τέτοιο αυξανόταν από την υπόσχεση της κατάκτησης ενός υψηλότερου ιδεώδους. Σε όλα τα μέλη λεγόταν πως η κατάκτηση του ιδεώδους απαιτούσε αυτοθυσία. Όσο μεγαλύτερες θυσίες έκαναν τόσο περισσότερο θα πλησίαζαν σ' αυτό. Τα νέα μέλη μάθαιναν προοδευτικά να βλέπουν τις μακρόχρονες συναντήσεις και τις πολλές ώρες εργασίας για την ομάδα ως αξιόλογο έργο και ως ένδειξη αυτοπραγμάτωσης. Ο Jones αύξανε τις απαιτήσεις που είχε από ένα μέλος σε μικρές δόσεις κάθε φορά. Σε κάθε νέο επίπεδο δέσμευσης κάθε υποχώρηση που είχε κάνει το άτομο μπορούσε εύκολα να αιτιολογηθεί και να δικαιολογηθεί. Όταν οι απαιτήσεις του Jones είχαν φτάσει σε υπερβολικό και καταπιεστικό σημείο τα μέλη είχαν προβεί σε τόσο υψηλή δέσμευση που το να μην ικανοποιήσουν οποιαδήποτε νέα απαίτηση θα απαιτούσε μια πλήρη άρνηση της ορθότητας όλων των προηγούμενων αποφάσεων και της προηγούμενης συμπεριφοράς τους.

Ακριβώς όπως οι απαιτήσεις ενός μέλους αυξανόντουσαν σταδιακά όσο χρόνο παρέμενε στην οργάνωση, έτσι αυξανόταν και ο βαθμός της οικονομικής του δέσμευσης σ' αυτήν. Τις πρώτες μέρες που ήταν κάποιος μέλος το να δίνει χρήματα ήταν κάτι απόλυτα εθελοντικό, αν και τα χρήματα που δινόντουσαν καταγραφόντουσαν δημόσια. Με την ανοιχτή και δημόσια αυτή καταγραφή των χρημάτων δημιουργούνταν μια σιωπηρή προσδοκία. Το νέο μέλος μπορούσε να επιλέξει να δώσει πολύ λίγα ή και τίποτε, άλλα ήξερε πως αυτή του η στάση προσμετρούταν. Μέσα σε μια χρονική περίοδο το επίπεδο της συνεισφοράς είχε αυξηθεί στο 25% από αυτό που έδινε το μέλος κατά την είσοδό του και η εισφορά δεν ήταν πλέον εθελοντική.

Ο υψηλότερος βαθμός αφοσίωσης που μπορούσε να επιδείξει κάποιος ήταν όταν ο ίδιος ή και η οικογένειά του επέλεγε να μείνει στις εγκαταστάσεις του Ναού των Ανθρώπων, αποδίδοντας όλη του την περιουσία και τις επιταγές κοινωνικής ασφάλισής του στον ναό. Το ιδεώδες ενός κοινοβίου αποτελούσε μια μεγάλη διάσταση της διδασκαλίας του Jones, καθώς θεωρούνταν πως ήταν το μόνο πραγματικά πνευματικό ιδεώδες. Ο εξωτερικός κόσμος του καπιταλισμού και του ατομικισμού παρουσιαζόταν απεχθής και ολέθριος. Δυνάμεις που προερχόντουσαν από αυτό το βέβηλο σύστημα θα έβλεπαν τα ιδεώδη και τις κατακτήσεις του Ναού των Ανθρώπων σαν μια απειλή στη δική τους σταθερότητα και έτσι θα ήθελαν να καταστρέψουν την οργάνωση. Μέσα από τέτοιες διδασκαλίες ο Jones μπορούσε να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση πως το μόνο μέρος ασφάλειας και άνεσης ήταν ο Ναός των Ανθρώπων. Το μέλος έβλεπε κάθε κριτική της οργάνωσης που προέρχονταν από τον έξω κόσμο ως αναξιόπιστη και επιπλέον ως μια απόδειξη των ισχυρισμών του Jones.

Από τα αρχικά στάδια της κατήχησής του κάθε μέλος διδασκόταν πως η επίτευξη μιας υψηλότερης πνευματικότητας θα απαιτούσε μια πάλη με τις προσωπικές του αδυναμίες. Κάθε υποψία αντίστασης που το μέλος προέβαλε εναντίον της οργάνωσης μπορούσε γρήγορα να κατασταλεί ως δείγμα έλλειψης πίστης και εμπιστοσύνης του ατόμου. Ο Jones έφερνε τακτικά επικριτές ενώπιον της συνάθροισης των οπαδών του και τους πάτασσε για την έλλειψη πίστη τους. Στη συνέχεια ζητούσε από άλλα μέλη της ομάδας να ορίσουν την αναγκαία τιμωρία. Γονείς έδερναν δημόσια τα παιδιά τους για καταστρατηγήσεις κανόνων, ενώ σύζυγοι έπρεπε να τιμωρήσουν ο ένας τον άλλο. Μ' αυτόν τον τρόπο κάθε άτομο γινόταν υπεύθυνο για την πράξη και έπρεπε να βρει έναν τρόπο να την αιτιολογήσει και να την δικαιολογήσει. Έτσι, ο Jones μπορούσε να γίνεται ολοένα και πιο στυγνός στις τιμωρίες που επέβαλλε καθώς κάθε μέλος είχε μάθει να δέχεται μέσα του πως τέτοιες τιμωρίες ήταν τόσο αναγκαίες όσο και δίκαιες.

Η επιθυμία να παραδώσουν όλο και μεγαλύτερο έλεγχο της ζωής τους στον Jones ενθαρρύνθηκε ακόμα περισσότερο από τη νεοαποκτηθείσα ηρεμία που απολάμβαναν τα μέλη στην προσωπική τους ζωή. Οι διαμάχες μέσα στις οικογένειες σταδιακά άρχισαν να ελαττώνονται. Δεν υπήρχε πλέον λόγος για διαφωνίες εφόσον οι κανόνες συμβίωσης είχαν τεθεί καθαρά από τον Jones. Το καθημερινό άγχος, ακόμα και οι θύελλες της καθημερινότητας που υπήρχαν στο παρελθόν από τη συνεχή ανάγκη να λαμβάνονται αποφάσεις και επιλογές είχε πλέον φύγει. Η ζωή ήταν ευκολότερη με λιγότερες επιλογές.

Οποιαδήποτε ιδέα για εγκατάλειψη του Ναού των Ανθρώπων απορρίπτονταν γρήγορα από τα άτομα για έναν αριθμό λόγων. Η πλήρης αφοσίωσή τους στην ομάδα συνήθως σήμαινε πως είχαν απομονώσει τον εαυτό τους από οικογένεια και φίλους, είτε λόγω έλλειψης επαφής μαζί τους είτε λόγω καθαρής εχθρότητας. Το να αφήσουν την αγκαλιά του ναού θα σήμαινε είτε την παραδοχή των λαθών τους στην οικογένεια και τους φίλους ή το να απομείνουν μόνοι χωρίς την υποστήριξη της ομάδας. Ακόμα, η αντίδραση της ομάδας καθώς και τα αντίποινα για άλλους που έχοντας φύγει τους είχαν θεωρήσει ως προδότες και εχθρούς, έκανε την αποχώρηση ακόμα πιο δύσκολη. Το να πάρουν την απόφαση να μπουν σε μια κατάσταση όπου οι σύντροφοί τους θα τους περιφρονούσαν ήταν ιδιαίτερα εκφοβιστική, ιδιαίτερα όταν για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα ο Ναός των Ανθρώπων θεωρούνταν από τους ίδιους ως το μόνο ασφαλές καταφύγιο μέσα σε έναν κακό και δαιμονικό κόσμο. Το τελευταίο σύνορο για την απόφαση απελευθέρωσης ήταν οικονομικής φύσεως. Κάθε άτομο είχε παραδώσει όλα τα υπάρχοντά του και το εισόδημά του στο Ναό των Ανθρώπων. Το να φύγει, σήμαινε το να εγκαταλείψει όλα όσα είχε, καθιστώντας τον εαυτό του άφραγκο και άστεγο. Το να παραμείνει ήταν κάτι που εύκολα μπορούσε να δικαιολογηθεί και οι συνέπειες μπορούσαν πιο εύκολα να γίνουν αποδεκτές από ότι οι δυσκολίες που θα συναντούσε στον έξω κόσμο.

Η απομόνωση των ατόμων από κάθε εξωτερική δύναμη σήμαινε πως ακόμα και όταν διαφωνούσαν με τις διδασκαλίες ή τις δράσεις της ομάδας, οι διαφωνίες αυτές δεν μπορούσαν πουθενά να επιβεβαιωθούν. Χωρίς υποστήριξη και συμφωνία από άλλη πηγή, το άτομο σύντομα θα κατέστειλε τις επιφυλάξεις του. Αυτή η διαδικασία είχε γίνει διπλά αποτελεσματική, καθώς κάθε άτομο έπρεπε να αναφέρει οποιεσδήποτε εκφράσεις διαφωνίας ή δυσαρέσκειας στον Jones. Τα παιδιά ανέφεραν τους γονείς τους, οι σύζυγοι τις συζύγους τους και οι γονείς τα ίδια τους τα παιδιά. Δεν ήταν ασφαλές να εμπιστευτείς σε κανέναν τα αρνητικά σου αισθήματα, γιατί με κάτι τέτοιο θα ρίσκαρες έναν δημόσιο εξευτελισμό και σοβαρές τιμωρίες που είχαν οριστεί για τέτοια 'αδικήματα'.

Στη Jonestown αυτή η απομόνωση ήταν ακόμα πιο ακραία. Η κοινότητα βρισκόταν στη μέση μιας ζούγκλας με οπλισμένους φρουρούς στους λίγους δρόμους που οδηγούσαν έξω στον πολιτισμό. Ακόμα και εάν κάποιος πετύχαινε να αφήσει το συγκρότημα, δεν είχε διαβατήριο, χαρτιά ή χρήματα για να μπορέσει να ξεφύγει. Όταν ο Ryan και η αποστολή του έφτασαν στην Jonestown, κάθε ένας που ήθελε να φύγει, είχε τη δυνατότητα να το κάνει χωρίς τις συνηθισμένες απειλές για την ασφάλειά του, ωστόσο μόνο δεκαπέντε επέλεξαν να το κάνουν. Αυτό είναι μια ισχυρή ένδειξη της αποτελεσματικότητας που είχε η κατήχηση του Jones.
Jim Jones

Δ' ΜΕΡΟΣ: Ο άνθρωπος που ονόμαζαν ‘Πατέρα’
Ο Jim Jones γεννήθηκε στο Lyn της Indiana το 1931 την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης. Καθώς οι γονείς του πάσχιζαν να τον κρατήσουν στη ζωή, ο Jones μπορούσε να εξερευνήσει τον κόσμο που τον περιτριγύριζε. Σε μικρή ηλικία συνάντησε μια συγκέντρωση της Εκκλησιάς της Πεντηκοστής, γνωστή ως το ‘Ευαγγέλιο του Μαρτυρίου’ (The Gospel Tabernacle), που απαρτίζονταν κυρίως από ανθρώπους που είχαν μετακομίσει στην περιοχή από το Kentucky και το Tennessee. Η εκκλησία και τα μέλη της ήταν στο περιθώριο της τοπικής κοινωνίας και ήταν γνωστοί ως ‘κυλιόμενοι άγιοι’ (μετάφραση του όρου ‘holy-rollers’ που σε ελεύθερη απόδοση ερμηνεύεται ως ‘άγιοι σε παράκρουση’) ή ‘άνθρωποι των γλωσσών’ (‘tongues people’ αντίστοιχα, που αναφέρεται στην γλωσσολαλία, δηλαδή την απαγγελία με ήχους που προσομοιάζουν στη γλώσσα και που σύμφωνα με τους οπαδούς της εκκλησίας της Πεντηκοστής αποτελούν αρχαίες γλώσσες, αν και έρευνες έχουν δείξει πως πρόκειται πιθανότατα για μίμηση γλώσσας χωρίς σημασιολογικό περιεχόμενο, κοινώς ονομαζόμενη ‘ζαργκόν’) από την πιο συντηρητική κοινωνία του Lyn.

Στις αρχές της εφηβείας του ο Jones έπαψε να ενδιαφέρεται για τις συνηθισμένες δραστηριότητες των άλλων αγοριών. Τον ενδιέφερε πολύ περισσότερο η συναισθηματική και θρησκευτική ζέση που συνάντησε στο Gospel Tabernacle. Εκεί έμαθε για τις πνευματικές θεραπείες και σύντομα άρχισε να λαμβάνει επαίνους για τις διδαχές του. Το 1947, σε ηλικία δεκαέξι ετών, ο Jones κήρυττε στις γωνίες των δρόμων σε γειτονιές λευκών και νέγρων, μοιράζοντας την σοφία και τη γνώση που πίστευε ότι κατείχε και που θεωρούσε πως ήταν αναγκασμένος να την μοιραστεί με άλλους. Πίστευε στην αδελφότητα των ανθρώπων, ανεξάρτητα από κοινωνική θέση και φυλή. Συμπαθούσε ιδιαίτερα τους φτωχούς και τους κατατρεγμένους.

Ο Jones θεωρούσε τον εαυτό του ως ηγέτη ανάμεσα στους ομοίους του και κοίταζε αφ' υψηλού τη συμπεριφορά των άλλων αγοριών της ηλικίας του που τη θεωρούσε επιπόλαια και ανήθικη. Ωστόσο, φοβόταν έντονα την απόρριψη και θα εκδικούνταν με οργή οποιαδήποτε αντίθετη κριτική ή διαφωνία που την έβλεπε ως προδοσία. Ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν όταν ο καλύτερος φίλος του επέλεξε να επιστρέψει σπίτι του παρά να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του Jones. Καθώς ο φίλος του απομακρυνόταν, ο Jones άρπαξε το όπλο του πατέρα του και πυροβόλησε εναντίον στην γρήγορα απομακρυνόμενη φιγούρα του αγοριού.

Κατά τη διάρκεια των χρόνων που πήγαινε στις μεγαλύτερες τάξεις του σχολείου ο Jones ενδιαφέρθηκε αρχικά για τις ζωές των δυνατών και σημαντικών ανδρών, παρουσιάζοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον Αδόλφο Χίτλερ και τον Τζόζεφ Στάλιν. Τον καιρό που γνώρισε τη μελλοντική του γυναίκα, την Marceline, στο τέλος της εφηβείας του, είχε ήδη αναπτύξει μια ενθουσιώδη γνώση και ενδιαφέρον για κοινωνικά ζητήματα και κοσμικά γεγονότα. Η Marceline ήταν εκπαιδευόμενη νοσηλεύτρια στο νοσοκομείο όπου ο ίδιος εργαζόταν με μειωμένο ωράριο. Παντρεύτηκαν μόλις ο Jones αποφοίτησε από το σχολείο με τιμητικές διακρίσεις και άρχισε να σπουδάζει στο κολέγιο. Τα πρώτα χρόνια του γάμου τους ήταν πολύ θυελλώδη. Ο Jones ήταν ανασφαλής και αυταρχικός. Ο μεγαλύτερός του φόβος, το να τον εγκαταλείψουν εκείνοι που τον ενδιέφεραν, τον έκαναν να είναι ζηλιάρης σε οποιαδήποτε προσοχή έδινε η Marceline σε οποιονδήποτε άλλο. Οι συνεχείς του συναισθηματικές εκρήξεις και τα λογύδρια που εξαπέλυε έκαναν πολύ δύσκολη τη ζωή της Marceline, αλλά η πίστη της πως ο γάμος αποτελούσε μια δια βίου δέσμευση την έκαναν να ανεχτεί την κατάσταση.

Στη διάρκεια αυτής της περιόδου ο Jones ξεκίνησε να αμφισβητεί την πίστη του, βρίσκοντας δύσκολο το να συμβιβάσει την πεποίθησή του για έναν φιλεύσπλαχνο θεό αγάπης με την πραγματικότητα του πόνου και της ανέχειας που έβλεπε γύρω του. Διακήρυττε τώρα ότι δεν υπήρχε θεός. Περίμενε από την Marceline να μοιραστεί μαζί του αυτή τη νέα του σοφία και την απείλησε ότι θα αυτοκτονήσει εάν εκείνη συνέχιζε να προσεύχεται. Μετρίασε την οπτική του στο 1952 όταν οι Μεθοδιστές, το εκκλησιαστικό δόγμα το οποίο ακολουθούσε η Marceline, επέδειξαν ένα σύστημα αξιών που ερχόταν σε συμφωνία με τις δικές του πεποιθήσεις. Η εκκλησία ενστερνίστηκε τα δικαιώματα των μειονοτήτων και εργάστηκε για να βάλει ένα τέλος στην ανέχεια. Η αντίθεση των Μεθοδιστών στην ανεργία και η υποστήριξή τους στις συλλογικές διαπραγματεύσεις των εργατών και στην ασφάλεια των γηραιότερων ήταν αυτά που εντυπωσίασαν τον Jones.

Τον ίδιο χρόνο, ενώ συνέχιζε τις σπουδές του στο κολέγιο, ο Jones αποδέχτηκε τη θέση του φοιτητή πάστορα στην εκκλησία των Μεθοδιστών στο Somerset, σε μια όχι και τόσο εύπορη και κυρίως λευκή γειτονιά της νότιας Indianapolis. Μυστικά ο Jones επισκεπτόταν κάποιες αφροαμερικάνικες εκκλησίες της περιοχής και προσκαλούσε όσους συναντούσε εκεί στις δικές του υπηρεσίες και στο σπίτι του. Εκείνη την εποχή επιχείρησε να υιοθετήσει τον εξάδελφο της Marceline, που έμενε μαζί τους από τότε που τον διέσωσαν από ένα σπίτι στο δάσος. Το δωδεκάχρονο αγόρι δεν ήταν ιδιαίτερα ευτυχές με αυτή την απόφαση και αντιστάθηκε. Ο Jones του είπε πως οποιαδήποτε σκέψη για επιστροφή στη μητέρα του δεν είχε ελπίδα καθώς ήταν ανήμπορη και δεν τον αγαπούσε. Όταν την επισκέφτηκε το αγόρι είχε διαφορετική γνώμη. Σε μια συναισθηματική παραφορά ο Jones προσπάθησε να επιβάλλει τη θέλησή του στο αγόρι αλλά δεν μπορούσε να τον κλονίσει. Επέστρεψε για να ζήσει με τη μητέρα του και αρνήθηκε να δει τον Jones όταν ήρθε να τους επισκεφτεί.

Μέσα σε δύο χρόνια ο Jones κήρυττε με επιτυχία σε συναθροίσεις της Πεντηκοστής σε άλλες εκκλησίες, τραβώντας μεγάλα πλήθη με τις θεραπείες του και τα θαύματα. Αυτή η επιτυχία τον έκανε να αφήσει την εκκλησία των Μεθοδιστών του Somerset και να ξεκινήσει τη δική του εκκλησία. Μέχρι το 1956 μετέφερε το ποίμνιό του σε μεγαλύτερα κτίσματα και ξεκίνησε να ονομάζει τις δραστηριότητές του 'κίνηση' και την εκκλησία του 'Ναό των Ανθρώπων'. Το συναισθηματικό του ύφος και η διδασκαλία της ενότητας και ισότητας ήταν ασυνήθιστες αξίες για έναν λευκό ιεροκήρυκα την εποχή εκείνη και το ποίμνιο του Jones δεν μπορούσε να παρέχει την ισχυρή οικονομική υποστήριξη που χρειαζόταν για να ενισχυθεί η επιρροή του. Παρά την έλλειψη αριθμών η εκκλησία του Jones ίδρυσε μια κουζίνα με σούπα και τάχθηκε στο να δίνει άσυλο στους άπορους και να υιοθετεί παιδιά. Εκείνη την εποχή ο Jones και η Marceline υιοθέτησαν ένα μαύρο αγόρι και ένα ορφανό από την Κορέα, καθώς επίσης γέννησαν έναν γιο.

Η ένταση του Ψυχρού Πολέμου στα μέσα του 1950 ενέπνευσαν σημαντικά τον Jones που πίστευε ότι ο Κομμουνισμός θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί καλύτερα με τον Κοινοτισμό. Μπορούσε να εκχριστιανίσει τις ταχέως αυξανόμενες πολιτικές του πεποιθήσεις αναφερόμενος σε βιβλικά αποσπάσματα αναφορικά με ανθρώπους που πουλούσαν τα υπάρχοντά τους. Οι κόποι του και η πίστη του για τα κοινωνικά δικαιώματα γρήγορα ανταμείφθηκαν με τον διορισμό του ως επικεφαλή της Υπηρεσίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Indianapolis. Οι ριζοσπαστικές του πεποιθήσεις και δράσεις εκείνη την εποχή προκάλεσαν πολλές διαμαρτυρίες και κριτικές από τους συντηρητικούς τομείς της κοινωνίας. Ο Jones άρχισε να εξιστορεί σε τοπικές εφημερίδες ιστορίες για παρενοχλήσεις και απειλές για τη ζωή του, αν και κανένας από αυτούς τους ισχυρισμούς του δεν μπορούσε να τεκμηριωθεί από τις έρευνες της αστυνομίας.

Κατά σύμπτωση, όταν η κριτική για την πολιτική του κορυφωνόταν ο Jones είχε ένα 'όραμα' για μια πυρηνική επίθεση. Πιστεύοντας πως η Δύση ήταν ο πιο πιθανός στόχος για μια τέτοια επίθεση, ο Jones άρχισε να ψάχνει για ένα πιο 'ασφαλές' μέρος ώστε να μετακινήσει την ομάδα του. Αφήνοντάς την στα χέρια των βοηθών του έφυγε για να αναζητήσει την ιδανική τοποθεσία. Ταξίδευσε στη Χαβάη και ύστερα στη Βραζιλία όπου και έμεινε για δύο χρόνια, διδάσκοντας αγγλικά για να αυτοσυντηρηθεί. Στο ταξίδι του γυρισμού του από τη Βραζιλία ο Jones επισκέφτηκε για πρώτη φορά τη Γουιάνα όπου και εντυπωσιάστηκε από τις σοσιαλιστικές ιδέες της εκεί κυβέρνησης.

Το 1965, δύο χρόνια μετά από την επιστροφή του στην Indianapolis, ο Jones μετακόμισε με 140 οπαδούς του στο Ukiah στην περιοχή Mendocino της Καλιφόρνια, γιατί διάβασε στο περιοδικό Esquire πως η περιοχή θα ήταν ασφαλής στο ενδεχόμενο μιας πυρηνικής επίθεσης. Όταν εγκαταστάθηκαν ο Jones βρήκε μια δουλειά ημιαπασχόλησης ως δάσκαλος και η Marceline εργάστηκε σαν κοινωνική λειτουργός στο πολιτειακό νοσοκομείο του Mendocino.

Δεν πέρασε πολύς καιρός και η Marceline αποφάσισε ότι ήθελε να βάλει τέλος στο γάμο τους. Οι εξωσυζυγικές ερωτικές συνευρέσεις του Jones είχαν γίνει πιο συχνές από τότε που μετακόμισαν στην Καλιφόρνια και η λαγνεία του για δύναμη και έλεγχο είχαν αυξηθεί δραματικά. Ο γιος τους ο Stephan είχε ελάχιστο σεβασμό για τον πατέρα του εξαιτίας της υποκρισίας του. Έφτιαχνε κανόνες για να ικανοποιήσει τα δικά του καπρίτσια, ωστόσο δεν ακολουθούσε ο ίδιος κανέναν από τους κανόνες αυτούς. Ο Jones χρησιμοποιούσε μια ποικιλία από φάρμακα για να κρατήσει σε έλεγχο τις συναισθηματικές του εξάρσεις, μεταξύ των οποίων και Quaaludes (φάρμακο που χρησιμοποιήθηκε στις δεκαετίες 1960 και 1970 ως αγχολυτικό και που λόγω της ευφορίας που προκαλεί χρησιμοποιήθηκε και ως ναρκωτικό μέχρι που το 1984 αποσύρθηκε από την αγορά της Αμερικής), το οποίο χρησιμοποίησε και ο Stephan στην προσπάθειά του να αυτοκτονήσει.

Το 1968, με την οικογένειά του να χωρίζεται και την οργάνωσή του να αριθμεί μόνο 68 μέλη, ο Jones έκανε αίτηση, η οποία έγινε δεκτή, για αναγνώριση από τους 'Μαθητές του Χριστού', ένα δόγμα που είχε ενάμιση εκατομμύριο μέλη. Με πολύ λίγη επίβλεψη από την διαχείριση της εκκλησίας ο Jones είχε τη δυνατότητα να αγνοήσει τις απαιτήσεις της για Ιερή Ένωση και βάπτιση. Αντίθετα, δίδασκε σοσιαλισμό και βάπτιζε νέα μέλη 'στο άγιο όνομα του σοσιαλισμού'.

Με το να είναι μέλος μιας αναγνωρισμένης εκκλησίας ο Jones είχε απαλλαγή από φόρους και έχαιρε μεγαλύτερης εκτίμησης. Η ομάδα του γρήγορα μεγάλωσε στα 300 μέλη. Ο Jones και οι οπαδοί του ξόδευαν πολύ από τον χρόνο τους για να προπαγανδίζουν την εκκλησία του και τα καλά της έργα, όχι μόνο στην τοπική κοινωνία αλλά και σε όλη τη χώρα. Πάνω από 300,000 αντίτυπα μιας μηνιαίας φυλλάδας αποστελλόταν σε όλη τη χώρα κάθε μήνα και ο Jones ξεκίνησε εκπομπές στο ραδιόφωνο, εξασφαλίζοντας πως οι καλές του πράξεις θα γινόντουσαν γνωστές σε όλους. Μέχρι το 1973 η οργάνωσή του αριθμούσε δυόμισι χιλιάδες μέλη και είχε διασπαρθεί στο San Francisco και στο Los Angeles όπου ο Jones άρχισε επίσης να κηρύττει.

Το 1974 εξασφάλισε την έγκριση από την κυβέρνηση της Γουιάνα για να ξεκινήσει να χτίζει μια κοινότητα σε ένα αγροτεμάχιο 121 εκταρίων που βρισκόταν σε απόσταση 140 μίλια από την Georgetown. Το συμβόλαιο υπογράφηκε και ο Jones ονόμασε την κοινότητα 'Jonestown'. Με κάποιους από τους οπαδούς του να έχουν ήδη μετακομίσει στο κτήμα ο Jones αποφάσισε να επισκεφτεί την Georgetown και να γίνει γνωστός εκεί. Μέλη του επιτελείου του πλησίασαν τον Πατέρα Andrew Morrison για να επιτύχουν άδεια για τον Jones ώστε να υπηρετήσει στην Ιερή Καθολική Εκκλησία. Έχοντας ενημερωθεί για τη φύση των κηρυγμάτων του Jones ο Πατέρας Morrison και άλλοι που τον επισκέφτηκαν τρομοκρατήθηκαν από τις ολοφάνερα ψεύτικες θεραπείες του και τα θαύματα που υποτίθεται ότι έκανε.

Απογοητευμένος, ο Jones επέστρεψε στην Καλιφόρνια όπου η υποδοχή των επί σκηνής θεατρινισμών του ήταν πολύ περισσότερο ευνοϊκή. Μέλη του επιτελείου του, συνήθως διανοούμενοι με μια έντονα μυστικιστική τάση, έσπευδαν στα σκουπίδια των μελών του ναού για να συλλέξουν πληροφορίες. Ο Jones μπορούσε να τις χρησιμοποιήσει για να υποκριθεί πως έχει αποκρυφιστικές δυνάμεις στις συναντήσεις που έκανε. Πιθανά μέλη της οργάνωσης που ήταν υπό ένταξη δεχόντουσαν προσκλήσεις για μικρές συγκεντρώσεις όπου εξεταζόντουσαν με μεγάλη προσοχή. Οποιοσδήποτε φαινόταν να είναι πολύ συντηρητικός πολιτικά αποκλειόταν από περαιτέρω εμπλοκή με την οργάνωση, ενώ εκείνοι που είχαν αντικαθεστωτικές τάσεις και συμπάθεια για τις υπηρεσίες του τύπου που προσέφεραν οι Πεντηκοστιανοί ήταν καλοδεχούμενοι. Αυτά τα κριτήρια σήμαιναν πως η πλειοψηφία των νεοσύλλεκτων ήταν κυρίως αφροαμερικάνοι, οι αμόρφωτοι και οι φτωχοί.

Ως απόκριση στις διδασκαλίες του Jones για Χριστιανικό Κοινοτισμό, τα μέλη του ναού μάζευαν τα εισοδήματά τους και έδιναν τα υπάρχοντά τους στο Ναό των Ανθρώπων για να πουληθούν και σε αντάλλαγμα τους δινόταν χώρος, σίτιση και ένα επίδομα δύο δολαρίων την εβδομάδα. Ο Jones δίδασκε πως μόνο μέσω του σοσιαλισμού θα μπορούσε κανείς να πετύχει την τέλεια ελευθερία, δικαιοσύνη και ισότητα. Σύμφωνα με τον Jones, ο σοσιαλισμός ήταν η εκδήλωση του Θεού. Τα θαύματά του, η θεραπεία των ασθενειών και η φροντίδα των φτωχών αποτελούσαν απόδειξη πως ο ίδιος ήταν ενσάρκωση του Χριστού. Έβλεπε τον εαυτό του σαν κοινωνικό επαναστάτη παρά το γεγονός ότι η δική του οργάνωση δεν είχε ουδεμία σχέση με τον σοσιαλισμό. Δεν υπήρχε συλλογική ηγεσία και το επιτελείο του, σχεδόν όλοι λευκοί, δεν είχαν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν τις ιδέες του. Υπήρχε μόνο μια πηγή εξουσίας, ο ίδιος ο Jim Jones.

Ο δυϊσμός και η υποκρισία του Jones αντανακλούνταν στις διδασκαλίες του σχετικά με τις σεξουαλικές σχέσεις. Πίστευε στην σεξουαλική απελευθέρωση, αλλά συνηγορούσε υπέρ του γάμου. Θεωρούσε πως ο γάμος δίχως σεξουαλική ελευθερία ήταν αντι-επαναστατικός και οποιοδήποτε μέλος αντιδρούσε με ζήλια στις σεξουαλικές απιστίες του συντρόφου του δεχόταν ανοιχτή επίθεση. Την ίδια στιγμή κήρυττε τις αρετές της αποχής από την ερωτική πράξη και η σεξουαλική δραστηριότητα όλων των μελών βρισκόταν υπό αυστηρή κριτική. Κάθε άτομο έπρεπε να εξομολογηθεί τις σεξουαλικές του συνήθειες και φαντασιώσεις, ενώ οι γυναίκες ήταν αναγκασμένες να αναφέρουν δημόσια όποια παράπονα είχαν για τον τρόπο που ο σύζυγός τους συμπεριφερόταν στην ερωτική πράξη. Ο Jones δήλωνε στην ομάδα του πως ήταν ο μόνος πραγματικά ετεροφυλόφιλος, αλλά στις ιδιωτικές του στιγμές είχε διαπράξει σοδομισμό σε έναν άνδρα, δικαιολογώντας τις πράξεις του σα να ήταν ο μόνος τρόπος για να αποδείξει σ' αυτόν τον άνδρα πως ήταν στην πραγματικότητα ομοφυλόφιλος. Το Δεκέμβρη του 1973 ο Jones συνελήφθη στο πάρκο MacArthur, ένα γνωστό μέρος συνάντησης για ομοφυλόφιλους και δηλώθηκε για ασελγή επαφή. Αν και οι κατηγορίες αποσύρθηκαν, ο Jones ήταν αναγκασμένος να υπογράψει ένα έγγραφο όπου παραδεχόταν πως υπήρχε πράγματι λόγος για την σύλληψή του.

Είχε ωστόσο τη δυνατότητα να κρατήσει μυστική τη σύλληψή του και συνέχισε να κερδίζει αποδοχή στην περιοχή του San Francisco. Αριστερά κινήματα τον καλοδεχόντουσαν για την υποστήριξή του στις προοδευτικές ιδέες και για τις διδασκαλίες του ενάντια στο κατεστημένο. Τα μέλη του ναού εργαζόντουσαν σε πολιτικές καμπάνιες του San Francisco και ο Jones καλλιεργούσε σχέσεις με μια ποικιλία ισχυρών πολιτικών προσώπων, χρησιμοποιώντας τη μεγάλη του ομάδα και τη συσσώρευση κεφαλαίου του Ναού των Ανθρώπων για να ισχυροποιήσει την επιρροή του.

Ενώ η εξωτερική του επιρροή μεγάλωνε και ο έλεγχος που ασκούσε στο ποίμνιό του ήταν σχεδόν αδιάσπαστος, ο Jones δεν ήταν σε θέση να σταματήσει όλη την αρνητική κριτική που κατευθυνόταν στον Ναό των Ανθρώπων, αν και έκανε προσπάθειες γι' αυτό. Είχε βάλει μέλη της ομάδας του να αναλάβουν δουλειές σε μερικές από τις μεγαλύτερες εφημερίδες της περιοχής ώστε να τον προειδοποιούν για οποιαδήποτε σχέδια που αφορούσαν σε αρνητικό υλικό σχετικά με το πρόσωπό του. Πριν να μπορέσουν οι εφημερίδες να πάρουν το υλικό για να το τυπώσουν, ο Jones ήταν έτοιμος να τους εκβιάσει με νομικό τρόπο. Οποιοσδήποτε από τους αντίθετούς του επέμενε στο να τον απαξιώνει, θα λάμβανε σύντομα ένα απειλητικό γράμμα και θα τον ξυπνούσαν στη μέση της νύχτας με τρομοκρατικά τηλεφωνήματα. Οι αποστάτες από την οργάνωση ήταν επίσης τρομοκρατημένοι για να αποκαλύψουν τις αρνητικές τους εμπειρίες με τον Jones, καθώς συνεχώς τους απειλούσαν με σκοτεινές τιμωρίες.

Έχοντας μια μεγάλη εμπειρία στις τιμωρίες του Jones και στον ανεξέλεγκτο θυμό του εναντίον σε όποιον τολμούσε να τον αφήσει, οι αποστάτες πίστευαν πως θα πραγματοποιούσε τις απειλές του εάν τον πίεζαν. Η Grace Stoen, σύζυγος του Tim Stoen που ήταν ο δικηγόρος του ναού, δοκίμασε από πρώτο χέρι την οργή του Jones όταν τόλμησε να εγκαταλείψει την κοινότητα εξαιτίας του βάναυσου ξυλοκοπήματος που υπέστη ένα μέλος όταν κριτίκαρε τον Jones. Ο Jones σοκαρίστηκε από την προδοσία της στο φως 'όλων όσων είχε κάνει για κείνη'. Με την υποστήριξη του Tim, ο Jones ξεκίνησε έναν μανιώδη αγώνα επιτήρησης στον γιο της, για τον οποίο διατεινόταν λανθασμένα πως ο ίδιος ήταν ο πατέρας του.

Ήταν αυτός ο αγώνας επιτήρησης, μαζί με έναν αυξανόμενο αριθμό από παράπονα που προέρχονταν από προηγούμενα μέλη και συγγενείς μελών, που προκάλεσαν ένα μεγάλο ζήτημα το οποίο τράβηξε τη δημόσια προσοχή στο Ναό των Ανθρώπων. Έχοντας ως βάση τις αρνητικές δημοσιεύσεις, η παράνοια του Jones έγινε ακόμα μεγαλύτερη και ξεκίνησε να προετοιμάζει το ποίμνιό του για την τελική μετακόμιση στη Γουιάνα.

Όταν πήγαν στη Γουιάνα, ο Jones μπορούσε να διατηρήσει τον έλεγχο στην κοινότητα των ακόλουθών του χωρίς αντίθετα στοιχεία που προερχόντουσαν από τον εξωτερικό κόσμο. Απομονωμένοι στην κοινότητα, χωρίς χρήματα ή διαβατήρια, ο Jones είχε την εγγύηση πως κανένας πλέον από τα μέλη της οργάνωσής του δε θα μπορούσε να τον εγκαταλείψει. Τώρα μπορούσε να έχει τον πλήρη έλεγχο των ανθρώπων του. Όταν αυτός ο έλεγχος απειλήθηκε ξανά με την αποχώρηση δεκαπέντε ατόμων που ακολούθησαν την επιτροπή του γερουσιαστή Leo Ryan, ο εκδικητικός φόνος που διέπραξε ο Jones στο αεροδρόμιο ήταν τυπική αντίδραση για την προσωπικότητά του. Η διαταγή για ομαδική αυτοκτονία ήταν το μέσο του για να αποκτήσει ολοκληρωτικό έλεγχο. Εάν δεν μπορούσε να έχει τον έλεγχο αυτό με τους ανθρώπους του εν ζωή, θα τον είχε στον θάνατο!
"Πιστεύω στον Jim Jones..."

Ε' ΜΕΡΟΣ: Ύποπτες διασυνδέσεις;
Αν και η επίσημη ερμηνεία για τα γεγονότα στην Jonestown είχε γίνει ευρέως αποδεκτή από τον αμερικάνικο λαό, υπάρχουν πολλοί που αμφισβητούν την αλήθεια της. Από τη στιγμή που ανακοινώθηκαν οι πρώτες αναφορές για το μακελειό άρχισαν να κυκλοφορούν διάφορες θεωρίες για τα πραγματικά γεγονότα που οδήγησαν στην τραγωδία. Η πιο διαδεδομένη από αυτές αναφερόταν σε μια ανάμειξη της CIA στην όλη ιστορία.
Σύμφωνα με μια από αυτές τις θεωρίες, η Jonestown αποτελούσε μια συνέχεια ενός προγράμματος για τον έλεγχο του νου που διεξήγαγε η CIA και που διείσδυσε σε σέκτες, όπως ο Ναός των Ανθρώπων, για να γίνουν τα απαιτούμενα πειράματα. Ερευνητές που ασχολούνται με την CIA ισχυρίζονται πως ο Jim Jones είχε πολλές περίεργες σχέσεις με τη CIA κατά τη διάρκεια των χρόνων που ίδρυε τον Ναό των Ανθρώπων. Η πιο σημαντική σχέση είναι η υποτιθέμενη φιλία του Jones με τον Dan Mitrione, που ξεκινάει από τα χρόνια της παιδικής τους ηλικίας. Ο Dan Mitrione ήταν ο τοπικός διευθυντής της αστυνομίας τα πρώτα χρόνια που ο Jones υπηρετούσε στην Indianapolis. Ο Mitrione μπήκε αργότερα στην Εθνική Αστυνομική Ακαδημία, που υποτίθεται πως είναι ένα προκάλυμμα που έχει η CIA για να εκπαιδεύει στην αντιτρομοκρατική δράση και σε τεχνικές βασανιστηρίων.
Συμπτωματικά, όταν ο Jones άφησε τη γυναίκα του για να ζήσει στη Βραζιλία, παρά τη φαινομενική του έλλειψη οικονομικών πόρων, ο Mitrione ήδη ζούσε εκεί. Διαδίδεται πως ο Jones έκανε διάφορες επισκέψεις στο Belo Horizonte όπου βρισκόταν η κατοικία του Mitrione αλλά και τα αρχηγεία της βραζιλιάνικης CIA. Οι ερευνητές που ασχολούνται με τη CIA αναφέρουν ότι οι γείτονες του Jones στη Βραζιλία δηλώνουν ότι ο Jones τους είχε πει πως είχε διοριστεί από το αμερικανικό γραφείο ναυτικών πληροφοριών που του παρείχε έξοδα μετακινήσεων, έξοδα διαβίωσης και ένα μεγάλο σπίτι στο οποίο 'ζούσε σαν πλούσιος'.
Σύντομα μετά την επιστροφή του στην Αμερική, με 10,000 δολάρια, ο Jones μετακίνησε το Ναό των Ανθρώπων στην Καλιφόρνια. Εκεί ξεκίνησε να χτίζει τις κοινοτικές εγκαταστάσεις του Ναού των Ανθρώπων και, χωρίς κάποιο εκπαιδευμένο ιατρικό προσωπικό ή τις συνήθεις άδειες, μπορούσε να λειτουργεί ένα νοσηλευτικό ίδρυμα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο Jones λέγεται ότι υιοθέτησε 150 παιδιά, τα περισσότερα εκ των οποίων είχαν σταλεί στο Ναό των Ανθρώπων με δικαστική διαταγή. Ο Ναός είχε μια δυνατή διασύνδεση με τον οργανισμό World Vision, που πολλοί υπέρμαχοι των θεωριών συνωμοσίας πιστεύουν πως είναι ένα προπύργιο της CIA, και είχε ως σύμβουλο έναν μισθοφόρο του αντάρτικου στρατού UNITA (National Union for the Total Independence of Angola), που υποτίθεται ότι υποστηρίζεται από τη CIA.
Άλλες υποτιθέμενες διασυνδέσεις της Jonestown με τη CIA περιλαμβάνουν τους παρακάτω ισχυρισμούς:
Το όνομα του Richard Dwyer είχε εμφανιστεί στη δημοσίευση 'Who' s Who' της CIA.
Ο αμερικανός πρεσβευτής John Burke και ένας άλλος αξιωματικός της πρεσβείας, ο Richard McCoy, είχαν ισχυρούς δεσμούς με τη CIA.
Ο σταθμός της CIA στη Georgetown βρισκόταν στο κτήριο της αμερικάνικης πρεσβείας.
Ο Dan Webber, που στάλθηκε άμεσα στη Γουιάνα μετά το μακελειό, ήταν με τη CIA και ο Joseph Blatchford, ο επίσημα διορισμένος πληρεξούσιος δικηγόρος για τους επιζώντες της Jonestown, ήταν μπλεγμένος σε ένα σκάνδαλο που αφορούσε στη διείσδυση της CIA στην Peace Corps (διεθνής οργάνωση, εγκεκριμένη από το Κογκρέσο, που χρησιμοποιεί εθελοντές με σκοπό την ειρήνη και την αδελφότητα μεταξύ λαών).
Η ανάμειξη του Larry Layton στην ενέδρα που στήθηκε για τον Ryan και τη συντροφιά του, κινεί επίσης το ενδιαφέρον των θεωρητικών της CIA εξαιτίας του οικογενειακού του υπόβαθρου. Ο πατέρας του Layton ήταν ο Δρ. Laurence Laird Layton που είχε υπάρξει αρχηγός του τμήματος χημικών εχθροπραξιών του στρατού στη διάρκεια του 1950. Επίσης, ο κουνιάδος του Larry Layton ήταν ο σύνδεσμος με τη UNITA, που είχε διαπραγματευτεί με την κυβέρνηση της Γουιάνα για χάρη του Jones, για την ίδρυση της Jonestown.
Ένα άλλο σημείο που χρησιμοποιούν οι θεωρητικοί της CIA για να υποστηρίξουν τις πεποιθήσεις τους είναι το γεγονός ότι, παρά την ολοένα αυξανόμενη αμφισβήτηση που περιέβαλλε τον Ναό των Ανθρώπων, η μετακίνηση του Jones στη Jonestown είχε συνοδευτεί με πλήρη υποστήριξη από την αμερικάνικη πρεσβεία στη Γουιάνα.

Η δολοφονία του Leo Ryan θεωρείται από πολλούς ως πολύ πιο μοχθηρή από την υστερική συμπεριφορά ενός παρανοϊκού ανθρώπου. Ο Leo Ryan είχε υπάρξει ισχυρός επικριτής της CIA και ήταν ο συγγραφέας της τροποποίησης 'Hughes-Ryan', η οποία, εάν περνούσε, θα απαιτούσε από τη CIA να δίνει πλήρη αναφορά στο Κογκρέσο για όλες τις κρυφές της επιχειρήσεις πριν τις αρχίσει. Σύντομα μετά το θάνατο του Ryan, η τροποποίηση 'Hughes-Ryan' ακυρώθηκε στο Κογκρέσο. Η ερώτηση που θέτουν οι συνομωσιολόγοι είναι το εάν ο σκοπός της δολοφονίας του Ryan σχετίζεται με αυτές του τις δραστηριότητες και όλο το μακελειό στη Jonestown δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα παραπέτασμα ομίχλης που δημιουργήθηκε για να απομακρύνει την προσοχή από τη δολοφονία του Ryan.

Μάρτυρες στο αεροδρόμιο όπου δολοφονήθηκε ο Ryan και τέσσερις ακόμα άνθρωποι περιέγραψαν τους οπλισμένους άντρες σα να είχαν 'γυάλινα μάτια', σα να ήταν 'μηχανικά κινούμενα ζόμπι' που ήταν 'κενά από αισθήματα'. Η ερώτηση που θα ήθελαν οι συνομωσιολόγοι της CIA να απαντηθεί, είναι, το ποιοι ήσαν αυτοί οι άνθρωποι; Η επίσημη αναφορά δήλωνε πως την εποχή του μακελειού υπήρχαν περίπου 1100 άνθρωποι στη Jonestown, όμως άλλες αναφορές ισχυρίζονται πως οι άνθρωποι πλησίαζαν τους 1200. Από αυτόν τον αριθμό βρέθηκαν 913 νεκρά σώματα και 167 επιζώντες. Είκοσι άτομα, εάν η τιμή των 1100 είναι σωστή, δεν έχουν προσμετρηθεί. Εάν αυτοί ήταν οι δολοφόνοι, που βρίσκονται τώρα; Επίσης δεν έχουν προσμετρηθεί και δεν έχουν αναφερθεί σε δημοσιογραφικές εκθέσεις, οι οπλισμένοι φρουροί που υπήρχαν στην Jonestown και που είχαν το ελεύθερο να έρχονται κα να φεύγουν από τον οικισμό. Ένας υπασπιστής της συγκλήτου πιθανότατα αναφέρθηκε σ' αυτούς σ' ένα απόσπασμα στην Associated Press: 'Υπάρχουν 120 λευκοί, δολοφόνοι που έχουν υποστεί πλύση εγκεφάλου, που προέρχονται από την Jonestown και περιμένουν τη λέξη σκανδάλη για να προβούν στο χτύπημά τους'.

Μια τέτοια πιθανότητα φαίνεται πως ισχυροποιείται για τους συνομωσιολόγους, από έναν αριθμό ασυνήθιστων θανάτων που συνέβησαν μετά το μακελειό της Jonestown. Ο πρώτος από αυτούς έγινε στα αρχηγεία του Ναού των Ανθρώπων στην Georgetown, την ίδια ώρα με την ομαδική αυτοκτονία που γινόταν στην Jonestown. Ο Charles Beikman, ένας οπαδός του Jones που τον ακολουθούσε από τις πρώτες περιόδους της οργάνωσής του και που είχε υιοθετηθεί από αυτόν, βρέθηκε ότι ήταν υπεύθυνος. Κατά τα φαινόμενα, ο Beikman άνηκε επίσης στις 'Πράσινες Μπερέτες', που 300 ακόμα μέλη της βρισκόντουσαν τις μέρες εκείνες στη Γουιάνα για 'εκπαιδευτικές ασκήσεις'.

Εννέα μέρες μετά τη Jonestown, σκοτώθηκαν ο δήμαρχος του San Francisco, George Moscone και ο επόπτης Harvey Milk. Και οι δύο άντρες είχαν δεχθεί οικονομική υποστήριξη από τον Jones την εποχή που βρισκόταν στο San Francisco και είχαν αναμειχθεί σε μια προοδευτική έρευνα σχετικά με τη συμμετοχή τους στην εξαφάνιση των πόρων του Ναού των Ανθρώπων. Ο Dan White, που περιγράφηκε σα να βρισκόταν σε 'κατάσταση ζόμπι' την ώρα των δολοφονιών, ήταν εκείνος που τους σκότωσε. Οι δικηγόροι του προσπάθησαν να τον υπερασπιστούν δηλώνοντας πως ο White ήταν περιοδικά παράφρον εξαιτίας του ότι έτρωγε μεγάλη ποσότητα ζάχαρης, μια υπεράσπιση που είναι γνωστή ως 'Υπεράσπιση Twinkie' (στη νομική επιστήμη, η υπεράσπιση Twinkie είναι ένας χλευαστικός προσδιορισμός που αφορά ισχυρισμούς εγκληματιών που σχετίζονται με ασυνήθιστους βιολογικούς παράγοντες οι οποίοι τους έβαλαν στη θέση του εγκληματία, χωρίς οι ίδιοι να είναι υπεύθυνοι για την πράξη τους αυτή. Ένας τέτοιος παράγοντας, θεωρείται από τους περισσότερους ανθρώπους πως δεν επαρκεί για να δικαιολογήσει μια εγκληματική πράξη, όπως η επίκληση αλλεργιών, καφεΐνης, νικοτίνης, ζάχαρης ή ακόμα και βιταμινών).

Λίγο καιρό αργότερα, ο Michael Prokes, πρώην μέλος του Ναού των Ανθρώπων, ενημέρωσε μια συνέντευξη τύπου που έγινε στο δωμάτιο του μοτέλ που έμενε, πως η CIA και το FBI κρατούσαν μυστικά μια μαγνητοφώνηση του μακελειού της Jonestown και πως ήταν πληροφοριοδότης του FBI. Αμέσως μετά την ανακοίνωση αυτή, ο Prokes πήγε στο μπάνιο και λέγεται ότι αυτοκτόνησε.

Η Jeanne και ο Alan Mills, μέλη του Ναού των Ανθρώπων που είχαν αποσκιρτήσει πριν την μετακόμιση στη Γουιάνα, βρέθηκαν δεμένοι και σκοτωμένοι στο σπίτι τους, σχεδόν ένα χρόνο μετά το μακελειό της Jonestown. Είχαν γράψει ένα βιβλίο για το Ναό των Ανθρώπων και είχαν εκφράσει την πεποίθησή τους ότι στο τέλος θα τους δολοφονούσαν. Επίσημες αναφορές δηλώνουν πως οι Mills πιθανότατα γνώριζαν τους δολοφόνους τους, καθώς δεν υπήρχαν σημάδια παραβίασης της εισόδου ή πάλης. Ο γιος τους βρισκόταν στο σπίτι την ώρα της δολοφονίας, αλλά με κάποιον τρόπο γλίτωσε το θάνατο. Η υπόθεση για πάνω από 20 χρόνια συνέχιζε να παραμένει ανεξιχνίαστη.

Το τελευταίο μπερδεμένο σημείο σχετικά με το μακελειό της Jonestown αφορά στην επίσημη απόφαση της Αμερικής στο να μην κάνει αυτοψίες στα θύματα. Ο λόγος που δόθηκε ήταν πως η αιτία των θανάτων ήταν άμεσα προφανής. Ωστόσο, τα αποτελέσματα των παθολογικών εξετάσεων που έγιναν από τον ανακριτή της Γουιάνα Leslie Mootoo, αποκάλυψαν την πεποίθησή του πως 700 από τα θύματα είχαν δολοφονηθεί και δεν επρόκειτο για αυτοκτονίες. Ο Mootoo ισχυρίζεται πως μέσα σε μια περίοδο 32 ωρών, εκείνος και οι βοηθοί του, εξέτασαν τα σώματα 127 θυμάτων. Είχαν όλα δεχτεί ένεση με κυανίδιο σε περιοχές του σώματός τους που δε θα μπορούσαν να τις φτάσουν με τα ίδια τους τα χέρια, όπως μεταξύ των ωμοπλατών, ενώ πολλά άλλα θύματα είχαν πυροβοληθεί. Ο Charles Huff, ένας από τα επτά μέλη των Πράσινων Μπερετών που ήταν οι πρώτες αμερικάνικες δυνάμεις στη σκηνή του μακελειού, ισχυρίστηκε ότι 'είδαμε πολλές πληγές από σφαίρες, όπως επίσης πληγές από βέλη'. Εκείνοι που πυροβολήθηκαν, φάνηκε πως προσπάθησαν να τρέξουν προς τη ζούγκλα, μακριά από τον καταυλισμό.

Η ασυμφωνία στον αριθμό των νεκρών στις πρώτες αναφορές και ο τελικός απολογισμός έκανε πολλούς να υποθέσουν πως περίπου πεντακόσιοι άνθρωποι είχαν αποδράσει στην πρώτη φάση από τους σκοτωμούς και είχαν καταφύγει στη ζούγκλα, αλλά μετά κυνηγήθηκαν και δολοφονήθηκαν. Η περιγραφή των μαρτύρων σχετικά με τη διάταξη των νεκρών σωμάτων, καθώς και το γεγονός ότι υπήρχαν φανερά σημάδια ότι πολλά από τα σώματα είχαν συρθεί στο τελικό σημείο ανάπαυσής τους, φαίνεται να αντιτίθεται στην 'επίσημη' ερμηνεία ότι στην αρχή τα πεντακόσια πτώματα δεν είχαν μετρηθεί γιατί κρυβόντουσαν κάτω από τα υπόλοιπα 408.

Jonestown, 18 Νοεμβρίου 1978
Επίλογος
Τριάντα χρόνια πέρασαν από τότε που συνέβη η τραγωδία στη Jonestown και ακόμα υπάρχουν πολλοί που αναρωτιούνται πως κατέληξαν έτσι τα πράγματα. Για πολλούς, η πιθανότητα ότι ένα άνθρωπος θα μπορούσε να χειραγωγήσει τόσους πολλούς ανθρώπους σε τόσο μεγάλο βαθμό είναι αδιανόητη. Ψάχνουν μια ποικιλία πηγών για να εξηγήσουν το φαινομενικά ανεξήγητο, σε μια μάταια προσπάθεια να ικανοποιήσουν την ανάγκη τους για κατανόηση. Δυστυχώς, οι διαδικασίες που λειτούργησαν στο Ναό των Ανθρώπων για πολλά χρόνια, οδηγώντας τελικά στην μαζική αυτοκτονία και στις δολοφονίες 913 μελών της οργάνωσης, δεν είναι σπάνιες σε τέτοιου είδους ομάδες. Είμαστε κοινωνικά πλάσματα που θέλουμε να νιώθουμε ότι ανήκουμε σε κάτι μεγαλύτερο από εμάς και βασιζόμαστε σε μεγάλο βαθμό στην αποδοχή των άλλων για να μετρήσουμε την αξία μας. Μια τέτοια κατάσταση μας αφήνει ευάλωτους στους άλλους, αλλάζοντας γρήγορα τις οπτικές μας ώστε να ταιριάξουν με αυτές των γύρω μας, αρνούμενοι τις ίδιες τις ενστικτώδεις αξίες μας και πεποιθήσεις μας, όταν έρχονται αντιμέτωπες με τις συχνά αντίθετες οπτικές των άλλων. Άνθρωποι όπως ο Jim Jones, οδηγούμενοι από το ακόρεστο πάθος τους να γίνουν αποδεκτοί και αγαπητοί από τους άλλους, κατέχουν μια ενστικτώδη γνώση της αδυναμίας των άλλων και του πως μπορούν να τους χειραγωγήσουν για το δικό τους όφελος.
Το ζήτημα είναι εξαιρετικά σοβαρό και δεν προσφέρεται για εύκολες ερμηνείες. Είναι επιπλέον ένα ζήτημα που αφορά όλους μας, εφόσον κάθε ένας από εμάς είμαστε άνθρωποι με ψυχολογικές ανάγκες και αδυναμίες που θα μπορούσαμε εύκολα να γίνουμε θύματα ψυχολογικών χειρισμών, ακόμα κι αν πιστεύουμε ακράδαντα πως ειδικά εμείς είμαστε δυνατοί και έξυπνοι και δύσκολα θα μπορούσαμε να την πατήσουμε. Όμως η ανάγκη μας να ανήκουμε κάπου, να είμαστε αποδεκτοί, ή ακόμα το να ξεχωρίζουμε με κάποιον τρόπο από τους άλλους, βρίσκεται στον πυρήνα της ύπαρξής μας. Μια ανάγκη, που μας βοηθάει τόσο στο να αγγίξουμε μεγάλα επιτεύγματα, αλλά και στο να πέσουμε θύματα των ίδιων των προσδοκιών μας, εάν δεν συγκρατήσουμε την ορμή μας και δεν βαδίσουμε με προσοχή στο μονοπάτι της αυτοπραγμάτωσης που κρύβει πολλές ωφέλειες, αλλά και πολλούς κινδύνους.
Στοχαζόμενοι επάνω στην προσωπικότητα και στο όραμα του Jim Jones, πολλές σκέψεις έρχονται στο νου: Ήταν ένας κακός άνθρωπος; Ήταν κακό το όραμα; Ήταν αφελείς οι άνθρωποι που τον πίστεψαν;
Είναι σίγουρα δύσκολο να θέσει κανείς μια γραμμή και να διαχωρίσει τον κακό από τον καλό, ή ακόμα το να χαρακτηριστούν οι πράξεις είτε κρίνοντας από τους σκοπούς, είτε κρίνοντας από τα αποτελέσματά τους. Πολλά εγκλήματα έχουν γίνει με καλό σκοπό, είναι άλλωστε γνωστή η ρήση: 'ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις'. Δεν πρέπει σίγουρα να κατακρίνουμε ούτε να δεχόμαστε αστόχαστα και εύκολα κάθε προσπάθεια που πάει κόντρα στο κατεστημένο και που δηλώνει ότι υποστηρίζεται από ένα μεγάλο όραμα. Όταν δε αποδεχόμαστε ένα τέτοιο όραμα δε θα πρέπει η αποδοχή μας αυτή να μας στερεί τη δυνατότητα να σκεφτούμε και μέσα στα πλαίσια ενός σκοπού να θυσιάζουμε με μακιαβελικό τρόπο την ίδια μας την κριτική ικανότητα.
Το κατά πόσον το συμβάν στη Jonestown ήταν το αποτέλεσμα ενός ειδεχθούς πειράματος επάνω στο νοητικό έλεγχο είτε όχι, δεν μπορεί να καθοριστεί πλήρως και να δοθεί το ένα ή το άλλο πόρισμα χωρίς να υπάρχουν πιο ισχυρές ενδείξεις, αλλά το νέφος του μυστηρίου θα συνεχίσει να κρέμεται επάνω από το γεγονός μέχρι να συγκεντρωθούν και αποκαλυφθούν όλα τα στοιχεία με τις έρευνες που διενεργήθηκαν και συνεχίζουν να διενεργούνται.

πηγές:
crimelibrary.com/serial4/jonestown/
en.wikipedia.org/wiki/Cult_suicide
en.wikipedia.org/wiki/Cult
skeptictank.org/hs/cprofile.htm
wikipedia.org/wiki/Narcissistic_personality_disorder

Δεν υπάρχουν σχόλια: