Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2008

Απόψεις περί της ουσίας, της αξίας και του δικαίου του Πολέμου. Β μέρος

Νικόλαος Προγούλης

Παρέκβαση: Οι δυσκολίες της ηθικής αποτίμησης του πολέμου

Το τμήμα αυτό παρατίθεται για να δικαιολογήσει, εν μέρει, το λόγο ύπαρξης της 3ης ενότητας που ακολουθεί. Λέμε «εν μέρει» διότι η ενότητα αυτή έχει ούτως ή άλλως μια αδιαμφισβήτητη αξία αφού παραθέτει τις απόψεις περί της ουσίας του πολέμου διανοητών, τέτοιας εμβέλειας, που να θεωρούνται κλασικοί.
Αυτό που θα επιχειρήσουμε είναι να αντλήσουμε επιχειρήματα από την ουσία του πολέμου που να δείξουν ότι η λογική του «δίκαιου πολέμου» έχει σοβαρές αδυναμίες.
Η πρόσθετη δυσκολία στο πρόβλημα της ηθικής αποτίμησης του πολέμου σε σχέση με την ηθική αποτίμηση των ατομικών πράξεων είναι ότι ο πόλεμος είναι μία συλλογική πράξη, που απαιτεί πολλούς διαφορετικούς ανθρώπινους ρόλους κατά τη διεξαγωγή του και διαρκεί κατά κανόνα μεγάλα χρονικά διαστήματα σε σχέση με τις ατομικές πράξεις. Έχουμε μάθει ότι μία πράξη για να είναι ηθικά αποτιμήσιμη πρέπει ο πράτων να την έχει επιλέξει ελεύθερα και με επίγνωση του τι πράττει. Πρέπει να γνωρίζει δηλαδή τι κάνει, για ποιό λόγο το κάνει, τι μέσα χρησιμοποιεί, και ποιά είναι τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα της πράξης του. Όλα αυτά είναι σχετικά απλά όταν κάποιος π.χ. κλέβει, σκοτώνει για προσωπικούς λόγους, κλπ. Οι ίδιες πράξεις σε κατάσταση πολέμου συσκοτίζονται από πολύ μεγάλη αβεβαιότητα:
· Ποιός αποφασίζει να πάει σε πόλεμο ? Ένας άνθρωπος ? μία κυβέρνηση ? μία τάξη ? ένας λαός ? ο κάθε στρατιώτης ή πολίτης ξεχωριστά ?
· Ποιός γνωρίζει τα μέσα που θα επιλεγούν στις διάφορες φάσεις του πολέμου λαμβανομένης υπόψιν της ιδιαιτερότητας των συνθηκών και των τακτικών επιλογών χωρίς τις οποίες είναι ακατανόητη η διεξαγωγή του πολέμου ?
· Παραμένουν οι επιδιώξεις εντός του πολέμου σταθερές ή μεταβάλλονται διαρκώς?
· Αν είναι δύσκολο να προβλεφθούν οι επιπτώσεις ατομικών πράξεων μέσα στο χάος των συνθηκών της πραγματικότητας, πόσο πιο αβέβαιες είναι οι επιπτώσεις πολέμων που απελευθερώνουν ένα πλήθος από παράγοντες να δράσουν αλληλεπιδρώντας μεταξύ τους?

Μπορεί κάποιος να παρατηρήσει ότι δεν μπορούμε να εξετάζουμε συλλογικές πράξεις με κριτήρια που θέτουμε για τις ατομικές πράξεις. Όμως, εκτός του ότι μια συλλογική πράξη είναι ένα σύνολο από ατομικές πράξεις, αυτό μας υπαγορεύει να το κάνουμε η θεωρία του Just war.

(3) Η ερμηνεία του Π. Κονδύλη στο έργο των Clausevitz, Marx, Engels

Πριν προχωρήσουμε βασιζόμενοι στον Παναγιώτη Κονδύλη, θα εκθέσουμε δύο επισημάνσεις κάποιων από τους εισηγητές του Just war:
· Η Ελίζαμπεθ Άσκονμπ επισημαίνει ότι όταν κηρύχθηκε ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος, ο Αμερικανός πρόεδρος ζήτησε από τους εμπολέμους να σεβαστούν τους αμάχους. Ο πόλεμος τελείωσε με εντολή του Αμερικανού προέδρου για τη ρίψη μίας ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα. Δύο διαβήματα για συνθηκολόγηση των Ιαπώνων που είχαν προηγηθεί αγνοήθηκαν. Μία δεύτερη, άλλου τύπου, βόμβα ρίχτηκε στο Ναγκασάκι τρεις μέρες αργότερα, χωρίς να επιδοθεί κανένα τελεσίγραφο.
· Ο Richard Norman επισημαίνει ότι ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος αιτιολογήθηκε από τους νικητές σαν απελευθέρωση της ανθρωπότητας από τον Ναζισμό. Όμως ο Πόλεμος δεν κηρύχθηκε για αυτό, παρά για την εισβολή στην Πολωνία. Για τον τερματισμό του δεν απαιτήθηκε η αποχώρηση των Γερμανών από την Πολωνία και τα άλλα κράτη, αλλά η άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας. Παρότι οι σύμμαχοι επικράτησαν των Γερμανών, το τέλος του Πολέμου βρήκε την Πολωνία με μία αμφίβολη ανεξαρτησία, υπό Σοβιετική επικυριαρχία, και τον κόσμο χωρισμένο σε δύο στρατόπεδα με έναν ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο, τον πυρηνικό όλεθρο να αποτελεί μία ρεαλιστική πιθανότητα. Κανείς, παρατηρεί ο Norman, δεν μπορούσε να διανοηθεί το 1939 μια τέτοια εξέλιξη του πολέμου που μόλις άρχιζε.

Αυτές οι παρατηρήσεις προφανώς σημαίνουν ότι ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος υπήρξε απρόβλεπτος και άδικος σε πολλά επίπεδα. Καθώς όμως παρόμοιες αποκλίσεις, διαφορετικής κατά περίπτωση έκτασης, από τις αρχές του Just War παρατηρούνται σε κάθε πόλεμο, μπορεί και να σημαίνουν ότι οι αρχές αυτές είναι μία ακαδημαϊκή άσκηση άσχετη με πραγματικότητα του πολέμου.
Το μόνο ίσως στο οποίο θα μπορούσε να βοηθήσει η προγενέστερη ανάλυση είναι στο να μην μπορεί, τουλάχιστον, να μας κοροϊδεύει όποιος επιφυλάσσει για τον εαυτό του το ρόλο του δίκαιου διεξαγωγέα πολέμου. Θα μπορούσε, δηλαδή, το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης να μην απονείμει το βραβείο στον κ. Τρούμαν όπως ζήτησε η κ. Άσκομπ. Η ίδια ανάλυση επίσης ερμηνεύει συχνά την επικοινωνιακή πολιτική των εμπολέμων. Για παράδειγμα, καταλαβαίνουμε πλέον την θεωρητική ανάγκη που πρέπει να καλυφθεί, και έτσι το Ιράκ «έπρεπε» να διαθέτει όπλα μαζικής καταστροφής, (για να αποτελεί έναν «επιθετικό» αντίπαλο), καταλαβαίνουμε γιατί η τεχνολογία των όπλων ακριβείας προβάλλεται τόσο έντονα, (γιατί μπορεί έτσι να αποφεύγονται τα τυφλά, μαζικά χτυπήματα εναντίον του άμαχου πληθυσμού). Η πραγματικότητα όμως του πολέμου πίσω από την επικοινωνιακή πολιτική βλέπουμε ότι, δυστυχώς, παραμένει αναλλοίωτη.
Αυτός είναι και ο λόγος που θεωρούμε χρήσιμη την παράθεση της ενότητας αυτής στο διάλογο περί του δίκαιου πολέμου.
Προκαταρτικά θα πούμε ότι από τον Clausewitz συνάγεται ότι δεν υπάρχει ούτε τρόπος, ούτε λόγος ηθικής αποτίμησης του πολέμου, αφενός διότι αυτός είναι αναπόδραστος και ανθρωπολογικά θεμελιωμένος άρα ο «δίκαιος σκοπός» δεν έχει νόημα, αφετέρου, ο μετριασμός για ηθικούς λόγους της βίας στα πλαίσια των «δίκαιων μέσων» είναι ασύμβατος με την ίδια την έννοια του πολέμου.
Οι Marx και Engels θεωρούν ομοίως ότι τα «δίκαια μέσα» δεν έχουν νόημα, δίνουν όμως τη δική τους πολύ συγκεκριμένη ερμηνεία στον «δίκαιο σκοπό» του πολέμου.
· Τι είναι λοιπόν πόλεμος ?
· Η ηθική βελτίωση του ανθρώπου έχει μειώσει την αγριότητα των πρωτόγονων πολέμων ?
· Μπορεί η ειρήνη βαθμιαία να κυριαρχήσει ?
· Που οφείλονται οι πόλεμοι ?
Τι λέει για αυτά ο Clausewitz?
Ο Clausewitz λέει ότι Πόλεμος είναι «πράξη βίας για να εξαναγκάσουμε τον αντίπαλο να εκτελέσει την επιθυμία μας».
Ο Π. Κονδύλης επιστήνει την προσοχή μας στο ότι στον ορισμό αυτό λαμβάνονται υπόψιν υπαρξιακά μεγέθη (βία, αντίπαλος, εξαναγκασμός, επιθυμία) που είναι σταθερά και ικανά να νοηθούν ανεξαρτήτως κοινωνίας ή πολιτισμού, απουσιάζουν γενικότεροι όροι όπως η «σύγκρουση» που το εύρος της την θέτει εκτός του ορισμού του πολέμου. Επισημαίνει επίσης ότι όποτε ο Clausewitz μιλά για πόλεμο δεν λησμονεί το στοιχείο της αχαλίνωτης ωμότητας που συνιστά την αυθεντική αρχή του πολέμου.
Στην αμιγή μορφή του ο πόλεμος επιτείνει την άσκηση βίας στο έσχατο όριο αν αυτό είναι απαραίτητο για την επικράτηση. Ο αμιγής πόλεμος δεν είναι μια θεωρητική σύλληψη. Είναι ο πόλεμος στην καθαρή μορφή του όπως ιστορικά μόνο σε πρωτόγονες εποχές έχει λειτουργήσει. Τότε ο πόλεμος συμπυκνώνονταν σε μία μάχη χωρίς επιζώντες από τη μεριά του ηττημένου. Ο μετριασμός της βίας που παρατηρείται στους πολέμους σε κατάσταση πολιτισμού δεν είναι αποτέλεσμα ανθρωπισμού ή ηθικής, αλλά οφείλεται:

· Σε πρακτική αδυναμία να συμπυκνωθεί η εκφόρτιση της βίας σε ένα σημείο του χρόνου και του χώρου λόγω του μεγέθους των κρατών, των λαών και των στρατευμάτων σε εποχές πολιτισμού καθώς και στην ευρεία τοπική διασπορά τους.
· Στην οργάνωση, προετοιμασία και ικανότητα των πολιτισμένων λαών να σχεδιάζουν και να ενεργούν μακροπρόθεσμα.
· Σε διαφορισμό της βούλησης των ομάδων μέσα στις πολιτισμένες κοινωνίες. «Ο πολιτισμός δημιουργεί μέσα σε ένα κράτος ετερογενείς έλλογους φορείς που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να κάνουν το ίδιο πράγμα...»
· Σε πάγιες ανθρώπινες αδυναμίες που υπάρχουν ανεξαρτήτως πολιτισμού όπως ο φόβος
Το οποίο σημαίνει ότι σε συνθήκες όπου
· Γίνεται η σύγκρουση από ομάδες που αποδέχονται τον πόλεμο
· Και ο φόβος έχει προσωρινά ή μόνιμα (λόγω υπερβάλλουσας ισχύος) παραμεριστεί,
Τότε έχουμε πόλεμο στην άγρια καθαρότητά του.
Μπροστά στην ανάγκη να είναι κανείς αποτελεσματικός, ή, ακόμα περισσότερο, μπροστά στην εφιαλτική προοπτική της ήττας, η δέσμευση σε ηθικές αρχές διεξαγωγής του πολέμου βαθμιαία αλλά ταχύτατα αλληλοκαταργείται (κάθε βιαιότητα ανοίγει τον δρόμο στον αντίπαλο να την ξεπεράσει με μία μεγαλύτερη) και δεν έχει νόημα να μιλάμε για δίκαια διεξαγωγή πολέμου.
Πώς όμως συμβιβάζεται ο φόβος με την έκθεση σε κίνδυνο που συνεπάγεται ο πόλεμος ? Σε ατομικό επίπεδο, ο Clausewitz παρατηρεί ότι η ανθρώπινη φυσιολογία είναι τέτοια που ο άνθρωπος να μην μπορεί να παραιτηθεί από την ακραία βία, από την άλλη μεριά να μην μπορεί να ζει συνεχώς μέσα σε αυτή. Ριζώνει λοιπόν έτσι ένας διχασμός στον άνθρωπο που δεν μπορεί να τον ξεπεράσει η φιλοσοφική λογική.
Η πολιτική σχετίζεται με τον πόλεμο όπως ο άνθρωπος με τη βία: Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζει διαρκώς μέσα στη βία αλλά δεν μπορεί και να παραιτηθεί από αυτήν. Αντίστοιχα, η «κοινωνική ένωση» των ανθρώπων δεν μπορεί να διατηρηθεί σε κατάσταση διαρκούς και καθολικής βίας, όμως η δομή και η λειτουργία της γεννά αναγκαστικά τη βία από καιρού εις καιρό. Κοινός παρανομαστής όλων των πολέμων είναι η πολιτική επικοινωνία κυβερνήσεων και λαών. Κατά τον Clausewitz η πολιτική δεν μετριάζει τη βία του πολέμου, γεννά και καθοδηγεί τον πόλεμο γιατί μόνο έτσι μπορεί να υποτάξει τον πόλεμο στους σκοπούς της. Ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, και όχι η αιφνίδια διακοπή της πολιτικής επικοινωνίας. Με αυτή την έννοια η ειρήνη δεν είναι το αντίθετο του πολέμου, αν ήταν έτσι μια ειρήνη δεν θα μπορούσε να γεννήσει έναν πόλεμο, όμως η ειρήνη μπορεί θαυμάσια να προετοιμάζει έναν πόλεμο (αυτό ακριβώς προσπαθεί να εξοβελίσει ο Κάντ με τον πρώτο και τον τρίτο όρο της αιώνιας ειρήνης). Αντίθετα, και ο πόλεμος και η ειρήνη είναι μέρος του όλου, της πολιτικής, που χαρακτηρίζεται από συγκρούσεις και σε ειρηνικές και σε εμπόλεμες καταστάσεις.
Και τι δημιουργεί τις συγκρούσεις μέσα σε μία κοινωνική ένωση ? Ο Clausewitz δεν έχει αμφιβολίες: “Η επιδίωξη ισχύος, η οποία διαποτίζει την πολιτική επικοινωνία.”
Η μόνη διαφορά πολέμου και ειρήνης είναι ότι στον πόλεμο έχουμε χρήση βίας. Σε αυτή την προοπτική γίνεται κατανοητή και μια παρατήρηση του Clausewitz που από πολλούς θεωρήθηκε παραδοξολογία, ότι, δηλαδή, τον πόλεμο τον αρχίζει ο αμυνόμενος, διότι ο επιτιθέμενος θα επιθυμούσε να κατακτήσει κάτι αμαχητί. (βλ. τον διάλογο μεταξύ Αθηναίων και Μηλίων κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο). Στην ίδια προοπτική γίνεται κατανοητή και η θέση των Μάρξ και Έγκελς, ότι η ειρήνη δεν είναι αυτοσκοπός, διότι η ειρήνη, καθώς και ο πόλεμος, εξυπηρετεί κάποια σκοπιμότητα.
Μία τελευταία άποψη του Clausewitz που θέλουμε να αναφέρουμε είναι η διάκριση μεταξύ αντικειμενικής και υποκειμενικής λειτουργίας του πολέμου. Η διάκριση αυτή έχει ευθεία σχέση με τον προβληματισμό που τέθηκε στην παρέκβασή μας σχετικά με την δυνατότητα στοιχειοθέτησης του «δίκαιου πολέμου»
Πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στην αντικειμενική λειτουργία του πολέμου και των υποκειμενικών προθέσεων των εμπολέμων. Μόνο στη δεύτερη περίπτωση έχει νόημα η διάκριση μεταξύ δίκαιων και άδικων πολέμων.
Ο Clausewitz με τη συστηματική μελέτη ιστορικών παραδειγμάτων έχει καταδείξει την υπεροχή της αντικειμενικής σε σχέση με την υποκειμενική πολιτική σε έναν πόλεμο. Έχει δηλαδή δείξει ότι ο τρόπος διεξαγωγής και η εξέλιξη ενός πολέμου επηρεάζεται από αντικειμενικούς παράγοντες (π.χ. οργάνωση και δυναμική της κοινωνίας, ) πολύ περισσότερο από υποκειμενικούς, τις προθέσεις δηλαδή όσων λαμβάνουν αποφάσεις σε έναν πόλεμο, π.χ. της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας.
Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι ο πόλεμος μεταξύ Πρωσίας και Αυστρίας, όπου παρά τον ξεκάθαρο σκοπό του Μεγάλου Φρειδερίκου, η νίκη του επί των Αυστριακών δεν μπόρεσε να οδηγήσει παρά σε περιορισμένα οφέλη για την Πρωσία εξ αιτίας της αδράνειας που οι αντικειμενικές συνθήκες επέβαλαν.
Κατά τους Μάρξ και Έγκελς δεν έχει νόημα να μιλάμε για δίκαιη διεξαγωγή πολέμου διότι κατά τη διάρκεια του πολέμου η βία υποκαθιστά κάθε έννοια δικαίου. (Για αυτό και δεν πρόκειται να βρούμε δίκαια διεξαγωγή πολέμου στην ιστορία εκτός ίσως κι αν κάποιος από τους εμπόλεμους δεν είχε λόγους να είναι αποτελεσματικός.)
Έχει νόημα να μιλάμε μόνο για δίκαιο σκοπό και ο μόνος δίκαιος σκοπός στην ιστορία έχει υπάρξει ο πόλεμος υπόδουλων (τάξεων ή εθνών) ενάντια στους καταπιεστές τους.
Σε καμία περίπτωση ο δίκαιος πόλεμος δεν ταυτίζεται με τον αμυντικό πόλεμο καθώς ο καταπιεζόμενος μπορεί για διάφορους λόγους να επιλέξει επιθετική στρατηγική. Δεν έχει π.χ. καμία σημασία αν ο Σπάρτακος επέλεξε επιθετική στρατηγική κατά της Ρώμης ως προς το δίκαιο του αγώνα του. Με τη λογική αυτή κάθε πόλεμος που εξελίσσει την κοινωνία με το πέρασμα από τη δουλεία στη Φεουδαρχία, από εκεί στην άνοδο της αστικής τάξης και τον Καπιταλισμό και στην συνέχεια, προοπτικά, στην επικράτηση της εργατικής τάξης και τον Κομμουνισμό, είναι δίκαιος πόλεμος.
Έτσι, αντί να κοιτάμε μηχανικά ποιός επιτέθηκε πρώτος ή ποιός εισέβαλε στη χώρα του άλλου πρέπει να κοιτάμε την ουσία που είναι τι σκοπούς έχει κάθε πόλεμος και ποιές τάξεις τον διεξάγουν.
Επίσης, από ειρωνική έως χλευαστική είναι η αντιμετώπιση τόσο του Clausewitz όσο και των Μάρξ, Έγκελς, Λένιν της πλασματικής κατασκευής ότι υπάρχουν και εφαρμόζονται κανόνες διεθνούς δικαίου, οι οποίοι ξεχωρίζουν καθαρά εμπόλεμους από ουδέτερους, και επιβάλλουν δεσμευτικά καθήκοντα και υποχρεώσεις στους μεν και τους δε. Ο Λένιν λεει ότι αν κατά καιρούς δημιουργήθηκαν τέτοιες κατασκευές, π.χ. στην Ευρώπη λόγω της σχετικά παρατεταμένης ειρήνης, όπως προ του 1914, αυτό οφειλόταν στη μετατόπιση του θεάτρου του πολέμου στις αποικίες όπου εκατομμύρια εξοντώθηκαν σε πολέμους που ποτέ δεν κηρύχθηκαν καν επίσημα, χωρίς αυτό ν αλλάζει σε τίποτα την ουσία των πραγμάτων. Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει περίπτωση ειρηνικού διακανονισμού ουσιαστικών αντιθέσεων.

Τέλος, σχετικά με την πιθανότητα να εξαλειφθούν μελλοντικά οι πόλεμοι, υπάρχουν οι εξής απόψεις:
· Ο πόλεμος δεν πρόκειται να εξαλειφθεί γιατί είναι ανθρωπολογικά θεμελιωμένος. Τέτοια είναι όπως είδαμε η άποψη του Clausewitz.
· Ο πόλεμος θα μπορούσε να εξαλειφθεί αν πάψουν να υπάρχουν οι αιτίες που τον προκαλούν και σαν τέτοια αιτία έχει κυρίως προβληθεί ο οικονομικός ανταγωνισμός. Εδώ υπάρχουν δύο παραλλαγές. Αυτές που ο Π. Κονδύλης ονομάζει αντίστοιχα φιλελεύθερη και σοσιαλιστική ουτοπία:
Η σύγχρονη δυτική θεωρία ισχυρίζεται ότι η συνεχής επέκταση και η πυκνότερη διαπλοκή των οικονομιών, αλλά και η επικέντρωση της κοινωνικής ζωής στην οικονομική δραστηριότητα, θα δημιουργήσει μία ενιαία παγκόσμια κοινωνία μέσα στην οποία θα εκλείψουν βαθμιαία οι αιτίες των πολέμων.
Αυτό θυμίζει έντονα την άλλη ουτοπία, την μαρξιστική, όπου σύμφωνα με το κομμουνιστικό μανιφέστο η αταξική κοινωνία μόνο παγκόσμια θα μπορούσε να είναι και η παγκοσμιότητα θα ήταν δυνατή μέσα από μία παγκόσμια οικονομία.
Παρατήρηση: Η αταξικότητα της μαρξιστικής ουτοπίας γίνεται αντιληπτή σαν ισότητα στην απόλαυση, ενώ η αταξικότητα στην φιλελεύθερη ουτοπία σημαίνει ίσες ευκαιρίες και κινητικότητα μεταξύ των τάξεων όπου οι χθεσινοί φτωχοί είναι σημερινοί πλούσιοι και αντιστρόφως.
Ο Π. Κονδύλης παρατηρεί ότι η μαρξιστική ουτοπία ήταν πιο ρεαλιστική από τη φιλελεύθερη, όχι διότι είχε περισσότερες πιθανότητες να πραγματοποιηθεί, αλλά γιατί έθετε λογικότερες προϋποθέσεις: Όταν ο μαρξισμός μιλούσε για κατάργηση πολέμων έβαζε σαν προϋπόθεση την κατάργηση των τάξεων εννοώντας με αυτό μία ικανοποιητική λύση του προβλήματος της κατανομής των αγαθών. Ο σημερινός όμως φιλελεύθερος καπιταλισμός που σαν αταξικότητα αντιλαμβάνεται την ταξική κινητικότητα που απορροφά την πολιτική αντιπαράθεση, είναι «θεωρητικά έωλος και πρακτικά ιδιοτελής», διότι το πολιτικό στοιχείο υπεισέρχεται στην οικονομία ακριβώς μέσω του κοινωνικά και ψυχολογικά κεντρικού ζητήματος της κατανομής.

Δεν υπάρχουν σχόλια: