της Μπριζίτ Περουκά
Ισπανοί «μιλεουρίστας», Ιταλοί της «γενιάς των 1,000 ευρώ», Έλληνες την αντίστοιχης των «700 ευρώ», Γάλλοι του «συμβολαίου πρώτης απασχόλησης»...
Οι εξεγερμένοι Έλληνες νεαροί πτυχιούχοι, σαν τους νοτιοευρωπαίους γείτονές τους, πληρώνονται με ψίχουλα όποτε βρουν μία -συχνά επισφαλή- απασχόληση. Πτυχιούχοι μεν, αλλά και κοινωνικά υποβαθμισμένοι, μένουν με τον μπαμπά και τη μαμά μέχρι τα 30 τους -συχνά παραπάνω. Λόγω οικονομικής καχεξίας εν πολλοίς, αλλά επίσης (μην ξεχνάτε πως εδώ είναι Μεσόγειος!) και λόγω της ισχύος των οικογενειακών δεσμών.
«Ορισμένες κοινωνίες αναδιανέμουν σε όλες τις γενιές το κόστος της επαγγελματικής ανασφάλειας, αλλά στη νότιο Ευρώπη το επωμίζονται αποκλειστικά οι νέοι», λέει ο ερευνητής του «εθνικού κέντρου επιστημονικής έρευνας» (CNRS) Ολιβιέ Γκαλάν (Olivier Galland). Ως απόδειξη, προβάλλει το ποσοστό των εργαζομένων αορίστου χρόνου, που στη Γαλλία, στις ηλικίες 30-50 ετών «δεν κουνήθηκε ρούπι τα τελευταία είκοσι χρόνια».
Πρωταθλητές σε ότι αφορά την ανεργία των νέων ηλικίας 15-24 ετών με 25.2% σύμφωνα με την «γιούροστατ» (2006), οι Έλληνες ακολουθούνται κατά πόδας από τους Γάλλους (22.6%) και τους Ιταλούς (21.6%). Στην Ισπανία, όπου η ανεργία ανεβαίνει γρήγορα και ξαναγίνεται μαζικό φαινόμενο, είναι πολύ πιθανό να δούμε σύντομα παρόμοιους αριθμούς.
Ανάμεσα στις πολύχρονες σπουδές και τις τυχάρπαστες δουλειές, αυτοί οι υποβαθμισμένοι κοινωνικά νέοι βιώνουν τη «ματαίωση των προσδοκιών τους», καθώς η επαγγελματική τους τύχη δεν αντιστοιχεί με τις σημαντικές επενδύσεις που έχουν πραγματοποιήσει στις σπουδές τους, όπως λέει η κοινωνιολόγος Σεσίλ Βαν Ντε Βέλντε (Cécile Van de Velde).
Η απογοήτευση αυξάνει από το γεγονός πως εδώ και λίγα χρόνια αυτές οι κοινωνίες είχαν γνωρίσει ένα καταπληκτικό διαγενεακό «άλμα», μεταξύ της γενιάς των σπουδαγμένων γονιών των σημερινών νέων και των αμόρφωτων παππούδων τους.
«Αυτές οι χώρες γνώρισαν μία σχεδόν βίαιη απογείωση του μορφωτικού τους επιπέδου προκειμένου να καλύψουν το συσσωρευμένο μορφωτικό τους έλλειμμα», μας θυμίζει η ερευνήτρια Μαρί Ντουρού-Μπελά (Marie Duru-Bellat).
Η εκπαιδευτική τραγωδία της νοτίου Ευρώπης επιτείνεται από το ότι η υφιστάμενη «λατρεία του πτυχίου» συνοδεύεται από την πλήρη αποσύνδεση μεταξύ πανεπιστημίων και αγοράς εργασίας, στους αντίποδες όσων συμβαίνουν στις αγγλοσαξονικές και τις σκανδιναβικές χώρες.
Γενιά καγκουρό
Στη Δανία, χώρα-υπόδειγμα σε ότι αφορά τις πολιτικές υπέρ των νέων, οι νέοι βρίσκονται σε επαφή με τον κόσμο των επιχειρήσεων χάρη σε διαρκή σεμινάρια κατάρτισης και την παρουσία των επιχειρήσεων στον πανεπιστημιακό χώρο.
Στη χώρα αυτή, κάθε νέος που κλείνει τα 18 του χρόνια δικαιούται ένα φοιτητικό δάνειο με τη μορφή 72 μηνιαίων κουπονιών, αξίας περίπου 1,000 ευρώ το καθένα που ο καθένας δαπανά όπως επιθυμεί, ανεξαρτήτως ηλικίας. Όπως στη Μεγάλη Βρετανία, κανόνας είναι ο συνδυασμός εργασίας και σπουδών -και η κοινωνική αυτονομία.
Τίποτα από αυτά δε συμβαίνει σε νοτιότερους παραλλήλους. Όπως στη Γαλλία, που πάντα δυσπιστούσε στην ιδέα των φοιτητικών δανείων, η Ισπανία, η Ιταλία και η Ελλάδα ουδέποτε ανάπτυξαν οικονομικά εργαλεία που θα βοηθούσαν την αυτονόμηση των νέων. Όπως λένε οι ειδικοί, αυτές οι χώρες προτιμούν να στοιχηματίζουν στην «ενδοοικογενειακή μεταφορά πόρων»: με άλλα λόγια βοηθούν τις οικογένειες, ελπίζοντας πως αυτές με τη σειρά τους θα ενισχύσουν τους νέους τους.
Είναι άρα φυσιολογικό πως αυτή η νεολαία «καγκουρό» αγκιστρώνεται στην οικογένειά της, μεταθέτοντας διαρκώς στο μέλλον την ώρα να σχηματίσει το δικό της νοικοκυριό. Οι δείκτες γεννητικότητας είναι 1.32 παιδιά ανά γυναίκα στην Ιταλία, 1.39 στην Ελλάδα, 1.38 στην Ισπανία...
Οι «bamboccioni» (μαμάκηδες) σπανίως εγκαταλείπουν την οικογενειακή εστία πριν τα 30 τους. Οι νεαροί Έλληνες, Ισπανοί και Πορτογάλοι εγκαταλείπουν το σπίτι των γονέων τους κατά μέσο όρο στα 27 τους χρόνια. Η Γαλλία μολοταύτα δεν ανήκει σε αυτήν την ομάδα κρατών, αφού η αντίστοιχη ηλικία είναι τα 23 έτη κατά μέσο όρο.
Στην Ισπανία, όπου επιπροσθέτως υπάρχει εμμονή με την ιδιόκτητη στέγη «δεν υπάρχει καν ξεκάθαρη μετάβαση από την οικογένεια προέλευσης στην νέα οικογένεια», τονίζει ο Ολιβιέ Φεράν που συνέγραψε με τον Αλεσάντρο Καβάλι (Alessandro Cavalli) και το Βιντσέντζο Κιτσέλι (Vincenzo Cicchelli), το βιβλίο «δύο χώρες, δύο νεολαίες;».
Με όλες αυτές τις δυσκολίες, αυτό που εκπλήσσει τους παρατηρητές είναι πως οι νέοι δεν εξεγείρονται εντονότερα. Ακόμα πάντως κι όποτε υπάρχουν κοινωνικές εκρήξεις, αυτές δεν αφορούν πλέον το «καλύτερο αύριο» αλλά το φόβο «μη χαθούν ακόμα και τα κεκτημένα».
--------------------------------------------------------------------------------
Η Brigitte Perucca είναι δημοσιογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου