του Γιάννη Βελίκη
Κάθε άνθρωπος γεννιέται με έναν συγκεκριμένο ρόλο που θα πρέπει να παίξει. Για την ακρίβεια είναι πολύ συγκεκριμένες οι προσδοκίες των γονέων, της ευρύτερης οικογένειας, της κοινότητας, και γενικότερα της κοινωνίας και της εποχής του, που θα πρέπει να πραγματώσει. Αν τα καταφέρει στο βαθμό που του έχει ανατεθεί, ή ακόμη καλύτερα τον υπερβεί, τότε γίνεται αποδεκτός. Μπορεί να γίνει αντιληπτός ως και ήρωας ή πρόσωπο θαυμασμού, εκτίμησης και λατρείας. Αν όμως αποτύχει, και δη σε μεγάλο βαθμό, η αντίδραση είναι υποτίμηση, αποφυγή ως και περιφρόνηση. Στη χειρότερη περίπτωση το περιβάλλον του μπορεί να εύχεται ακόμη και το θάνατο του.
Αν πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, πολύ πριν τη γέννηση ενός ανθρώπου, έχει προηγηθεί η γέννηση του πατέρα και της μητέρας του. Αυτοί οι άνθρωποι, που επίσης είναι παράγωγα των δικών τους γονέων, της κοινότητας και της εποχής τους, θα μεγαλώσουν και θα δώσουν ποικίλες λύσεις στα προβλήματα της ζωής τους, σύμφωνα πάντα με την προσωπικότητα και την επίδραση του περιβάλλοντος στο οποίο ζουν. Μοιραία και από μικρή ηλικία θα αρχίσουν να σχηματίζουν μια πρώτη εντύπωση για το πώς θα ήθελαν να είναι τα παιδιά τους. Όταν αργότερα, οι γονείς, γνωρίσουν ο ένας τον άλλον, αυτή η εικόνα του επιθυμητού παιδιού θα αλλάξει μορφή για να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Μπορεί για τον κάθε γονιό, ανάλογα με τον /τη σύντροφο που παντρεύτηκε αυτή η εικόνα να βελτιωθεί ή να επιδεινωθεί. Μπορεί για τους δυο γονείς η εικόνα να είναι ίδια ή διαφορετική. Αν συνυπολογίσουμε τώρα, ότι τα παιδιά αντιπροσωπεύουν τους γονείς και στο κοινωνικό τους περιβάλλον, οι γονείς αναγκάζονται να επιζητούν πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που θα πρέπει να έχουν τα παιδιά τους, ώστε να ταιριάζουν στις προσωπικές, γονεϊκές, κοινοτικές και κοινωνικές απαιτήσεις.
Σε αυτές τις συνθήκες γεννιέται ένας άνθρωπος, ένα πολύ αδύναμο, μικρό, ανθρώπινο πλάσμα βάρους λίγων κιλών. Θα πρέπει να οδηγηθεί στο προκρούστειο κρεβάτι ώστε να ανταποκριθεί στο ρόλο του (ή στους ρόλους του). Αν οι ρόλοι είναι περισσότεροι του ενός, και ο ένας δεν αντιμάχεται τον άλλο, τα πράγματα είναι ευκολότερα. Αν οι ρόλοι είναι σε διάσταση (π.χ. ένας γονιός να θέλει το παιδί ως «καλό και ηθικό», ενώ ο άλλος ως «πονηρό»), το παιδί έχει επιπλέον δυσκολίες να καλύψει. Ωστόσο, ακόμη και ένας μοναδικός ρόλος μπορεί να είναι δυσβάσταχτος (π.χ. το παιδί να μάθει να φέρεται ως «αριστοκράτης»).
Μερικοί από αυτούς τους ρόλους μπορεί να μην είναι «καλοί». Π.χ. ένα παιδί θα μπορούσε να μεγαλώνει ώστε κάποια στιγμή να γίνει τρελός. Όσο παράξενο και αν φαίνεται, δυστυχώς, πολλοί από τους ρόλους που δίνονται είναι μη αποδεκτοί από την κοινωνία, τερατώδεις. Έτσι μεγαλώνουν παιδιά ως μελλοντικοί κλέφτες, βασανιστές, βιαστές, ψυχικά ή σωματικά ασθενείς, φονιάδες, δικτάτορες κ.α. Μέσα από τη μελέτη γενεογραμμάτων φαίνεται ότι πολλοί ψυχικά ασθενείς είχαν προσεκτικά προετοιμαστεί γι’ αυτό τον ρόλο από το περιβάλλον τους επί πολλά χρόνια. Λέγεται συχνά από ψυχίατρους ότι χρειάζονται επτά γενιές για να δημιουργηθεί ένας σχιζοφρενής!
Σε αυτές τις συνθήκες, ένας νέος άνθρωπος πρέπει να λύσει άπειρα προβλήματα, από το πώς να περπατήσει έως το χτίσιμο μιας ώριμης ενήλικης προσωπικότητας, ώστε να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του κοινωνικού του περιβάλλοντος και να γίνει αποδεκτός.
Η διαδικασία της προσαρμογής δεν γίνεται πάντα με ιδεατό τρόπο. Σε πολλές περιπτώσεις οι προσαρμογές είναι παράλογες, απάνθρωπες, και επώδυνες. Έτσι, σε μερικές χώρες της Αφρικής τα κορίτσια υπόκεινται σε κλειτοριδοεκτομή, στην ανατολή έδεναν τα πόδια των μελλοντικών γκεϊσών για να γίνουν μικρά, στη Ρωσία ευνούχιζαν αγόρια για να γίνουν καλοί τενόροι κ.α. Με ανάλογους τρόπους αναπαρήγαγαν στο παρελθόν βασιλιάδες και σκλάβους, στρατιώτες και αγρότες, μοναχούς στο Θιβέτ και ακροβάτες στο τσίρκο. Η επιρροή του περιβάλλοντος είναι βέβαιο ότι έχει πανίσχυρη δράση και ο νέος άνθρωπος προκειμένου να γίνει αποδεκτός κάνει συνήθως ότι μπορεί για να ανταποκριθεί.
Η επιβεβλημένη «κοινωνικοποίηση» του ανθρώπου του προσφέρει ένα ασύγκριτο κέρδος. Ζει ως αποδεκτό μέλος της κοινότητας του και δεν υφίσταται μία από τις μεγαλύτερες απειλές: την κοινωνική απομόνωση. Ως γνωστόν, η κοινωνική απομόνωση σε αρχαιότερες εποχές των τροφοσυλλεκτών σήμαινε έκθεση σε φυσικούς κινδύνους και θάνατο, και σε σύγχρονες εποχές σημαίνει καταδίκη σε περιθωριοποίηση, χρήση ουσιών και κατάθλιψη.
Ο άνθρωπος είναι αναπόφευκτο να «προσαρμοστεί» στο κοινωνικό του περιβάλλον, ακόμη και αν αντιληφθεί ότι κάτι δεν πάει καλά. Για παράδειγμα, στο φασιστικό χιτλερικό καθεστώς, οι νέοι είχαν λίγες ευκαιρίες διαφυγής. Επίσης, το κίνημα της αντι-ψυχιατρικής, με τους Λαίνγκ και Κούπερ, έδειξε ότι οι περισσότεροι έφηβοι που είχαν διαγνωστεί ως σχιζοφρενείς, όταν μελετήθηκαν στη διάδραση με τις οικογένειες τους, απλώς λειτουργούσαν με προσαρμοσμένο τρόπο σε ένα «σχιζοφρενικό» περιβάλλον, από το οποίο εξαρτιόταν άμεσα φυσικά και συναισθηματικά. Αυτό που τους τρέλαινε, ήταν η εμμονή του περιβάλλοντος τους στο να μην αναπτύξουν αυτονομία σκέψης, συναισθήματος, θέλησης και δράσης.
Αν όλα τα ανωτέρω ισχύουν, τότε στη συνολική παράθεση των δεδομένων προκύπτει ένα άλυτο πρόβλημα. Πρέπει ο άνθρωπος, και ακόμη περισσότερο ο έφηβος, να «προσαρμοστεί» στο περιβάλλον του, να «κοινωνικοποιηθεί», ή μήπως είναι καλύτερο να αναπτύξει τη δική του «προσωπικότητα» για να γλιτώσει την τρέλα; Το δίλημμα αυτό, σε συνδυασμό με την επίγνωση του εφήβου ότι τόσο αυτός όσο και οι υπόλοιποι άνθρωποι είναι θνητοί, αποτελούν τους κυριότερους παράγοντες του λεγόμενου «υπαρξιακού» προβλήματος. Και ενώ υπάρχουν και άλλα ερωτήματα στην ίδια κατηγορία όπως: ποιος είμαι, που πάω, υπάρχει Θεός, υπάρχει μετενσάρκωση κ.ο.κ., η λύση του διλήμματος «περιβάλλον ή προσωπικότητα» και η αποδοχή της πραγματικότητας ότι «κάποτε και εγώ θα πεθάνω» παίζουν καταλυτικό ρόλο στην περαιτέρω ανάπτυξη της ωρίμανσης της εφήβου και την προετοιμασία του ψυχισμού για τους ρόλους της ενήλικης ζωής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου