του Στέλιου Ράμφου.
Το πολιτικό μας σύστημα τρίζει για τα καλά. Στη ρευστότητα της εποχής προστίθεται η απουσία κατευθυντήριου σχεδιασμού, ο οποίος θα μορφοποιούσε τον μετέωρο δυναμισμό μιας κοινωνίας σε σύγχυση, οπότε τα δημιουργικά στοιχεία της ενεργούν στην προοπτική της εν στενή εννοία εξυπηρετήσεως των συμφερόντων τους. Το κενό τούτο απλώνεται σαν έρημος και υποβάλλει διαβρωτικά αποδοχή του τέλματος. Ταξιδεύουμε ακυβέρνητοι σε τρικυμισμένη θάλασσα. Στο πλαίσιο των ηθών και των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ο ανατολισμός μας πιέζεται και η ιστορική του αμηχανία εκδηλώνεται παροξυστικά. Τα παρελθούσης χρήσεως θεωρητικά εργαλεία των πολιτικών κομμάτων δεν έχουν εφαρμογή στη σημερινή πραγματικότητα για να αποδίδουν. Η κοινωνία της ευημερίας βασίζεται σε εκτεταμένους μεσαίους χώρους, οι οποίοι υπό την πίεση των απαιτήσεων της ανταγωνιστικότητας και των βαθμών βρασμού των ανθρώπων δεν γίνεται πλέον να διατηρούνται ομοιογενείς, καθώς στους κόλπους τους προκύπτουν ανισότητες. Για να βαδίσει η χώρα στην προκοπή οι ζωντανές δυνάμεις της χρειάζονται περιγραφή, ιεράρχηση και πολιτική πρόταση για τα κομβικά της προβλήματα.
Οι έρευνες της κοινής γνώμης και οι οικονομικοτεχνικές μελέτες συμβάλλουν περιορισμένα προς αυτή την κατεύθυνση. Θα βοηθούσε τα μέγιστα να σκεφθούμε τις νοοτροπίες και τις συμπεριφορές, με τις ορατές και αόρατες πνευματικο-πολιτικές τους συντεταγμένες. Εκεί βρίσκουν έδαφος οι τροχοπέδες του κοινωνικού μας βίου, εκεί απαιτείται εποικοδομητική παρέμβαση. Ποιος μπορεί να αποκλείσει ότι στις σημερινές ιστορικές συγκυρίες η ίδια αίφνης η καταθλιπτική χρήση των μέσων δημοσιότητος δεν ωθεί εμμέσως την κοινωνία μας στην αντίληψη μιας πολιτικής διαφάνειας η οποία θα χρειασθεί με τη σειρά της ωριμότερα άτομα;
▅ ΜΙΑ ΙΔΙΟΤΥΠΑ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΟΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Το πατερναλιστικό κράτος τηρεί μεν τις διαδικασίες, οικειοποιείται όμως την εξουσία αποτρέποντας με τον απειλητικό του όγκο και τη γραφειοκρατική του δομή κάθε συμμετοχικό όφελος
Τέτοια τροχοπέδη συνιστά η εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ ελληνικής οικογενείας και κράτους, δεσμών τόπου και αίματος αφενός, θεσμού ευθύνης έναντι πάντων αφετέρου. Ο πόλεμος αυτός παίρνει μορφή πειρατείας της πρώτης επί του δεύτερου και τυραννίας του κράτους επί των πολιτών, οι οποίοι επιπλέουν εις βάρος των συμπολιτών τους και όλοι μαζί στενάζουν πιεζόμενοι από παντού. Αραγε κατά τύχην η ηγεσία του δικαστικού σώματος επιλέγεται από τον υπουργό της
Δικαιοσύνης, μολονότι αυτό αντιβαίνει στη θεμελιώδη αρχή της διακρίσεως των εξουσιών;
Η οικογενειοκεντρική μας κοινωνία εννοεί να λογαριάζεται ματαιόδοξα υπερσύγχρονη, χωρίς να έχει υπάρξει σύγχρονη, αλλά δεν παύει να παραμένει ιδιότυπα μεσαιωνική, αν κρίνω από τον τρόπο που θρησκεύει, που υποχρεώνει τα μέσα επικοινωνίας να υπηρετούν το ήθος της κλειδαρότρυπας ή που διαχειρίζεται ως αποκλειστικό κάθε τρίτου προηγούμενο τη μοναδικότητα της πατρίδος. Θεωρεί, έτσι, αυτονόητο το προβάδισμα της αιωνιότητος επί του χρόνου και του αισθήματος επί του μέτρου της λογικής, απομονώνεται δε από όλους τους άλλους πτωχαλαζονικά, πλάθοντας έναν άνθρωπο που εμπιστεύεται μόνο το παρελθόν και μεταθέτει διαρκώς το μέλλον. Είναι ευνόητο ο άνθρωπος τούτος να μεταβάλλει εύκολα τις αρετές του σε ελαττώματα και, επειδή τα θέλει όλα δικά του άκοπα, καμία από τις απολαύσεις του να μην τον κάνει ευτυχή. Ισως μόνο η παιδική ανευθυνότητα, μια ατομικότης χωρίς λογοδοσία και καταλογισμό.
Το άγος της ελληνικής διαφθοράς τοποθετείται στο πλαίσιο της αντιπαραθέσεως οικογενείας και κράτους, φωτίζεται δε ικανοποιητικά εφόσον αναδειχθεί η πολιτισμική παθολογία που υποδαυλίζει την όποια νοσηρή φυσική ροπή προς παράνομα οφέλη και προνόμια. Υπ΄ αυτό το πρίσμα η ενδεχόμενη θεραπευτική αγωγή είναι αδύνατον να στηρίζεται αποκλειστικά σε διοικητικά μέτρα είτε προβλέπουν πρόστιμα και φυλακίσεις είτε σχετίζονται με ευφυή ευρήματα, όπως η δίγραμμη επιταγή, η οποία συμβάλλει ασφαλώς στη διαφάνεια των πληρωμών, δεν καλύπτει ωστόσο την επινοητικότητα των ανόμων. Μπορεί να στηρίζεται στο πνεύμα μιας αμοιβαίας φροντίδας μεταξύ των πολιτών, που έχει γίνει ρυθμός της κοινωνίας.
Θα εξηγήσουμε την ηδονή της διαφθοράς εάν εντοπίσουμε πέραν των συνειδητών σκοπιμοτήτων τις ασύνειδες κυρίως ευχαριστήσεις που προσφέρει στα υποκείμενά της. Μιλούμε για φαινόμενο με συμβολικές προεκτάσεις που υπερβαίνουν τη συνθήκη της ωμής «εξαγοράς», χωρίς
να την υποτιμούν ή να την παραβλέπουν. Η συμβολική σημασία της διαφθοράς τροφοδοτείται από αγκυλώσεις στο καθεστώς της πατρικής εξουσίας, οπότε διαφθορέας και διαφθειρόμενος απολαμβάνουν τη χαριστική συναλλαγή σαν ανήλικα και αδύναμα παιδιά, που φέρονται σεβαστικά ή αντιμάχονται τον παντοδύναμο πατέρα. Η πραγματική της σημασία έγκειται στο ότι διακρίνει αποφασιστικά το άτομο από τον πολίτη.
Η έκταση της διαφθοράς αντιστοιχεί, ως γνωστόν, σε τύπους κοινωνιών, πολιτευμάτων και πολιτισμών, περιγράφει δε μικροσκοπικά την εξουσία του «υπηρεσιακού» παράγοντα επί των «πολιτών» κατ΄ εικόνα της μεγάλης εξουσίας του κράτους. Η συναλλαγή των ιδιωτών με στελέχη της Διοικήσεως, προκειμένου να εξασφαλίσουν «διευκολύνσεις» και «στραβά μάτια», αποτελεί νοσηρή εκδοχή προσωπικής σχέσεως, η οποία υποκαθίσταται εν είδει δώρου και αντιδώρου στη σχέση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του πολίτου. Τηρουμένων των αναλογιών, το «δωράκι» στον δημόσιο λειτουργό έχει ανθρωπολογικό βάθος ιερής προσφοράς, με την οποία άλλοτε οι άνθρωποι καλούσαν σε ανάλογη ανταπόδοση τον αποδέκτη- του δημιουργούσαν υποχρέωση. Και αν τότε η προσφορά και η αντιπροσφορά συγκροτούσαν πεδίο ουσιαστικής κοινωνίας, σήμερα η διαφθορά, αντί να συνδέει βαθύτερα τα υποκείμενά της με την πραγματικότητα, γίνεται μέσον αποδράσεως και αποφυγής της.
Η συμβολική τούτη χειρονομία διαιωνίζεται στην κοινωνία μας εθιμικά δίκην αλύτου εθνικού συμπλέγματος. Το οικογενειακό περιβάλλον συντηρεί είτε υποστηρίζει τους νέους του και μετά την ηλικία των τριάντα, τους προικοδοτεί μάλιστα γενναιόδωρα, κρατώντας τους και ψυχικώς εξαρτημένους, οπότε αναπαράγουν με τη σειρά τους ίδιες κατά το περιεχόμενο συμπεριφορές, ασχέτως ιστορικών μεταβολών και εξελίξεων. Ελεύθερος δεν είναι το υποκείμενο ευθύνης αλλά ο απηλλαγμένος καταλογισμού.
Με τη διαφθορά αντιστεκόμαστε στον έκνομο αυταρχισμό του κράτους που εννοεί να αποφασίζει για εμάς και αναζητούμε τρόπο συμβιώσεως του δημοσίου
και της οικογένειας στη λογική της ευνοιοκρατίας. Η εκτεταμένη διαφθορά δεν έχει να κάνει με ατομοκεντρισμό αλλά με οικογενειοκρατία που ευδοκιμεί σε δημοκρατικά υβρίδια πολιτεύματα και δημιουργεί εκείνο το αλληλέγγυο αίσθημα διαπλοκής, το οποίο καλλιεργεί εξ απαλών ονύχων μέσα μας τα αντανακλαστικά εξαγοράς και συνενοχής, ματαιώνοντας κάθε έννοια της ευρύτερης ευθύνης, στο πλαίσιο μιας κοινωνίας «κολλητών» και όχι πολιτών. Εδώ μετρά η ιεραρχία επωνύμων και ανωνύμων, ενώ η κοινωνική διάκριση συνυφαίνεται με τη λαϊκή επιδοκιμασία και επιβράβευση, την οποία αναλαμβάνουν εργολαβικά τα ΜΜΕ.
Το ελληνικό κράτος υπονομεύουν συστηματικά οι παραστάσεις που κυριαρχούν στην κοινωνική μας συνείδηση από τα βυζαντινά και τα μεταβυζαντινά χρόνια, διατηρήθηκαν ως δεσποτική ανατολική παράδοση και νοοτροπία από την Εκκλησία, ενώ αναζωπυρώθηκαν με το βασιλικό καθεστώς και κληροδοτήθηκαν στη Δημοκρατία. Μη μας διαφεύγει ότι το πνεύμα των αιώνων της Τουρκοκρατίας έπιασε γερές ρίζες στην Πελοπόννησο και στη Στερεά, που αποτελούσαν μέχρι τους πολέμους του 1912-1913 το όλον περίπου του νεοελληνικού μορφώματος, βάφοντας συμβιβαστικά τους όποιους εισηγμένους θεσμούς με το τοπικό του χρώμα και ήθος.
▅ ΠΑΤΕΡΝΑΛΙΣΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Προϊόν του συμβιβασμού αυταρχικού παρελθόντος και κοινοβουλευτικής τάξεως αποτελεί η πατερναλιστική δημοκρατία, η κρατική υπόσταση της οποίας υπερβαίνει τα όρια της πολιτικής αρχής. Υπ΄ αυτή την έννοια μιλούμε θεμιτά για πολιτικά μεταλλαγμένο αίσθημα της γονεϊκής προστασίας, ένα καθεστώς που διατηρεί απλώς το διαδικαστικό μέρος της δημοκρατικής αρχής, αλλά τείνει να υποβιβάζει τον αξιακό παράγοντα, καθώς δεν εφαρμόζει σθεναρά τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτου. Στην περίπτωση αυτή, η λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών διερμηνεύεται κατά το δοκούν των κομματικών πλειοψηφιών και των οικογενειοκεντρικών συνήθως ηγεσιών τους, οι οποίες μετέρχονται όλα τα μέσα και τις τεχνικές για να κρατούν τον προστατευτικό τους ρόλο στο απυρόβλητο.
Είτε οι πολιτικές ηγεσίες προκρίνουν την επιλεκτική αφάνεια για να κρύψουν τη μετριότητά τους είτε προβάλλουν τον χαρισματικό τους δυναμισμό, το πολιτικό σύστημα οδηγείται σε αδιέξοδο εφόσον οι επιλογές και οι διαδικασίες δεν εναρμονίζονται με το υπόβαθρο των πολιτειακών αρχών. Η αξιολογία ενός αυθεντικού σύγχρονου δημοκρατικού πολιτεύματος συνιστά όρο της λειτουργικότητός του, ενώ η καταστρατήγησή της αφυπνίζει ολόκληρο το σύστημα των εναντίον της αντιστάσεων, το βαθύ κράτος του οποίου εκδηλώνεται αποσυνθετικά με τη γενικευμένη διαφθορά.
Η πατερναλιστική διακυβέρνηση νοθεύει τη δημοκρατία επειδή αποθαρρύνει προστατευτικά τη μετοχή του πολίτη στα δημόσια πράγματα. Τηρούμε τις εκλογικές και τις κοινοβουλευτικές δεοντολογίες, παραβλέπουμε ωστόσο τις συμμετοχικές, που ενδυναμώνουν την εποικοδομητική χρήση της ελευθερίας και συνδέουν οργανικά την υπευθυνότητα με τη λογοδοσία. Η συμμετοχική δημοκρατία βασίζεται στην αλληλοκατανόηση και στον κρατικό διάλογο, ποτέ στην άγονη καταγγελτική πολιτική, που θέτει τον κατήγορο υποκριτικά εκτός του προβλήματος και τον απαλλάσσει από κάθε ευθύνη. Η ακρωτηριασμένη δημοκρατία του πατερναλισμού εκθέτει τον πολίτη σε αυθαίρετες παρεμβάσεις ή αθέμιτες εύνοιες και τον εξωθεί έτσι συστηματικά στη διαφθορά και στην προαγωγή της. Γίνεται βαποράκι! Ο προστατευτικός ετεροπροσδιορισμός τραυματίζει την αξιοπρέπεια, προκαλεί ενστικτώδεις αμυντικές ή επιθετικές συμπεριφορές και ψευδεπίγραφη ισότητα ανίσχυρων πολιτών, ενώ η δημοκρατία οφείλει να ελαττώνει διαρκώς την αδυναμία του πολίτη, να ενισχύει τη συνεργασία του με το κράτος εις βάρος της μονομερούς κυριαρχίας του τελευταίου.
Το δημοκρατικό καθεστώς ρυθμίζει χωρίς να εξουσιάζει· το πατερναλιστικό κράτος τηρεί μεν τις διαδικασίες, οικειοποιείται όμως την εξουσία αποτρέποντας με τον απειλητικό του όγκο και τη γραφειοκρατική του δομή κάθε συμμετοχικό όφελος. Για την ακρίβεια, δεν κυβερνά αυταρχικά: επιτυγχάνει, αντίθετα, οι πολίτες να αυτοπροσφέρονται στο υψηλό του δέον
μέσω της συμβολικής σχέσεως πατέρα και παιδιών, που ψυχολογικώς προωθεί και στηρίζει. Στην αυτοπροσφορά που αποσπά θωπευτικά στηρίζει τη λαϊκιστική εξουσία του.
Να εξηγηθώ: Το σύγχρονο δημοκρατικό κράτος δεν αντιστρατεύεται κατ΄ ανάγκην την ελευθερία. Η παρουσία του είναι απαραίτητη για να αντιμετωπίζονται οι κοινωνικές ανισότητες, να εξασφαλίζεται η απονομή δικαιοσύνης, η εθνική άμυνα κ.λπ. Αλλο η έμμεσα στερητική ελευθερίας κρατική παρέμβαση και άλλο η εποπτική λειτουργία της πολιτείας, ας πούμε ο έλεγχος του εκπαιδευτικού συστήματος είτε του σεβασμού της ισότητος των πολιτών. Μόνο η ενεργός πολιτική ισότης μπορεί να εμποδίσει την αυταρχική μετάλλαξη του σημερινού κράτους, υπό τον όρο ότι αυτή η ισότης θα συνοδεύεται από πλατύτερη συνειδητοποίηση των πολιτισμικών της συμπαρομαρτούντων. Το δημοκρατικό πολίτευμα προστατεύει την ελευθερία των πολιτών ελέγχοντας την κρατική εξουσία.
▅ ΚΟΥΜΠΑΡΟΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΙΣΟΤΗΤΑΣ
Οπου υφίσταται πατερναλιστική δημοκρατία, εκεί ανθεί κατ΄ εξοχήν η διαφθορά. Αν εξαιρέσουμε τις προτεσταντικές κοινωνίες της Βορείου Ευρώπης, φαινόμενα διαφθοράς παρατηρούνται και σε πολύ ανεπτυγμένες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Γαλλία ή Γερμανία. Πρόκειται όμως για σκάνδαλα γενναίων καταχρήσεων και όχι, όπως στον τόπο μας, για παροχές δικαιωματικών υπηρεσιών του Δημοσίου προς τους πολίτες, οι οποίοι υποστηρίζουν τα νόμιμα, εύλογα ή και παράνομα αιτήματά τους με το απαραίτητο «φακελάκι» στον μεσολαβητή ή τον ίδιο τον «δικό τους» άνθρωπο. Οι κουμπάροι επιβάλλουν στην ισότητα του νόμου την ανισότητα της συγγενείας, της εντοπιότητος και της συναλλαγής. Μιλούμε για απέραντη «μαύρη αγορά», κύκλο «εργασιών» ίσο με ικανό ποσοστό του Ακάθαριστου Εθνικού Προϊόντος.
Στην Ελλάδα το φαινόμενο έλαβε διαστάσεις επιδημίας μεταπολιτευτικά, οπότε η αναγκαία αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των λαϊκών στρωμάτων και η έξοδός τους από το κοινωνικό περιθώριο ενεργοποίησε τα αντανακλαστικά της ευημερίας και της εξουσίας, όχι όμως την έφεση για παραγωγική εργασία και τα αξιοκρατικά κριτήρια. Αυτό δεν μπορούσε να γίνει χωρίς ρήξη με την παραδοσιακή λογική των μονοδρόμων και τη μεταρρύθμιση της ανελαστικής παιδείας των τυπικών προσόντων, χωρίς καμία έγνοια για την εσωτερική συγκρότηση και τον αυτογνωρισμό του μαθητή- την πίστη που δέχεται μετά χαράς και την αμφιβολία. Η ρήξη αυτή δεν έγινε, οπότε το οραματικό περιεχόμενο της κοινωνικής μας ζωής συνέπεσε με τον πλέον ενστικτώδη καταναλωτισμό και η χώρα βυθίζεται σε μηδενιστική κρίση. Ταυτίζοντας τις αξίες με την άνεση, τις μεταβολές των συνθηκών που επιτρέπει το χρήμα με τα υπαρξιακά αιτήματα της ζωής, η διαφθορά αδειάζει τη δημοκρατία από περιεχόμενο και την τραυματίζει άσχημα.
▅ Η ΥΠΟΤΑΓΗ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Συμβάλλει καθοριστικά στην κρίση αυτή μια αξιοπρόσεκτη παράμετρος του πατερναλιστικού συστήματος: Το υπαρξιακό πρόβλημα εδώ συμπίπτει με τη διαχειριστική αντιμετώπιση ζητημάτων της άμεσης επιβιώσεως, δεδομένου ότι το «είναι» του πολίτη απορροφά η εικόνα του προστάτη-πατέρα. Ο πολίτης υποτάσσει κατ΄ αυτόν τον τρόπο το παρόν του σε ένα απώτερο παρελθόν, με τίμημα την αδυναμία του μωρού να αναγνωρίζεται
στον καθρέφτη και να προσδιορίζει τον εαυτό του. Η ταυτότης του επομένως δεσμεύεται ψυχικά και η αυτοσυνειδησία του παραμένει υποτυπώδης. Οσο η ύπαρξη εκπίπτει σε διαχείριση μνήμης, τόσο η παθητικότης κυριεύει την ταυτότητα. Η αγωνία του πολιτικού μας συστήματος είναι εν τέλει καρπός του εγκαθιδρυμένου δημοκρατικού πατερναλισμού, ο οποίος προσπαθεί απεγνωσμένα να επιβιώσει παρακάμπτοντας κάθε τόσο το «πολιτικό κόστος» με υποχωρήσεις ή παροχές, που κρατούν την κοινωνία παθητική στον σημερινό κόσμο. Ετσι εξηγείται και ο ακατάληκτος επιθανάτιος ρόγχος της Μεταπολιτεύσεως, η οποία δεν αποφασίζει να παραδώσει το πνεύμα. Την συντηρούν ολόκληρος πολιτικός πολιτισμός και προγονιστικές νοοτροπίες που χάνονται στους αιώνες.
Οι απολογητές του πατερναλισμού συγχέουν επιδέξια ή αδέξια την αυτονομία του υποκειμένου με την αυτάρκεια ενός αλαζονικού Εγώ. Διαβάζοντας κινδύνους αντί ευκαιριών και βάζοντας τον φόβο στη θέση της ελπίδας, συντηρούν με κάθε τρόπο την ιδεοληψία του εγωκεντρικού τέρατος, που δίνει απόλυτη προτεραιότητα στην αυτοσυντήρηση, την εξουσία και την ηδονή, παγιδευμένο σε ενστικτώδεις παρορμήσεις, επειδή ακριβώς αντιπαραθέτουν πολωτικά τον κοινωνικό άνθρωπο με εκείνον ο οποίος αποτελεί προϊόν της εσωτερικής και της πολιτικής του ελευθερίας.
Εν τούτοις δεν υφίσταται ριζικό ασυμβίβαστο μεταξύ διεκδικήσεως αυτονομίας και συνθηκών ετερονομίας, όπως η πείνα, το κρύο, η φθορά, το φυσικό, συλλογικό ή πολιτισμικό περιβάλλον. Για να επικρατεί ο απελπισμός δίνει ευκαιρίες εκ των ενόντων στην ελπίδα. Η αυτονομία ζητεί από τον πολίτη να δεξιωθεί τα στοιχεία του εκάστοτε ετεροπροσδιορισμού και να μεταβεί από τον δεδομένο ορίζοντα νοήματος σε κάτι πλατύτερο, ένα «αλλιώς» με ανέκδοτες μορφές ετερονομίας, οι οποίες πρέπει πάλι να ξεπεραστούν με νέες διεκδικήσεις του ανθρώπου, χωρίς να αμφισβητούνται η εξωτερικότης των περιστάσεων και η ελευθερία του Εγώ ως αυτοκαθορισμός πολιτικός και ταυτόχρονα ως εμμένεια στον βαθύτερο εαυτό του. Δεν δίνει καρπό επομένως η συλλήβδην απόρριψη του φιλελευθερισμού· καρπό δίνει αντιθέτως η συνεχής υπέρβαση της δυναμικής του μονομέρειας με μέσα πολιτικά και η ακατάπαυστη πνευματική του εμβάθυνση. Στην ανθρωπιά του δικαιώματος της αυτονομίας ως ευθύνης η οποία δεν στραγγαλίζει τις επιθυμίες μας, οφείλει να απαντά δημιουργικά το αίτημα και εγχείρημα κάθε αληθινού εκσυγχρονισμού.
Ένα blog για την ψυχή, το πνεύμα, και την ευτυχία!
Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2008
Ζωή με δανεικά
από τον Θανάση Γιαλκετσή
Το κριτικό σχόλιο ενός σπουδαίου κοινωνιολόγου, του Πολωνού Ζίγκμουντ Μπάουμαν, μπορεί να φωτίσει σημαντικές διαστάσεις της σημερινής χρηματοπιστωτικής κρίσης, που συνήθως μένουν στη σκιά. Ο Μπάουμαν αρχίζει την ανάλυσή του θυμίζοντας ένα παλιό ανέκδοτο για δύο εμπορικούς αντιπροσώπους που γύρναγαν την Αφρική για λογαριασμό των αντίστοιχων βιομηχανιών υποδημάτων. Ο πρώτος έστειλε στη δική του εταιρεία το ακόλουθο μήνυμα: ανώφελο να στείλετε παπούτσια, εδώ όλοι περπατούν ξυπόλητοι. Ο δεύτερος έγραψε: ζητώ να στείλετε αμέσως δύο εκατομμύρια ζευγάρια παπούτσια, εδώ όλοι περπατούν ξυπόλητοι.
«Αυτή η μικρή ιστορία -συνεχίζει ο Μπάουμαν- απέβλεπε στο να εξάρει την επιθετική επιχειρηματική οξυδέρκεια, ασκώντας κριτική στην κυρίαρχη εκείνη την εποχή φιλοσοφία, σύμφωνα με την οποία το εμπόριο αντιστοιχούσε στις υπάρχουσες ανάγκες και η προσφορά ακολουθούσε την πορεία της ζήτησης. Μέσα σε μερικές δεκαετίες η επιχειρηματική φιλοσοφία ανατράπηκε πλήρως. Οι εμπορικοί αντιπρόσωποι που σκέφτονται όπως ο πρώτος αντιπρόσωπος είναι πάρα πολύ σπάνιοι, αν υπάρχουν ακόμα. Η κρατούσα επιχειρηματική φιλοσοφία υποστηρίζει ότι το εμπόριο έχει στόχο να εμποδίζει την ικανοποίησηη των αναγκών, ότι οφείλει να δημιουργεί άλλες ανάγκες που απαιτούν ικανοποίηση και να ταυτίζει το καθήκον της προσφοράς με τη δημιουργία ζήτησης. Αυτή η θέση εφαρμόζεται σε κάθε προϊόν, είτε αυτό προέρχεται από τα εργοστάσια είτε από τις χρηματοπιστωτικές εταιρείες.
Αυτή η επιχειρηματική φιλοσοφία εφαρμόζεται και στα δάνεια. Η προσφορά ενός δανείου πρέπει να δημιουργεί και να γιγαντώνει την ανάγκη να δανειζόμαστε. Η εισαγωγή των πιστωτικών καρτών ήταν μια προειδοποιητική ένδειξη.
Οι πιστωτικές κάρτες προωθήθηκαν στην αγορά με ένα αποκαλυπτικό και εξαιρετικά σαγηνευτικό διαφημιστικό μήνυμα: «Γιατί να περιμένετε προκειμένου να αποκτήσετε αυτό που θέλετε;». Επιθυμείτε κάτι αλλά δεν έχετε κερδίσει αρκετά για να το πληρώσετε; Τον παλιό καιρό, που τώρα ευτυχώς έχει παρέλθει, οφείλατε να αναβάλετε την ικανοποίηση των επιθυμιών σας. Οφείλατε να σφίξετε το ζωνάρι, να απαρνηθείτε άλλα προσφιλή πράγματα, να είστε φειδωλοί και λιτοί στις δαπάνες και να αποταμιεύετε το χρήμα που θα μαζεύατε χάρη σε αυτές τις προσπάθειες, με την ελπίδα ότι θα καταφέρετε να συσσωρεύσετε αρκετό, ώστε να μπορέσετε να εκπληρώσετε τα όνειρά σας. Χάρη στο Θεό και στην καλή καρδιά των τραπεζών, τα πράγματα δεν είναι πλέον έτσι. Με την πιστωτική κάρτα μπορείτε να αντιστρέψετε τη σειρά: παίρνετε αμέσως και πληρώνετε μετά. Η πιστωτική κάρτα σάς καθιστά ελεύθερους να ικανοποιείτε τις επιθυμίες σας κατά τη δική σας βούληση: να έχετε τα πράγματα τη στιγμή που τα θέλετε και όχι όταν τα εισοδήματά σας σας επιτρέπουν να τα αποκτήσετε.
Αυτή ήταν η υπόσχεση αλλά κάτω από αυτήν υπήρχε και μια σημείωση με πολύ μικρά γράμματα, που ήταν δύσκολο να τα διαβάσετε, αν και ήταν εύκολο να τα αντιληφθείτε σε μια στιγμή περίσκεψης: αυτό το διαρκές «μετά» σε ένα ορισμένο σημείο θα μετατραπεί σε «αμέσως» και θα χρειαστεί να εξοφλήσετε το δάνειο. Οσο επιζήμια κι οδυνηρή και αν είναι, αυτή δεν είναι η μοναδική σημείωση με μικρά γράμματα κάτω από την υπόσχεση «παίρνετε αμέσως, πληρώνετε μετά».
Προκειμένου να αποφευχθεί να περιοριστεί σε ένα μόνο δανειστή το κέρδος που προκύπτει από τις πιστωτικές κάρτες και από τα εύκολα δάνεια, η σύμβαση του δανείου πρέπει να μετατραπεί σε ένα αγαθό που να αποδίδει διαρκές κέρδος. Δεν τα καταφέρνετε να εξοφλήσετε τα δάνειό σας; Μην ανησυχείτε. Διαφορετικά από τους άπληστους δανειστές χρήματος παλαιού τύπου, που αγωνιούσαν για την εξόφληση των ποσών που δάνεισαν με καθορισμένους και μη αναβλητούς όρους, εμείς οι σύγχρονοι και πρόθυμοι δανειστές χρήματος δεν σας ζητάμε πίσω τα λεφτά μας, αλλά προσφερόμαστε να σας δανείσουμε κι άλλα για να πληρώσετε το παλιό χρέος.
Αυτό που κανένα διαφημιστικό μήνυμα δεν έλεγε ανοιχτά, αφήνοντας την αλήθεια στο βαθύ προαίσθημα του οφειλέτη, ήταν ότι οι τράπεζες στην πραγματικότητα δεν ήθελαν οι οφειλέτες να εξοφλήσουν τα δάνεια.
Αν θα το είχαν κάνει έγκαιρα δεν θα ήταν πλέον χρεωμένοι, αλλά είναι ακριβώς τα χρέη τους εκείνα που οι σύγχρονοι, πρόθυμοι (και πονηροί) δανειστές χρήματος αποφάσισαν, με επιτυχία, να ανακυκλώνουν ως πρωταρχική πηγή του δικού τους συνεχούς και εξασφαλισμένου κέρδους. Οι πελάτες που επιστρέφουν έγκαιρα το χρήμα που δανείστηκαν είναι ο εφιάλτης των δανειστών. Τα πρόσωπα που αρνούνται να δαπανήσουν χρήμα που δεν έχουν ήδη κερδίσει και δεν το δανείζονται δεν έχουν καμιά χρησιμότητα για τους δανειστές, επειδή είναι εκείνοι οι οποίοι (ωθούμενοι από τη σύνεση ή από μια απαρχαιωμένη αίσθηση της τιμής) βιάζονται να εξοφλήσουν έγκαιρα τα δάνειά τους.
Η τωρινή πιστωτική κρίση δεν είναι αποτέλεσμα της αποτυχίας των τραπεζών. Αντίθετα, είναι ο εντελώς προβλέψιμος αν και συνολικά απρόσμενος καρπός της εξαιρετικής επιτυχίας τους· επιτυχίας στο να μετατρέψουν μια πελώρια πλειονότητα ανδρών και γυναικών, γέρων και νέων σε ένα συρφετό οφειλετών. Μόνιμων οφειλετών, επειδή τα πράγματα έγιναν έτσι ώστε η κατάσταση του οφειλέτη να αυτοδιαιωνίζεται και να συνεχίζουν να προσφέρουν νέα δάνεια ως μοναδικό ρεαλιστικό τρόπο για να σωθούν από αυτά που ήδη έχουν συνάψει. Και ακριβώς όπως η εξαφάνιση όσων βαδίζουν με γυμνά πόδια είναι μια συμφορά για τη βιομηχανία υποδημάτων, έτσι και η εξαφάνιση των προσώπων χωρίς χρέη είναι μια καταστροφή για τη βιομηχανία του δανεισμού.
Οσα είχε προβλέψει η Ρόζα Λούξεμπουργκ επαληθεύτηκαν ξανά: συμπεριφερόμενος σαν ένα φίδι που τρώει την ουρά του, ο καπιταλισμός έφτασε ξανά επικίνδυνα κοντά στην ακούσια αυτοκτονία του...»
Το κριτικό σχόλιο ενός σπουδαίου κοινωνιολόγου, του Πολωνού Ζίγκμουντ Μπάουμαν, μπορεί να φωτίσει σημαντικές διαστάσεις της σημερινής χρηματοπιστωτικής κρίσης, που συνήθως μένουν στη σκιά. Ο Μπάουμαν αρχίζει την ανάλυσή του θυμίζοντας ένα παλιό ανέκδοτο για δύο εμπορικούς αντιπροσώπους που γύρναγαν την Αφρική για λογαριασμό των αντίστοιχων βιομηχανιών υποδημάτων. Ο πρώτος έστειλε στη δική του εταιρεία το ακόλουθο μήνυμα: ανώφελο να στείλετε παπούτσια, εδώ όλοι περπατούν ξυπόλητοι. Ο δεύτερος έγραψε: ζητώ να στείλετε αμέσως δύο εκατομμύρια ζευγάρια παπούτσια, εδώ όλοι περπατούν ξυπόλητοι.
«Αυτή η μικρή ιστορία -συνεχίζει ο Μπάουμαν- απέβλεπε στο να εξάρει την επιθετική επιχειρηματική οξυδέρκεια, ασκώντας κριτική στην κυρίαρχη εκείνη την εποχή φιλοσοφία, σύμφωνα με την οποία το εμπόριο αντιστοιχούσε στις υπάρχουσες ανάγκες και η προσφορά ακολουθούσε την πορεία της ζήτησης. Μέσα σε μερικές δεκαετίες η επιχειρηματική φιλοσοφία ανατράπηκε πλήρως. Οι εμπορικοί αντιπρόσωποι που σκέφτονται όπως ο πρώτος αντιπρόσωπος είναι πάρα πολύ σπάνιοι, αν υπάρχουν ακόμα. Η κρατούσα επιχειρηματική φιλοσοφία υποστηρίζει ότι το εμπόριο έχει στόχο να εμποδίζει την ικανοποίησηη των αναγκών, ότι οφείλει να δημιουργεί άλλες ανάγκες που απαιτούν ικανοποίηση και να ταυτίζει το καθήκον της προσφοράς με τη δημιουργία ζήτησης. Αυτή η θέση εφαρμόζεται σε κάθε προϊόν, είτε αυτό προέρχεται από τα εργοστάσια είτε από τις χρηματοπιστωτικές εταιρείες.
Αυτή η επιχειρηματική φιλοσοφία εφαρμόζεται και στα δάνεια. Η προσφορά ενός δανείου πρέπει να δημιουργεί και να γιγαντώνει την ανάγκη να δανειζόμαστε. Η εισαγωγή των πιστωτικών καρτών ήταν μια προειδοποιητική ένδειξη.
Οι πιστωτικές κάρτες προωθήθηκαν στην αγορά με ένα αποκαλυπτικό και εξαιρετικά σαγηνευτικό διαφημιστικό μήνυμα: «Γιατί να περιμένετε προκειμένου να αποκτήσετε αυτό που θέλετε;». Επιθυμείτε κάτι αλλά δεν έχετε κερδίσει αρκετά για να το πληρώσετε; Τον παλιό καιρό, που τώρα ευτυχώς έχει παρέλθει, οφείλατε να αναβάλετε την ικανοποίηση των επιθυμιών σας. Οφείλατε να σφίξετε το ζωνάρι, να απαρνηθείτε άλλα προσφιλή πράγματα, να είστε φειδωλοί και λιτοί στις δαπάνες και να αποταμιεύετε το χρήμα που θα μαζεύατε χάρη σε αυτές τις προσπάθειες, με την ελπίδα ότι θα καταφέρετε να συσσωρεύσετε αρκετό, ώστε να μπορέσετε να εκπληρώσετε τα όνειρά σας. Χάρη στο Θεό και στην καλή καρδιά των τραπεζών, τα πράγματα δεν είναι πλέον έτσι. Με την πιστωτική κάρτα μπορείτε να αντιστρέψετε τη σειρά: παίρνετε αμέσως και πληρώνετε μετά. Η πιστωτική κάρτα σάς καθιστά ελεύθερους να ικανοποιείτε τις επιθυμίες σας κατά τη δική σας βούληση: να έχετε τα πράγματα τη στιγμή που τα θέλετε και όχι όταν τα εισοδήματά σας σας επιτρέπουν να τα αποκτήσετε.
Αυτή ήταν η υπόσχεση αλλά κάτω από αυτήν υπήρχε και μια σημείωση με πολύ μικρά γράμματα, που ήταν δύσκολο να τα διαβάσετε, αν και ήταν εύκολο να τα αντιληφθείτε σε μια στιγμή περίσκεψης: αυτό το διαρκές «μετά» σε ένα ορισμένο σημείο θα μετατραπεί σε «αμέσως» και θα χρειαστεί να εξοφλήσετε το δάνειο. Οσο επιζήμια κι οδυνηρή και αν είναι, αυτή δεν είναι η μοναδική σημείωση με μικρά γράμματα κάτω από την υπόσχεση «παίρνετε αμέσως, πληρώνετε μετά».
Προκειμένου να αποφευχθεί να περιοριστεί σε ένα μόνο δανειστή το κέρδος που προκύπτει από τις πιστωτικές κάρτες και από τα εύκολα δάνεια, η σύμβαση του δανείου πρέπει να μετατραπεί σε ένα αγαθό που να αποδίδει διαρκές κέρδος. Δεν τα καταφέρνετε να εξοφλήσετε τα δάνειό σας; Μην ανησυχείτε. Διαφορετικά από τους άπληστους δανειστές χρήματος παλαιού τύπου, που αγωνιούσαν για την εξόφληση των ποσών που δάνεισαν με καθορισμένους και μη αναβλητούς όρους, εμείς οι σύγχρονοι και πρόθυμοι δανειστές χρήματος δεν σας ζητάμε πίσω τα λεφτά μας, αλλά προσφερόμαστε να σας δανείσουμε κι άλλα για να πληρώσετε το παλιό χρέος.
Αυτό που κανένα διαφημιστικό μήνυμα δεν έλεγε ανοιχτά, αφήνοντας την αλήθεια στο βαθύ προαίσθημα του οφειλέτη, ήταν ότι οι τράπεζες στην πραγματικότητα δεν ήθελαν οι οφειλέτες να εξοφλήσουν τα δάνεια.
Αν θα το είχαν κάνει έγκαιρα δεν θα ήταν πλέον χρεωμένοι, αλλά είναι ακριβώς τα χρέη τους εκείνα που οι σύγχρονοι, πρόθυμοι (και πονηροί) δανειστές χρήματος αποφάσισαν, με επιτυχία, να ανακυκλώνουν ως πρωταρχική πηγή του δικού τους συνεχούς και εξασφαλισμένου κέρδους. Οι πελάτες που επιστρέφουν έγκαιρα το χρήμα που δανείστηκαν είναι ο εφιάλτης των δανειστών. Τα πρόσωπα που αρνούνται να δαπανήσουν χρήμα που δεν έχουν ήδη κερδίσει και δεν το δανείζονται δεν έχουν καμιά χρησιμότητα για τους δανειστές, επειδή είναι εκείνοι οι οποίοι (ωθούμενοι από τη σύνεση ή από μια απαρχαιωμένη αίσθηση της τιμής) βιάζονται να εξοφλήσουν έγκαιρα τα δάνειά τους.
Η τωρινή πιστωτική κρίση δεν είναι αποτέλεσμα της αποτυχίας των τραπεζών. Αντίθετα, είναι ο εντελώς προβλέψιμος αν και συνολικά απρόσμενος καρπός της εξαιρετικής επιτυχίας τους· επιτυχίας στο να μετατρέψουν μια πελώρια πλειονότητα ανδρών και γυναικών, γέρων και νέων σε ένα συρφετό οφειλετών. Μόνιμων οφειλετών, επειδή τα πράγματα έγιναν έτσι ώστε η κατάσταση του οφειλέτη να αυτοδιαιωνίζεται και να συνεχίζουν να προσφέρουν νέα δάνεια ως μοναδικό ρεαλιστικό τρόπο για να σωθούν από αυτά που ήδη έχουν συνάψει. Και ακριβώς όπως η εξαφάνιση όσων βαδίζουν με γυμνά πόδια είναι μια συμφορά για τη βιομηχανία υποδημάτων, έτσι και η εξαφάνιση των προσώπων χωρίς χρέη είναι μια καταστροφή για τη βιομηχανία του δανεισμού.
Οσα είχε προβλέψει η Ρόζα Λούξεμπουργκ επαληθεύτηκαν ξανά: συμπεριφερόμενος σαν ένα φίδι που τρώει την ουρά του, ο καπιταλισμός έφτασε ξανά επικίνδυνα κοντά στην ακούσια αυτοκτονία του...»
Η κουλτούρα της μεταπολίτευσης
του Στάθη Καλύβα
Συνάδελφοι και φοιτητές στην Αμερική και την Ευρώπη με ρωτάνε απορημένοι: γιατί καίγεται η Αθήνα; Πώς εξηγούνται επεισόδια τέτοιας έκτασης και διάρκειας;
Τους φαίνεται παράδοξο πως μια πλούσια ευρωπαϊκή χώρα (γιατί αυτό είναι η Ελλάδα) αυτοκαταστρέφεται, και μάλιστα όχι από τους απόκληρους μετανάστες της (η μεγάλη πλειοψηφία των οποίων δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να δουλεύει), ούτε σε κάποια απομονωμένα γκέτο στην περιφέρεια των πόλεων.
Τονίζω πως το ερώτημα δεν αφορά τις διαμαρτυρίες αλλά τις καταστροφές.
Δυσκολεύομαι να τους εξηγήσω τι συμβαίνει. Περιδιαβάζοντας τα δημοσιεύματα και συζητώντας με φίλους και γνωστούς στην Ελλάδα μού δίνουν συχνά την εντύπωση πως πιστεύουν ότι ζουν στην πιο καθυστερημένη τριτοκοσμική χώρα που υπάρχει.
Πού οφείλεται αυτό το παράδοξο;
Τρεις ερμηνείες φαίνεται να εξηγούν την ένταση και έκταση των επεισοδίων. Αναφέρονται:
σε μια γενικευμένη λαϊκή αγανάκτηση για ό,τι πάει στραβά στην Ελλάδα,
στις περιορισμένες προοπτικές των νέων και την αντίδρασή τους στην «κρατική καταστολή» και τέλος
στην κυβερνητική απόφαση να αποσύρει ουσιαστικά την αστυνομία με την πρόφαση της αποφυγής της έντασης.
Και οι τρεις αυτές ερμηνείες εμπεριέχουν μια δόση αλήθειας και προσφέρουν συνδυαστικά μια συνολικότερη ερμηνεία του φαινομένου.
Πιστεύω, όμως, πως και οι τρεις είναι ανεπαρκείς αν αγνοήσουμε το σύστημα αξιών που μας κληροδότησε η μεταπολίτευση και που εξακολουθεί να κυριαρχεί.
Δεν χρειάζεται να παραβλέψει κανείς τα πραγματικά προβλήματα της κακοδιοίκησης, των σκανδάλων και του ανορθολογισμού που χαρακτηρίζουν κράτος και κοινωνία και παράγουν μια γενικευμένη αίσθηση απογοήτευσης, ούτε να απεμπολήσει την ανάγκη των δραστικών αλλαγών που απαιτούνται, για να διαπιστώσει πως η χώρα μας εξακολουθεί να ανήκει στο προνομιούχο κλαμπ των πλούσιων χωρών αυτού του κόσμου.
Εν τέλει, η σύγκριση της Ελλάδα με χώρες που παρουσιάζουν αντίστοιχες πολιτικές και οικονομικές επιδόσεις είναι καταλυτική: μόνο στην Ελλάδα συναντάμε τέτοιου είδους επεισόδια.
Μόνο, λοιπόν, αν δεχθούμε πως η Ελλάδα περνάει μια κοινωνική κρίση μοναδική στον ανεπτυγμένο κόσμο, μπορούμε να συνδέσουμε την κοινωνική δυσαρέσκεια με την έκταση των επεισοδίων. Μια τέτοια ανάλυση θα ήταν εξαιρετικά προβληματική.
Ακούμε επίσης πολλά για τις περιορισμένες επαγγελματικές επιλογές των νέων και την αίσθηση αδιεξόδου που κυριαρχεί ανάμεσά τους.
Όμως δεν είναι σαφές αν οι «εξεγερμένοι» νέοι ανήκουν στα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα. Σίγουρα ένα ικανό ποσοστό προέρχεται από μεσαία και ανώτερα στρώματα.
Αλλά και πάλι, οι νέοι (και όχι μόνο αυτοί) αντιμετωπίζουν δύσκολες περιστάσεις σ' ολόκληρο τον ανεπτυγμένο κόσμο.
Θα έλεγα, μάλιστα, πως αρκετοί νέοι στην Ελλάδα βρίσκονται σε καλύτερη μοίρα από τους αντίστοιχους άλλων χωρών καθώς προστατεύονται από την οικογένειά τους, ταξιδεύουν και σπουδάζουν στο εξωτερικό και δεν στερούνται τις διακοπές στα νησιά κάθε καλοκαίρι.
Τέλος, παρά τα απαράδεκτα κρούσματα αστυνομικής βίας, σίγουρα δεν ζούμε σε ένα αστυνομικό κράτος όπως επαναλαμβάνουν τόσοι και τόσοι.
Η αποτελεσματική αστυνόμευση υπολείπεται, όπως άλλωστε έδειξαν τα γεγονότα· και υπολείπεται για μια σειρά λόγους, όπως η γενικότερη παρακμή του δημόσιου τομέα στον οποίο ανήκει η αστυνομία αλλά και στο γεγονός πως έχει απονομιμοποιηθεί γενικότερα.
Θεωρώ πως το στοιχείο που τελικά ενοποιεί την διάχυτη αίσθηση κοινωνικής δυσπραγίας, τα προβλήματα των νέων και την ελλιπή και αναποτελεσματική αστυνόμευση και που εξηγεί την προσφυγή στη βία πρέπει να αναζητηθεί στην κουλτούρα της μεταπολίτευσης.
Από το 1974 και μετά κυριαρχεί στη χώρα μας ένας απλοϊκός λόγος που δικαιολογεί, και ενίοτε εκθειάζει, την βίαιη διαμαρτυρία και προσφέρει το ιδεολογικό άλλοθι που χρειάζονται οι κάθε λογής κουκουλοφόροι. Είναι ένας βαθιά συντηρητικός λόγος που μετασχηματίζει κάθε αίτημα σε δικαίωμα και μετατρέπει ένα τραγικό θύμα της αστυνομικής βίας σε ήρωα μιας επανάστασης που είναι τόσο ρομαντική όσο και ασαφής. Εν τέλει είναι ένας λόγος που μπλοκάρει κάθε αλλαγή. Χωρίς την κουλτούρα αυτή δύσκολα τα αντικειμενικά προβλήματα θα οδηγούσαν εκεί που οδήγησαν. Θα είχαν, απλούστατα, μια διαφορετική έκφραση που θα αποσύνδεε την δικαιολογημένη διαμαρτυρία από τις εκτεταμένες καταστροφές.
Η κουλτούρα αυτή αναπαράγεται στη δημόσια σφαίρα από όσους αισθάνονται ίσως ενοχές γιατί η δική τους γενιά οδήγησε την χώρα μας στα σημερινά της αδιέξοδα και προβάλλουν με τον τρόπο αυτό στους σημερινούς νέους τις δικές τους ανησυχίες και ανεπάρκειες.
Πρόκειται για μια κουλτούρα που:
ουσιαστικά δικαιολογεί κάθε αίτημα ανεξάρτητα από το αν έχει βάση ή όχι,
που βρίσκεται πίσω από τις διαρκείς καταλήψεις των πανεπιστημίων και τα επεισόδια που γίνονται σχεδόν αδιάκοπα μετά το 1974 και που έχουν ως βασικό θύμα τους την παιδεία.
Ο μαρασμός της παιδείας εξηγεί εν μέρει και την παρακμή του «ανθρώπινου κεφαλαίου», δηλαδή των δεξιοτήτων των νέων και τα επαγγελματικά αδιέξοδα που προκύπτουν αναπόφευκτα.
Τελικά, το σύστημα αξιών που μας κληροδότησε η μεταπολίτευση ενοποιεί θύτες και θύματα σε ένα τραγικό αδιέξοδο. Χωρίς την απαλλαγή από αυτές τις αξίες δύσκολα θα μπορέσουμε να βρούμε τον δρόμο των αλλαγών.
Συνάδελφοι και φοιτητές στην Αμερική και την Ευρώπη με ρωτάνε απορημένοι: γιατί καίγεται η Αθήνα; Πώς εξηγούνται επεισόδια τέτοιας έκτασης και διάρκειας;
Τους φαίνεται παράδοξο πως μια πλούσια ευρωπαϊκή χώρα (γιατί αυτό είναι η Ελλάδα) αυτοκαταστρέφεται, και μάλιστα όχι από τους απόκληρους μετανάστες της (η μεγάλη πλειοψηφία των οποίων δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να δουλεύει), ούτε σε κάποια απομονωμένα γκέτο στην περιφέρεια των πόλεων.
Τονίζω πως το ερώτημα δεν αφορά τις διαμαρτυρίες αλλά τις καταστροφές.
Δυσκολεύομαι να τους εξηγήσω τι συμβαίνει. Περιδιαβάζοντας τα δημοσιεύματα και συζητώντας με φίλους και γνωστούς στην Ελλάδα μού δίνουν συχνά την εντύπωση πως πιστεύουν ότι ζουν στην πιο καθυστερημένη τριτοκοσμική χώρα που υπάρχει.
Πού οφείλεται αυτό το παράδοξο;
Τρεις ερμηνείες φαίνεται να εξηγούν την ένταση και έκταση των επεισοδίων. Αναφέρονται:
σε μια γενικευμένη λαϊκή αγανάκτηση για ό,τι πάει στραβά στην Ελλάδα,
στις περιορισμένες προοπτικές των νέων και την αντίδρασή τους στην «κρατική καταστολή» και τέλος
στην κυβερνητική απόφαση να αποσύρει ουσιαστικά την αστυνομία με την πρόφαση της αποφυγής της έντασης.
Και οι τρεις αυτές ερμηνείες εμπεριέχουν μια δόση αλήθειας και προσφέρουν συνδυαστικά μια συνολικότερη ερμηνεία του φαινομένου.
Πιστεύω, όμως, πως και οι τρεις είναι ανεπαρκείς αν αγνοήσουμε το σύστημα αξιών που μας κληροδότησε η μεταπολίτευση και που εξακολουθεί να κυριαρχεί.
Δεν χρειάζεται να παραβλέψει κανείς τα πραγματικά προβλήματα της κακοδιοίκησης, των σκανδάλων και του ανορθολογισμού που χαρακτηρίζουν κράτος και κοινωνία και παράγουν μια γενικευμένη αίσθηση απογοήτευσης, ούτε να απεμπολήσει την ανάγκη των δραστικών αλλαγών που απαιτούνται, για να διαπιστώσει πως η χώρα μας εξακολουθεί να ανήκει στο προνομιούχο κλαμπ των πλούσιων χωρών αυτού του κόσμου.
Εν τέλει, η σύγκριση της Ελλάδα με χώρες που παρουσιάζουν αντίστοιχες πολιτικές και οικονομικές επιδόσεις είναι καταλυτική: μόνο στην Ελλάδα συναντάμε τέτοιου είδους επεισόδια.
Μόνο, λοιπόν, αν δεχθούμε πως η Ελλάδα περνάει μια κοινωνική κρίση μοναδική στον ανεπτυγμένο κόσμο, μπορούμε να συνδέσουμε την κοινωνική δυσαρέσκεια με την έκταση των επεισοδίων. Μια τέτοια ανάλυση θα ήταν εξαιρετικά προβληματική.
Ακούμε επίσης πολλά για τις περιορισμένες επαγγελματικές επιλογές των νέων και την αίσθηση αδιεξόδου που κυριαρχεί ανάμεσά τους.
Όμως δεν είναι σαφές αν οι «εξεγερμένοι» νέοι ανήκουν στα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα. Σίγουρα ένα ικανό ποσοστό προέρχεται από μεσαία και ανώτερα στρώματα.
Αλλά και πάλι, οι νέοι (και όχι μόνο αυτοί) αντιμετωπίζουν δύσκολες περιστάσεις σ' ολόκληρο τον ανεπτυγμένο κόσμο.
Θα έλεγα, μάλιστα, πως αρκετοί νέοι στην Ελλάδα βρίσκονται σε καλύτερη μοίρα από τους αντίστοιχους άλλων χωρών καθώς προστατεύονται από την οικογένειά τους, ταξιδεύουν και σπουδάζουν στο εξωτερικό και δεν στερούνται τις διακοπές στα νησιά κάθε καλοκαίρι.
Τέλος, παρά τα απαράδεκτα κρούσματα αστυνομικής βίας, σίγουρα δεν ζούμε σε ένα αστυνομικό κράτος όπως επαναλαμβάνουν τόσοι και τόσοι.
Η αποτελεσματική αστυνόμευση υπολείπεται, όπως άλλωστε έδειξαν τα γεγονότα· και υπολείπεται για μια σειρά λόγους, όπως η γενικότερη παρακμή του δημόσιου τομέα στον οποίο ανήκει η αστυνομία αλλά και στο γεγονός πως έχει απονομιμοποιηθεί γενικότερα.
Θεωρώ πως το στοιχείο που τελικά ενοποιεί την διάχυτη αίσθηση κοινωνικής δυσπραγίας, τα προβλήματα των νέων και την ελλιπή και αναποτελεσματική αστυνόμευση και που εξηγεί την προσφυγή στη βία πρέπει να αναζητηθεί στην κουλτούρα της μεταπολίτευσης.
Από το 1974 και μετά κυριαρχεί στη χώρα μας ένας απλοϊκός λόγος που δικαιολογεί, και ενίοτε εκθειάζει, την βίαιη διαμαρτυρία και προσφέρει το ιδεολογικό άλλοθι που χρειάζονται οι κάθε λογής κουκουλοφόροι. Είναι ένας βαθιά συντηρητικός λόγος που μετασχηματίζει κάθε αίτημα σε δικαίωμα και μετατρέπει ένα τραγικό θύμα της αστυνομικής βίας σε ήρωα μιας επανάστασης που είναι τόσο ρομαντική όσο και ασαφής. Εν τέλει είναι ένας λόγος που μπλοκάρει κάθε αλλαγή. Χωρίς την κουλτούρα αυτή δύσκολα τα αντικειμενικά προβλήματα θα οδηγούσαν εκεί που οδήγησαν. Θα είχαν, απλούστατα, μια διαφορετική έκφραση που θα αποσύνδεε την δικαιολογημένη διαμαρτυρία από τις εκτεταμένες καταστροφές.
Η κουλτούρα αυτή αναπαράγεται στη δημόσια σφαίρα από όσους αισθάνονται ίσως ενοχές γιατί η δική τους γενιά οδήγησε την χώρα μας στα σημερινά της αδιέξοδα και προβάλλουν με τον τρόπο αυτό στους σημερινούς νέους τις δικές τους ανησυχίες και ανεπάρκειες.
Πρόκειται για μια κουλτούρα που:
ουσιαστικά δικαιολογεί κάθε αίτημα ανεξάρτητα από το αν έχει βάση ή όχι,
που βρίσκεται πίσω από τις διαρκείς καταλήψεις των πανεπιστημίων και τα επεισόδια που γίνονται σχεδόν αδιάκοπα μετά το 1974 και που έχουν ως βασικό θύμα τους την παιδεία.
Ο μαρασμός της παιδείας εξηγεί εν μέρει και την παρακμή του «ανθρώπινου κεφαλαίου», δηλαδή των δεξιοτήτων των νέων και τα επαγγελματικά αδιέξοδα που προκύπτουν αναπόφευκτα.
Τελικά, το σύστημα αξιών που μας κληροδότησε η μεταπολίτευση ενοποιεί θύτες και θύματα σε ένα τραγικό αδιέξοδο. Χωρίς την απαλλαγή από αυτές τις αξίες δύσκολα θα μπορέσουμε να βρούμε τον δρόμο των αλλαγών.
Οι πολίτες κι οι αλήτες
του Θεόδωρου Ε. Παντούλα
Δολοφονήθηκε ένα δεκαπεντάχρονο παιδί από έναν ανεγκέφαλο αστυνομικό. Κι ότι και να πούμε δεν υπάρχουν παραμυθητικοί λόγοι για τους οικείους του.
Δεν τιμούν όμως διόλου την μνήμη του οι βανδαλισμοί δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας και το πλιάτσικο που έγιναν στο όνομά του. Ούτε ο (α)πολιτικός καιροσκοπισμός που ορισμένοι επέδειξαν στην προσπάθειά τους να καρπωθούν εκλογικά ή άλλα οφέλη. Δεν ευθύνεται βεβαίως συλλήβδην η αστυνομία, παρότι ως κοινωνία φαίνεται να εκφραζόμαστε από τον πρωτογονισμό της συλλογικής ευθύνης.
Η ανεκδιήγητη κυβέρνηση (αυτή που εκλέξαμε και, απ' ότι φαίνεται, μας αξίζει) υπήρξε θεατής των εκτρόπων, επιτρέποντας να τεθεί σύμπασα η ελληνική κοινωνία υπό την ομηρία του κρετινισμού ευάριθμων ομάδων κουκουλοφόρων και ζαλισμένων παρατρεχάμενων δεκαεξάχρονων που εκλαμβάνουν τον χουλιγκανισμό για πολιτική αρετή.
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κανένα πολιτικό πρόταγμα, γι' αυτό με την πρώτη βροχή οι «επαναστατημένοι» νεολαίοι άνοιξαν τα αλεξιβρόχιά τους κι επέστρεψαν στις οικίες τους, αφήνοντας μόνους τους αμετροεπείς τηλεοπτικούς σχολιαστές να υπερασπίζονται ό,τι μέχρι χτες κατήγγελλαν.
Το βραχύβιο «κίνημα» αξιώθηκε και καταξιώθηκε μάλιστα με την στήριξη πνευματικών αναστημάτων όπως του Γιώργου Τράγκα και άλλων παρομοίων. Όταν όμως ο Τράγκας και οι συνάδελφοί του (οι κατεξοχήν στυλοβάτες του κατεστημένου συστήματος δηλαδή) στηρίζουν αυτούς που, υποτίθεται, ότι αμφισβητούν την εξουσία τους, κάτι δεν πάει καλά.
Η αστυνομία -η οποία, για να μην ξεχνιόμαστε, εκτελεί εντολές της πολιτικής ηγεσίας- χρησιμοποιήθηκε ως σάκος του μποξ για την εκτόνωση της σύγχυσης και της κρίσης. Μιας κρίσης που οι πολιτικοί της προϊστάμενοι δεν την άφησαν να την διαχειριστεί και την οποία την αντιμετώπισαν σε αρκετές περιπτώσεις μόνοι τους κι εκ των ενόντων οι άμεσα θιγόμενοι (όσοι προσπαθούν να ταυτίσουν τους ανθρώπους αυτούς με τους χρυσαυγίτες διαπράττουν έναν ενσυνείδητο πολιτικό έγκλημα).
Όσοι κατορθώνουν να δουν πέρα από την μύτη τους καταλαβαίνουν ότι τέτοιες πρακτικές οδηγούν σε γενικευμένη εμφύλια σύρραξη κι όχι σε κοινωνία ενεργών και υπεύθυνων πολιτών.
Καλό επίσης είναι να θυμόμαστε ότι η αστυνομία είναι μια δημόσια υπηρεσία, η οποία χαρακτηρίζεται από όλες τις παθογένειες που χαρακτηρίζουν αυτό που καταχρηστικά ακόμη αποκαλούμε «δημόσια υπηρεσία». Πιθανώς να υπάρχουν άνθρωποι ενθουσιασμένοι με τις παρεχόμενες από νοσοκομεία, πολεοδομίες, εφορίες, κ.λπ. υπηρεσίες αλλά δεν έτυχε να τους γνωρίσω. Πιθανώς να υπάρχει και μια λαμπρή δωρεάν δημόσια παιδεία που εγώ δεν γνωρίζω. Γνωρίζω όμως ότι κανείς δεν ζητά την αναβάθμισή της. Μερικά ευρώ ακόμη και καθόλου αξιολόγηση είναι τα πάγια αιτήματα των λειτουργών της.
Να το πούμε ξεκάθαρα: η ανοχή και η υπόθαλψη της βίας ούτε τιμά ούτε στηρίζει την ελευθερία μας. Βλάπτει δε σοβαρά την δημοκρατία μας.
«Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» βροντοφώναξαν οι οργισμένοι μείρακες. Υποθέτω ότι είναι οι ίδιοι μείρακες που συμπληρώνοντας το μηχανογραφικό δελτίο για τις μεταλυκειακές τους σπουδές θα επιλέξουν τις αστυνομικές ακαδημίες, ονειρευόμενοι την ισόβια μισθοδοσία τους ή αργομισθία τους από το ελληνικό δημόσιο. Δεν φταίνε βεβαίως τα αμούστακα. Αυτό το κοινωνικό πρότυπο τους προτείνουμε: «εάν δεν μπορείς να γίνεις λαμόγιο γίνε τουλάχιστον δημόσιος υπάλληλος».
Δεν αντέχεται τόση παλιανθρωπιά, ειδικά όταν είσαι δεκαεξάρης.
Αλλά τι έγινε που πετροβολήθηκαν οι αστυνομικοί; Και τι έγινε που νυχθημερόν με ανανδρία τους καθυβρίσαμε την μάνα, τον πατέρα και την κόρη; Εκτονώθηκε η σύγχυσή μας ασφαλώς, αλλά πέραν τούτου;
Πέραν τούτου η πραγματική εξουσία έμεινε στο απυρόβλητο -εκτός κι αν εξουσία είναι οι κακομοίρηδες που την πλήρωσαν. Εκτός και αν υπάρχει έστω κι ένας που να πιστεύει ότι για την ευτέλεια του δημόσιου και ιδιωτικού μας βίου ευθύνονται τα μέχρι στιγμής θύματα των βανδαλισμών που ορισμένοι ονομάζουν «κίνημα», δικαιολογώντας τον ενήλικο κωλοπαιδισμό δια της αμβλύνοιας των «παράπλευρων απωλειών».
Αν θέλουμε να συμπεριφερθούμε ως κοινωνία -κι όχι ως ορδή καταναλωτών- ας αναρωτηθούμε, ευκαιρίας δοθείσης, τι δημοκρατία θέλουμε;
Γιατί αυτό που εδώ και καιρό παρακολουθούμε δεν είναι δημοκρατία. Είναι μιντιοκρατία.
Η δημοκρατία μας δεν απειλείται από την μισθοσυντήρητη αστυνομία στην οποία, σε αντίθεση με άλλες κρατικές υπηρεσίες, σταδιοδρομούν καλοί μαθητές κι όχι κομματικά στρατεύματα.
Η δημοκρατία μας απειλείται από τους εξωθεσμικούς διαχειριστές της. Κι ως γνωστόν τα ΜΜΕ προ πολλού έχουν περιέλθει σε εργολάβους του δημοσίου που κάνουν τις δουλειές τους χρησιμοποιώντας ως παραδουλεύτρα τον πολιτικό κόσμο και υπόκοσμο.
Έτσι λ.χ. μπορούν οι «εκδότες» να περιφέρουν μαύρες σακούλες με κατάμαυρα λεφτά ανά την Ευρώπη χωρίς να σκανδαλίζονται οι υπηρεσίες οικονομικών ελέγχων ή να γίνονται τιμητές του δημοσίου βίου πρώην πράκτορες παντός πολιτικού καιρού που μεσουρανούν ως μεγαλοπρομηθευτές του ελληνικού δημοσίου.
Θέλω να υπενθυμίσω στον κάθε συμπολίτη ότι τα κανάλια:
Είναι παράνομες επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν δημόσιες συχνότητες χωρίς κανέναν κοινωνικό έλεγχο.
Είναι παράνομες επιχειρήσεις τις οποίες μάλιστα ερήμην των φορολογουμένων χρηματοδοτεί το κράτος με διαφημιστικές καταχωρίσεις και χαριστικές ρυθμίσεις. Τα ίδια ισχύουν και για τα υπόλοιπα ΜΜΕ, των οποίων τα έσοδα από τις πωλήσεις τους δεν επαρκούν ούτε για τα λειτουργικά ή εκτυπωτικά τους έξοδα.
Ο εχθρός λοιπόν για τους αληθινούς υπέρμαχους της δημοκρατίας υπάρχει. Ας σταματήσουμε ν' ασχολούμαστε με τα τσιράκια του, που εκ περιτροπής παριστάνουν πότε την κυβέρνηση και πότε την αντιπολίτευση.
Ο υπογράφων τούτο το σημείωμα δηλώνει πως θα είναι απ' τους πρώτους και χωρίς κουκούλα όταν η κοινωνία των πολιτών αποφασίσει τον απεγκλωβισμό της από την αγοραία χυδαιότητα των νταβατζήδων που πήραν εργολαβία και την «ενημέρωσή» μας.
Μόνο που φοβάμαι που και πάλι θα είμαστε σχεδόν μόνοι.
Επεξήγηση για τον τίτλο
Οι «αλήτες» του τίτλου δεν είναι τα «παιδιά». Είναι όμως αυτοί που τα κάνουν σαν τα μούτρα τους.
Δεν ευθύνονται τα παιδιά για τον κτηνώδη καταναλωτισμό που τους προτείνουμε, για τον αθέμιτο πλουτισμό που τον υπηρετεί, για τον διασυρμό της εκκλησίας, για τον ευτελισμό της δικαιοσύνης.
Δεν ευθύνονται τα παιδιά για την περιφρόνηση του συλλογικού συμφέροντος, για την μόλυνση της ζωής μας, για τον χλευασμό των παραδόσεων, των νόμων και των θεσμών, για την γενικευμένη διαφθορά, την επιλεκτική ατιμωρησία, την σχεδόν πάνδημη αποδοχή της αναξιοκρατίας.
Η σήψη μπορεί να σε καταπιεί. Μπορεί όμως και να εμπνεύσει την ανατροπή της. Οπωσδήποτε χωρίς κουκούλα.
Όσο για τους «πολίτες» του τίτλου, αυτούς ακόμη τους ψάχνω...
Δολοφονήθηκε ένα δεκαπεντάχρονο παιδί από έναν ανεγκέφαλο αστυνομικό. Κι ότι και να πούμε δεν υπάρχουν παραμυθητικοί λόγοι για τους οικείους του.
Δεν τιμούν όμως διόλου την μνήμη του οι βανδαλισμοί δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας και το πλιάτσικο που έγιναν στο όνομά του. Ούτε ο (α)πολιτικός καιροσκοπισμός που ορισμένοι επέδειξαν στην προσπάθειά τους να καρπωθούν εκλογικά ή άλλα οφέλη. Δεν ευθύνεται βεβαίως συλλήβδην η αστυνομία, παρότι ως κοινωνία φαίνεται να εκφραζόμαστε από τον πρωτογονισμό της συλλογικής ευθύνης.
Η ανεκδιήγητη κυβέρνηση (αυτή που εκλέξαμε και, απ' ότι φαίνεται, μας αξίζει) υπήρξε θεατής των εκτρόπων, επιτρέποντας να τεθεί σύμπασα η ελληνική κοινωνία υπό την ομηρία του κρετινισμού ευάριθμων ομάδων κουκουλοφόρων και ζαλισμένων παρατρεχάμενων δεκαεξάχρονων που εκλαμβάνουν τον χουλιγκανισμό για πολιτική αρετή.
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κανένα πολιτικό πρόταγμα, γι' αυτό με την πρώτη βροχή οι «επαναστατημένοι» νεολαίοι άνοιξαν τα αλεξιβρόχιά τους κι επέστρεψαν στις οικίες τους, αφήνοντας μόνους τους αμετροεπείς τηλεοπτικούς σχολιαστές να υπερασπίζονται ό,τι μέχρι χτες κατήγγελλαν.
Το βραχύβιο «κίνημα» αξιώθηκε και καταξιώθηκε μάλιστα με την στήριξη πνευματικών αναστημάτων όπως του Γιώργου Τράγκα και άλλων παρομοίων. Όταν όμως ο Τράγκας και οι συνάδελφοί του (οι κατεξοχήν στυλοβάτες του κατεστημένου συστήματος δηλαδή) στηρίζουν αυτούς που, υποτίθεται, ότι αμφισβητούν την εξουσία τους, κάτι δεν πάει καλά.
Η αστυνομία -η οποία, για να μην ξεχνιόμαστε, εκτελεί εντολές της πολιτικής ηγεσίας- χρησιμοποιήθηκε ως σάκος του μποξ για την εκτόνωση της σύγχυσης και της κρίσης. Μιας κρίσης που οι πολιτικοί της προϊστάμενοι δεν την άφησαν να την διαχειριστεί και την οποία την αντιμετώπισαν σε αρκετές περιπτώσεις μόνοι τους κι εκ των ενόντων οι άμεσα θιγόμενοι (όσοι προσπαθούν να ταυτίσουν τους ανθρώπους αυτούς με τους χρυσαυγίτες διαπράττουν έναν ενσυνείδητο πολιτικό έγκλημα).
Όσοι κατορθώνουν να δουν πέρα από την μύτη τους καταλαβαίνουν ότι τέτοιες πρακτικές οδηγούν σε γενικευμένη εμφύλια σύρραξη κι όχι σε κοινωνία ενεργών και υπεύθυνων πολιτών.
Καλό επίσης είναι να θυμόμαστε ότι η αστυνομία είναι μια δημόσια υπηρεσία, η οποία χαρακτηρίζεται από όλες τις παθογένειες που χαρακτηρίζουν αυτό που καταχρηστικά ακόμη αποκαλούμε «δημόσια υπηρεσία». Πιθανώς να υπάρχουν άνθρωποι ενθουσιασμένοι με τις παρεχόμενες από νοσοκομεία, πολεοδομίες, εφορίες, κ.λπ. υπηρεσίες αλλά δεν έτυχε να τους γνωρίσω. Πιθανώς να υπάρχει και μια λαμπρή δωρεάν δημόσια παιδεία που εγώ δεν γνωρίζω. Γνωρίζω όμως ότι κανείς δεν ζητά την αναβάθμισή της. Μερικά ευρώ ακόμη και καθόλου αξιολόγηση είναι τα πάγια αιτήματα των λειτουργών της.
Να το πούμε ξεκάθαρα: η ανοχή και η υπόθαλψη της βίας ούτε τιμά ούτε στηρίζει την ελευθερία μας. Βλάπτει δε σοβαρά την δημοκρατία μας.
«Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» βροντοφώναξαν οι οργισμένοι μείρακες. Υποθέτω ότι είναι οι ίδιοι μείρακες που συμπληρώνοντας το μηχανογραφικό δελτίο για τις μεταλυκειακές τους σπουδές θα επιλέξουν τις αστυνομικές ακαδημίες, ονειρευόμενοι την ισόβια μισθοδοσία τους ή αργομισθία τους από το ελληνικό δημόσιο. Δεν φταίνε βεβαίως τα αμούστακα. Αυτό το κοινωνικό πρότυπο τους προτείνουμε: «εάν δεν μπορείς να γίνεις λαμόγιο γίνε τουλάχιστον δημόσιος υπάλληλος».
Δεν αντέχεται τόση παλιανθρωπιά, ειδικά όταν είσαι δεκαεξάρης.
Αλλά τι έγινε που πετροβολήθηκαν οι αστυνομικοί; Και τι έγινε που νυχθημερόν με ανανδρία τους καθυβρίσαμε την μάνα, τον πατέρα και την κόρη; Εκτονώθηκε η σύγχυσή μας ασφαλώς, αλλά πέραν τούτου;
Πέραν τούτου η πραγματική εξουσία έμεινε στο απυρόβλητο -εκτός κι αν εξουσία είναι οι κακομοίρηδες που την πλήρωσαν. Εκτός και αν υπάρχει έστω κι ένας που να πιστεύει ότι για την ευτέλεια του δημόσιου και ιδιωτικού μας βίου ευθύνονται τα μέχρι στιγμής θύματα των βανδαλισμών που ορισμένοι ονομάζουν «κίνημα», δικαιολογώντας τον ενήλικο κωλοπαιδισμό δια της αμβλύνοιας των «παράπλευρων απωλειών».
Αν θέλουμε να συμπεριφερθούμε ως κοινωνία -κι όχι ως ορδή καταναλωτών- ας αναρωτηθούμε, ευκαιρίας δοθείσης, τι δημοκρατία θέλουμε;
Γιατί αυτό που εδώ και καιρό παρακολουθούμε δεν είναι δημοκρατία. Είναι μιντιοκρατία.
Η δημοκρατία μας δεν απειλείται από την μισθοσυντήρητη αστυνομία στην οποία, σε αντίθεση με άλλες κρατικές υπηρεσίες, σταδιοδρομούν καλοί μαθητές κι όχι κομματικά στρατεύματα.
Η δημοκρατία μας απειλείται από τους εξωθεσμικούς διαχειριστές της. Κι ως γνωστόν τα ΜΜΕ προ πολλού έχουν περιέλθει σε εργολάβους του δημοσίου που κάνουν τις δουλειές τους χρησιμοποιώντας ως παραδουλεύτρα τον πολιτικό κόσμο και υπόκοσμο.
Έτσι λ.χ. μπορούν οι «εκδότες» να περιφέρουν μαύρες σακούλες με κατάμαυρα λεφτά ανά την Ευρώπη χωρίς να σκανδαλίζονται οι υπηρεσίες οικονομικών ελέγχων ή να γίνονται τιμητές του δημοσίου βίου πρώην πράκτορες παντός πολιτικού καιρού που μεσουρανούν ως μεγαλοπρομηθευτές του ελληνικού δημοσίου.
Θέλω να υπενθυμίσω στον κάθε συμπολίτη ότι τα κανάλια:
Είναι παράνομες επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν δημόσιες συχνότητες χωρίς κανέναν κοινωνικό έλεγχο.
Είναι παράνομες επιχειρήσεις τις οποίες μάλιστα ερήμην των φορολογουμένων χρηματοδοτεί το κράτος με διαφημιστικές καταχωρίσεις και χαριστικές ρυθμίσεις. Τα ίδια ισχύουν και για τα υπόλοιπα ΜΜΕ, των οποίων τα έσοδα από τις πωλήσεις τους δεν επαρκούν ούτε για τα λειτουργικά ή εκτυπωτικά τους έξοδα.
Ο εχθρός λοιπόν για τους αληθινούς υπέρμαχους της δημοκρατίας υπάρχει. Ας σταματήσουμε ν' ασχολούμαστε με τα τσιράκια του, που εκ περιτροπής παριστάνουν πότε την κυβέρνηση και πότε την αντιπολίτευση.
Ο υπογράφων τούτο το σημείωμα δηλώνει πως θα είναι απ' τους πρώτους και χωρίς κουκούλα όταν η κοινωνία των πολιτών αποφασίσει τον απεγκλωβισμό της από την αγοραία χυδαιότητα των νταβατζήδων που πήραν εργολαβία και την «ενημέρωσή» μας.
Μόνο που φοβάμαι που και πάλι θα είμαστε σχεδόν μόνοι.
Επεξήγηση για τον τίτλο
Οι «αλήτες» του τίτλου δεν είναι τα «παιδιά». Είναι όμως αυτοί που τα κάνουν σαν τα μούτρα τους.
Δεν ευθύνονται τα παιδιά για τον κτηνώδη καταναλωτισμό που τους προτείνουμε, για τον αθέμιτο πλουτισμό που τον υπηρετεί, για τον διασυρμό της εκκλησίας, για τον ευτελισμό της δικαιοσύνης.
Δεν ευθύνονται τα παιδιά για την περιφρόνηση του συλλογικού συμφέροντος, για την μόλυνση της ζωής μας, για τον χλευασμό των παραδόσεων, των νόμων και των θεσμών, για την γενικευμένη διαφθορά, την επιλεκτική ατιμωρησία, την σχεδόν πάνδημη αποδοχή της αναξιοκρατίας.
Η σήψη μπορεί να σε καταπιεί. Μπορεί όμως και να εμπνεύσει την ανατροπή της. Οπωσδήποτε χωρίς κουκούλα.
Όσο για τους «πολίτες» του τίτλου, αυτούς ακόμη τους ψάχνω...
Η ποιότητα της βρεφονηπιακής μέριμνας εξαρτάται από την κοινωνική ισότητα
της Τζέραλντιν Μπέντελ
Ποιος είναι ο καταλληλότερος να μεγαλώσει το παιδί σας; Εσείς ή το κατά πιθανότητα προσωρινό, κακοπληρωμένο, νεαρό και όχι τόσο καλά εκπαιδευμένο προσωπικό του βρεφονηπιακού σας σταθμού;
Αυτό είναι το ερώτημα που εγείρει μία πρόσφατη έκθεση της «γιούνισεφ» για την κατάσταση της βρεφονηπιακής μέριμνας σε 25 αναπτυγμένες χώρες. Για πρώτη φορά μετά από αιώνες, αναφέρει η έκθεση, η πλειοψηφία των γονέων στα αναπτυγμένα κράτη εντέλλει την ανατροφή των παιδιών της σε εξειδικευμένους εργαζόμενους. Ταυτόχρονα, οι νευροεπιστήμονες δείχνουν -έκπληξη! έκπληξη!- πως ο εγκέφαλος διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό χάρη στις διαπροσωπικές επαφές στα πρώτα-πρώτα χρόνια της ζωής· αποδεικνύεται επίσης πως η αγάπη είναι εξίσου σημαντική για τη συναισθηματική όσο και για τη διανοητική ανάπτυξη.
Έτσι τελικά ίσως να μην ήταν και τόσο ασήμαντο αυτό το πράγμα της μητρότητας, που η γενιά μου διδάχτηκε να περιφρονεί ως κάτι που θα έπρεπε να στριμώξουμε στο περιθώριο της οικονομικά προσοδοφόρας, κοινωνικά απαραίτητης «πραγματικής» μας δουλειάς και που θα μπορούσαμε μια χαρά να το αποφύγουμε πληρώνοντας διάφορους χαμηλόμισθους να το κάνουν στη θέση μας.
Φυσικά βαθιά μέσα τους οι γυναίκες πάντα το ήξεραν αυτό.
Καθώς η ανατροφή των παιδιών ήταν ιστορικά το βασικό μας καθήκον, νιώθαμε πως εκτελούσαμε πλημμελώς τα καθήκοντά μας. Όταν ήμαστε σε γονική άδεια ή ασκούσαμε ένα μεγάλο μέρος των γονικών μας καθηκόντων καθοδηγημένοι από τον τρόπο που είχε διαμορφωθεί ο εγκέφαλός μας, διαπιστώναμε καθημερινά πόσο πλούσιο ήταν το κοινωνικό κεφάλαιο που αποκομίζαμε ερχόμενοι σε επαφή με άλλους γονείς, έξω από τις σχολικές αυλόπορτες.
Αυτή η παράξενη πραγματικότητα είναι σήμερα το μεγάλο κρυμμένο μυστικό στη συζήτηση περί βρεφονηπιακής περίθαλψης. Οι φεμινίστριες διστάζουν να το συζητήσουν ανοικτά, διότι οπλίζει τους αντιδραστικούς που θα ήθελαν να εκτοπίσουν τις γυναίκες από την αγορά εργασίας, ή εν πάση περιπτώσει να μην τις αφήνουν να καταλαμβάνουν θέσεις ευθύνης.
Δυστυχώς υπάρχει και μία άλλη αλήθεια, εξίσου απτή, που αντικρούει την προηγούμενη: η διαρκής συνύπαρξη με παιδιά μπορεί να αποδειχθεί μία βαρετή, άγονη και καταθλιπτική εμπειρία. Οι περισσότερες γυναίκες δουλεύουν όχι μόνο διότι αλλιώς δεν τα βγάζουν οικονομικά πέρα, αλλά και διότι η απασχόληση τους προσφέρει αυτοεκτίμηση, κοινωνικότητα, δύναμη και αξιοπρέπεια.
Το πραγματικό πρόβλημα με τους βρεφονηπιακούς σταθμούς είναι πως απαλλάσσει τους άνδρες από τα γονικά τους καθήκοντα. Αν οι γυναίκες υποχρεούνται να πληρώνουν για βρεφονηπιακή περίθαλψη, το κάνουν διότι οι περισσότεροι άνδρες αρνούνται να δαπανήσουν χρόνο για να ασκήσουν σωστά το ρόλο του γονέα.
Αλλιώς: για να συνεχίσουν να εργάζονται οι γυναίκες, θα πρέπει να αλλάξουν τρόπο ζωής οι άνδρες -και όχι τα παιδιά.
Αν δούμε έτσι το ζήτημα, δεν προκαλεί έκπληξη πως οι χώρες που πρωτεύουν στη σχετική αξιολόγηση της «γιούνισεφ» για τη βρεφονηπιακή αγωγή είναι οι ίδιες που διακρίνονται για την κοινωνική και διαφυλική ισότητα -η Σουηδία και η Ισλανδία.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η συζήτηση για το αν πρέπει να επιλεγεί ο βρεφονηπιακός σταθμός, τι είδους, πόσης διάρκειας κ.λπ, διεξάγεται στο πλαίσιο μιας ολοένα και πιο άνισης κοινωνίας, όπου «ο νικητής τα παίρνει όλα» και όπου αν δεν είσαι κολλημένος στο «μπλακμπέρι» σου 24 ώρες το εικοσιτετράωρο δεν μπορείς να διεκδικείς σταδιοδρομία άξια λόγου.
Η πρόσοδος που αποφέρει η έντονη αφιέρωση στην καριέρα είναι πελώρια, πολλαπλάσια σε σχέση με την απόδοση της ανατροφής ενός παιδιού. Οι εκτεταμένες γονικές άδειες, η μερική απασχόληση και η επαγγελματική ασφάλεια είναι για τους «χαμένους» της επαγγελματικής καταξίωσης.
Πολλές γυναίκες μετρούν τη διαφορά στις αμοιβές, την προσωπική τους επιθυμία για λίγη ισορροπία, την αδυναμία να ασχολούνται και οι δύο γονείς με την ανατροφή των παιδιών και επιλέγουν να εργάζονται σε συνθήκες μερικής απασχόλησης, ή εν πάση περιπτώσει με λιγότερο ζήλο. Ή βρίσκουν άλλες «πατέντες» που λίγο-πολύ είναι αποτελεσματικές (η έκθεση της «γιούνισεφ» πάσχει από το ότι επιμένει να μην λαμβάνει υπόψη της την άτυπη, οικιακού τύπου βρεφονηπιακή φροντίδα, από παππούδες, γείτονες ή άλλους συνδυασμούς).
Πέρα από τις τύψεις των γονέων, η επικινδυνότητα της κατάστασης στην οποία βρισκόμαστε, και που αποκαλύπτει η έκθεση της «γιούνισεφ», αποτελεί ως επί το πλείστον αποτέλεσμα αποφάσεων που λήφθηκαν με κριτήρια την αγάπη για τα παιδιά και την ισορροπία των εμπλεκόμενων ενηλίκων... Πράγμα που σημαίνει πως αυτό που πάσχει είναι το πλαίσιο στο οποίο λαμβάνονται οι αποφάσεις.
Αυτό όμως που θα έπρεπε να μας απασχολεί ιδιαίτερα, είναι η μοίρα όσων δεν έχουν επιλογές.
Ένας από τους λόγους που η Βρετανία βρίσκεται τόσο χαμηλά στη σχετική κατάταξη (αν και η κυβέρνηση αμφισβητεί τη θέση μας στο μέσο του σχετικού πίνακα) είναι πως στη χώρα μας εξακολουθούν να υπάρχουν 3 εκατομμύρια παιδιά που ζουν σε συνθήκες φτώχειας. Πολλά ανάμεσά τους βρίσκονται εγκλωβισμένα σε συνθήκες διαβίωσης όπου έχει καταρρεύσει ακόμα και η ίδια η έννοια «οικογένεια».
Το πρόβλημα στις περιπτώσεις αυτές δεν έγκειται στο ποιος γονιός έχει καλύτερη δουλειά, καθώς υπάρχει ένας μόνο γονιός -κι ελάχιστες δουλειές.
Αυτές οι οικογένειες επιθυμούν επίσης ό,τι το καλύτερο για τα παιδιά τους, όπως κι οποιοσδήποτε άλλος, αλλά διαθέτουν ελάχιστες εναλλακτικές λύσεις σε ότι αφορά τις θέσεις δουλειάς ή τη διαμόρφωση της οικογενειακής τους δομής.
Μέχρι να φτάσουν στα 15 τους χρόνια, τα παιδιά που κατάγονται από το φτωχότερο 5% των οικογενειών έχουν 100 φορές περισσότερες πιθανότητες να έχουν «μπλέξει» σε διάφορα προβλήματα -σε σχέση με τα παιδιά που κατάγονται από το πλουσιότερο 50%.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, η βρεφονηπιακή φροντίδα μπορεί να αποδειχτεί ανεκτίμητης αξίας.
Η έκθεση της «γιούνισεφ» (που μάλλον αποφεύγει να δώσει έμφαση στα συμπεράσματά της) αναγνωρίζει πάντως πως η βρεφονηπιακή μέριμνα μπορεί να συνεισφέρει στην γλωσσική ανάπτυξη και να βοηθήσει στο να «σπάσει» ο φαύλος κύκλος της κοινωνικής υστέρησης.
Από εδώ θα πρέπει να ξεκινά κάθε αποτελεσματική πολιτική για βρεφονηπιακή μέριμνα. Και θα πρέπει να πηγαίνει πολύ μακρύτερα, έως την εξίσωση των φύλων, την κοινωνική ισότητα και τη διαμόρφωση μιας οικονομίας που θα υπηρετεί αυτά τα ιδεώδη, αντί να τα τσαλαπατάει, στο όνομα της επαγγελματικής επιτυχίας.
Ας ελπίσουμε πως η ύφεση θα μας ωθήσει σε έναν αναστοχασμό· πως η τεχνολογία θα μας προσφέρει πιο πολιτισμένους και οικονομικούς τρόπους επαγγελματικής συνεργασίας.
Αλλά εξακολουθούμε να μη βλέπουμε πολύ καλά πώς είναι δυνατό η επόμενη γενιά γονέων να απολαμβάνει μεγαλύτερη ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής σταδιοδρομίας και οικογένειας. Όχι τουλάχιστο όσο δεν αποφασίζουμε να αντιπαλέψουμε σοβαρά τις τόσο έντονες ανισότητες της κοινωνίας μας
Ποιος είναι ο καταλληλότερος να μεγαλώσει το παιδί σας; Εσείς ή το κατά πιθανότητα προσωρινό, κακοπληρωμένο, νεαρό και όχι τόσο καλά εκπαιδευμένο προσωπικό του βρεφονηπιακού σας σταθμού;
Αυτό είναι το ερώτημα που εγείρει μία πρόσφατη έκθεση της «γιούνισεφ» για την κατάσταση της βρεφονηπιακής μέριμνας σε 25 αναπτυγμένες χώρες. Για πρώτη φορά μετά από αιώνες, αναφέρει η έκθεση, η πλειοψηφία των γονέων στα αναπτυγμένα κράτη εντέλλει την ανατροφή των παιδιών της σε εξειδικευμένους εργαζόμενους. Ταυτόχρονα, οι νευροεπιστήμονες δείχνουν -έκπληξη! έκπληξη!- πως ο εγκέφαλος διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό χάρη στις διαπροσωπικές επαφές στα πρώτα-πρώτα χρόνια της ζωής· αποδεικνύεται επίσης πως η αγάπη είναι εξίσου σημαντική για τη συναισθηματική όσο και για τη διανοητική ανάπτυξη.
Έτσι τελικά ίσως να μην ήταν και τόσο ασήμαντο αυτό το πράγμα της μητρότητας, που η γενιά μου διδάχτηκε να περιφρονεί ως κάτι που θα έπρεπε να στριμώξουμε στο περιθώριο της οικονομικά προσοδοφόρας, κοινωνικά απαραίτητης «πραγματικής» μας δουλειάς και που θα μπορούσαμε μια χαρά να το αποφύγουμε πληρώνοντας διάφορους χαμηλόμισθους να το κάνουν στη θέση μας.
Φυσικά βαθιά μέσα τους οι γυναίκες πάντα το ήξεραν αυτό.
Καθώς η ανατροφή των παιδιών ήταν ιστορικά το βασικό μας καθήκον, νιώθαμε πως εκτελούσαμε πλημμελώς τα καθήκοντά μας. Όταν ήμαστε σε γονική άδεια ή ασκούσαμε ένα μεγάλο μέρος των γονικών μας καθηκόντων καθοδηγημένοι από τον τρόπο που είχε διαμορφωθεί ο εγκέφαλός μας, διαπιστώναμε καθημερινά πόσο πλούσιο ήταν το κοινωνικό κεφάλαιο που αποκομίζαμε ερχόμενοι σε επαφή με άλλους γονείς, έξω από τις σχολικές αυλόπορτες.
Αυτή η παράξενη πραγματικότητα είναι σήμερα το μεγάλο κρυμμένο μυστικό στη συζήτηση περί βρεφονηπιακής περίθαλψης. Οι φεμινίστριες διστάζουν να το συζητήσουν ανοικτά, διότι οπλίζει τους αντιδραστικούς που θα ήθελαν να εκτοπίσουν τις γυναίκες από την αγορά εργασίας, ή εν πάση περιπτώσει να μην τις αφήνουν να καταλαμβάνουν θέσεις ευθύνης.
Δυστυχώς υπάρχει και μία άλλη αλήθεια, εξίσου απτή, που αντικρούει την προηγούμενη: η διαρκής συνύπαρξη με παιδιά μπορεί να αποδειχθεί μία βαρετή, άγονη και καταθλιπτική εμπειρία. Οι περισσότερες γυναίκες δουλεύουν όχι μόνο διότι αλλιώς δεν τα βγάζουν οικονομικά πέρα, αλλά και διότι η απασχόληση τους προσφέρει αυτοεκτίμηση, κοινωνικότητα, δύναμη και αξιοπρέπεια.
Το πραγματικό πρόβλημα με τους βρεφονηπιακούς σταθμούς είναι πως απαλλάσσει τους άνδρες από τα γονικά τους καθήκοντα. Αν οι γυναίκες υποχρεούνται να πληρώνουν για βρεφονηπιακή περίθαλψη, το κάνουν διότι οι περισσότεροι άνδρες αρνούνται να δαπανήσουν χρόνο για να ασκήσουν σωστά το ρόλο του γονέα.
Αλλιώς: για να συνεχίσουν να εργάζονται οι γυναίκες, θα πρέπει να αλλάξουν τρόπο ζωής οι άνδρες -και όχι τα παιδιά.
Αν δούμε έτσι το ζήτημα, δεν προκαλεί έκπληξη πως οι χώρες που πρωτεύουν στη σχετική αξιολόγηση της «γιούνισεφ» για τη βρεφονηπιακή αγωγή είναι οι ίδιες που διακρίνονται για την κοινωνική και διαφυλική ισότητα -η Σουηδία και η Ισλανδία.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η συζήτηση για το αν πρέπει να επιλεγεί ο βρεφονηπιακός σταθμός, τι είδους, πόσης διάρκειας κ.λπ, διεξάγεται στο πλαίσιο μιας ολοένα και πιο άνισης κοινωνίας, όπου «ο νικητής τα παίρνει όλα» και όπου αν δεν είσαι κολλημένος στο «μπλακμπέρι» σου 24 ώρες το εικοσιτετράωρο δεν μπορείς να διεκδικείς σταδιοδρομία άξια λόγου.
Η πρόσοδος που αποφέρει η έντονη αφιέρωση στην καριέρα είναι πελώρια, πολλαπλάσια σε σχέση με την απόδοση της ανατροφής ενός παιδιού. Οι εκτεταμένες γονικές άδειες, η μερική απασχόληση και η επαγγελματική ασφάλεια είναι για τους «χαμένους» της επαγγελματικής καταξίωσης.
Πολλές γυναίκες μετρούν τη διαφορά στις αμοιβές, την προσωπική τους επιθυμία για λίγη ισορροπία, την αδυναμία να ασχολούνται και οι δύο γονείς με την ανατροφή των παιδιών και επιλέγουν να εργάζονται σε συνθήκες μερικής απασχόλησης, ή εν πάση περιπτώσει με λιγότερο ζήλο. Ή βρίσκουν άλλες «πατέντες» που λίγο-πολύ είναι αποτελεσματικές (η έκθεση της «γιούνισεφ» πάσχει από το ότι επιμένει να μην λαμβάνει υπόψη της την άτυπη, οικιακού τύπου βρεφονηπιακή φροντίδα, από παππούδες, γείτονες ή άλλους συνδυασμούς).
Πέρα από τις τύψεις των γονέων, η επικινδυνότητα της κατάστασης στην οποία βρισκόμαστε, και που αποκαλύπτει η έκθεση της «γιούνισεφ», αποτελεί ως επί το πλείστον αποτέλεσμα αποφάσεων που λήφθηκαν με κριτήρια την αγάπη για τα παιδιά και την ισορροπία των εμπλεκόμενων ενηλίκων... Πράγμα που σημαίνει πως αυτό που πάσχει είναι το πλαίσιο στο οποίο λαμβάνονται οι αποφάσεις.
Αυτό όμως που θα έπρεπε να μας απασχολεί ιδιαίτερα, είναι η μοίρα όσων δεν έχουν επιλογές.
Ένας από τους λόγους που η Βρετανία βρίσκεται τόσο χαμηλά στη σχετική κατάταξη (αν και η κυβέρνηση αμφισβητεί τη θέση μας στο μέσο του σχετικού πίνακα) είναι πως στη χώρα μας εξακολουθούν να υπάρχουν 3 εκατομμύρια παιδιά που ζουν σε συνθήκες φτώχειας. Πολλά ανάμεσά τους βρίσκονται εγκλωβισμένα σε συνθήκες διαβίωσης όπου έχει καταρρεύσει ακόμα και η ίδια η έννοια «οικογένεια».
Το πρόβλημα στις περιπτώσεις αυτές δεν έγκειται στο ποιος γονιός έχει καλύτερη δουλειά, καθώς υπάρχει ένας μόνο γονιός -κι ελάχιστες δουλειές.
Αυτές οι οικογένειες επιθυμούν επίσης ό,τι το καλύτερο για τα παιδιά τους, όπως κι οποιοσδήποτε άλλος, αλλά διαθέτουν ελάχιστες εναλλακτικές λύσεις σε ότι αφορά τις θέσεις δουλειάς ή τη διαμόρφωση της οικογενειακής τους δομής.
Μέχρι να φτάσουν στα 15 τους χρόνια, τα παιδιά που κατάγονται από το φτωχότερο 5% των οικογενειών έχουν 100 φορές περισσότερες πιθανότητες να έχουν «μπλέξει» σε διάφορα προβλήματα -σε σχέση με τα παιδιά που κατάγονται από το πλουσιότερο 50%.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, η βρεφονηπιακή φροντίδα μπορεί να αποδειχτεί ανεκτίμητης αξίας.
Η έκθεση της «γιούνισεφ» (που μάλλον αποφεύγει να δώσει έμφαση στα συμπεράσματά της) αναγνωρίζει πάντως πως η βρεφονηπιακή μέριμνα μπορεί να συνεισφέρει στην γλωσσική ανάπτυξη και να βοηθήσει στο να «σπάσει» ο φαύλος κύκλος της κοινωνικής υστέρησης.
Από εδώ θα πρέπει να ξεκινά κάθε αποτελεσματική πολιτική για βρεφονηπιακή μέριμνα. Και θα πρέπει να πηγαίνει πολύ μακρύτερα, έως την εξίσωση των φύλων, την κοινωνική ισότητα και τη διαμόρφωση μιας οικονομίας που θα υπηρετεί αυτά τα ιδεώδη, αντί να τα τσαλαπατάει, στο όνομα της επαγγελματικής επιτυχίας.
Ας ελπίσουμε πως η ύφεση θα μας ωθήσει σε έναν αναστοχασμό· πως η τεχνολογία θα μας προσφέρει πιο πολιτισμένους και οικονομικούς τρόπους επαγγελματικής συνεργασίας.
Αλλά εξακολουθούμε να μη βλέπουμε πολύ καλά πώς είναι δυνατό η επόμενη γενιά γονέων να απολαμβάνει μεγαλύτερη ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής σταδιοδρομίας και οικογένειας. Όχι τουλάχιστο όσο δεν αποφασίζουμε να αντιπαλέψουμε σοβαρά τις τόσο έντονες ανισότητες της κοινωνίας μας
Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2008
Πολιτισμικοί προσδιορισμοί στο ευρωπαικό και στο μουσουλμανικό Δίκαιο : η ελληνική σύνθεση
Οι συλλογικές ταυτότητες είναι ταυτότητες πολιτισμικές: διαμορφώνονται πάνω στην ιδέα μιας κοινότητας, στην οποία τα άτομα συμμετέχουν ως φορείς των ιδιαίτερων πολιτισμικών της χαρακτηριστικών: οι «έλληνες», οι «λατινο-αμερικανοί»», οι «μουσουλμάνοι», οι «κούρδοι», καταλαβαίνουν τους εαυτούς τους σε σχέση με τα πολιτισμικά αυτά χαρακτηριστικά, που αποτελούν , στα πλαίσια της κοινότητάς τους, είτε συστατικά στοιχεία , αυτονόητα, της καθημερινής τους κοινωνικής δραστηριότητας (νοοτροπίες, πρακτικές συνήθειες, έθιμα) είτε, συγχρόνως , πρότυπα συμπεριφοράς (κοινωνικές αξίες, ιδεολογίες, ηθικές και νομικές επιταγές). Με άλλα λόγια, κάθε άτομο που ανήκει σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, συμμετέχει σ΄ αυτήν ως υποκείμενο του ιδιαίτερου πολιτισμού της, που είναι προσδιορισμένος ιστορικά και, συνήθως, και γεωγραφικά.
Οσες διαφορές κι αν παρουσιάζουν οι κοινωνίες, ως πολιτισμικές κοινότητες, σχετίζονται μεταξύ τους με διάφορους τρόπους και για διάφορους λόγους, οι οποίοι προκύπτουν, διαφοροποιούνται ή καταργούνται ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες και συγκυρίες, μέσα στη ροή του χρόνου. Υπάρχουν κοινωνίες εθνών, υπερ-ομάδες δηλαδή αποτελούμενες από μικρότερες κοινωνίες με ιδιαίτερα, κατανοούμενα ως «εθνικά», χαρακτηριστικά, όπου το κοινό (πολιτισμικό) χαρακτηριστικό, που τις ενοποιεί, είναι μια ενιαία πολιτική εξουσία, όπως υπάρχουν και κοινωνίες -μειονότητες μέσα στα εθνικά σύνορα ευρύτερων πολιτισμικών ομάδων, διαφοροποιούμενες ως προς ιδιαίτερα συλλογικά χαρακτηριστικά, τα οποία οι ίδιες –κατ΄ αρχήν- ενστερνίζονται και αξιολογούν ως διαφοροποιητικά. Ετσι διαμορφώνονται πολλοί τρόποι ταξινόμησης των συλλογικών ταυτοτήτων, ανάλογα με την επιλογή των πολιτισμικών χαρακτηριστικών, που θα θεωρηθούν πρωτεύοντα στη διαδικασία της ταξινόμησης. Η επιλογή, πάλι, είναι ανάλογη με τη σκοπιμότητα ένταξης των κοινωνικών υποκειμένων σε μια στενότερη ή ευρύτερη πολιτισμική κοινότητα. Αν ως πρωτεύον χαρακτηριστικό εκληφθεί η εθνική π.χ. ομοιογένεια χωρίς το στοιχείο της πολιτικής ανεξαρτησίας-κυριαρχίας, μιλάμε για τις εκάστοτε εθνοτικές ομάδες - αν το πρωτεύον στοιχείο είναι η κοινή θρησκεία, μιλάμε, π.χ., για τον «μουσουλμανικό» ή τον «ιουδαικό» κόσμο. Οσα περισσότερα συλλογικά-πολιτισμικά χαρακτηριστικά προστίθενται (ή και αφαιρούνται), κατά τη διαδικασία της ταξινόμησης, στο άτομο ή την κοινότητα, τόσο συρρικνώνεται η κοινωνική ομάδα «υποδοχής» τους, που ανταποκρίνεται στα χαρακτηριστικά αυτά, και τόσο περισσότερο ιδιαιτεροποιείται η συλλογική τους ταυτότητα, έτσι ώστε, κάποια στιγμή, η κάθε κοινωνική ομάδα να καταλήγει υποσύνολο μιάς ή περισσότερων υπερκείμενων ομάδων, σε σχέση με το ένα ή το άλλο πολιτισμικό χαρακτηριστικό- και το αντίστροφο. Οι κοινωνίες, π.χ., του Μαγκρέμπ, είναι μέλη της διεθνούς μουσουλμανικής κοινότητας ως προς το κοινό πολιτισμικό χαρακτηριστικό της θρησκείας και όσα άλλα αυτή συνεπάγεται, και από αυτή την άποψη ταυτίζονται πολιτισμικά τόσο μεταξύ τους όσο και με την ιρανική, σουδανική, σαουδαραβική κλπ. κοινότητες, από τις οποίες όμως διαφέρουν σημαντικά όσον αφορά στα υπόλοιπα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, όπως γεωγραφικά, περιβαλλοντικά, ιστορικά, οικονομικά, πολιτικά. Συνδεόμενες τώρα μεταξύ τους όσον αφορά ακριβώς στα παραπάνω στοιχεία , μέσω των οποίων διαφοροποιούνται από τις υπόλοιπες μουσουλμανικές χώρες, συνιστούν την ιδιαίτερη πολιτισμική κοινότητα του Μαγκρέμπ, η οποία με τη σειρά της κατατάσσεται, όσον αφορά στα γεωγραφικά και περιβαλλοντικά -κυρίως χαρακτηριστικά, στην ευρύτερη πολιτισμική κοινότητα των χωρών της Μεσογείου, μαζί με τις ευρωπαικές, όπως η Ισπανία ή η Ελλάδα, και τις υπόλοιπες (αφρικανικές και ασιατικές) μεσογειακές κοινωνίες, όπως είναι η Αίγυπτος, το Ισραήλ και ορισμένα έθνη της Μέσης Ανατολής. Αυτές πάλι οι κοινωνίες διαφοροποιούνται, ως γνωστόν, όλες μαζί και κάθε μια ξεχωριστά, ως προς άλλα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, μικρότερης ή μεγαλύτερης σημασίας ως προς τον ρόλο που παίζουν στην ιδιαιτεροποίηση των συλλογικών ταυτοτήτων. Η συριακή, π.χ., (εθνική-πολιτισμική) ταυτότητα, είναι πολύ πιο «απομακρυσμένη» από την αντίστοιχη ισραηλινή, παρά τη γεωγραφική γειτνίαση και την τοποθέτηση στο ίδιο «κομάτι» της ασιατικής ηπείρου με το κράτος του Ισραήλ, για πολλούς λόγους, αλλά κυρίως λόγω της απόλυτης θρησκευτικής διαφοροποίησης, που έχει «χρωματιστεί» και ιστορικοπολιτικά, από όσο είναι σε σχέση με τη μαροκινή, όπου η κοινότητα της θρησκευτικής πίστης ομογενοποιεί σε αρκετά μεγάλο βαθμό τις δύο απομακρυσμένες γεωγραφικά και διαφορετικές φυλετικά κοινωνίες. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την ιδιαιτερότητα της μαροκινής συλλογικής ταυτότητας σε σχέση με την ισπανική, όπου η στενή γεωγραφική γειτνίαση, σε συνδυασμό με τις ιστορικές συγκυρίες, συνέτεινε μεν στην ως ένα βαθμό αμοιβαία τους προσέγγιση, τα κύρια όμως πολιτισμικά χαρακτηριστικά, όπως είναι η θρησκεία, η γλώσσα
και η φυλή, καθώς και η γενικότερη πολιτικοοικονομική σύνδεσή τους με τις ηπείρους, στις οποίες η καθεμία ανήκει εθνικά και διοικητικά, διατήρησαν τις δύο κοινωνίες σημαντικά διαφοροποιημένες ως προς τον πολιτισμό τους.
Οσο όμως μικρή σημασία κι αν φαίνεται να έχει η γεωγραφική γειτνίαση σε σχέση με τα άλλα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, όπως η θρησκεία και η φυλή, δεν παύει να αποτελεί ένα είδος «βασικού» κοινού χρώματος στην παλέτα των (διαφορετικών) γειτονικών πολιτισμών, με την έννοια ότι ο γεωγραφικός τόπος αποτελεί μέρος των βασικών προυποθέσεων πολιτισμικής γένεσης και εξέλιξης, ως φυσικό λίκνο εγκατάστασης των κοινωνικών ομάδων, που παράγουν τον πολιτισμό. Παράγοντες όπως το κλίμα, η διαμόρφωση του εδάφους, η γειτνίαση με τη θάλασσα, η ιδιαιτερότητες της χλωρίδας και της πανίδας, το υπέδαφος, οι γεωγραφικές αποστάσεις από τόπους εγκατάστασης άλλων πολιτισμών, αποτελούν τις γενεσιουργές αιτίες και συγχρόνως τα κίνητρα για τη διαμόρφωση των πρακτικών, που υπαγορεύονται και οργανώνονται προς κάλυψη των βασικών, πρωταρχικών βιοτικών αναγκών της ομάδας. Οι πρακτικές αυτές της πρώτης οικείωσης της κάθε μιας από τις γειτονικές, στο γεωγραφικό χώρο, ομάδες με το φυσικό της περιβάλλον δεν μπορεί παρά να εμφανίζουν σε σημαντικό βαθμό κοινά στοιχεία, εφ΄όσον προορίζονται να ικανοποιήσουν ανάγκες και να επιλύσουν προβλήματα που υπαγορεύονται από παρόμοιες φυσικές συνθήκες. Οι κοινές αυτές πρακτικές και στρατηγικές αποτελούν την πρώτη βαθμίδα διαμόρφωσης και εξέλιξης όλων των υπόλοιπων που ακολουθούν και που, από ένα σημείο και μετά , προσδιορίζονται, πλέον, από παράγοντες όλο και περισσότερο διαφοροποιούμενους και απομακρυνόμενους από τους αρχικούς. Ετσι συν τω χρόνω συντελείται και ολοκληρώνεται (ως προς την κάθε ιστορική στιγμή) η διαδικασία σχηματισμού των κατ΄ ιδίαν πολιτισμικών μορφωμάτων, που συγκροτούν τις ιδιαίτερες κοινωνίες που καταλαμβάνουν γεωγραφικά γειτνιάζοντες χώρους.
Στη διαδικασία αυτή , ο γεωγραφικός τόπος εγκατάστασης και συνεπώς όλοι οι φυσικοί-περιβαλλοντικοί παράγοντες , που αναφέραμε παραπάνω, συγκροτούν το μόνο, ίσως, σταθερό σημείο αναφοράς για ένα πολιτισμό, που εξελίσσεται κατά τα λοιπά μέσα από διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες. Ως βάση του ανά πάσα ιστορική στιγμή αναδυομένου πολιτισμικού μορφώματος με μόνιμα και αναλλοίωτα χαρακτηριστικά, η γεωγραφική σταθερά δεν παύει να «χρωματίζει» την εκάστοτε μορφή του, υποχρεώνοντας τις μεταγενέστερες πρακτικές να οικοδομούνται, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, πάνω και γύρω από τις αρχικές, σαν κι αυτές να ήταν ένα είδος πολιτισμικού DNA ,που τροφοδοτεί διαρκώς με το ίδιο συγκεκριμένο υλικό τη δημιουργία των νεότερων και πιο σύνθετων κοινωνικο-πολιτισμικών μορφωμάτων. Υπό το πρίσμα αυτό, πολιτισμοί γειτονικοί ως προς το γεωγραφικό χώρο, δεν μπορεί παρά να συνεχίζουν να παρουσιάζουν κοινά σημεία ως προς τους βασικούς τρόπους πρόσληψης του φυσικού τους περιβάλλοντος (δηλ. τις πρωταρχικές πολιτισμικές πρακτικές), όσο διαφοροποιημένοι κι αν εμφανίζονται στα πιο προχωρημένα στάδια της ιστορικής εξέλιξής τους.
Η Μεσόγειος αποτελεί, από την άποψη αυτή, το ιδανικό πεδίο έρευνας για διαπιστώσεις τέτοιου είδους, δεδομένου ότι συνιστά έναν ευρύ, ενιαίο κλιματολογικά και περιβαλλοντικά γεωγραφικό χώρο ανάμεσα σε τρείς διαφορετικές ηπείρους , όπου εμφανίστηκαν και εξελίχθηκαν , σε παράλληλες ή όχι ιστορικές στιγμές, κοινωνίες εντελώς ανόμοιες όσον αφορά στα αποφασιστικής σημασίας πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά (φυλή, θρησκεία). Στον ευρύ αυτό γεωγραφικό χώρο, του οποίου ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά υπήρξε ανέκαθεν,- λόγω μικρών αποστάσεων, ευνοικών κλιματολογικών συνθηκών και παράκτιου διαμελισμού (πολλά φυσικά λιμάνια) - - η ευχερής δια θαλάσσης επικοινωνία, συνυπήρξαν και συνυπάρχουν, και όχι πάντα συγκρουσιακά, οι τρεις μεγάλες μονοθειστικές θρησκείες , ενώ εκπροσωπήθηκαν τα περισσότερα πολιτειακά καθεστώτα που εμφανίστηκαν από τις απαρχές του πολιτισμού (με την οικουμενική του σημασία ), καθώς και οι αντίστοιχες σ΄ αυτά δικαιικές/έννομες τάξεις.
Θρησκεία, Πολιτεία και Εννομη Τάξη συνιστούν , ως γνωστόν , το τρίπτυχο, επί του οποίου θεμελιώνεται κάθε πολιτισμός και οργανώνεται η αντίστοιχη σ΄ αυτόν κοινωνική ομάδα. Ιδιαίτερα στην έννοια της έννομης τάξης περικλείονται όχι μόνον οι επίσημοι πολιτειακοί νόμοι που θεσμοθετούνται και εκτελούνται από τους ειδικά ορισμένους προς τούτο λειτουργούς (το θετικό, δηλαδή, δίκαιο) αλλά το συνολικό «ορθώς πράττειν», όπως κατανοείται από τα κοινωνικά υποκείμενα του συγκεκριμένου πολιτισμού, είτε πρόκειται για κρατικό νόμο, είτε για ηθική επιταγή, είτε για εθιμοτυπία, είτε για πρότυπα καθημερινής συμπεριφοράς. Και επειδή ο «πολιτισμός» αφορά κατά το μεγαλύτερο μέρος του στη θέση των δεοντολογικών προτύπων, τόσο στην καθημερινή πρακτική όσο και στην κυρίαρχη ιδεολογία μιας συγκεκριμένης κοινωνίας, μπορούμε να ισχυριστούμε , ότι στις έννομες τάξεις, άλλως δικαιοταξίες, των κοινωνιών ( το Δίκαιο στην εκάστοτε μορφή του) καθρεφτίζεται αυτός καθαυτός ο πολιτισμός τους. Για το λόγο αυτό ανέκαθεν και σε όλες ανεξαιρέτως τις κοινωνίες η έννομη τάξη ταυτίστηκε με την εξουσία, με την έννοια ότι η εξουσία πάντοτε τείνει να προωθεί πολιτισμικά πρότυπα χρησιμοποιώντας το Δίκαιο ως μηχανισμό θεσμοποίησης των επιθυμητών σ΄αυτήν πρακτικών. Συνεπώς, τα κοινωνικά φαινόμενα μπορούν να κατανοηθούν είτε ως προιόντα θεσμοποιημένων πρακτικών, είτε ως αποτελέσματα αντίθετης (προς αυτές) δράσης ( παρεκκλίνουσες/παραβατικές συμπεριφορές). Από αυτή την άποψη τα κοινωνικά φαινόμενα είναι εν ευρεία εννοία νομικά φαινόμενα.
Στις διάφορες έννομες τάξεις/πολιτισμούς τα φαινόμενα αυτά προσεγγίζονται κοινωνιολογικά μέσα από τη συγκριτική παρατήρηση και την ιστορική αναδίφηση. Πρώτα οι σοφιστές και πολύ αργότερα ο Montesquieu διατύπωσαν ορισμένα συμπεράσματα για τη σχέση δικαίου-κοινωνίας, με βάση τη σύγκριση νομικών θεσμών σε διαφορετικές κοινωνίες, ενώ η γνώση της ιστορικής εξέλιξης των νομικών θεσμών αποτέλεσε την αφετηρία των σχετικών αναλύσεων του Max Weber. H σύγκριση, στον Weber, αφορά συνήθως στην παράλληλη εξέλιξη κοινωνικών φαινομένων, η οποία δεν μπορεί, παρά να έχει και ιστορικό χαρακτήρα. Η συγκριτική μέθοδος δεν είναι σχεδόν ποτέ αποκλειστικά συγχρονική: η σύγκριση συνυφαίνεται με τη διαχρονική πορεία των φαινομένων, γεγονός που συνηγορεί για την ονομασία της ως «ιστορικο-συγκριτικής» μεθόδου.
Σημαντική συμβολή στην ανάπτυξη της μεθόδου αυτής πρόσφερε ο Durkheim, με τη μεθοδολογική χρήση των «συντρεχουσών μεταβλητών»: Κατ΄αυτόν, η σύγκριση δύο κοινωνικών φαινομένων δεν πρέπει να περιορίζεται στο ιστορικό σημείο εμφάνισης και στη συνέχεια στην παράλληλη ή όχι εξέλιξή τους, αλλά είναι αναγκαίο να επεκτείνεται και προς την αναζήτηση κάποιου τρίτου φαινομένου, που μπορεί να είναι αποτέλεσμα του πρώτου και αιτία του δεύτερου. Με τον τρόπο αυτό προσφέρεται στην κοινωνιολογία μια δυνατότητα ερμηνείας της παράλληλης εξέλιξης πρακτικών, φαινομενικά άσχετων μεταξύ τους. Ετσι έχει παρατηρηθεί , ότι στις περιοχές του ευρύτερου μεσογειακού χώρου και σε φιλελεύθερα οικονομικο-πολιτικά καθεστώτα, όπου όμως δεν υπάρχει η υποδομή βιομηχανικής ανάπτυξης κατά τα δυτικά πρότυπα και ο ανάλογος καταμερισμός εργασίας, παρατηρείται υπερσυγκέντρωση πληθυσμού στα αστικά κέντρα σε συγχρονία με μία σχεδόν «παθολογική» διόγκωση του τριτογενούς τομέα της οικονομίας, μία υπερβολική ανάπτυξη των υπηρεσιών και των παρασιτικών δραστηριοτήτων. Στην εμφάνιση των παράλληλων αυτών φαινομένων οφείλεται μια σειρά από άλλα, παρεπόμενα κοινωνικά φαινόμενα, όπως είναι η ενίσχυση παραδοσιακών θεσμών, που αποτελούν δικλείδες ασφαλείας μέσα σε μεταβαλλόμενες συνθήκες, οι οποίες, όμως, δεν επιφέρουν πραγματική δομική αλλαγή .Τέτοιοι θεσμοί είναι, π.χ., αυτός της προίκας στην Ελλάδα και ο θεσμός των οικογενειακών οικονομικών συνασπισμών στην Αίγυπτο και το Μαρόκο. Ελκοντας την καταγωγή τους από πρωταρχικές κοινωνικές αξίες , κοινές στον ευρύτερο μεσογειακό χώρο, όπως είναι η έγγειος ιδιοκτησία και οι συγγενικοί δεσμοί, οι δύο παραπάνω θεσμοί, διαφοροποιημένοι ως προς τη μορφή τους και τον τρόπο λειτουργίας τους, αντλούν την πρακτική τους αποτελεσματικότητα, άρα και την αναγκαιότητα της κατοχύρωσής τους, μέσα από παρόμοιες, ιδιάζουσες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες , που καθιστούν και στις τρεις παραπάνω κοινωνίες τη συνδρομή τους απαραίτητη. Ανεξάρτητα από το χρονικό σημείο, κατά το οποίο οι συνθήκες αυτές θα καταστήσουν, σε κάθε μια ξεχωριστά, απαραίτητη την αναβίωση ή την ενίσχυση των παραδοσιακών θεσμών, η παράλληλη εμφάνιση κοινών «συντρεχουσών μεταβλητών» έχει πολλά να μας πει ως προς την γενικότερη κοινωνιολογική προσέγγιση και κατανόηση των δομών κοινωνικών σχηματισμών, που μπορεί να εμφανίζονται εντελώς διαφορετικοί κατά τα λοιπά πολιτισμικά τους δεδομένα.
Όταν συμβαίνει αυτό, η παράλληλη, δηλ. εμφάνιση κοινών «συντρεχουσών μεταβλητών» σε περισσότερες από μία κοινωνικο/πολιτισμικές ομάδες, προσδίδει στον παραδοσιακό θεσμό, που κινητοποιείται για να κρατήσει τις ισορροπίες, μια άλλη διάσταση: δεν πρόκειται πλέον για απλή επιβίωση πρακτικών, που απορρέουν από εθιμικές συμπεριφορές ή πατροπαράδοτες συνήθειες και ασκούνται μηχανικά και ασυνείδητα, έχοντας απολέσει το ουσιαστικό λειτουργικό τους περιεχόμενο. Το γεγονός, ότι αυτή η «αφύπνιση», με άλλα λόγια η αναβίωση ή και η απλή ενίσχυση του θεσμού, που καλείται να «διορθώσει» την κατάσταση, επισυμβαίνει μόνον κάτω από τον συγκερασμό συγκεκριμένων φαινομένων, δεν σημαίνει τίποτε άλλο, από το ότι τα φαινόμενα αυτά δεν αποτελούν παρά «ξένα σώματα» στον κοινωνικό οργανισμό, ο οποίος στην περίπτωση αυτή επιστρατεύει τη θεσμική του παρακαταθήκη για να αποκρούσει την «εισβολή» και να προστατεύσει τις δομές του- και επιπροσθέτως, φυσικά, ότι αυτές οι δομές, για να ανθίστανται με τον τρόπο αυτό στην «απειλή», είναι ακόμα συμπαγείς και σταθερές μέσα στο γνώριμο, παραδοσιακό πολιτισμικό τους περιβάλλον.
Όταν, συνεπώς, στο χώρο της Μεσογείου και ανεξάρτητα από άλλες εθνικές, φυλετικές ή θρησκευτικές σταθερές, το φαινόμενο των «συντρεχουσών μεταβλητών» εμφανίζεται σε δύο ή και περισσότερα σημεία και μάλιστα με το ίδιο λειτουργικό περιεχόμενο, αυτό δεν μπορεί να σημαίνει παρά μόνο ένα πράγμα: την παράλληλη ύπαρξη παρόμοια παραδοσιακών και παρόμοια ανθεκτικών δομών. Αποτυπωμένες σε νόμους και θεσμούς, γραπτούς ή προφορικούς, ήθη, έθιμα και πρακτικές, στο σύνολο της δικαιοταξίας κάθε μεσογειακής κοινωνίας, βορειοαφρικανικής, ασιατικής ή νοτιοευρωπαικής, μουσουλμανικής, ιουδαικής ή χριστιανικής, οι δομές αυτές αποκρύπτουν την ομοιότητά τους μέσα σε ένα καταιγισμό πολιτισμικής διαφορετικότητας, προερχόμενης από ετερόκλητες πηγές και κατευθύνσεις και κάνουν αισθητή την παρουσία τους μόνον όταν απειλούνται - οπότε και προτάσσουν τους θεσμούς Αυτή η διαδικασία αποτελεί την κυριότερη μορφή εκδήλωσης της «δρώσας παρουσίας» των πρωταρχικών τρόπων πρόσληψης του φυσικού κόσμου, που αναφέραμε παραπάνω, και που είναι κοινές στους γεωγραφικά και περιβαλλοντικά γειτονικούς μεσογειακούς πολιτισμούς.
Εχουμε ήδη αναφερθεί στα κύρια γεωφυσικά χαρακτηριστικά της μεσογειακής λεκάνης, που συνέτειναν στην ομοιομορφία των δομών και την παράλληλη εμφάνιση κοινών πρωταρχικών πρακτικών στους γύρω από αυτήν εγκατεστημένους πολιτισμούς. «Σκληρές» περιβαλλοντικές συνθήκες, που συνίστανται στην ιδιομορφία του εδάφους (συνήθως πετρώδες, άγονο, δυσπρόσιτες οροσειρές στα παράλια, έρημος ) σε συνδυασμό με το ξηρό κλίμα (ανεπαρκής βλάστηση για εκτεταμένες καλλιέργειες) οδήγησε στην επικράτηση διαφόρων τύπων κοινοτικού συστήματος στην κοινωνική οργάνωση. Οι κοινωνίες δομούνται σε μικρές κοινότητες, γύρω από ένα βασικό οικογενειακό πυρήνα, όπου τα μέλη, στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους κάτω από τις δύσκολες βιοτικές συνθήκες, νέμονται την εκμετάλλευση της γης. Η μορφή αυτή κοινωνικού σχηματισμού και οι αντίστοιχες μορφές οικιακής οικονομίας (αυτάρκεις, κλειστές οικονομικές ενότητες) δεσπόζουν στη Μεσόγειο πολύ πριν την αραβική εισβολή και την εξάπλωση του Ισλάμ. Υποστηρίζεται πλατειά, ότι ο κοινοτικός θεσμός είναι ελληνικός, με ρίζες στο Βυζάντιο, και ότι στα πλαίσια της οθωμανικής κυριαρχίας συνδέθηκε λειτουργικά με τον λεγόμενο «ασιατικό τρόπο παραγωγής», που σχετίζεται με τον τύπο κοινωνικής οργάνωσης, που έγινε γνωστός ως «ανατολική δεσποτεία». Η οργάνωση αυτή, φεουδαλική στις βασικές δομές της, χαρακτηρίζεται από απόλυτο συγκεντρωτισμό της κεντρικής εξουσίας, που αφορά και στα μέσα παραγωγής. Στα πλαίσια του συστήματος αυτού, οι αυτόνομες κοινωνικο-οικονομικές λειτουργίες των κοινοτήτων είναι δοτές από την κεντρική εξουσία, με σκοπό να διευκολύνεται, μέσω της σχετικής τοπικής αυτονομίας, η διοίκηση της αχανούς αυτοκρατορίας αφενός και, αφετέρου, να εξασφαλίζεται η καταβολή της γαιοπροσόδου, για την οποία είναι αμοιβαία αλληλέγγυοι όλοι οι κάτοικοι της κοινότητας.
Το τομεακό αυτό οικονομικό σύστημα χαρακτήρισε, σε διάφορες παραλλαγές του, τις μουσουλμανικές κοινωνίες του Μεσαίωνα, με αποτέλεσμα την επίτευξη μιας αρμονίας στη σχέση τους με τις μεσογειακές κοινωνίες που κατακτήθηκαν από το Ισλάμ, είτε χριστιανικές είτε παλαιο-αραβικές, πράγμα που συνέτεινε στην ομαλή συμβίωση και την μεταξύ τους κοινωνική κινητικότητα και πολιτισμική αλληλεπίδραση. Ανεξάρτητα από φυλετικές και θρησκευτικές διαφορές, η συγκέντρωση της ζωής σε μικρές κοινότητες, όπου πρωτεύοντα ρόλο έπαιζε η χρήση της γης και η σχέση των ανθρώπων μ΄ αυτή, είχε διαμορφώσει ήδη ιδιαίτερους κοινωνικούς θεσμούς, που ανεύρισκαν, τις περισσότερες φορές, τη νομική τους διατύπωση και στο γραπτό μουσουλμανικό νόμο, τη σαρία, που πηγή της είναι το Κοράνιο παράλληλα με την προφορική παράδοση (χαντίθ). Η ιερότητα των οικογενειακών δεσμών, η πατρική εξουσία, η συγκέντρωση της τιμής της οικογένειας στην παρθενία των ανύπαντρων γυναικών, η μεγιστοποίηση της οικογενειακής έγγειας περιουσίας μέσα από τις γαμήλιες στρατηγικές ( συνοικέσια, προίκα, οικογενειακοί συνασπισμοί), η βεντέτα, η αδελφοποίηση, είναι θεσμοί που απαντώνται στις περισσότερες περιοχές της Μεσογείου ( Σικελία, Ανδαλουσία, Κρήτη, Κορσική, Μαρόκο, Αλγερία) και αναγνωρίζονται επίσης στο περιεχόμενο των νόμων της μουσουλμανικής σαρία. Ο οικογενειακός κώδικας τιμής ( η «μεσογειακότητα» των Herzfeld και Blok) χαρακτηρίζει εξίσου χριστιανικούς και μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Μεσογείου και οφείλεται ακριβώς στην ιερότητα της σχέσης με τη γη, που η χρήση της μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά μέσα από τις γαμήλιες πρακτικές και συσπειρώνει τα μέλη των οικογενειών σε φρατρίες (φυλετικά γένη), πρωταρχικός σκοπός των οποίων είναι η προστασία της ιδιοκτησίας της γης, δοτής από την κεντρική εξουσία περισσότερο ως χρήση και κατοχή παρά ως κυριότητα με τη σύγχρονη νομική της έννοια. Είναι η απαρχή της συστηματικής σύναψης στενών σχέσεων με την κεντρική εξουσία , με σκοπό την εξασφάλιση της αέναης χρήσης της γης, πράγμα που σταδιακά οδήγησε στη διαμόρφωση του πελατειακού συστήματος πρόσβασης στις εξουσιαστικές δομές, επίσης κοινού στο μεσογειακό χώρο και ιδιαίτερα, ως γνωστόν, στη νεότερη ελληνική πολιτική πρακτική. Συν τω χρόνω και μέσα από τις διαδικασίες αυτές, οι αυτάρκεις αγροτο/κτηνοτροφικές κοινότητες εξελίχθηκαν σε κοινωνίες μικροιδιοκτητών, προσανατολισμένων στην εκμετάλλευση της γης και την μεταξύ τους ανταλλαγή των προιόντων της , στα πλαίσια ενός πιο σύνθετου παραγωγικού συστήματος, που ο Μ. Robinson ονομάζει «οιονεί καπιταλισμό». Για πολλούς μελετητές του ισλαμικού κόσμου, η ιδιάζουσα δομή της οικονομίας της Μεσογείου, που επικεντρώνεται στη συσσώρευση του οικονομικού προιόντος σε οικογενειακού τύπου επιχειρηματικούς σχηματισμούς, είναι ο κυριότερος λόγος της δυσκολίας της να αναπτυχθεί με τον αμιγή καπιταλιστικό τρόπο κατά τα δυτικά πρότυπα. Το καθεστώς της μικροιδιοκτησίας υποστηρίζεται από το θεσμικό σύστημα: ο ισλαμικός νόμος, θεοκρατικός και επικεντρωμένος στην έννοια μιας κοινωνικής δικαιοσύνης, που αντικατοπτρίζει την ισότητα των ανθρώπων έναντι του Θεού, στηλιτεύει τη συσσώρευση του πλούτου σε μια οικονομική ολιγαρχία και αποδέχεται έως προστατεύει την ιδιοκτησία, αλλά μόνον μέσα στα πλαίσια της ευρείας οικογένειας και της αλληλουποστήριξης των μελών της. Αυτός είναι και ο λόγος, που το Ισλάμ θεωρείται από πολλούς ένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα στη βάση ενός είδους «οικογενειακού σοσιαλισμού», πράγμα που σήμερα προτάσσεται ευρέως από τους (εθνικο)σοσιαλίζοντες φονταμενταλιστές.
Στα πλαίσια της θεοκεντρικής ιδιαιτερότητάς του, ο μουσουλμανικός νόμος περιορίζεται ως επί το πλείστον σε ηθικές προτροπές και απαγορεύσεις, υποδείξεις και κατευθύνσεις ως προς τον δέοντα «τύπο» της καθημερινής κοινωνικής συμπεριφοράς, πάρα σε θέσεις ειδικών κανονιστικών κειμένων, που ρυθμίζουν με ορθολογικό τρόπο την ανθρώπινη συνύπαρξη. Διευρύνει την πατροπαράδοτη αραβική φρατρία , έτσι ώστε να συμπεριλαμβάνει ολόκληρη τη μουσουλμανική κοινότητα (umma) και επιτρέπει την απόκτηση ιδιωτικής περιουσίας και ατομικών δικαιωμάτων, αλλά πάντα με την προυπόθεση της εξάρτησης του ατόμου από τις οικογενειακές υποχρεώσεις, όπως είναι η διατροφή/υποστήριξη των πιο αδύναμων μελών της οικογένειας, η αντεκδίκηση (βεντέτα), οι κληρονομικές υποχρεώσεις και η προίκιση των γυναικών (όπου, αντίθετα από τις χριστιανικές κοινότητες, την σχετική υποχρέωση έχει ο σύζυγος και όχι ο πατέρας, του οποίου μοναδική υποχρέωση είναι να παραδόσει την κόρη του παρθένα. Ετσι, κατά ένα μέρος της , η προίκα στο Ισλάμ έχει διαφορετικό περιεχόμενο από ό,τι στη χριστιανική Μεσόγειο: ενώ επαυξάνει την περιουσία του πατέρα της νύφης και όχι της νεοσύστατης οικογένειας, εκμηδενίζοντας έτσι οποιοδήποτε «ατού» της συζύγου απέναντι στον άντρα της, μοιάζει να καταβάλλεται ως αμοιβή στην πατρική της οικογένεια, που διαφύλαξε την τιμή της κόρης για τον σύζυγο, ενώ, αντίθετα, στις χριστιανικές κοινωνίες, μια «γερή» προίκα μπορεί να εξαγοράσει την έλλειψη της «τιμής» της νυμφευόμενης). Στα στενά αυτά οικογενειακά πλαίσια ο ιδιοκτησιακός θεσμός παίζει πρωτεύοντα ρόλο σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής : η κλοπή τιμωρείται με ακρωτηριασμό, ο φόνος αποσοβείται με την καταβολή χρηματικής αποζημίωσης στην οικογένεια του θύματος και η δουλοκτησία αναγνωρίζεται ως κληρονομιαία οικογενειακή περιουσία. Οι κυρώσεις είναι προσωποπαγείς και έχουν τη μορφή της τιμωρίας του σώματος, όπως στον ευρωπαικό Μεσαίωνα, απέχοντας παρασάγγας από τις γενικές περί Δικαίου αρχές και την προστασία της αφηρημένης ιδέας της έννομης τάξης και των κοινωνικών δικαιωμάτων. Το όλο θεσμικό σύστημα φαίνεται να αποσκοπεί στην εξασφάλιση της προσαρμογής σε κανόνες «θεικής» προέλευσης που δεν αμφισβητούνται, έτσι ώστε να συμβάλλουν στην αποδοχή, ως αδιαμφισβήτητου, του κοινωνικοπολιτικού συστήματος. Ο νόμος δεν είναι κατασκευή ειδημόνων, αλλά η ίδια η θεική ρήση. Για το λόγο αυτό στο παραδοσιακό Ισλάμ δεν κωδικοποιήθηκε ποτέ η νομοθεσία: απλώς δεν υπάρχει νομοθεσία. Υπάρχει μόνο η ερμηνεία του κορανικού νόμου (σαρία) από τον ulema , που θεωρείται εκπρόσωπος του θεικού νόμου επί της γης και αντιστοιχεί, κατά κάποιο τρόπο, στο νομοθέτη του ευρωπαικού νομικού συστήματος. Η ερμηνεία του ulema χρησιμεύει για την απονομή δικαιοσύνης μέσω του mufti (δικαστική) και του kadi (εκτελεστική εξουσία). Η δικαιοσύνη απονέμεται κατά περίπτωσιν (δεν υπάρχει η έννοια του δεδικασμένου) και βασίζεται εξ ολοκλήρου στις καταθέσεις των διαδίκων και των μαρτύρων τους, δεν υπάρχει δηλ. κάποια υποχρεωτική νομική μέθοδος ή κάποιο πρότυπο νομικού συλλογισμού που πρέπει να ακολουθείται. Επιβιώματα αυτού του είδους δίκης υπάρχουν ακόμα στην Ελλάδα, στην ακροαματική διαδικασία των πολιτικών δικαστηρίων, όπου ο θεσμός των μαρτύρων (συνήθως μέλη των οικογενειών των διαδίκων) εξακολουθεί να αποτελεί το κυριότερο αποδεικτικό μέσο, επαφιέμενο, ως προς τα συμπεράσματα επί των πραγματικών περιστατικών, στην απόλυτη κρίση του δικαστή. Στις σύγχρονες ευρωπαικές δικονομίες, στις αστικές υποθέσεις, ο θεσμός των μαρτύρων έχει πλέον ατονήσει σημαντικά , τουλάχιστον ως αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο.
Η παντελής έλλειψη ορθολογισμού στους θεσμούς του Ισλάμ και η προσήλωσή τους στην επιφανειακή προσαρμογή των συμπεριφορών σε ηθικούς και εθιμοτυπικούς κανόνες συντέλεσε στην ανάπτυξη, στο μουσουλμανικό αλλά και στο γενικότερο μεσογειακό κόσμο που συμβίωνε μαζί του, ενός ιδιάζοντος ηθικού περιβάλλοντος γνωστού ως «διπλή ηθική». Στην κοινωνική πράξη, το φαινόμενο αυτό παίρνει τη μορφή αμφίσημων πρακτικών και νομικών τεχνασμάτων, που ασκούνται με σκοπό να ικανοποιήσουν προσωπικές και κοινωνικές ανάγκες αντίθετες στο πνεύμα της σαρία. Φύσει ευέλικτη και χωρίς όρια, η «σκοτεινή» αυτή πλευρά της κοινωνικής πρακτικής, που λανθάνει κάτω από την επιφανειακή τήρηση του νόμου, είναι φυσικό να υιοθετεί συνήθειες και συμπεριφορές των κατακτημένων γειτονικών λαών της Μεσογείου, που είναι πιο φιλελεύθερες και μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην κάλυψη των «απαγορευμένων αναγκών» ή να αντικαταστήσουν τους «απαγορευμένους τρόπους» κάλυψής τους. Στη διαδικασία αυτή οι κατακτημένοι συνεργάζονται ευχαρίστως, εφόσον με τον τρόπο αυτό έχουν την άμεση αναγνώριση του πολιτισμού τους και των πρακτικών του, τις οποίες οι κατακτητές όχι μόνο ανέχονται, αλλά και χρησιμοποιούν. Σημαντικά παραδείγματα «διπλής ηθικής» συναντώνται στο εμπόριο, που είναι ένας από τους σημαντικότερους τομείς της μουσουλμανικής κοινωνικοοικονομικής δραστηριότητας. Στα πλαίσια ενός ανταποδοτικού θεσμικού συστήματος ( ο Θεός –οιονεί «έμπορος», αμείβει τους πιστούς του με τα αγαθά της αιώνιας μετά θάνατον ζωής σε ανταπόδοση της πίστης τους και της τήρησης των ηθικών κανόνων κατά την επίγεια ζωή τους), το εμπόριο κατέχει μια σχεδόν φυσική θέση στον ισλαμικό πολιτισμό και, βεβαίως, τελεί σε απόλυτη αρμονία με τις δραστηριότητες των υπόλοιπων μεσογειακών λαών. Στην ακμή των αραβικών και, αργότερα, των οθωμανικών κατακτήσεων , η μεσογειακή λεκάνη, γεωπολιτικά κεντρική, γεωφυσικά προσβάσιμη στη θαλάσσια επικοινωνία και με εμπορικά λιμάνια ανεπτυγμένα ήδη από την αρχαία εποχή (έλληνες, φοίνικες, σύροι) εξελίσσεται σε ένα απέραντο, διαρκές θέατρο εμπορικών συναλλαγών και ανταλλαγών μεταξύ τριών ηπείρων, όπου οι μουσουλμάνοι συμπράττουν με τους υπόλοιπους άμεσα ή έμμεσα, σε όλων των ειδών τα «κόλπα» και τεχνάσματα, προκειμένου να προσποριστούν όλο και μεγαλύτερα κέρδη. Υπάρχει μια ειδική λέξη για το καθεστώς αυτό: χιγιάλ (μπαγαποντιές, τερτίπια). Πάνω στην έννοια του χιγιάλ επικεντρώνεται το σύνολο του δικαίου των συναλλαγών στο μουσουλμανικό κόσμο. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο ισλαμικός νόμος απαγορεύει την υπερβολική συσσώρευση πλούτου σε μια μόνο οικογένεια, και για το λόγο αυτό απαγορεύει τον έντοκο δανεισμό (ribah).Ο έντοκος δανεισμός όμως, και μάλιστα στη μορφή της καθαρής τοκογλυφίας, ήταν και είναι μια πραγματικότητα στο μουσουλμανικό κόσμο, όπου ακόμα και σήμερα λειτουργούν, σε πολλές περιοχές, κρατικά πιστωτικά ιδρύματα που δανείζουν με ιδιαίτερα χαμηλά επιτόκια, προς περιορισμό του φαινομένου. Για να επικαλυφθεί η απαγορευμένη πρακτική, τα πιο δημοφιλή τεχνάσματα είναι η ανταλλαγή με διαφορετικά αγαθά μεγαλύτερης αξίας καθώς και η αγορά προς μεταπώληση (θεσμός δημοφιλής και στην Ελλάδα, ιδιαίτερα τις εποχές της μαζικής μετανάστευσης στις μεγάλες πόλεις -δεκαετία του 50- 60). Σ΄αυτό το κλίμα προωθούνται και οι συνεργασίες με αλλόθρησκους εμπόρους, οι οποίοι εμφανίζονται στη θέση των δανειστών, ενώ πίσω τους υποκρύπτονται μουσουλμάνοι, οι οποίοι με τον τρόπο αυτό αποφεύγουν να φαίνονται ότι περιπίπτουν στο αμάρτημα της τοκογλυφίας. Ετσι συσφίχθηκαν ακόμα περισσότερο οι σχέσεις με τους υπόλοιπους παραμεσόγειους λαούς και, σιγά σιγά, χριστιανοί, εβραίοι και μουσουλμάνοι επιδίδονται από κοινού σε επιχειρήσεις με σκοπό τα κέρδη από τους υψηλούς τόκους, οι οποίες , τυπικά , ήσαν νόμιμες από την πλευρά της σαρία. Σε τέτοιου τύπου επιχειρήσεις επιδόθηκαν με ιδιαίτερο ζήλο έλληνες της Αιγύπτου και της Μικράς Ασίας. Οι επιχειρήσεις αυτές δημιούργησαν νέες «γενιές» θεσμών και πρακτικών, που κατέληξαν να είναι κοινοί, σαν συστήματα συναλλακτικών ηθών, γενικευμένων σε όλη τη Μεσόγειο. Αναφέρουμε εδώ ως απλό παράδειγμα τη συνήθεια του «παζαρέματος», που έχει άμεση σχέση με την υπερτιμολόγηση: ο έμπορος γνωρίζει, ότι αποπειράται αισχροκέρδεια, η ηθική του όμως υποχρέωση, να δόσει στον πελάτη τη δυνατότητα να μειώσει την τιμή, τον απαλλάσσει από το δόλο, και έτσι δεν υποπίπτει, τυπικά τουλάχιστον, στο σχετικό αμάρτημα. Στο μεταξύ, η πρώτη τιμή που δίνει είναι συνήθως τόσο εξωφρενική, ώστε τελικά να επιτυγχάνεται η αισχροκέρδεια, ακόμα και μετά από διαπραγματεύσεις ωρών με τον αγοραστή.
Αν θέλαμε να προσδώσουμε ένα χαρακτηριστικό στο οινομικο-πολιτισμικό μόρφωμα των μουσουλμανικών κοινωνιών, θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε όρους όπως «εκμεταλλευσιακοί τρόποι παραγωγής», προσθέτοντας, ανάλογα με την περίπτωση, «με κοινοτική εκμετάλλευση» ή με «ατομική εκμετάλλευση», ενώ τα αντίστοιχα οικονομικά συστήματα θα μπορούσαν να ονομαστούν, γενικά, «προκαπιταλιστικά εκμεταλλευσιακά συστήματα» με διακριτές, φυσικά, υποκατηγορίες και παραλλαγές. Το θεοκεντρικό θεσμικό πλαίσιο σε συνδυασμό με την κοινωνική στρωμάτωση κατά οικογένειες και γένη, που καθιστά το άτομο φορέα πατριαρχικών αξιών, περιορίζει σε μεγάλο βαθμό την ατομική έκφραση και δημιουργικότητα και ευνοεί την προσκόλληση στις ηθικοθρησκευτικές πρακτικές, που μπορεί να προσφέρουν στο άτομο και μια προσωπική διέξοδο μέσω της εκλογίκευσής τους, τη στιγμή που οι δομές δεν του προσφέρουν άλλες εναλλακτικές λύσεις.
Η μόνη δυνατότητα να διατηρήσει κανείς την προσωπική του ισορροπία μέσα σε ένα ετεροπροσδιορισμένο, αδιάρρηκτο και εξαναγκαστικό καθεστώς (εκτός από την αμφίβολη διέξοδο της πρακτικής της «διπλής ηθικής»), είναι η απόλυτη πίστη στις αξίες του. Ισως σ΄ αυτό ακριβώς το γεγονός, της απόλυτης δηλαδή αντίθεσης του μουσουλμανικού θεσμικού πλαισίου σε κάθε έννοια ευρωπαικού ορθολογισμού και επομένως φιλελευθερισμού, να βρίσκεται ο βαθύτερος λόγος της αδυναμίας του συστήματος να ανταποκριθεί ενδογενώς στα δυτικά αναπτυξιακά πρότυπα, παρόλες τις δυνατότητες φιλελευθεροποίησης, που προσφέρει η γενικευμένη ενασχόληση με το εμπόριο και τις επιχειρήσεις. Οι ηθικές/θρησκευτικές δεσμεύσεις, έστω και στο περιτύλιγμα της «διπλής ηθικής», όταν επεκτείνονται στην επιχειρηματική/παραγωγική σφαίρα, αποτρέπουν το άτομο/την κοινότητα από την ορθολογική αντιμετώπιση της παραγωγικής διαδικασίας και της μεγιστοποίησης των κερδών, που πρέπει να είναι απαλλαγμένες από θεσμικούς περιορισμούς μη συμβατούς με την αέναη κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη: ο καπιταλισμός δεν λαμβάνει υπόψη του τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες και τείνει, είτε να τις απορροφήσει, είτε να τις απομακρύνει από το δρόμο του, όταν παρεμποδίζουν την αναπτυξιακή του πορεία Για το λόγο αυτό και οι εξωγενείς, κατά κύριο λόγο, τρόποι, με τους οποίους ο δυτικός κόσμος σήμερα «εισβάλλει» στις παραδοσιακές μουσουλμανικές κοινωνίες (τεχνολογία, καταναλωτισμός, βίαιες και απότομες εισαγωγές φιλελεύθερης νομοθεσίας στο θεσμικό πλαίσιο με μοναδικό σκοπό τη διευκόλυνση της επιχειρηματικής δραστηριότητας στις διεθνείς συνεργασίες) οδηγεί στην παράλληλη εμφάνιση συντρεχόντων φαινομένων αντίστασης των δομών, όπως αυτά της ενίσχυσης των παραδοσιακών θεσμών, που, αναφέραμε παραπάνω. Εκκολαπτόμενα μέσα σε ένα περιβάλλον βίαιης και ετεροπροσδιορισμένης μεταβολής των συνθηκών, τα φαινόμενα αυτά οδηγούν σε πολιτισμικές συνθέσεις- τερατουργήματα, όπως είναι αυτή τη στιγμή η μορφή των περισσότερων μεγαλουπόλεων της Μεσογείου ως προς τη δομή τους και τους τρόπους ζωής που διαμορφώνονται σ΄ αυτές. Φυσικά , οι «συντρέχουσες μεταβλητές» δεν μπορεί να είναι παντού οι ίδιες, γιατί το σύνολο των πολιτισμικών παραγόντων που επιδρούν είναι διαφορετικό σε κάθε κοινωνία. Η Αθήνα π.χ. είναι εν πολλοίς διαφορετική από το Κάιρο, η Κωνσταντινούπολη από το Αλγέρι ή τη Νάπολη. Φαινόμενα, όμως, όπως ο εκπαρχιωτισμός των πόλεων μέσα από τη μαζική εισροή εσωτερικών μεταναστών αγροτικής προέλευσης σε συνδυασμό με τη δημιουργία νέων κατηγοριών παρασιτικών και περιθωριακών στρωμάτων ( η «νόθα αστικοποίηση» του Samir Amin), ο άκριτος και πληθωρικός οικοδομικός οργασμός, η ανεπάρκεια των κρατικών υπηρεσιών, η παραδοσιακή γραφειοκρατία και οι διευρυμένες πελατεικές πρακτικές στη δημόσια διοίκηση είναι κοινά στο μεσογειακό κόσμο και επιφέρουν παντού λίγο πολύ παρόμοια αποτελέσματα, όπως είναι το οικιστικό πρόβλημα, η οικοδομική αναρχία, η κυκλοφοριακή ασφυξία, η μόλυνση της ατμόσφαιρας, η ανάπτυξη παρασιτικών υπηρεσιών «γενικών εξυπηρετήσεων» και η διαφθορά στις δημόσιες υπηρεσίες.
Η ελληνική κοινωνία δεν αποτελεί, ως γνωστόν, εξαίρεση στην εγγενή «μεσογειακή δυσκολία» ενδογενούς οικονομικής ανάπτυξης κατά τα αμιγή κεφαλαιοκρατικά πρότυπα και γνήσιας αστικοποίησης. Φυσικά, πολιτισμικοί προσδιορισμοί όπως η ιστορία, η θρησκεία, η γλώσσα, η ολοκληρωτική ένταξή της στον ευρωπαικό γεωγραφικό χώρο (ιστορικά, φυλετικά, διοικητικά, πολιτικά, οικονομικά) διαφοροποιούν ουσιαστικά την συλλογική της ταυτότητα από τις αντίστοιχες μεσογειακές του μουσουλμανικού κόσμου. Η μακρόχρονη όμως και υποχρεωτική συμβίωσή της με το οθωμανικό Ισλάμ σε ένα γεωγραφικό χώρο που ήδη υποθάλπει κοινές ιδιαιτερότητες, έχει αναπόφευκτα εναποθέσει τη σφραγίδα της στην κοινωνική ζωή και το θεσμικό πλαίσιο. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, το κύτταρο της ελληνικής μεταβυζαντινής κοινωνίας υπήρξε ανέκαθεν η κοινοτική ιδέα, στην οποία συνενώνονταν πεπρωμένα και συμφέροντα, προερχόμενα από κοινούς πολιτισμικούς δεσμούς ( γένος-Εκκλησία), τόπου καταγωγής και συμφέροντος (αλληλέγγυα φορολογική ευθύνη). Ο κεντρικός αυτός οργανωτικός πυρήνας δεν παράλλαζε και πολύ από τον αντίστοιχο μουσουλμανικό και επί Τουρκοκρατίας ήταν απόλυτα εναρμονισμένος με το θεσμό της «ανατολικής δεσποτείας», όπως αυτός εμφανιζόταν στα οθωμανικά πλαίσια. Όπως και στον ισλαμικό κόσμο, το κοινοτικό σύστημα διεύρυνε και στην (υπόδουλη) ελληνική κοινωνία τα όρια της οικογένειας και υποκατέστησε το ανύπαρκτο εθνικό κράτος με ένα ζωντανό, συλλογικό, ανθρώπινο πυρήνα. Ο κοινοτικός βίος, βασισμένος στην αλληλεγγύη των μελών της κοινότητας, ενίσχυσε τους πατροπαράδοτους οικογενειακούς θεσμούς και ανήγαγε τα έθιμα , το άγραφο ελληνικό «λαικό δίκαιο» σε δίκαιο εθνικό, που αργότερα. στην καποδιστριακή περίοδο, αναγνωρίστηκε ισότιμο με το βυζαντινο-ρωμαικό.
Οι εγγενείς όμως αυτές ομοιότητες στην οργανωτική κοινωνική δομή και οι απορρέουσες, αναπόφευκτες πολιτισμικές αναλογίες με το κυρίαρχο μουσουλμανικό περιβάλλον δεν ήταν αρκετές για να επισκιάσουν τη μεγάλη αντίθεση: την έλλειψη αντιπαραγωγικής προσκόλλησης της ελληνοχριστιανικής κοινότητας σε θεοκεντρικούς δεσμευτικούς κανόνες και απαγορευτικά θέσφατα.
Η βασική αυτή πολιτισμική διαφορά της ελληνικής κοινότητας από την οθωμανική που την περιέβαλλε, είχε ως αποτέλεσμα να αναπτυχθούν, παράλληλα με τις παραδοσιακές, που προσαρμόζονταν στο κυρίαρχο κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον, και κάποιες νέες δομές, κυρίως στις περιοχές της ναυτιλίας και του εμπορίου. Υποστηριζόμενες από ένα καθεστώς προνομίων, που είχε παραχωρήσει η κεντρική εξουσία με σκοπό την οικονομική ανάπτυξη και περαιτέρω εκμετάλλευση των υποτελών περιοχών της αυτοκρατορίας , οι νέες αυτές δομές και πρακτικές, όσο αποσπασματικές και αν φαίνονταν, απομονωμένες, αρχικά, κυρίως σε νησιωτικές κοινωνίες, εξελίσσονταν απρό-σκοπτα , μέσα σε μια αμιγώς καπιταλιστική προοπτική. Ελλείψει κατάλληλου θεσμικού πλαισίου για την προσαρμογή των νέων πολιτισμικών δεδομένων στις παραδοσιακές εθιμικές πρακτικές, οι ειδήμονες της εποχής παρέπεμπαν συνήθως στο γαλλικό εμπορικό δίκαιο, που χρησίμευε τόσο ως πηγή όσο και κατ΄ αναλογίαν νομικός, βεβαίως όχι δεσμευτικός, κανόνας.
Μετά την απελευθέρωση, το νεοσύστατο ελληνικό κράτος δεν έλαβε, σε τελική τουλάχιστον φάση, υπόψη τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας για ένα ευέλικτο θεσμικό πλαίσιο, βασισμένο , κατ΄αρχήν, στο σύνολο του εθιμικού λαικού δικαίου, όπως αυτό βιωνόταν και ασκούνταν στην πράξη από τον μέχρι τότε υπόδουλο ελληνισμό. Το λαικό εθιμικό δίκαιο συνιστούσε ένα σύμμικτο corpus θεσμών και κανόνων, που συμπεριλάμβανε βιώσιμα στοιχεία της βυζαντινο-ρωμαικής έννομης τάξης, θρησκευτικές παραδόσεις, ήθη και έθιμα της κοινοτικής κοινωνικής ζωής καθώς και τις αναπόφευκτες πολιτισμικές επιρροές της συμβίωσης με τον οθωμανικό κόσμο, που συνυπήρχαν με δυτικοευρωπαικές θεσμικές επιδράσεις, κυρίως στον τομέα της οικονομίας και των συναλλαγών, επιδράσεις που είχαν παρεισφρύσει πρόσφατα στην ελληνική κοινότητα λόγω της διεύρυνσης των επιχειρήσεων και των εμπορικών δραστηριοτήτων. Αν οι νομοθέτες της ελεύθερης Ελλάδας ήθελαν να εκπονήσουν εξ αρχής ένα νομικό σύστημα βασισμένο στις παραπάνω σταθερές, θα είχαν ίσως συνεισφέρει στην ομαλοποίηση της διαδικασίας μετάβασης της ελληνικής κοινωνίας στον πρότυπο, γι΄ αυτήν, «δυτικό» , σύγχρονο κόσμο. Η τάση, όμως, προς μια «αυτόματη» ( και επομένως άκριτη) εισχώρηση στον πρότυπο αυτό κόσμο, για λόγους που είναι λίγο ως πολύ γνωστοί και δεν μπορούμε να αναλύσουμε εδώ, επέσπευσε ανεπίτρεπτα τις διαδικασίες προκαλώντας την εγκατάσταση , μέσω του Maurer και του βαυαρικού επιτελείου του της Αντιβασιλείας, μιας εξωγενούς και «εξωπραγματικής», για την ελληνική κοινωνία, δικαιοταξίας, που αποτελεί μια σχεδόν εξ ολοκλήρου «αντιγραφή» της γερμανικής έννομης τάξης της εποχής. Ανεξάρτητα του αν και πόσο και γιατί το «εισαχθέν» αυτό δίκαιο τροποποιήθηκε ή συμπληρώθηκε ή προσαρμόστηκε στην ελληνική πραγματικότητα σε διάφορες από τις ιστορικές στιγμές που ακολούθησαν, δεν έπαυσε, μέχρι σήμερα, να αποτελεί μάλλον τροχοπέδη παρά μοχλό επιτάχυνσης της υγιούς κοινωνικής μεταβολής και της πολιτισμικής ανανέωσης. Η κοινωνική ενέργεια αλλά και το κόστος, που έχουν καταναλωθεί για να συμπληρωθούν τα κενά και να αποκτήσει το δίκαιο πραγματική πρόσβαση και ανταπόκριση στις ελληνικές κοινωνικές πρακτικές, για την επίτευξη, δηλαδή, της «καθημερινότητας δικαίου», αλλά και για να αντιμετωπισθούν οι έκρυθμες καταστάσεις και τα λάθη που προέκυψαν από την έλλειψη αυτής της ανταπόκρισης, θα μπορούσαν να είχαν επενδυθεί δημιουργικά, π.χ. στους τομείς της οικονομίας και της βιομηχανικής παραγωγής. Αλλά και αυτό καθεαυτό το γεγονός, ότι δεν συνέβη έτσι, καταδεικνύει την έλλειψη ορθολογισμού στις αποφάσεις της διοίκησης, που θα μπορούσαμε κάλλιστα να ισχυριστούμε, ότι αποτελεί κατάλοιπο οθωμανικής (μουσουλμανικής) προέλευσης επιρροών, όσον αφορά τις διοικητικές νοοτροπίες. Διότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στη σύγχρονη εποχή, στην φιλική προς τη Δύση μουσουλμανική Μεσόγειο, όπου οι βίαιες μεταβολές στις έννομες τάξεις αποπροσανατολίζουν τις τοπικές συνειδήσεις, προκαλούν άρνηση, σύγχιση και ανασφάλεια και αφυπνίζουν εθνικιστικά –θρησκευτικά κινήματα μέσα από την αναπόφευκτη ενίσχυση της παράδοσης, που στρατολογείται για να υπερασπιστεί τις δομές.
Όταν η πολιτική εξουσία επιβάλλει βίαιες εξωγενείς πολιτισμικές αλλαγές, η πρώτη αντίδραση της τοπικής κοινωνίας είναι να αποξενωθεί παθητικά από κάθε «ομαλή» και σύμφωνη με τον πολιτικό προγραμματισμό «αναπτυξιακή» διαδικασία -οπότε συνεχίζει την ύπαρξή της ακροβατώντας ανάμεσα στις αναπόφευκτες, καινούριες θεσμοποιημένες πρακτικές που πρέπει να εκτελέσει, έστω και σπασμωδικά, και στο δικό της παραδοσιακό ρυθμό επιβίωσης, που συμφωνεί με την εσωτερική πολιτισμική της παρακαταθήκη. Πρόκειται για μια διαδικασία «αυτορυθμιζόμενης» ανάπτυξης, η οποία συντελείται από τη στιγμή, κατά την οποία τίθενται σε λειτουργία καινούριοι «αναπτυξιακοί» μηχανισμοί, θεσμοποιημένοι από ένα πολιτικό προγραμματισμό, που δεν έχει λάβει υπόψη τις ανάγκες της συγκεκριμένης κοινωνίας. Το ερώτημα, αν αυτά τα δύο είδη «ανάπτυξης» (πολιτικά προγραμματισμένη/πολιτισμικά προσδιορισμένη) που φαίνονται να συντελούνται, πότε παράλληλα και πότε συγκρουσιακά, μέσα στο πλαίσιο μιας τέτοιας «αυτορύθμισης», συγκλίνουν κάποια στιγμή, και αν το προιόν αυτής της σύγκλισης θα είναι μια νέα πολιτισμική πραγματικότητα ή μια θνησιγενής οικονομικο-πολιτική κατασκευή, αποτελεί αντικείμενο προς μελέτη της πολιτικής οικονομίας και προς απόδειξη της ιστορίας. Η Μεσόγειος αποτελεί το ιδανικό πλαίσιο σε μια τέτοια μελέτη, στην οποία η Ελλάδα θα είναι, αναπόφευκτα, ένα από τα πεδία άσκησης της σχετικής αποδεικτικής διαδικασίας.
Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α
Βlok A., Rams and billy goats, a key to the Mediterranean kode of honor, Man 1981
Γιαννουλάτου Α., Ισλάμ, εκδ. Πορευθέντες, Αθήνα 1993
Herzfeld M., Η Ανθρωπολογία μέσα από τον καθρέφτη, Αλεξάνδρεια, 1999
Μουζέλλης Ν., Νεοελληνική κοινωνία: Οψεις υπανάπτυξης, Εξάντας 1979
Νelken David, ed., Law as communication, Dartmouth, USA 1996
Πανταζόπουλος Ν., Νεοελληνικό Κράτος και Ευρωπαική Κοινωνία, Παρουσία Αθήνα 1998
Robinson M., Ισλάμ και Καπιταλισμός, μετφ. Δημ. Κούρτοβικ, Κάλβος, Αθήνα 1980
Σβορώνος Ν., Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, Θεμέλιο 1976
Φίλιας Β., Κοινωνία και εξουσία στην Ελλάδα, Gutenberg 1985
Οσες διαφορές κι αν παρουσιάζουν οι κοινωνίες, ως πολιτισμικές κοινότητες, σχετίζονται μεταξύ τους με διάφορους τρόπους και για διάφορους λόγους, οι οποίοι προκύπτουν, διαφοροποιούνται ή καταργούνται ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες και συγκυρίες, μέσα στη ροή του χρόνου. Υπάρχουν κοινωνίες εθνών, υπερ-ομάδες δηλαδή αποτελούμενες από μικρότερες κοινωνίες με ιδιαίτερα, κατανοούμενα ως «εθνικά», χαρακτηριστικά, όπου το κοινό (πολιτισμικό) χαρακτηριστικό, που τις ενοποιεί, είναι μια ενιαία πολιτική εξουσία, όπως υπάρχουν και κοινωνίες -μειονότητες μέσα στα εθνικά σύνορα ευρύτερων πολιτισμικών ομάδων, διαφοροποιούμενες ως προς ιδιαίτερα συλλογικά χαρακτηριστικά, τα οποία οι ίδιες –κατ΄ αρχήν- ενστερνίζονται και αξιολογούν ως διαφοροποιητικά. Ετσι διαμορφώνονται πολλοί τρόποι ταξινόμησης των συλλογικών ταυτοτήτων, ανάλογα με την επιλογή των πολιτισμικών χαρακτηριστικών, που θα θεωρηθούν πρωτεύοντα στη διαδικασία της ταξινόμησης. Η επιλογή, πάλι, είναι ανάλογη με τη σκοπιμότητα ένταξης των κοινωνικών υποκειμένων σε μια στενότερη ή ευρύτερη πολιτισμική κοινότητα. Αν ως πρωτεύον χαρακτηριστικό εκληφθεί η εθνική π.χ. ομοιογένεια χωρίς το στοιχείο της πολιτικής ανεξαρτησίας-κυριαρχίας, μιλάμε για τις εκάστοτε εθνοτικές ομάδες - αν το πρωτεύον στοιχείο είναι η κοινή θρησκεία, μιλάμε, π.χ., για τον «μουσουλμανικό» ή τον «ιουδαικό» κόσμο. Οσα περισσότερα συλλογικά-πολιτισμικά χαρακτηριστικά προστίθενται (ή και αφαιρούνται), κατά τη διαδικασία της ταξινόμησης, στο άτομο ή την κοινότητα, τόσο συρρικνώνεται η κοινωνική ομάδα «υποδοχής» τους, που ανταποκρίνεται στα χαρακτηριστικά αυτά, και τόσο περισσότερο ιδιαιτεροποιείται η συλλογική τους ταυτότητα, έτσι ώστε, κάποια στιγμή, η κάθε κοινωνική ομάδα να καταλήγει υποσύνολο μιάς ή περισσότερων υπερκείμενων ομάδων, σε σχέση με το ένα ή το άλλο πολιτισμικό χαρακτηριστικό- και το αντίστροφο. Οι κοινωνίες, π.χ., του Μαγκρέμπ, είναι μέλη της διεθνούς μουσουλμανικής κοινότητας ως προς το κοινό πολιτισμικό χαρακτηριστικό της θρησκείας και όσα άλλα αυτή συνεπάγεται, και από αυτή την άποψη ταυτίζονται πολιτισμικά τόσο μεταξύ τους όσο και με την ιρανική, σουδανική, σαουδαραβική κλπ. κοινότητες, από τις οποίες όμως διαφέρουν σημαντικά όσον αφορά στα υπόλοιπα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, όπως γεωγραφικά, περιβαλλοντικά, ιστορικά, οικονομικά, πολιτικά. Συνδεόμενες τώρα μεταξύ τους όσον αφορά ακριβώς στα παραπάνω στοιχεία , μέσω των οποίων διαφοροποιούνται από τις υπόλοιπες μουσουλμανικές χώρες, συνιστούν την ιδιαίτερη πολιτισμική κοινότητα του Μαγκρέμπ, η οποία με τη σειρά της κατατάσσεται, όσον αφορά στα γεωγραφικά και περιβαλλοντικά -κυρίως χαρακτηριστικά, στην ευρύτερη πολιτισμική κοινότητα των χωρών της Μεσογείου, μαζί με τις ευρωπαικές, όπως η Ισπανία ή η Ελλάδα, και τις υπόλοιπες (αφρικανικές και ασιατικές) μεσογειακές κοινωνίες, όπως είναι η Αίγυπτος, το Ισραήλ και ορισμένα έθνη της Μέσης Ανατολής. Αυτές πάλι οι κοινωνίες διαφοροποιούνται, ως γνωστόν, όλες μαζί και κάθε μια ξεχωριστά, ως προς άλλα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, μικρότερης ή μεγαλύτερης σημασίας ως προς τον ρόλο που παίζουν στην ιδιαιτεροποίηση των συλλογικών ταυτοτήτων. Η συριακή, π.χ., (εθνική-πολιτισμική) ταυτότητα, είναι πολύ πιο «απομακρυσμένη» από την αντίστοιχη ισραηλινή, παρά τη γεωγραφική γειτνίαση και την τοποθέτηση στο ίδιο «κομάτι» της ασιατικής ηπείρου με το κράτος του Ισραήλ, για πολλούς λόγους, αλλά κυρίως λόγω της απόλυτης θρησκευτικής διαφοροποίησης, που έχει «χρωματιστεί» και ιστορικοπολιτικά, από όσο είναι σε σχέση με τη μαροκινή, όπου η κοινότητα της θρησκευτικής πίστης ομογενοποιεί σε αρκετά μεγάλο βαθμό τις δύο απομακρυσμένες γεωγραφικά και διαφορετικές φυλετικά κοινωνίες. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την ιδιαιτερότητα της μαροκινής συλλογικής ταυτότητας σε σχέση με την ισπανική, όπου η στενή γεωγραφική γειτνίαση, σε συνδυασμό με τις ιστορικές συγκυρίες, συνέτεινε μεν στην ως ένα βαθμό αμοιβαία τους προσέγγιση, τα κύρια όμως πολιτισμικά χαρακτηριστικά, όπως είναι η θρησκεία, η γλώσσα
και η φυλή, καθώς και η γενικότερη πολιτικοοικονομική σύνδεσή τους με τις ηπείρους, στις οποίες η καθεμία ανήκει εθνικά και διοικητικά, διατήρησαν τις δύο κοινωνίες σημαντικά διαφοροποιημένες ως προς τον πολιτισμό τους.
Οσο όμως μικρή σημασία κι αν φαίνεται να έχει η γεωγραφική γειτνίαση σε σχέση με τα άλλα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, όπως η θρησκεία και η φυλή, δεν παύει να αποτελεί ένα είδος «βασικού» κοινού χρώματος στην παλέτα των (διαφορετικών) γειτονικών πολιτισμών, με την έννοια ότι ο γεωγραφικός τόπος αποτελεί μέρος των βασικών προυποθέσεων πολιτισμικής γένεσης και εξέλιξης, ως φυσικό λίκνο εγκατάστασης των κοινωνικών ομάδων, που παράγουν τον πολιτισμό. Παράγοντες όπως το κλίμα, η διαμόρφωση του εδάφους, η γειτνίαση με τη θάλασσα, η ιδιαιτερότητες της χλωρίδας και της πανίδας, το υπέδαφος, οι γεωγραφικές αποστάσεις από τόπους εγκατάστασης άλλων πολιτισμών, αποτελούν τις γενεσιουργές αιτίες και συγχρόνως τα κίνητρα για τη διαμόρφωση των πρακτικών, που υπαγορεύονται και οργανώνονται προς κάλυψη των βασικών, πρωταρχικών βιοτικών αναγκών της ομάδας. Οι πρακτικές αυτές της πρώτης οικείωσης της κάθε μιας από τις γειτονικές, στο γεωγραφικό χώρο, ομάδες με το φυσικό της περιβάλλον δεν μπορεί παρά να εμφανίζουν σε σημαντικό βαθμό κοινά στοιχεία, εφ΄όσον προορίζονται να ικανοποιήσουν ανάγκες και να επιλύσουν προβλήματα που υπαγορεύονται από παρόμοιες φυσικές συνθήκες. Οι κοινές αυτές πρακτικές και στρατηγικές αποτελούν την πρώτη βαθμίδα διαμόρφωσης και εξέλιξης όλων των υπόλοιπων που ακολουθούν και που, από ένα σημείο και μετά , προσδιορίζονται, πλέον, από παράγοντες όλο και περισσότερο διαφοροποιούμενους και απομακρυνόμενους από τους αρχικούς. Ετσι συν τω χρόνω συντελείται και ολοκληρώνεται (ως προς την κάθε ιστορική στιγμή) η διαδικασία σχηματισμού των κατ΄ ιδίαν πολιτισμικών μορφωμάτων, που συγκροτούν τις ιδιαίτερες κοινωνίες που καταλαμβάνουν γεωγραφικά γειτνιάζοντες χώρους.
Στη διαδικασία αυτή , ο γεωγραφικός τόπος εγκατάστασης και συνεπώς όλοι οι φυσικοί-περιβαλλοντικοί παράγοντες , που αναφέραμε παραπάνω, συγκροτούν το μόνο, ίσως, σταθερό σημείο αναφοράς για ένα πολιτισμό, που εξελίσσεται κατά τα λοιπά μέσα από διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες. Ως βάση του ανά πάσα ιστορική στιγμή αναδυομένου πολιτισμικού μορφώματος με μόνιμα και αναλλοίωτα χαρακτηριστικά, η γεωγραφική σταθερά δεν παύει να «χρωματίζει» την εκάστοτε μορφή του, υποχρεώνοντας τις μεταγενέστερες πρακτικές να οικοδομούνται, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, πάνω και γύρω από τις αρχικές, σαν κι αυτές να ήταν ένα είδος πολιτισμικού DNA ,που τροφοδοτεί διαρκώς με το ίδιο συγκεκριμένο υλικό τη δημιουργία των νεότερων και πιο σύνθετων κοινωνικο-πολιτισμικών μορφωμάτων. Υπό το πρίσμα αυτό, πολιτισμοί γειτονικοί ως προς το γεωγραφικό χώρο, δεν μπορεί παρά να συνεχίζουν να παρουσιάζουν κοινά σημεία ως προς τους βασικούς τρόπους πρόσληψης του φυσικού τους περιβάλλοντος (δηλ. τις πρωταρχικές πολιτισμικές πρακτικές), όσο διαφοροποιημένοι κι αν εμφανίζονται στα πιο προχωρημένα στάδια της ιστορικής εξέλιξής τους.
Η Μεσόγειος αποτελεί, από την άποψη αυτή, το ιδανικό πεδίο έρευνας για διαπιστώσεις τέτοιου είδους, δεδομένου ότι συνιστά έναν ευρύ, ενιαίο κλιματολογικά και περιβαλλοντικά γεωγραφικό χώρο ανάμεσα σε τρείς διαφορετικές ηπείρους , όπου εμφανίστηκαν και εξελίχθηκαν , σε παράλληλες ή όχι ιστορικές στιγμές, κοινωνίες εντελώς ανόμοιες όσον αφορά στα αποφασιστικής σημασίας πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά (φυλή, θρησκεία). Στον ευρύ αυτό γεωγραφικό χώρο, του οποίου ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά υπήρξε ανέκαθεν,- λόγω μικρών αποστάσεων, ευνοικών κλιματολογικών συνθηκών και παράκτιου διαμελισμού (πολλά φυσικά λιμάνια) - - η ευχερής δια θαλάσσης επικοινωνία, συνυπήρξαν και συνυπάρχουν, και όχι πάντα συγκρουσιακά, οι τρεις μεγάλες μονοθειστικές θρησκείες , ενώ εκπροσωπήθηκαν τα περισσότερα πολιτειακά καθεστώτα που εμφανίστηκαν από τις απαρχές του πολιτισμού (με την οικουμενική του σημασία ), καθώς και οι αντίστοιχες σ΄ αυτά δικαιικές/έννομες τάξεις.
Θρησκεία, Πολιτεία και Εννομη Τάξη συνιστούν , ως γνωστόν , το τρίπτυχο, επί του οποίου θεμελιώνεται κάθε πολιτισμός και οργανώνεται η αντίστοιχη σ΄ αυτόν κοινωνική ομάδα. Ιδιαίτερα στην έννοια της έννομης τάξης περικλείονται όχι μόνον οι επίσημοι πολιτειακοί νόμοι που θεσμοθετούνται και εκτελούνται από τους ειδικά ορισμένους προς τούτο λειτουργούς (το θετικό, δηλαδή, δίκαιο) αλλά το συνολικό «ορθώς πράττειν», όπως κατανοείται από τα κοινωνικά υποκείμενα του συγκεκριμένου πολιτισμού, είτε πρόκειται για κρατικό νόμο, είτε για ηθική επιταγή, είτε για εθιμοτυπία, είτε για πρότυπα καθημερινής συμπεριφοράς. Και επειδή ο «πολιτισμός» αφορά κατά το μεγαλύτερο μέρος του στη θέση των δεοντολογικών προτύπων, τόσο στην καθημερινή πρακτική όσο και στην κυρίαρχη ιδεολογία μιας συγκεκριμένης κοινωνίας, μπορούμε να ισχυριστούμε , ότι στις έννομες τάξεις, άλλως δικαιοταξίες, των κοινωνιών ( το Δίκαιο στην εκάστοτε μορφή του) καθρεφτίζεται αυτός καθαυτός ο πολιτισμός τους. Για το λόγο αυτό ανέκαθεν και σε όλες ανεξαιρέτως τις κοινωνίες η έννομη τάξη ταυτίστηκε με την εξουσία, με την έννοια ότι η εξουσία πάντοτε τείνει να προωθεί πολιτισμικά πρότυπα χρησιμοποιώντας το Δίκαιο ως μηχανισμό θεσμοποίησης των επιθυμητών σ΄αυτήν πρακτικών. Συνεπώς, τα κοινωνικά φαινόμενα μπορούν να κατανοηθούν είτε ως προιόντα θεσμοποιημένων πρακτικών, είτε ως αποτελέσματα αντίθετης (προς αυτές) δράσης ( παρεκκλίνουσες/παραβατικές συμπεριφορές). Από αυτή την άποψη τα κοινωνικά φαινόμενα είναι εν ευρεία εννοία νομικά φαινόμενα.
Στις διάφορες έννομες τάξεις/πολιτισμούς τα φαινόμενα αυτά προσεγγίζονται κοινωνιολογικά μέσα από τη συγκριτική παρατήρηση και την ιστορική αναδίφηση. Πρώτα οι σοφιστές και πολύ αργότερα ο Montesquieu διατύπωσαν ορισμένα συμπεράσματα για τη σχέση δικαίου-κοινωνίας, με βάση τη σύγκριση νομικών θεσμών σε διαφορετικές κοινωνίες, ενώ η γνώση της ιστορικής εξέλιξης των νομικών θεσμών αποτέλεσε την αφετηρία των σχετικών αναλύσεων του Max Weber. H σύγκριση, στον Weber, αφορά συνήθως στην παράλληλη εξέλιξη κοινωνικών φαινομένων, η οποία δεν μπορεί, παρά να έχει και ιστορικό χαρακτήρα. Η συγκριτική μέθοδος δεν είναι σχεδόν ποτέ αποκλειστικά συγχρονική: η σύγκριση συνυφαίνεται με τη διαχρονική πορεία των φαινομένων, γεγονός που συνηγορεί για την ονομασία της ως «ιστορικο-συγκριτικής» μεθόδου.
Σημαντική συμβολή στην ανάπτυξη της μεθόδου αυτής πρόσφερε ο Durkheim, με τη μεθοδολογική χρήση των «συντρεχουσών μεταβλητών»: Κατ΄αυτόν, η σύγκριση δύο κοινωνικών φαινομένων δεν πρέπει να περιορίζεται στο ιστορικό σημείο εμφάνισης και στη συνέχεια στην παράλληλη ή όχι εξέλιξή τους, αλλά είναι αναγκαίο να επεκτείνεται και προς την αναζήτηση κάποιου τρίτου φαινομένου, που μπορεί να είναι αποτέλεσμα του πρώτου και αιτία του δεύτερου. Με τον τρόπο αυτό προσφέρεται στην κοινωνιολογία μια δυνατότητα ερμηνείας της παράλληλης εξέλιξης πρακτικών, φαινομενικά άσχετων μεταξύ τους. Ετσι έχει παρατηρηθεί , ότι στις περιοχές του ευρύτερου μεσογειακού χώρου και σε φιλελεύθερα οικονομικο-πολιτικά καθεστώτα, όπου όμως δεν υπάρχει η υποδομή βιομηχανικής ανάπτυξης κατά τα δυτικά πρότυπα και ο ανάλογος καταμερισμός εργασίας, παρατηρείται υπερσυγκέντρωση πληθυσμού στα αστικά κέντρα σε συγχρονία με μία σχεδόν «παθολογική» διόγκωση του τριτογενούς τομέα της οικονομίας, μία υπερβολική ανάπτυξη των υπηρεσιών και των παρασιτικών δραστηριοτήτων. Στην εμφάνιση των παράλληλων αυτών φαινομένων οφείλεται μια σειρά από άλλα, παρεπόμενα κοινωνικά φαινόμενα, όπως είναι η ενίσχυση παραδοσιακών θεσμών, που αποτελούν δικλείδες ασφαλείας μέσα σε μεταβαλλόμενες συνθήκες, οι οποίες, όμως, δεν επιφέρουν πραγματική δομική αλλαγή .Τέτοιοι θεσμοί είναι, π.χ., αυτός της προίκας στην Ελλάδα και ο θεσμός των οικογενειακών οικονομικών συνασπισμών στην Αίγυπτο και το Μαρόκο. Ελκοντας την καταγωγή τους από πρωταρχικές κοινωνικές αξίες , κοινές στον ευρύτερο μεσογειακό χώρο, όπως είναι η έγγειος ιδιοκτησία και οι συγγενικοί δεσμοί, οι δύο παραπάνω θεσμοί, διαφοροποιημένοι ως προς τη μορφή τους και τον τρόπο λειτουργίας τους, αντλούν την πρακτική τους αποτελεσματικότητα, άρα και την αναγκαιότητα της κατοχύρωσής τους, μέσα από παρόμοιες, ιδιάζουσες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες , που καθιστούν και στις τρεις παραπάνω κοινωνίες τη συνδρομή τους απαραίτητη. Ανεξάρτητα από το χρονικό σημείο, κατά το οποίο οι συνθήκες αυτές θα καταστήσουν, σε κάθε μια ξεχωριστά, απαραίτητη την αναβίωση ή την ενίσχυση των παραδοσιακών θεσμών, η παράλληλη εμφάνιση κοινών «συντρεχουσών μεταβλητών» έχει πολλά να μας πει ως προς την γενικότερη κοινωνιολογική προσέγγιση και κατανόηση των δομών κοινωνικών σχηματισμών, που μπορεί να εμφανίζονται εντελώς διαφορετικοί κατά τα λοιπά πολιτισμικά τους δεδομένα.
Όταν συμβαίνει αυτό, η παράλληλη, δηλ. εμφάνιση κοινών «συντρεχουσών μεταβλητών» σε περισσότερες από μία κοινωνικο/πολιτισμικές ομάδες, προσδίδει στον παραδοσιακό θεσμό, που κινητοποιείται για να κρατήσει τις ισορροπίες, μια άλλη διάσταση: δεν πρόκειται πλέον για απλή επιβίωση πρακτικών, που απορρέουν από εθιμικές συμπεριφορές ή πατροπαράδοτες συνήθειες και ασκούνται μηχανικά και ασυνείδητα, έχοντας απολέσει το ουσιαστικό λειτουργικό τους περιεχόμενο. Το γεγονός, ότι αυτή η «αφύπνιση», με άλλα λόγια η αναβίωση ή και η απλή ενίσχυση του θεσμού, που καλείται να «διορθώσει» την κατάσταση, επισυμβαίνει μόνον κάτω από τον συγκερασμό συγκεκριμένων φαινομένων, δεν σημαίνει τίποτε άλλο, από το ότι τα φαινόμενα αυτά δεν αποτελούν παρά «ξένα σώματα» στον κοινωνικό οργανισμό, ο οποίος στην περίπτωση αυτή επιστρατεύει τη θεσμική του παρακαταθήκη για να αποκρούσει την «εισβολή» και να προστατεύσει τις δομές του- και επιπροσθέτως, φυσικά, ότι αυτές οι δομές, για να ανθίστανται με τον τρόπο αυτό στην «απειλή», είναι ακόμα συμπαγείς και σταθερές μέσα στο γνώριμο, παραδοσιακό πολιτισμικό τους περιβάλλον.
Όταν, συνεπώς, στο χώρο της Μεσογείου και ανεξάρτητα από άλλες εθνικές, φυλετικές ή θρησκευτικές σταθερές, το φαινόμενο των «συντρεχουσών μεταβλητών» εμφανίζεται σε δύο ή και περισσότερα σημεία και μάλιστα με το ίδιο λειτουργικό περιεχόμενο, αυτό δεν μπορεί να σημαίνει παρά μόνο ένα πράγμα: την παράλληλη ύπαρξη παρόμοια παραδοσιακών και παρόμοια ανθεκτικών δομών. Αποτυπωμένες σε νόμους και θεσμούς, γραπτούς ή προφορικούς, ήθη, έθιμα και πρακτικές, στο σύνολο της δικαιοταξίας κάθε μεσογειακής κοινωνίας, βορειοαφρικανικής, ασιατικής ή νοτιοευρωπαικής, μουσουλμανικής, ιουδαικής ή χριστιανικής, οι δομές αυτές αποκρύπτουν την ομοιότητά τους μέσα σε ένα καταιγισμό πολιτισμικής διαφορετικότητας, προερχόμενης από ετερόκλητες πηγές και κατευθύνσεις και κάνουν αισθητή την παρουσία τους μόνον όταν απειλούνται - οπότε και προτάσσουν τους θεσμούς Αυτή η διαδικασία αποτελεί την κυριότερη μορφή εκδήλωσης της «δρώσας παρουσίας» των πρωταρχικών τρόπων πρόσληψης του φυσικού κόσμου, που αναφέραμε παραπάνω, και που είναι κοινές στους γεωγραφικά και περιβαλλοντικά γειτονικούς μεσογειακούς πολιτισμούς.
Εχουμε ήδη αναφερθεί στα κύρια γεωφυσικά χαρακτηριστικά της μεσογειακής λεκάνης, που συνέτειναν στην ομοιομορφία των δομών και την παράλληλη εμφάνιση κοινών πρωταρχικών πρακτικών στους γύρω από αυτήν εγκατεστημένους πολιτισμούς. «Σκληρές» περιβαλλοντικές συνθήκες, που συνίστανται στην ιδιομορφία του εδάφους (συνήθως πετρώδες, άγονο, δυσπρόσιτες οροσειρές στα παράλια, έρημος ) σε συνδυασμό με το ξηρό κλίμα (ανεπαρκής βλάστηση για εκτεταμένες καλλιέργειες) οδήγησε στην επικράτηση διαφόρων τύπων κοινοτικού συστήματος στην κοινωνική οργάνωση. Οι κοινωνίες δομούνται σε μικρές κοινότητες, γύρω από ένα βασικό οικογενειακό πυρήνα, όπου τα μέλη, στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους κάτω από τις δύσκολες βιοτικές συνθήκες, νέμονται την εκμετάλλευση της γης. Η μορφή αυτή κοινωνικού σχηματισμού και οι αντίστοιχες μορφές οικιακής οικονομίας (αυτάρκεις, κλειστές οικονομικές ενότητες) δεσπόζουν στη Μεσόγειο πολύ πριν την αραβική εισβολή και την εξάπλωση του Ισλάμ. Υποστηρίζεται πλατειά, ότι ο κοινοτικός θεσμός είναι ελληνικός, με ρίζες στο Βυζάντιο, και ότι στα πλαίσια της οθωμανικής κυριαρχίας συνδέθηκε λειτουργικά με τον λεγόμενο «ασιατικό τρόπο παραγωγής», που σχετίζεται με τον τύπο κοινωνικής οργάνωσης, που έγινε γνωστός ως «ανατολική δεσποτεία». Η οργάνωση αυτή, φεουδαλική στις βασικές δομές της, χαρακτηρίζεται από απόλυτο συγκεντρωτισμό της κεντρικής εξουσίας, που αφορά και στα μέσα παραγωγής. Στα πλαίσια του συστήματος αυτού, οι αυτόνομες κοινωνικο-οικονομικές λειτουργίες των κοινοτήτων είναι δοτές από την κεντρική εξουσία, με σκοπό να διευκολύνεται, μέσω της σχετικής τοπικής αυτονομίας, η διοίκηση της αχανούς αυτοκρατορίας αφενός και, αφετέρου, να εξασφαλίζεται η καταβολή της γαιοπροσόδου, για την οποία είναι αμοιβαία αλληλέγγυοι όλοι οι κάτοικοι της κοινότητας.
Το τομεακό αυτό οικονομικό σύστημα χαρακτήρισε, σε διάφορες παραλλαγές του, τις μουσουλμανικές κοινωνίες του Μεσαίωνα, με αποτέλεσμα την επίτευξη μιας αρμονίας στη σχέση τους με τις μεσογειακές κοινωνίες που κατακτήθηκαν από το Ισλάμ, είτε χριστιανικές είτε παλαιο-αραβικές, πράγμα που συνέτεινε στην ομαλή συμβίωση και την μεταξύ τους κοινωνική κινητικότητα και πολιτισμική αλληλεπίδραση. Ανεξάρτητα από φυλετικές και θρησκευτικές διαφορές, η συγκέντρωση της ζωής σε μικρές κοινότητες, όπου πρωτεύοντα ρόλο έπαιζε η χρήση της γης και η σχέση των ανθρώπων μ΄ αυτή, είχε διαμορφώσει ήδη ιδιαίτερους κοινωνικούς θεσμούς, που ανεύρισκαν, τις περισσότερες φορές, τη νομική τους διατύπωση και στο γραπτό μουσουλμανικό νόμο, τη σαρία, που πηγή της είναι το Κοράνιο παράλληλα με την προφορική παράδοση (χαντίθ). Η ιερότητα των οικογενειακών δεσμών, η πατρική εξουσία, η συγκέντρωση της τιμής της οικογένειας στην παρθενία των ανύπαντρων γυναικών, η μεγιστοποίηση της οικογενειακής έγγειας περιουσίας μέσα από τις γαμήλιες στρατηγικές ( συνοικέσια, προίκα, οικογενειακοί συνασπισμοί), η βεντέτα, η αδελφοποίηση, είναι θεσμοί που απαντώνται στις περισσότερες περιοχές της Μεσογείου ( Σικελία, Ανδαλουσία, Κρήτη, Κορσική, Μαρόκο, Αλγερία) και αναγνωρίζονται επίσης στο περιεχόμενο των νόμων της μουσουλμανικής σαρία. Ο οικογενειακός κώδικας τιμής ( η «μεσογειακότητα» των Herzfeld και Blok) χαρακτηρίζει εξίσου χριστιανικούς και μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Μεσογείου και οφείλεται ακριβώς στην ιερότητα της σχέσης με τη γη, που η χρήση της μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά μέσα από τις γαμήλιες πρακτικές και συσπειρώνει τα μέλη των οικογενειών σε φρατρίες (φυλετικά γένη), πρωταρχικός σκοπός των οποίων είναι η προστασία της ιδιοκτησίας της γης, δοτής από την κεντρική εξουσία περισσότερο ως χρήση και κατοχή παρά ως κυριότητα με τη σύγχρονη νομική της έννοια. Είναι η απαρχή της συστηματικής σύναψης στενών σχέσεων με την κεντρική εξουσία , με σκοπό την εξασφάλιση της αέναης χρήσης της γης, πράγμα που σταδιακά οδήγησε στη διαμόρφωση του πελατειακού συστήματος πρόσβασης στις εξουσιαστικές δομές, επίσης κοινού στο μεσογειακό χώρο και ιδιαίτερα, ως γνωστόν, στη νεότερη ελληνική πολιτική πρακτική. Συν τω χρόνω και μέσα από τις διαδικασίες αυτές, οι αυτάρκεις αγροτο/κτηνοτροφικές κοινότητες εξελίχθηκαν σε κοινωνίες μικροιδιοκτητών, προσανατολισμένων στην εκμετάλλευση της γης και την μεταξύ τους ανταλλαγή των προιόντων της , στα πλαίσια ενός πιο σύνθετου παραγωγικού συστήματος, που ο Μ. Robinson ονομάζει «οιονεί καπιταλισμό». Για πολλούς μελετητές του ισλαμικού κόσμου, η ιδιάζουσα δομή της οικονομίας της Μεσογείου, που επικεντρώνεται στη συσσώρευση του οικονομικού προιόντος σε οικογενειακού τύπου επιχειρηματικούς σχηματισμούς, είναι ο κυριότερος λόγος της δυσκολίας της να αναπτυχθεί με τον αμιγή καπιταλιστικό τρόπο κατά τα δυτικά πρότυπα. Το καθεστώς της μικροιδιοκτησίας υποστηρίζεται από το θεσμικό σύστημα: ο ισλαμικός νόμος, θεοκρατικός και επικεντρωμένος στην έννοια μιας κοινωνικής δικαιοσύνης, που αντικατοπτρίζει την ισότητα των ανθρώπων έναντι του Θεού, στηλιτεύει τη συσσώρευση του πλούτου σε μια οικονομική ολιγαρχία και αποδέχεται έως προστατεύει την ιδιοκτησία, αλλά μόνον μέσα στα πλαίσια της ευρείας οικογένειας και της αλληλουποστήριξης των μελών της. Αυτός είναι και ο λόγος, που το Ισλάμ θεωρείται από πολλούς ένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα στη βάση ενός είδους «οικογενειακού σοσιαλισμού», πράγμα που σήμερα προτάσσεται ευρέως από τους (εθνικο)σοσιαλίζοντες φονταμενταλιστές.
Στα πλαίσια της θεοκεντρικής ιδιαιτερότητάς του, ο μουσουλμανικός νόμος περιορίζεται ως επί το πλείστον σε ηθικές προτροπές και απαγορεύσεις, υποδείξεις και κατευθύνσεις ως προς τον δέοντα «τύπο» της καθημερινής κοινωνικής συμπεριφοράς, πάρα σε θέσεις ειδικών κανονιστικών κειμένων, που ρυθμίζουν με ορθολογικό τρόπο την ανθρώπινη συνύπαρξη. Διευρύνει την πατροπαράδοτη αραβική φρατρία , έτσι ώστε να συμπεριλαμβάνει ολόκληρη τη μουσουλμανική κοινότητα (umma) και επιτρέπει την απόκτηση ιδιωτικής περιουσίας και ατομικών δικαιωμάτων, αλλά πάντα με την προυπόθεση της εξάρτησης του ατόμου από τις οικογενειακές υποχρεώσεις, όπως είναι η διατροφή/υποστήριξη των πιο αδύναμων μελών της οικογένειας, η αντεκδίκηση (βεντέτα), οι κληρονομικές υποχρεώσεις και η προίκιση των γυναικών (όπου, αντίθετα από τις χριστιανικές κοινότητες, την σχετική υποχρέωση έχει ο σύζυγος και όχι ο πατέρας, του οποίου μοναδική υποχρέωση είναι να παραδόσει την κόρη του παρθένα. Ετσι, κατά ένα μέρος της , η προίκα στο Ισλάμ έχει διαφορετικό περιεχόμενο από ό,τι στη χριστιανική Μεσόγειο: ενώ επαυξάνει την περιουσία του πατέρα της νύφης και όχι της νεοσύστατης οικογένειας, εκμηδενίζοντας έτσι οποιοδήποτε «ατού» της συζύγου απέναντι στον άντρα της, μοιάζει να καταβάλλεται ως αμοιβή στην πατρική της οικογένεια, που διαφύλαξε την τιμή της κόρης για τον σύζυγο, ενώ, αντίθετα, στις χριστιανικές κοινωνίες, μια «γερή» προίκα μπορεί να εξαγοράσει την έλλειψη της «τιμής» της νυμφευόμενης). Στα στενά αυτά οικογενειακά πλαίσια ο ιδιοκτησιακός θεσμός παίζει πρωτεύοντα ρόλο σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής : η κλοπή τιμωρείται με ακρωτηριασμό, ο φόνος αποσοβείται με την καταβολή χρηματικής αποζημίωσης στην οικογένεια του θύματος και η δουλοκτησία αναγνωρίζεται ως κληρονομιαία οικογενειακή περιουσία. Οι κυρώσεις είναι προσωποπαγείς και έχουν τη μορφή της τιμωρίας του σώματος, όπως στον ευρωπαικό Μεσαίωνα, απέχοντας παρασάγγας από τις γενικές περί Δικαίου αρχές και την προστασία της αφηρημένης ιδέας της έννομης τάξης και των κοινωνικών δικαιωμάτων. Το όλο θεσμικό σύστημα φαίνεται να αποσκοπεί στην εξασφάλιση της προσαρμογής σε κανόνες «θεικής» προέλευσης που δεν αμφισβητούνται, έτσι ώστε να συμβάλλουν στην αποδοχή, ως αδιαμφισβήτητου, του κοινωνικοπολιτικού συστήματος. Ο νόμος δεν είναι κατασκευή ειδημόνων, αλλά η ίδια η θεική ρήση. Για το λόγο αυτό στο παραδοσιακό Ισλάμ δεν κωδικοποιήθηκε ποτέ η νομοθεσία: απλώς δεν υπάρχει νομοθεσία. Υπάρχει μόνο η ερμηνεία του κορανικού νόμου (σαρία) από τον ulema , που θεωρείται εκπρόσωπος του θεικού νόμου επί της γης και αντιστοιχεί, κατά κάποιο τρόπο, στο νομοθέτη του ευρωπαικού νομικού συστήματος. Η ερμηνεία του ulema χρησιμεύει για την απονομή δικαιοσύνης μέσω του mufti (δικαστική) και του kadi (εκτελεστική εξουσία). Η δικαιοσύνη απονέμεται κατά περίπτωσιν (δεν υπάρχει η έννοια του δεδικασμένου) και βασίζεται εξ ολοκλήρου στις καταθέσεις των διαδίκων και των μαρτύρων τους, δεν υπάρχει δηλ. κάποια υποχρεωτική νομική μέθοδος ή κάποιο πρότυπο νομικού συλλογισμού που πρέπει να ακολουθείται. Επιβιώματα αυτού του είδους δίκης υπάρχουν ακόμα στην Ελλάδα, στην ακροαματική διαδικασία των πολιτικών δικαστηρίων, όπου ο θεσμός των μαρτύρων (συνήθως μέλη των οικογενειών των διαδίκων) εξακολουθεί να αποτελεί το κυριότερο αποδεικτικό μέσο, επαφιέμενο, ως προς τα συμπεράσματα επί των πραγματικών περιστατικών, στην απόλυτη κρίση του δικαστή. Στις σύγχρονες ευρωπαικές δικονομίες, στις αστικές υποθέσεις, ο θεσμός των μαρτύρων έχει πλέον ατονήσει σημαντικά , τουλάχιστον ως αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο.
Η παντελής έλλειψη ορθολογισμού στους θεσμούς του Ισλάμ και η προσήλωσή τους στην επιφανειακή προσαρμογή των συμπεριφορών σε ηθικούς και εθιμοτυπικούς κανόνες συντέλεσε στην ανάπτυξη, στο μουσουλμανικό αλλά και στο γενικότερο μεσογειακό κόσμο που συμβίωνε μαζί του, ενός ιδιάζοντος ηθικού περιβάλλοντος γνωστού ως «διπλή ηθική». Στην κοινωνική πράξη, το φαινόμενο αυτό παίρνει τη μορφή αμφίσημων πρακτικών και νομικών τεχνασμάτων, που ασκούνται με σκοπό να ικανοποιήσουν προσωπικές και κοινωνικές ανάγκες αντίθετες στο πνεύμα της σαρία. Φύσει ευέλικτη και χωρίς όρια, η «σκοτεινή» αυτή πλευρά της κοινωνικής πρακτικής, που λανθάνει κάτω από την επιφανειακή τήρηση του νόμου, είναι φυσικό να υιοθετεί συνήθειες και συμπεριφορές των κατακτημένων γειτονικών λαών της Μεσογείου, που είναι πιο φιλελεύθερες και μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην κάλυψη των «απαγορευμένων αναγκών» ή να αντικαταστήσουν τους «απαγορευμένους τρόπους» κάλυψής τους. Στη διαδικασία αυτή οι κατακτημένοι συνεργάζονται ευχαρίστως, εφόσον με τον τρόπο αυτό έχουν την άμεση αναγνώριση του πολιτισμού τους και των πρακτικών του, τις οποίες οι κατακτητές όχι μόνο ανέχονται, αλλά και χρησιμοποιούν. Σημαντικά παραδείγματα «διπλής ηθικής» συναντώνται στο εμπόριο, που είναι ένας από τους σημαντικότερους τομείς της μουσουλμανικής κοινωνικοοικονομικής δραστηριότητας. Στα πλαίσια ενός ανταποδοτικού θεσμικού συστήματος ( ο Θεός –οιονεί «έμπορος», αμείβει τους πιστούς του με τα αγαθά της αιώνιας μετά θάνατον ζωής σε ανταπόδοση της πίστης τους και της τήρησης των ηθικών κανόνων κατά την επίγεια ζωή τους), το εμπόριο κατέχει μια σχεδόν φυσική θέση στον ισλαμικό πολιτισμό και, βεβαίως, τελεί σε απόλυτη αρμονία με τις δραστηριότητες των υπόλοιπων μεσογειακών λαών. Στην ακμή των αραβικών και, αργότερα, των οθωμανικών κατακτήσεων , η μεσογειακή λεκάνη, γεωπολιτικά κεντρική, γεωφυσικά προσβάσιμη στη θαλάσσια επικοινωνία και με εμπορικά λιμάνια ανεπτυγμένα ήδη από την αρχαία εποχή (έλληνες, φοίνικες, σύροι) εξελίσσεται σε ένα απέραντο, διαρκές θέατρο εμπορικών συναλλαγών και ανταλλαγών μεταξύ τριών ηπείρων, όπου οι μουσουλμάνοι συμπράττουν με τους υπόλοιπους άμεσα ή έμμεσα, σε όλων των ειδών τα «κόλπα» και τεχνάσματα, προκειμένου να προσποριστούν όλο και μεγαλύτερα κέρδη. Υπάρχει μια ειδική λέξη για το καθεστώς αυτό: χιγιάλ (μπαγαποντιές, τερτίπια). Πάνω στην έννοια του χιγιάλ επικεντρώνεται το σύνολο του δικαίου των συναλλαγών στο μουσουλμανικό κόσμο. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο ισλαμικός νόμος απαγορεύει την υπερβολική συσσώρευση πλούτου σε μια μόνο οικογένεια, και για το λόγο αυτό απαγορεύει τον έντοκο δανεισμό (ribah).Ο έντοκος δανεισμός όμως, και μάλιστα στη μορφή της καθαρής τοκογλυφίας, ήταν και είναι μια πραγματικότητα στο μουσουλμανικό κόσμο, όπου ακόμα και σήμερα λειτουργούν, σε πολλές περιοχές, κρατικά πιστωτικά ιδρύματα που δανείζουν με ιδιαίτερα χαμηλά επιτόκια, προς περιορισμό του φαινομένου. Για να επικαλυφθεί η απαγορευμένη πρακτική, τα πιο δημοφιλή τεχνάσματα είναι η ανταλλαγή με διαφορετικά αγαθά μεγαλύτερης αξίας καθώς και η αγορά προς μεταπώληση (θεσμός δημοφιλής και στην Ελλάδα, ιδιαίτερα τις εποχές της μαζικής μετανάστευσης στις μεγάλες πόλεις -δεκαετία του 50- 60). Σ΄αυτό το κλίμα προωθούνται και οι συνεργασίες με αλλόθρησκους εμπόρους, οι οποίοι εμφανίζονται στη θέση των δανειστών, ενώ πίσω τους υποκρύπτονται μουσουλμάνοι, οι οποίοι με τον τρόπο αυτό αποφεύγουν να φαίνονται ότι περιπίπτουν στο αμάρτημα της τοκογλυφίας. Ετσι συσφίχθηκαν ακόμα περισσότερο οι σχέσεις με τους υπόλοιπους παραμεσόγειους λαούς και, σιγά σιγά, χριστιανοί, εβραίοι και μουσουλμάνοι επιδίδονται από κοινού σε επιχειρήσεις με σκοπό τα κέρδη από τους υψηλούς τόκους, οι οποίες , τυπικά , ήσαν νόμιμες από την πλευρά της σαρία. Σε τέτοιου τύπου επιχειρήσεις επιδόθηκαν με ιδιαίτερο ζήλο έλληνες της Αιγύπτου και της Μικράς Ασίας. Οι επιχειρήσεις αυτές δημιούργησαν νέες «γενιές» θεσμών και πρακτικών, που κατέληξαν να είναι κοινοί, σαν συστήματα συναλλακτικών ηθών, γενικευμένων σε όλη τη Μεσόγειο. Αναφέρουμε εδώ ως απλό παράδειγμα τη συνήθεια του «παζαρέματος», που έχει άμεση σχέση με την υπερτιμολόγηση: ο έμπορος γνωρίζει, ότι αποπειράται αισχροκέρδεια, η ηθική του όμως υποχρέωση, να δόσει στον πελάτη τη δυνατότητα να μειώσει την τιμή, τον απαλλάσσει από το δόλο, και έτσι δεν υποπίπτει, τυπικά τουλάχιστον, στο σχετικό αμάρτημα. Στο μεταξύ, η πρώτη τιμή που δίνει είναι συνήθως τόσο εξωφρενική, ώστε τελικά να επιτυγχάνεται η αισχροκέρδεια, ακόμα και μετά από διαπραγματεύσεις ωρών με τον αγοραστή.
Αν θέλαμε να προσδώσουμε ένα χαρακτηριστικό στο οινομικο-πολιτισμικό μόρφωμα των μουσουλμανικών κοινωνιών, θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε όρους όπως «εκμεταλλευσιακοί τρόποι παραγωγής», προσθέτοντας, ανάλογα με την περίπτωση, «με κοινοτική εκμετάλλευση» ή με «ατομική εκμετάλλευση», ενώ τα αντίστοιχα οικονομικά συστήματα θα μπορούσαν να ονομαστούν, γενικά, «προκαπιταλιστικά εκμεταλλευσιακά συστήματα» με διακριτές, φυσικά, υποκατηγορίες και παραλλαγές. Το θεοκεντρικό θεσμικό πλαίσιο σε συνδυασμό με την κοινωνική στρωμάτωση κατά οικογένειες και γένη, που καθιστά το άτομο φορέα πατριαρχικών αξιών, περιορίζει σε μεγάλο βαθμό την ατομική έκφραση και δημιουργικότητα και ευνοεί την προσκόλληση στις ηθικοθρησκευτικές πρακτικές, που μπορεί να προσφέρουν στο άτομο και μια προσωπική διέξοδο μέσω της εκλογίκευσής τους, τη στιγμή που οι δομές δεν του προσφέρουν άλλες εναλλακτικές λύσεις.
Η μόνη δυνατότητα να διατηρήσει κανείς την προσωπική του ισορροπία μέσα σε ένα ετεροπροσδιορισμένο, αδιάρρηκτο και εξαναγκαστικό καθεστώς (εκτός από την αμφίβολη διέξοδο της πρακτικής της «διπλής ηθικής»), είναι η απόλυτη πίστη στις αξίες του. Ισως σ΄ αυτό ακριβώς το γεγονός, της απόλυτης δηλαδή αντίθεσης του μουσουλμανικού θεσμικού πλαισίου σε κάθε έννοια ευρωπαικού ορθολογισμού και επομένως φιλελευθερισμού, να βρίσκεται ο βαθύτερος λόγος της αδυναμίας του συστήματος να ανταποκριθεί ενδογενώς στα δυτικά αναπτυξιακά πρότυπα, παρόλες τις δυνατότητες φιλελευθεροποίησης, που προσφέρει η γενικευμένη ενασχόληση με το εμπόριο και τις επιχειρήσεις. Οι ηθικές/θρησκευτικές δεσμεύσεις, έστω και στο περιτύλιγμα της «διπλής ηθικής», όταν επεκτείνονται στην επιχειρηματική/παραγωγική σφαίρα, αποτρέπουν το άτομο/την κοινότητα από την ορθολογική αντιμετώπιση της παραγωγικής διαδικασίας και της μεγιστοποίησης των κερδών, που πρέπει να είναι απαλλαγμένες από θεσμικούς περιορισμούς μη συμβατούς με την αέναη κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη: ο καπιταλισμός δεν λαμβάνει υπόψη του τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες και τείνει, είτε να τις απορροφήσει, είτε να τις απομακρύνει από το δρόμο του, όταν παρεμποδίζουν την αναπτυξιακή του πορεία Για το λόγο αυτό και οι εξωγενείς, κατά κύριο λόγο, τρόποι, με τους οποίους ο δυτικός κόσμος σήμερα «εισβάλλει» στις παραδοσιακές μουσουλμανικές κοινωνίες (τεχνολογία, καταναλωτισμός, βίαιες και απότομες εισαγωγές φιλελεύθερης νομοθεσίας στο θεσμικό πλαίσιο με μοναδικό σκοπό τη διευκόλυνση της επιχειρηματικής δραστηριότητας στις διεθνείς συνεργασίες) οδηγεί στην παράλληλη εμφάνιση συντρεχόντων φαινομένων αντίστασης των δομών, όπως αυτά της ενίσχυσης των παραδοσιακών θεσμών, που, αναφέραμε παραπάνω. Εκκολαπτόμενα μέσα σε ένα περιβάλλον βίαιης και ετεροπροσδιορισμένης μεταβολής των συνθηκών, τα φαινόμενα αυτά οδηγούν σε πολιτισμικές συνθέσεις- τερατουργήματα, όπως είναι αυτή τη στιγμή η μορφή των περισσότερων μεγαλουπόλεων της Μεσογείου ως προς τη δομή τους και τους τρόπους ζωής που διαμορφώνονται σ΄ αυτές. Φυσικά , οι «συντρέχουσες μεταβλητές» δεν μπορεί να είναι παντού οι ίδιες, γιατί το σύνολο των πολιτισμικών παραγόντων που επιδρούν είναι διαφορετικό σε κάθε κοινωνία. Η Αθήνα π.χ. είναι εν πολλοίς διαφορετική από το Κάιρο, η Κωνσταντινούπολη από το Αλγέρι ή τη Νάπολη. Φαινόμενα, όμως, όπως ο εκπαρχιωτισμός των πόλεων μέσα από τη μαζική εισροή εσωτερικών μεταναστών αγροτικής προέλευσης σε συνδυασμό με τη δημιουργία νέων κατηγοριών παρασιτικών και περιθωριακών στρωμάτων ( η «νόθα αστικοποίηση» του Samir Amin), ο άκριτος και πληθωρικός οικοδομικός οργασμός, η ανεπάρκεια των κρατικών υπηρεσιών, η παραδοσιακή γραφειοκρατία και οι διευρυμένες πελατεικές πρακτικές στη δημόσια διοίκηση είναι κοινά στο μεσογειακό κόσμο και επιφέρουν παντού λίγο πολύ παρόμοια αποτελέσματα, όπως είναι το οικιστικό πρόβλημα, η οικοδομική αναρχία, η κυκλοφοριακή ασφυξία, η μόλυνση της ατμόσφαιρας, η ανάπτυξη παρασιτικών υπηρεσιών «γενικών εξυπηρετήσεων» και η διαφθορά στις δημόσιες υπηρεσίες.
Η ελληνική κοινωνία δεν αποτελεί, ως γνωστόν, εξαίρεση στην εγγενή «μεσογειακή δυσκολία» ενδογενούς οικονομικής ανάπτυξης κατά τα αμιγή κεφαλαιοκρατικά πρότυπα και γνήσιας αστικοποίησης. Φυσικά, πολιτισμικοί προσδιορισμοί όπως η ιστορία, η θρησκεία, η γλώσσα, η ολοκληρωτική ένταξή της στον ευρωπαικό γεωγραφικό χώρο (ιστορικά, φυλετικά, διοικητικά, πολιτικά, οικονομικά) διαφοροποιούν ουσιαστικά την συλλογική της ταυτότητα από τις αντίστοιχες μεσογειακές του μουσουλμανικού κόσμου. Η μακρόχρονη όμως και υποχρεωτική συμβίωσή της με το οθωμανικό Ισλάμ σε ένα γεωγραφικό χώρο που ήδη υποθάλπει κοινές ιδιαιτερότητες, έχει αναπόφευκτα εναποθέσει τη σφραγίδα της στην κοινωνική ζωή και το θεσμικό πλαίσιο. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, το κύτταρο της ελληνικής μεταβυζαντινής κοινωνίας υπήρξε ανέκαθεν η κοινοτική ιδέα, στην οποία συνενώνονταν πεπρωμένα και συμφέροντα, προερχόμενα από κοινούς πολιτισμικούς δεσμούς ( γένος-Εκκλησία), τόπου καταγωγής και συμφέροντος (αλληλέγγυα φορολογική ευθύνη). Ο κεντρικός αυτός οργανωτικός πυρήνας δεν παράλλαζε και πολύ από τον αντίστοιχο μουσουλμανικό και επί Τουρκοκρατίας ήταν απόλυτα εναρμονισμένος με το θεσμό της «ανατολικής δεσποτείας», όπως αυτός εμφανιζόταν στα οθωμανικά πλαίσια. Όπως και στον ισλαμικό κόσμο, το κοινοτικό σύστημα διεύρυνε και στην (υπόδουλη) ελληνική κοινωνία τα όρια της οικογένειας και υποκατέστησε το ανύπαρκτο εθνικό κράτος με ένα ζωντανό, συλλογικό, ανθρώπινο πυρήνα. Ο κοινοτικός βίος, βασισμένος στην αλληλεγγύη των μελών της κοινότητας, ενίσχυσε τους πατροπαράδοτους οικογενειακούς θεσμούς και ανήγαγε τα έθιμα , το άγραφο ελληνικό «λαικό δίκαιο» σε δίκαιο εθνικό, που αργότερα. στην καποδιστριακή περίοδο, αναγνωρίστηκε ισότιμο με το βυζαντινο-ρωμαικό.
Οι εγγενείς όμως αυτές ομοιότητες στην οργανωτική κοινωνική δομή και οι απορρέουσες, αναπόφευκτες πολιτισμικές αναλογίες με το κυρίαρχο μουσουλμανικό περιβάλλον δεν ήταν αρκετές για να επισκιάσουν τη μεγάλη αντίθεση: την έλλειψη αντιπαραγωγικής προσκόλλησης της ελληνοχριστιανικής κοινότητας σε θεοκεντρικούς δεσμευτικούς κανόνες και απαγορευτικά θέσφατα.
Η βασική αυτή πολιτισμική διαφορά της ελληνικής κοινότητας από την οθωμανική που την περιέβαλλε, είχε ως αποτέλεσμα να αναπτυχθούν, παράλληλα με τις παραδοσιακές, που προσαρμόζονταν στο κυρίαρχο κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον, και κάποιες νέες δομές, κυρίως στις περιοχές της ναυτιλίας και του εμπορίου. Υποστηριζόμενες από ένα καθεστώς προνομίων, που είχε παραχωρήσει η κεντρική εξουσία με σκοπό την οικονομική ανάπτυξη και περαιτέρω εκμετάλλευση των υποτελών περιοχών της αυτοκρατορίας , οι νέες αυτές δομές και πρακτικές, όσο αποσπασματικές και αν φαίνονταν, απομονωμένες, αρχικά, κυρίως σε νησιωτικές κοινωνίες, εξελίσσονταν απρό-σκοπτα , μέσα σε μια αμιγώς καπιταλιστική προοπτική. Ελλείψει κατάλληλου θεσμικού πλαισίου για την προσαρμογή των νέων πολιτισμικών δεδομένων στις παραδοσιακές εθιμικές πρακτικές, οι ειδήμονες της εποχής παρέπεμπαν συνήθως στο γαλλικό εμπορικό δίκαιο, που χρησίμευε τόσο ως πηγή όσο και κατ΄ αναλογίαν νομικός, βεβαίως όχι δεσμευτικός, κανόνας.
Μετά την απελευθέρωση, το νεοσύστατο ελληνικό κράτος δεν έλαβε, σε τελική τουλάχιστον φάση, υπόψη τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας για ένα ευέλικτο θεσμικό πλαίσιο, βασισμένο , κατ΄αρχήν, στο σύνολο του εθιμικού λαικού δικαίου, όπως αυτό βιωνόταν και ασκούνταν στην πράξη από τον μέχρι τότε υπόδουλο ελληνισμό. Το λαικό εθιμικό δίκαιο συνιστούσε ένα σύμμικτο corpus θεσμών και κανόνων, που συμπεριλάμβανε βιώσιμα στοιχεία της βυζαντινο-ρωμαικής έννομης τάξης, θρησκευτικές παραδόσεις, ήθη και έθιμα της κοινοτικής κοινωνικής ζωής καθώς και τις αναπόφευκτες πολιτισμικές επιρροές της συμβίωσης με τον οθωμανικό κόσμο, που συνυπήρχαν με δυτικοευρωπαικές θεσμικές επιδράσεις, κυρίως στον τομέα της οικονομίας και των συναλλαγών, επιδράσεις που είχαν παρεισφρύσει πρόσφατα στην ελληνική κοινότητα λόγω της διεύρυνσης των επιχειρήσεων και των εμπορικών δραστηριοτήτων. Αν οι νομοθέτες της ελεύθερης Ελλάδας ήθελαν να εκπονήσουν εξ αρχής ένα νομικό σύστημα βασισμένο στις παραπάνω σταθερές, θα είχαν ίσως συνεισφέρει στην ομαλοποίηση της διαδικασίας μετάβασης της ελληνικής κοινωνίας στον πρότυπο, γι΄ αυτήν, «δυτικό» , σύγχρονο κόσμο. Η τάση, όμως, προς μια «αυτόματη» ( και επομένως άκριτη) εισχώρηση στον πρότυπο αυτό κόσμο, για λόγους που είναι λίγο ως πολύ γνωστοί και δεν μπορούμε να αναλύσουμε εδώ, επέσπευσε ανεπίτρεπτα τις διαδικασίες προκαλώντας την εγκατάσταση , μέσω του Maurer και του βαυαρικού επιτελείου του της Αντιβασιλείας, μιας εξωγενούς και «εξωπραγματικής», για την ελληνική κοινωνία, δικαιοταξίας, που αποτελεί μια σχεδόν εξ ολοκλήρου «αντιγραφή» της γερμανικής έννομης τάξης της εποχής. Ανεξάρτητα του αν και πόσο και γιατί το «εισαχθέν» αυτό δίκαιο τροποποιήθηκε ή συμπληρώθηκε ή προσαρμόστηκε στην ελληνική πραγματικότητα σε διάφορες από τις ιστορικές στιγμές που ακολούθησαν, δεν έπαυσε, μέχρι σήμερα, να αποτελεί μάλλον τροχοπέδη παρά μοχλό επιτάχυνσης της υγιούς κοινωνικής μεταβολής και της πολιτισμικής ανανέωσης. Η κοινωνική ενέργεια αλλά και το κόστος, που έχουν καταναλωθεί για να συμπληρωθούν τα κενά και να αποκτήσει το δίκαιο πραγματική πρόσβαση και ανταπόκριση στις ελληνικές κοινωνικές πρακτικές, για την επίτευξη, δηλαδή, της «καθημερινότητας δικαίου», αλλά και για να αντιμετωπισθούν οι έκρυθμες καταστάσεις και τα λάθη που προέκυψαν από την έλλειψη αυτής της ανταπόκρισης, θα μπορούσαν να είχαν επενδυθεί δημιουργικά, π.χ. στους τομείς της οικονομίας και της βιομηχανικής παραγωγής. Αλλά και αυτό καθεαυτό το γεγονός, ότι δεν συνέβη έτσι, καταδεικνύει την έλλειψη ορθολογισμού στις αποφάσεις της διοίκησης, που θα μπορούσαμε κάλλιστα να ισχυριστούμε, ότι αποτελεί κατάλοιπο οθωμανικής (μουσουλμανικής) προέλευσης επιρροών, όσον αφορά τις διοικητικές νοοτροπίες. Διότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στη σύγχρονη εποχή, στην φιλική προς τη Δύση μουσουλμανική Μεσόγειο, όπου οι βίαιες μεταβολές στις έννομες τάξεις αποπροσανατολίζουν τις τοπικές συνειδήσεις, προκαλούν άρνηση, σύγχιση και ανασφάλεια και αφυπνίζουν εθνικιστικά –θρησκευτικά κινήματα μέσα από την αναπόφευκτη ενίσχυση της παράδοσης, που στρατολογείται για να υπερασπιστεί τις δομές.
Όταν η πολιτική εξουσία επιβάλλει βίαιες εξωγενείς πολιτισμικές αλλαγές, η πρώτη αντίδραση της τοπικής κοινωνίας είναι να αποξενωθεί παθητικά από κάθε «ομαλή» και σύμφωνη με τον πολιτικό προγραμματισμό «αναπτυξιακή» διαδικασία -οπότε συνεχίζει την ύπαρξή της ακροβατώντας ανάμεσα στις αναπόφευκτες, καινούριες θεσμοποιημένες πρακτικές που πρέπει να εκτελέσει, έστω και σπασμωδικά, και στο δικό της παραδοσιακό ρυθμό επιβίωσης, που συμφωνεί με την εσωτερική πολιτισμική της παρακαταθήκη. Πρόκειται για μια διαδικασία «αυτορυθμιζόμενης» ανάπτυξης, η οποία συντελείται από τη στιγμή, κατά την οποία τίθενται σε λειτουργία καινούριοι «αναπτυξιακοί» μηχανισμοί, θεσμοποιημένοι από ένα πολιτικό προγραμματισμό, που δεν έχει λάβει υπόψη τις ανάγκες της συγκεκριμένης κοινωνίας. Το ερώτημα, αν αυτά τα δύο είδη «ανάπτυξης» (πολιτικά προγραμματισμένη/πολιτισμικά προσδιορισμένη) που φαίνονται να συντελούνται, πότε παράλληλα και πότε συγκρουσιακά, μέσα στο πλαίσιο μιας τέτοιας «αυτορύθμισης», συγκλίνουν κάποια στιγμή, και αν το προιόν αυτής της σύγκλισης θα είναι μια νέα πολιτισμική πραγματικότητα ή μια θνησιγενής οικονομικο-πολιτική κατασκευή, αποτελεί αντικείμενο προς μελέτη της πολιτικής οικονομίας και προς απόδειξη της ιστορίας. Η Μεσόγειος αποτελεί το ιδανικό πλαίσιο σε μια τέτοια μελέτη, στην οποία η Ελλάδα θα είναι, αναπόφευκτα, ένα από τα πεδία άσκησης της σχετικής αποδεικτικής διαδικασίας.
Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α
Βlok A., Rams and billy goats, a key to the Mediterranean kode of honor, Man 1981
Γιαννουλάτου Α., Ισλάμ, εκδ. Πορευθέντες, Αθήνα 1993
Herzfeld M., Η Ανθρωπολογία μέσα από τον καθρέφτη, Αλεξάνδρεια, 1999
Μουζέλλης Ν., Νεοελληνική κοινωνία: Οψεις υπανάπτυξης, Εξάντας 1979
Νelken David, ed., Law as communication, Dartmouth, USA 1996
Πανταζόπουλος Ν., Νεοελληνικό Κράτος και Ευρωπαική Κοινωνία, Παρουσία Αθήνα 1998
Robinson M., Ισλάμ και Καπιταλισμός, μετφ. Δημ. Κούρτοβικ, Κάλβος, Αθήνα 1980
Σβορώνος Ν., Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, Θεμέλιο 1976
Φίλιας Β., Κοινωνία και εξουσία στην Ελλάδα, Gutenberg 1985
Η αλογία υποστύλωμα της κομματοκρατίας
του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ
Συμπερασματική κρίση προσωπική, υποκείμενη σε έλεγχο επαλήθευσης ή διάψευσης: Ο εφιάλτης βίας και καταστροφής που έζησαν οι ελλαδικές μεγαλουπόλεις, μετά το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου 2008, δεν μπορεί να θεωρηθεί συγκυριακός και απρόβλεπτος. Κυοφορήθηκε είκοσι εφτά ολόκληρα χρόνια, υπήρξαν σημάδια, με σχεδόν καθημερινή συχνότητα, της τερατογένεσης που προμηνυόταν. Στον εφιάλτη εκβάλλουν συγκεκριμένες πολιτικές πρακτικές τριών δεκαετιών.
Πρώτη, η λεγόμενη πολιτική «εκδημοκρατισμού» της παιδείας. Ο «εκδημοκρατισμός» αποτέλεσε τη συνεπέστερη μάλλον έκφανση του τάχα και αριστερού λαϊκισμού, μαζί και των μηδενιστικών «προοδευτικών» ιδεολογημάτων «αποδόμησης». Ταυτίστηκε στην πράξη ο «εκδημοκρατισμός» με την αξιωματική αρχή ότι στα παιδιά «όλα επιτρέπονται». Το σχολειό δεν είναι στίβος άσκησης που ετοιμάζει τη νεολαία να αναλάβει, με την ενηλικίωσή της, τις ευθύνες του πολίτη, όχι. Το σχολειό παραμυθιάζει τον ανήλικο ότι έχει κιόλας όλες τις προνομίες, όλα τα δικαιώματα του πολίτη χωρίς την παραμικρή υποχρέωση αντιπροσφοράς, χωρίς προϋποθετικά εχέγγυα υπευθυνότητας.
Η πολιτική «εκδημοκρατισμού» είκοσι εφτά χρόνια τώρα δεν διαμορφώνει πολίτες. Ετοιμάζει αντιστασιακούς σε μια φαντασιωδώς επερχόμενη χούντα. Η χούντα παραμονεύει παντού, κάθε αστυνομικός είναι χούντα, «μπάτσος, γουρούνι, δολοφόνος», χούντα είναι το συντεταγμένο κράτος, είναι κάθε τι δημόσιο: σχολικό ή πανεπιστημιακό κτίριο, τα δημόσια μέσα μεταφοράς, τα δωρεάν βιβλία, οι πινακίδες για την τροχαία κίνηση στους δρόμους, οι τοίχοι των σπιτιών που προσφέρονται για να «εκφράσουν» τα παιδιά την αντίστασή τους στην επαπειλούμενη καταπίεση.
Από την πρώτη τάξη του Δημοτικού η «προοδευτική» πολιτική ποτίζει τα παιδιά, είκοσι εφτά ολόκληρα χρόνια, με το αφιόνι της διεκδίκησης δικαιωμάτων τους. Τα μαθαίνει να συνδικαλίζονται, να απαιτούν αυτό που τους γυαλίζει με μεθόδους ωμού εκβιασμού: Με καταλήψεις των χώρων της σχολικής τους ζωής, δηώσεις, βανδαλισμούς, βάναυση συμπεριφορά απέναντι στον δάσκαλο και στον γονιό. Δεν ξέρουν τι θα πει σχολική «κοινότητα». Ξέρουν το «μαθητικό κίνημα», τη στράτευση στον γενιτσαρισμό των «κινητοποιήσεων». Δεν τους μίλησε ποτέ η πολιτεία για τη χαρά της ασκητικής που προϋποθέτει η μετοχή, η άμιλλα, το άθλημα των σχέσεων κοινωνίας. Δημοκρατία για τον μαθητόκοσμο στην Ελλάδα σημαίνει τον χαβαλέ της «αποχής», του αποκλεισμού κεντρικών δρόμων για να παραλύει η κυκλοφορία, σημαίνει να ηδονίζεσαι από τη μέθη ισχύος όταν μπορείς να βασανίζεις πολλούς.
«Ολα επιτρέπονται». Στα εννέα χρόνια της υποχρεωτικής εκπαίδευσης όλοι οι μαθητές είναι αυτονόητο να προάγονται, κανένας δεν επαναλαμβάνει μια τάξη. Ο θεσμός των μετεξεταστέων, της βαθμολογίας, της γραπτής δοκιμασίας είναι γραφικές τυπικότητες, τα παιδιά μαθαίνουν να τις περιφρονούν. Φτάνουν στο γυμνάσιο ή το τελειώνουν και πολλοί μαθητές δεν ξέρουν τις στοιχειώδεις αριθμητικές πράξεις ή και να ορθογραφήσουν το όνομά τους. Φτάνουν στο πανεπιστήμιο και αν τους δώσεις τέσσερις λέξεις να τις συντάξουν σε λογική πρόταση, είναι για τους περισσότερους αδύνατο. Οι εξεταστές του ΑΣΕΠ μπορούν να βεβαιώσουν ποια ποσοστά εμφανίζει ο λειτουργικός αναλφαβητισμός που διεκδικεί θέσεις εργασίας στην Ελλάδα σήμερα.
Για λόγους «εκδημοκρατισμού» κατάργησε ο «προοδευτικός» λαϊκισμός τη στοιχειωδέστερη από τις παιδαγωγικές αρχές δημοκρατικής λειτουργίας του σχολείου: την ομοιόμορφη ενδυμασία των μαθητών. Χλεύασαν και συκοφάντησαν οι «προοδευτικοί» την υπεράσπιση της αταξικής εμφάνισης στο σχολικό περιβάλλον, επέβαλαν τις ταξικές ενδυματολογικές διακρίσεις σαν παντιέρα «απελευθέρωσης» των παιδιών. Και η «απελευθέρωση» μεταφράστηκε αμέσως σε σκληρό ανταγωνισμό επίδειξης «σινιέ» ρουχισμού και υπόδησης, έξαλλων κομμώσεων, πληθωρικού μακιγιάζ των κοριτσιών από τα δώδεκά τους χρόνια, «πανκ» αμφιέσεων και χτενισμάτων των αγοριών, άφθονων χαλκάδων σε αυτιά, μύτες και χείλη – όλα αυτά μέσα στο σχολείο.
Από ένα τέτοιο περιβάλλον εκπαίδευσης ώς την κουκουλοφορία η απόσταση είναι ελάχιστη. Το ίδιο και από την «κατάληψη», τον αποκλεισμό της εισόδου των δασκάλων στο σχολειό, το κάψιμο θρανίων στην αυλή, ώς τον θρυμματισμό βιτρίνας, τον εμπρησμό καταστημάτων. Ελάχιστη, μηδαμινή απόσταση από το να λιθοβολούν δεκάχρονα αστυνομικούς και αστυνομικά τμήματα («Καθημερινή» 11/12/08) ώς την προμελετημένη, μεθοδική επιδίωξη να δολοφονήσεις τον «μπάτσο» με λοστό ή τσεκούρι, να τον κάψεις ζωντανό με μολότοφ. Και όλοι γύρω να ερμηνεύουν την «εκτόνωση» ή τον χαβαλέ σου σαν «αμφισβήτηση» και «διαμαρτυρία» για την ανεργία που σε περιμένει ή για το μάταιο της ανάπηρης σπουδής σου. Ωσάν να υπάρχει σκολιαρόπαιδο σήμερα που να διαβάζει εφημερίδα και πολιτικές αναλύσεις, να ξέρει να προβληματιστεί για το μέλλον του.
Η δεύτερη πολιτική πρακτική που εκβάλλει στον εφιάλτη της ανεξέλεγκτης βίας και κακουργίας είναι η σκανδαλωδέστατη οικονομική πριμοδότηση (από όλες τις κυβερνήσεις) και η κυριαρχική τηλεοπτική προβολή του κρετινικού «φιλαθλητισμού». Ξέρουν οι μαφιόζοι πραιτωριανοί της κομματοκρατίας ότι στην εξουσία φτάνει το κόμμα που θα υφαρπάσει την ψήφο της παραιτημένης από τη σκέψη και την κρίση μάζας, την ψήφο των μικρονοϊκών που ξέρουν να είναι μόνο οπαδοί, ψυχοπαθολογικές περιπτώσεις άλογης μονοτροπίας.
Αυτόν τον ανθρωπολογικό τύπο τον παράγουν μαζικά τα γήπεδα. Αν ακούσει κανείς, έστω για λίγη ώρα, κάποιον από τους αποκλειστικά «φιλαθλητικούς» ραδιοφωνικούς σταθμούς, θα καταλάβει ότι οι λέξεις «ψυχοπαθολογία» και «κρετινισμός» είναι μόνο πραγματιστική διάγνωση. Πρέπει λοιπόν να υπάρχει πολύ σημαντικός λόγος για να παρέχουν οι κυβερνήσεις πακτωλούς χρημάτων προκειμένου να συντηρείται και να προάγεται αυτή η συλλογική αλογία. Υπερπολυτελή γήπεδα, που κάθε τόσο οι αμβλύνοες τα καταστρέφουν με μανία και τα κατακαίνε, διμοιρίες ειδικών αστυνομικών δυνάμεων σε κάθε γήπεδο, τηλεοπτικά συνεργεία και δημοσιογράφοι ώς και στο έσχατο επαρχιακό «ντέρμπι» κλωτσοπατινάδας, χώρια οι επιχορηγήσεις στις βαθύπλουτες εταιρείες φιλαθλητικής εμπορίας, η απόσβεση των χρεών τους.
Τα γήπεδα είναι τα εκτροφεία του παρανοϊκού φανατισμού και της βίας, οι δεξαμενές απ’ όπου τα κόμματα αντλούν το απαραίτητο για τις δικές τους «κινητοποιήσεις» ανθρώπινο υλικό. Μαζί με τον ρόλο προαγωγού στην εξηλιθίωση του τζόγου, τα γήπεδα σιγοντάρουν τον «εκδημοκρατισμό» της παιδείας, προκειμένου η κομματοκρατία να εδραιώνεται σε υποστυλώματα αλογίας, ανομίας, κάποτε και αθώου αίματος.
Συμπερασματική κρίση προσωπική, υποκείμενη σε έλεγχο επαλήθευσης ή διάψευσης: Ο εφιάλτης βίας και καταστροφής που έζησαν οι ελλαδικές μεγαλουπόλεις, μετά το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου 2008, δεν μπορεί να θεωρηθεί συγκυριακός και απρόβλεπτος. Κυοφορήθηκε είκοσι εφτά ολόκληρα χρόνια, υπήρξαν σημάδια, με σχεδόν καθημερινή συχνότητα, της τερατογένεσης που προμηνυόταν. Στον εφιάλτη εκβάλλουν συγκεκριμένες πολιτικές πρακτικές τριών δεκαετιών.
Πρώτη, η λεγόμενη πολιτική «εκδημοκρατισμού» της παιδείας. Ο «εκδημοκρατισμός» αποτέλεσε τη συνεπέστερη μάλλον έκφανση του τάχα και αριστερού λαϊκισμού, μαζί και των μηδενιστικών «προοδευτικών» ιδεολογημάτων «αποδόμησης». Ταυτίστηκε στην πράξη ο «εκδημοκρατισμός» με την αξιωματική αρχή ότι στα παιδιά «όλα επιτρέπονται». Το σχολειό δεν είναι στίβος άσκησης που ετοιμάζει τη νεολαία να αναλάβει, με την ενηλικίωσή της, τις ευθύνες του πολίτη, όχι. Το σχολειό παραμυθιάζει τον ανήλικο ότι έχει κιόλας όλες τις προνομίες, όλα τα δικαιώματα του πολίτη χωρίς την παραμικρή υποχρέωση αντιπροσφοράς, χωρίς προϋποθετικά εχέγγυα υπευθυνότητας.
Η πολιτική «εκδημοκρατισμού» είκοσι εφτά χρόνια τώρα δεν διαμορφώνει πολίτες. Ετοιμάζει αντιστασιακούς σε μια φαντασιωδώς επερχόμενη χούντα. Η χούντα παραμονεύει παντού, κάθε αστυνομικός είναι χούντα, «μπάτσος, γουρούνι, δολοφόνος», χούντα είναι το συντεταγμένο κράτος, είναι κάθε τι δημόσιο: σχολικό ή πανεπιστημιακό κτίριο, τα δημόσια μέσα μεταφοράς, τα δωρεάν βιβλία, οι πινακίδες για την τροχαία κίνηση στους δρόμους, οι τοίχοι των σπιτιών που προσφέρονται για να «εκφράσουν» τα παιδιά την αντίστασή τους στην επαπειλούμενη καταπίεση.
Από την πρώτη τάξη του Δημοτικού η «προοδευτική» πολιτική ποτίζει τα παιδιά, είκοσι εφτά ολόκληρα χρόνια, με το αφιόνι της διεκδίκησης δικαιωμάτων τους. Τα μαθαίνει να συνδικαλίζονται, να απαιτούν αυτό που τους γυαλίζει με μεθόδους ωμού εκβιασμού: Με καταλήψεις των χώρων της σχολικής τους ζωής, δηώσεις, βανδαλισμούς, βάναυση συμπεριφορά απέναντι στον δάσκαλο και στον γονιό. Δεν ξέρουν τι θα πει σχολική «κοινότητα». Ξέρουν το «μαθητικό κίνημα», τη στράτευση στον γενιτσαρισμό των «κινητοποιήσεων». Δεν τους μίλησε ποτέ η πολιτεία για τη χαρά της ασκητικής που προϋποθέτει η μετοχή, η άμιλλα, το άθλημα των σχέσεων κοινωνίας. Δημοκρατία για τον μαθητόκοσμο στην Ελλάδα σημαίνει τον χαβαλέ της «αποχής», του αποκλεισμού κεντρικών δρόμων για να παραλύει η κυκλοφορία, σημαίνει να ηδονίζεσαι από τη μέθη ισχύος όταν μπορείς να βασανίζεις πολλούς.
«Ολα επιτρέπονται». Στα εννέα χρόνια της υποχρεωτικής εκπαίδευσης όλοι οι μαθητές είναι αυτονόητο να προάγονται, κανένας δεν επαναλαμβάνει μια τάξη. Ο θεσμός των μετεξεταστέων, της βαθμολογίας, της γραπτής δοκιμασίας είναι γραφικές τυπικότητες, τα παιδιά μαθαίνουν να τις περιφρονούν. Φτάνουν στο γυμνάσιο ή το τελειώνουν και πολλοί μαθητές δεν ξέρουν τις στοιχειώδεις αριθμητικές πράξεις ή και να ορθογραφήσουν το όνομά τους. Φτάνουν στο πανεπιστήμιο και αν τους δώσεις τέσσερις λέξεις να τις συντάξουν σε λογική πρόταση, είναι για τους περισσότερους αδύνατο. Οι εξεταστές του ΑΣΕΠ μπορούν να βεβαιώσουν ποια ποσοστά εμφανίζει ο λειτουργικός αναλφαβητισμός που διεκδικεί θέσεις εργασίας στην Ελλάδα σήμερα.
Για λόγους «εκδημοκρατισμού» κατάργησε ο «προοδευτικός» λαϊκισμός τη στοιχειωδέστερη από τις παιδαγωγικές αρχές δημοκρατικής λειτουργίας του σχολείου: την ομοιόμορφη ενδυμασία των μαθητών. Χλεύασαν και συκοφάντησαν οι «προοδευτικοί» την υπεράσπιση της αταξικής εμφάνισης στο σχολικό περιβάλλον, επέβαλαν τις ταξικές ενδυματολογικές διακρίσεις σαν παντιέρα «απελευθέρωσης» των παιδιών. Και η «απελευθέρωση» μεταφράστηκε αμέσως σε σκληρό ανταγωνισμό επίδειξης «σινιέ» ρουχισμού και υπόδησης, έξαλλων κομμώσεων, πληθωρικού μακιγιάζ των κοριτσιών από τα δώδεκά τους χρόνια, «πανκ» αμφιέσεων και χτενισμάτων των αγοριών, άφθονων χαλκάδων σε αυτιά, μύτες και χείλη – όλα αυτά μέσα στο σχολείο.
Από ένα τέτοιο περιβάλλον εκπαίδευσης ώς την κουκουλοφορία η απόσταση είναι ελάχιστη. Το ίδιο και από την «κατάληψη», τον αποκλεισμό της εισόδου των δασκάλων στο σχολειό, το κάψιμο θρανίων στην αυλή, ώς τον θρυμματισμό βιτρίνας, τον εμπρησμό καταστημάτων. Ελάχιστη, μηδαμινή απόσταση από το να λιθοβολούν δεκάχρονα αστυνομικούς και αστυνομικά τμήματα («Καθημερινή» 11/12/08) ώς την προμελετημένη, μεθοδική επιδίωξη να δολοφονήσεις τον «μπάτσο» με λοστό ή τσεκούρι, να τον κάψεις ζωντανό με μολότοφ. Και όλοι γύρω να ερμηνεύουν την «εκτόνωση» ή τον χαβαλέ σου σαν «αμφισβήτηση» και «διαμαρτυρία» για την ανεργία που σε περιμένει ή για το μάταιο της ανάπηρης σπουδής σου. Ωσάν να υπάρχει σκολιαρόπαιδο σήμερα που να διαβάζει εφημερίδα και πολιτικές αναλύσεις, να ξέρει να προβληματιστεί για το μέλλον του.
Η δεύτερη πολιτική πρακτική που εκβάλλει στον εφιάλτη της ανεξέλεγκτης βίας και κακουργίας είναι η σκανδαλωδέστατη οικονομική πριμοδότηση (από όλες τις κυβερνήσεις) και η κυριαρχική τηλεοπτική προβολή του κρετινικού «φιλαθλητισμού». Ξέρουν οι μαφιόζοι πραιτωριανοί της κομματοκρατίας ότι στην εξουσία φτάνει το κόμμα που θα υφαρπάσει την ψήφο της παραιτημένης από τη σκέψη και την κρίση μάζας, την ψήφο των μικρονοϊκών που ξέρουν να είναι μόνο οπαδοί, ψυχοπαθολογικές περιπτώσεις άλογης μονοτροπίας.
Αυτόν τον ανθρωπολογικό τύπο τον παράγουν μαζικά τα γήπεδα. Αν ακούσει κανείς, έστω για λίγη ώρα, κάποιον από τους αποκλειστικά «φιλαθλητικούς» ραδιοφωνικούς σταθμούς, θα καταλάβει ότι οι λέξεις «ψυχοπαθολογία» και «κρετινισμός» είναι μόνο πραγματιστική διάγνωση. Πρέπει λοιπόν να υπάρχει πολύ σημαντικός λόγος για να παρέχουν οι κυβερνήσεις πακτωλούς χρημάτων προκειμένου να συντηρείται και να προάγεται αυτή η συλλογική αλογία. Υπερπολυτελή γήπεδα, που κάθε τόσο οι αμβλύνοες τα καταστρέφουν με μανία και τα κατακαίνε, διμοιρίες ειδικών αστυνομικών δυνάμεων σε κάθε γήπεδο, τηλεοπτικά συνεργεία και δημοσιογράφοι ώς και στο έσχατο επαρχιακό «ντέρμπι» κλωτσοπατινάδας, χώρια οι επιχορηγήσεις στις βαθύπλουτες εταιρείες φιλαθλητικής εμπορίας, η απόσβεση των χρεών τους.
Τα γήπεδα είναι τα εκτροφεία του παρανοϊκού φανατισμού και της βίας, οι δεξαμενές απ’ όπου τα κόμματα αντλούν το απαραίτητο για τις δικές τους «κινητοποιήσεις» ανθρώπινο υλικό. Μαζί με τον ρόλο προαγωγού στην εξηλιθίωση του τζόγου, τα γήπεδα σιγοντάρουν τον «εκδημοκρατισμό» της παιδείας, προκειμένου η κομματοκρατία να εδραιώνεται σε υποστυλώματα αλογίας, ανομίας, κάποτε και αθώου αίματος.
Ένας κόσμος έξω από τη λογική των αγορών
του Γιάννη Βαρουφάκη
Εάν πάμε πολλά χρόνια πίσω θα δούμε ότι πολλά από τα αγαθά τα οποία ονειρεύονταν οι άνθρωποι δεν ήταν εμπορεύματα. Στον Όμηρο, για παράδειγμα, οι πρωταγωνιστές του Τρωικού πολέμου μοχθούσαν, τσακώνονταν, έδιναν μέχρι και τη ζωή τους για να αποκτήσουν αγαθά όπως δόξα, λάφυρα, αίγλη, την εύνοια του Αγαμέμνονα κοκ. Όμως τίποτα απ' όλα αυτά που ποθούσαν δεν ήταν εμπορεύσιμο. Ούτε καν τα τρόφιμα τα οποία παρήγαν στα παράλια της Τροίας, όπως μας πληροφόρησε ο Θουκυδίδης, τα οποία τα μοίραζαν ισομερώς μεταξύ τους.
Ο Αχιλλέας, μας λεει ο Όμηρος, ενοχλημένος από την απόφαση του Αγαμέμνονα να του αφαιρέσει λάφυρα τα οποία εκείνος ένιωθε ότι τα είχε κερδίσει με το σπαθί του, απείχε για πολύ καιρό από τις μάχες του Τρωικού πολέμου. Παρόλο που ο Αγαμέμνονας ήξερε καλά ότι είχε απελπιστικά ανάγκη τη βοήθεια του Αχιλλέα, ούτε που το σκέφτηκε να προσφέρει στον Αχιλλέα μια συμβιβαστική λύση, π.χ. ένα χρηματικό ποσό ως αποζημίωση για τα λάφυρα που του απέσπασε με το «έτσι θέλω». Και να το είχε προτείνει, αναμφίβολα ο Αχιλλέας θα προσεβάλετο ακόμη περισσότερο.
Δεν ήταν μόνο οι αρχαίοι Έλληνες ποιητές που ταύτιζαν τα πραγματικά αγαθά με τα μη-εμπορεύσιμα αγαθά. Ο Οβίδιος, ένας Ρωμαίος ποιητής που προσπάθησε να γίνει ο συνεχιστής του Ομήρου, αφηγείται τη σύγκρουση μεταξύ του Αίαντα και του Οδυσσέα για το ποιος θα πάρει τα όπλα του νεκρού, πλέον, Αχιλλέα - όπλα αριστουργηματικά που είχαν κατασκευαστεί από το χέρι του Ήφαιστου κατά παραγγελία της μητέρας του Αχιλλέα. Κατά τον Οβίδιο, οι Έλληνες στρατηγοί αποφάσισαν να ακούσουν τα επιχειρήματα και των δύο πριν αποφασίσουν ποιος αξίζει να φέρει τα άρματα του νεκρού ημίθεου. Τελικά τα επιχειρήματα του πολυμήχανου αρχιτέκτονα του Δούρειου Ίππου επικράτησαν έναντι εκείνων του ατρόμητου πολεμιστή. Αυτό που έχει ενδιαφέρον από τη δική μας σκοπιά είναι ότι κανείς δεν σκέφτηκε κάτι αντίστοιχο με αυτό που θα γινόταν σήμερα: μια δημοπρασία από την οποία εκείνος που θα πλήρωνε τα περισσότερα θα έφευγε καμαρωτός με τα όπλα του Αχιλλέα.
Γιατί δεν σκέφτηκαν να τα δημοπρατήσουν; Μα γιατί τα όπλα αυτά δεν ενδιέφεραν τον Αίαντα ή τον Οδυσσέα, ή κάποιον άλλο από τους Έλληνες στρατηγούς, ούτε για την ανταλλακτική τους αξία (δηλαδή ώστε να τα μοσχοπουλήσουν αργότερα) ούτε για την απλή χρηστική τους αξία (δηλαδή για να τα χρησιμοποιούν στις μάχες)! Η τεράστια αξία για αυτόν που θα τα έπαιρνε ήταν καθαρά συμβολική. Θα συμβόλιζε, μέχρι τα βαθειά του γεράματα, το ότι οι υπόλοιποι Έλληνες τον θεώρησαν άξιο να τα κληρονομήσει. Συνεπώς η αξία τους είχε μια κοινωνική διάσταση η οποία αναδεικνύει μια νέα και ενδιαφέρουσα μορφή χρηστικής αξίας: την αξία που, ναι μεν εκπορεύεται από την κατοχή και χρήση (και όχι από τα εμπορεύματα τα οποία θα μπορούσε ο κάτοχός τους να προμηθευτεί εάν πούλαγε τα όπλα), αλλά που εξαρτάται άμεσα από το τι συμβολίζει η κατοχή και η χρήση για τον κάτοχο όσον αφορά την κοινωνική του θέση, αναγνώριση και καταξίωση.
Ελπίζουμε να συμφωνείς ότι όποιος από τους συντρόφους του Αχιλλέα τολμούσε να προσφέρει χρήματα για τα όπλα, θα γινόταν ο περίγελως των υπολοίπων. Γιατί; Ο λόγος είναι ότι οι συμβολικές-χρηστικές αξίες εξευτελίζονται εάν προσπαθήσει κάποιος να τις μετατρέψει, με το ζόρι, σε χρηματικές ή ανταλλακτικές αξίες (δηλαδή σε τιμές αγοράς). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, για παράδειγμα, πρωταθλήματα και Ολυμπιακά μετάλλια έχουν «αγοραστεί». Είτε με χρήματα που πληρώθηκαν σε κάποιο διατητή, είτε με αναβολικά φάρμακα που έδωσαν σε κάποιον υποδεέστερο αθλητή το προβάδισμα, κάποια κύπελα που βρίσκονται σε κάποια σπίτια συμβολίζουν όχι την επιτυχία αλλά την διαφθορά των ιδιοκτητών τους. Πιστεύετε ότι δεν τους ενοχλεί το ότι ξέρουν πως δεν τα κέρδισαν με το «σπαθί» τους (κι ας μην γνωρίζει κανείς άλλος την παγαποντιά τους); Δεν τους θυμίζουν κάθε φορά που τα κοιτάνε αυτό το οποίο ποτέ δεν κέρδισαν με την αξία τους;
Ας αναλογιστούμε τη στιγμή που ο Ολυμπιονίκης ακούει τον εθνικό ύμνο και βλέπει το χρυσό μετάλλιο να κρέμεται από το λαιμό του. Το κοινό φωνάζει «Άξιος, Άξιος». Αργότερα δηλώνει την ευγνωμοσύνη του για τις τιμές που του γίνονται. Έτσι και με τα όπλα του Αχιλλέα: Ο κληρονόμος του μεθάει με την τιμή που του γίνεται από τους συμπολεμιστές τους – μια τιμή εντελώς διαφορετική ως έννοια από εκείνη της τιμής της οδοντόπαστας ή της τιμής ενός αυτοκινήτου. Ποια η διαφορά των δύο αυτών τιμών; Από τη μια η τιμή της οδοντόπαστας προκύπτει από τις εμπορικές συναλλαγές, από την αγορά. Από την άλλη, η τιμή του να γίνει κάποιος ο κληρονόμος των όπλων του Αχιλλέα, ή Ολυμπιονίκης, εξαρτάται από το ότι η ιδιοκτησία τους δεν ήταν (και δεν θα γινόταν ποτέ) αποτέλεσμα αγοραπωλησίας (δηλαδή εμπορικής συναλλαγής).
Ο Αίας ήθελε τα όλπα του Αχιλλέα ως αναγνώριση από τους συμπολεμιστές του της τόλμης, της αυτοθυσίας του και της συνεισφοράς του στο πεδίο των μαχών. Ο Οδυσσέας πίστευε ότι εκείνος τα άξιζε ως επιβράβευση της πανουργίας του στον τομέα της πολεμικής στρατηγικής, χωρίς την οποία η Τροία ίσως να μην έπεφτε ποτέ. Εάν ήταν να τα αγοράσουν σε μια δημοπρασία, σε μια αγορά, η κατοχή τους δεν θα συμβόλιζε τίποτα σπουδαίο. Η αγορά τους, ως πράξη, θα τα μετέτρεπε από σύμβολα σημαντικής αναγνώρισης και ανείπωτης περηφάνιας σε μεταχειρισμένα μεταλλικά αντικείμενα συλλεκτικής αξίας. Στο βαθμό που ούτε ο Οδυσσέας ούτε ο Αίας ενδιαφέρονταν για αντίκες, αλλά αντίθετα ποθούσαν την ηθική αναγνώριση, τα όπλα αυτά κρατούσαν την (χρηστική) αξία τους επειδή δεν ήταν εμπορεύσιμα. Εάν ήταν η κυριότητα να αποφασιστεί με γνώμονα την ανταλλακτική τους αξία, τότε ούτε ο Οδυσσέας ούτε ο Αίας θα τα ήθελαν. (Τουλάχιστον ο Αίας δεν θα αυτοκτονούσε, όπως έκανε, μετά την απόφαση των υπολοίπων στρατηγών να δοθούν τα όπλα στον Οδυσσέα.)
Να λοιπόν που κάποια αγαθά κατανέμονται δίχως να περάσουν το στάδιο της εμπορευματοποίησης. Τα παλιά τα χρόνια μόνο μια μειοψηφία των αγαθών και των προϊόντων περνούσαν μέσα από κάποια αγορά. Τα περισσότερα παράγονταν και διετίθεντο με τρόπο που δεν μπορούμε εύκολα να διανοηθούμε σήμερα. Για παράδειγμα, στις δουλοκτητικές κοινωνίες οι σκλάβοι παρήγαν αγαθά τα οποία τα καρπούνταν οι ιδιοκτήτες τους. Η σχέση δούλου και αφέντη ήταν καθαρά σχέση υποταγής στην οποία δεν χώραγε η έννοια του εμπορεύματος. Γιατί;
Στην περίπτωση ενός εμπορεύματος, ο πωλητής υπολογίζει την αξία αυτού που θα πάρει ως αντάλλαγμα. Όμως ένας σκλάβος το μόνο που προσδοκά από το προϊόν του μόχθου του είναι να γλιτώσει τη βουρδουλιά του επιστάτη. Και από τη στιγμή που η μη-βουρδουλιά δεν μπορεί να θεωρηθεί εμπόρευμα, βλέπουμε ότι το μεγαλύτερο ποσοστό της παραγωγής στις δουλοκτητικές κοινωνίες δεν ήταν εμπορεύματα.
Μπορεί ο Θουκυδίδης να δίνει οικονομικές εξηγήσεις στα γεγονότα της εποχής του, όμως οι εξηγήσεις αυτές δεν βασιζόντουσαν στην ανάλυση των εμπορικών ανταλλαγών αλλά της δυνατότητας των Αθηναίων (και των λοιπών κοινωνιών της εποχής) να αποσπούν με τη βία χρήματα ή αγαθά είτε από τους δούλους τους (π.χ. αυτούς που δούλευαν στον Αθηναϊκό ορυχείο ασημιού στο Λαύριο) είτε από τους «συμμάχους» τους. Βλέπουμε δηλαδή ότι παρόλο που οι οικονομικές εξηγήσεις ήταν πάντοτε επίκαιρες, δεν βασίζονταν πάντα στην ανάλυση των εμπορικών ανταλλαγών. Ο λόγος είναι απλός: Στις κοινωνίες αυτές, αν και οι εμπορικές συναλλαγές ήταν πολύ διαδεδομένες, ούτε η παραγωγή ούτε η κατανομή του πλούτου δεν βασίζονταν στις εμπορικές ανταλλαγές αλλά, ως επί το πλείστον, βασίζονταν στην πολιτική και στρατιωτική εξουσία των δυνατών πάνω στους αδύνατους.
Περίπου το ίδιο ίσχυε και στις Ευρωπαϊκές κοινωνίες την εποχή της φεουδαρχίας. Ο φεουδάρχης κατακρατούσε ένα ποσοστό της παραγωγής των δουλοπάροικων, οι οποίοι δεν είχαν τη δυνατότητα να του το αρνηθούν δίχως να υποστούν βαρύτατες συνέπειες. Από άκρου σε άκρον του πλανήτη, από την Ασία μέχρι και τις Ευρωπαϊκές αποικίες στην Αφρική και στην Αμερική, η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων δούλευε και παρήγε προϊόντα τα οποία στις περισσότερες περιπτώσεις δεν πληρούσαν τον ορισμό που δώσαμε στο περασμένο κεφάλαιο στο εμπόρευμα (δηλαδή, προϊόντα των οποίων οι παραγωγοί τα παράγουν για να τα ανταλλάξουν με άλλα εμπορεύματα).
Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι στην αρχαιότητα, στον μεσαίωνα και στις αποικίες των Ευρωπαϊκών δυνάμεων δεν υπήρχαν εμπορεύματα. Ασφαλώς και υπήρχαν. Μάλιστα το εμπόριο ήταν και πολύ έντονο και ιδιαίτερα διαδεδομένο. Οι αρχαίοι Φοίνικες, Έλληνες, Αιγύπτιοι, Κινέζοι, Μελανήσιοι κλπ κάλυπταν χιλιάδες χιλιόμετρα κουβαλώντας λογιών- λογιών προϊόντα από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη εκμεταλλεύομενοι τις ανισότητες των ανταλλακτικών τους αξιών από μέρος σε μέρος. Π.χ έμποροι από τη Χίο αγόραζαν κρασί από την Κόρινθο και το αντάλλασσαν στη Θράκη με υφάσματα τα οποία τα αντάλλασσαν ξανά στη Κόρινθο με περισσότερο κρασί από όσο είχαν αγοράσει αρχικά, κοκ.
Πράγματι, όλες οι κοινωνίες, από καταβολής τους, ανέπτυξαν αγορές. ‘Ολα άρχισαν τη στιγμή που κάποιος είπε σε κάποιον άλλον: «Εάν μου δώσεις ένα από τα μήλα σου θα σου δώσω ένα από τα πορτοκάλια μου». Δεν ήταν όμως αναγκαστικά κοινωνίες της αγοράς ή, διαφορετικά, δεν τις χαρακτήριζε η λογική μιας κοινωνίας της αγοράς (όπως συμβαίνει σήμερα). Ήταν απλά κοινωνίες, οικονομίες, με αγορές.
Εάν πάμε πολλά χρόνια πίσω θα δούμε ότι πολλά από τα αγαθά τα οποία ονειρεύονταν οι άνθρωποι δεν ήταν εμπορεύματα. Στον Όμηρο, για παράδειγμα, οι πρωταγωνιστές του Τρωικού πολέμου μοχθούσαν, τσακώνονταν, έδιναν μέχρι και τη ζωή τους για να αποκτήσουν αγαθά όπως δόξα, λάφυρα, αίγλη, την εύνοια του Αγαμέμνονα κοκ. Όμως τίποτα απ' όλα αυτά που ποθούσαν δεν ήταν εμπορεύσιμο. Ούτε καν τα τρόφιμα τα οποία παρήγαν στα παράλια της Τροίας, όπως μας πληροφόρησε ο Θουκυδίδης, τα οποία τα μοίραζαν ισομερώς μεταξύ τους.
Ο Αχιλλέας, μας λεει ο Όμηρος, ενοχλημένος από την απόφαση του Αγαμέμνονα να του αφαιρέσει λάφυρα τα οποία εκείνος ένιωθε ότι τα είχε κερδίσει με το σπαθί του, απείχε για πολύ καιρό από τις μάχες του Τρωικού πολέμου. Παρόλο που ο Αγαμέμνονας ήξερε καλά ότι είχε απελπιστικά ανάγκη τη βοήθεια του Αχιλλέα, ούτε που το σκέφτηκε να προσφέρει στον Αχιλλέα μια συμβιβαστική λύση, π.χ. ένα χρηματικό ποσό ως αποζημίωση για τα λάφυρα που του απέσπασε με το «έτσι θέλω». Και να το είχε προτείνει, αναμφίβολα ο Αχιλλέας θα προσεβάλετο ακόμη περισσότερο.
Δεν ήταν μόνο οι αρχαίοι Έλληνες ποιητές που ταύτιζαν τα πραγματικά αγαθά με τα μη-εμπορεύσιμα αγαθά. Ο Οβίδιος, ένας Ρωμαίος ποιητής που προσπάθησε να γίνει ο συνεχιστής του Ομήρου, αφηγείται τη σύγκρουση μεταξύ του Αίαντα και του Οδυσσέα για το ποιος θα πάρει τα όπλα του νεκρού, πλέον, Αχιλλέα - όπλα αριστουργηματικά που είχαν κατασκευαστεί από το χέρι του Ήφαιστου κατά παραγγελία της μητέρας του Αχιλλέα. Κατά τον Οβίδιο, οι Έλληνες στρατηγοί αποφάσισαν να ακούσουν τα επιχειρήματα και των δύο πριν αποφασίσουν ποιος αξίζει να φέρει τα άρματα του νεκρού ημίθεου. Τελικά τα επιχειρήματα του πολυμήχανου αρχιτέκτονα του Δούρειου Ίππου επικράτησαν έναντι εκείνων του ατρόμητου πολεμιστή. Αυτό που έχει ενδιαφέρον από τη δική μας σκοπιά είναι ότι κανείς δεν σκέφτηκε κάτι αντίστοιχο με αυτό που θα γινόταν σήμερα: μια δημοπρασία από την οποία εκείνος που θα πλήρωνε τα περισσότερα θα έφευγε καμαρωτός με τα όπλα του Αχιλλέα.
Γιατί δεν σκέφτηκαν να τα δημοπρατήσουν; Μα γιατί τα όπλα αυτά δεν ενδιέφεραν τον Αίαντα ή τον Οδυσσέα, ή κάποιον άλλο από τους Έλληνες στρατηγούς, ούτε για την ανταλλακτική τους αξία (δηλαδή ώστε να τα μοσχοπουλήσουν αργότερα) ούτε για την απλή χρηστική τους αξία (δηλαδή για να τα χρησιμοποιούν στις μάχες)! Η τεράστια αξία για αυτόν που θα τα έπαιρνε ήταν καθαρά συμβολική. Θα συμβόλιζε, μέχρι τα βαθειά του γεράματα, το ότι οι υπόλοιποι Έλληνες τον θεώρησαν άξιο να τα κληρονομήσει. Συνεπώς η αξία τους είχε μια κοινωνική διάσταση η οποία αναδεικνύει μια νέα και ενδιαφέρουσα μορφή χρηστικής αξίας: την αξία που, ναι μεν εκπορεύεται από την κατοχή και χρήση (και όχι από τα εμπορεύματα τα οποία θα μπορούσε ο κάτοχός τους να προμηθευτεί εάν πούλαγε τα όπλα), αλλά που εξαρτάται άμεσα από το τι συμβολίζει η κατοχή και η χρήση για τον κάτοχο όσον αφορά την κοινωνική του θέση, αναγνώριση και καταξίωση.
Ελπίζουμε να συμφωνείς ότι όποιος από τους συντρόφους του Αχιλλέα τολμούσε να προσφέρει χρήματα για τα όπλα, θα γινόταν ο περίγελως των υπολοίπων. Γιατί; Ο λόγος είναι ότι οι συμβολικές-χρηστικές αξίες εξευτελίζονται εάν προσπαθήσει κάποιος να τις μετατρέψει, με το ζόρι, σε χρηματικές ή ανταλλακτικές αξίες (δηλαδή σε τιμές αγοράς). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, για παράδειγμα, πρωταθλήματα και Ολυμπιακά μετάλλια έχουν «αγοραστεί». Είτε με χρήματα που πληρώθηκαν σε κάποιο διατητή, είτε με αναβολικά φάρμακα που έδωσαν σε κάποιον υποδεέστερο αθλητή το προβάδισμα, κάποια κύπελα που βρίσκονται σε κάποια σπίτια συμβολίζουν όχι την επιτυχία αλλά την διαφθορά των ιδιοκτητών τους. Πιστεύετε ότι δεν τους ενοχλεί το ότι ξέρουν πως δεν τα κέρδισαν με το «σπαθί» τους (κι ας μην γνωρίζει κανείς άλλος την παγαποντιά τους); Δεν τους θυμίζουν κάθε φορά που τα κοιτάνε αυτό το οποίο ποτέ δεν κέρδισαν με την αξία τους;
Ας αναλογιστούμε τη στιγμή που ο Ολυμπιονίκης ακούει τον εθνικό ύμνο και βλέπει το χρυσό μετάλλιο να κρέμεται από το λαιμό του. Το κοινό φωνάζει «Άξιος, Άξιος». Αργότερα δηλώνει την ευγνωμοσύνη του για τις τιμές που του γίνονται. Έτσι και με τα όπλα του Αχιλλέα: Ο κληρονόμος του μεθάει με την τιμή που του γίνεται από τους συμπολεμιστές τους – μια τιμή εντελώς διαφορετική ως έννοια από εκείνη της τιμής της οδοντόπαστας ή της τιμής ενός αυτοκινήτου. Ποια η διαφορά των δύο αυτών τιμών; Από τη μια η τιμή της οδοντόπαστας προκύπτει από τις εμπορικές συναλλαγές, από την αγορά. Από την άλλη, η τιμή του να γίνει κάποιος ο κληρονόμος των όπλων του Αχιλλέα, ή Ολυμπιονίκης, εξαρτάται από το ότι η ιδιοκτησία τους δεν ήταν (και δεν θα γινόταν ποτέ) αποτέλεσμα αγοραπωλησίας (δηλαδή εμπορικής συναλλαγής).
Ο Αίας ήθελε τα όλπα του Αχιλλέα ως αναγνώριση από τους συμπολεμιστές του της τόλμης, της αυτοθυσίας του και της συνεισφοράς του στο πεδίο των μαχών. Ο Οδυσσέας πίστευε ότι εκείνος τα άξιζε ως επιβράβευση της πανουργίας του στον τομέα της πολεμικής στρατηγικής, χωρίς την οποία η Τροία ίσως να μην έπεφτε ποτέ. Εάν ήταν να τα αγοράσουν σε μια δημοπρασία, σε μια αγορά, η κατοχή τους δεν θα συμβόλιζε τίποτα σπουδαίο. Η αγορά τους, ως πράξη, θα τα μετέτρεπε από σύμβολα σημαντικής αναγνώρισης και ανείπωτης περηφάνιας σε μεταχειρισμένα μεταλλικά αντικείμενα συλλεκτικής αξίας. Στο βαθμό που ούτε ο Οδυσσέας ούτε ο Αίας ενδιαφέρονταν για αντίκες, αλλά αντίθετα ποθούσαν την ηθική αναγνώριση, τα όπλα αυτά κρατούσαν την (χρηστική) αξία τους επειδή δεν ήταν εμπορεύσιμα. Εάν ήταν η κυριότητα να αποφασιστεί με γνώμονα την ανταλλακτική τους αξία, τότε ούτε ο Οδυσσέας ούτε ο Αίας θα τα ήθελαν. (Τουλάχιστον ο Αίας δεν θα αυτοκτονούσε, όπως έκανε, μετά την απόφαση των υπολοίπων στρατηγών να δοθούν τα όπλα στον Οδυσσέα.)
Να λοιπόν που κάποια αγαθά κατανέμονται δίχως να περάσουν το στάδιο της εμπορευματοποίησης. Τα παλιά τα χρόνια μόνο μια μειοψηφία των αγαθών και των προϊόντων περνούσαν μέσα από κάποια αγορά. Τα περισσότερα παράγονταν και διετίθεντο με τρόπο που δεν μπορούμε εύκολα να διανοηθούμε σήμερα. Για παράδειγμα, στις δουλοκτητικές κοινωνίες οι σκλάβοι παρήγαν αγαθά τα οποία τα καρπούνταν οι ιδιοκτήτες τους. Η σχέση δούλου και αφέντη ήταν καθαρά σχέση υποταγής στην οποία δεν χώραγε η έννοια του εμπορεύματος. Γιατί;
Στην περίπτωση ενός εμπορεύματος, ο πωλητής υπολογίζει την αξία αυτού που θα πάρει ως αντάλλαγμα. Όμως ένας σκλάβος το μόνο που προσδοκά από το προϊόν του μόχθου του είναι να γλιτώσει τη βουρδουλιά του επιστάτη. Και από τη στιγμή που η μη-βουρδουλιά δεν μπορεί να θεωρηθεί εμπόρευμα, βλέπουμε ότι το μεγαλύτερο ποσοστό της παραγωγής στις δουλοκτητικές κοινωνίες δεν ήταν εμπορεύματα.
Μπορεί ο Θουκυδίδης να δίνει οικονομικές εξηγήσεις στα γεγονότα της εποχής του, όμως οι εξηγήσεις αυτές δεν βασιζόντουσαν στην ανάλυση των εμπορικών ανταλλαγών αλλά της δυνατότητας των Αθηναίων (και των λοιπών κοινωνιών της εποχής) να αποσπούν με τη βία χρήματα ή αγαθά είτε από τους δούλους τους (π.χ. αυτούς που δούλευαν στον Αθηναϊκό ορυχείο ασημιού στο Λαύριο) είτε από τους «συμμάχους» τους. Βλέπουμε δηλαδή ότι παρόλο που οι οικονομικές εξηγήσεις ήταν πάντοτε επίκαιρες, δεν βασίζονταν πάντα στην ανάλυση των εμπορικών ανταλλαγών. Ο λόγος είναι απλός: Στις κοινωνίες αυτές, αν και οι εμπορικές συναλλαγές ήταν πολύ διαδεδομένες, ούτε η παραγωγή ούτε η κατανομή του πλούτου δεν βασίζονταν στις εμπορικές ανταλλαγές αλλά, ως επί το πλείστον, βασίζονταν στην πολιτική και στρατιωτική εξουσία των δυνατών πάνω στους αδύνατους.
Περίπου το ίδιο ίσχυε και στις Ευρωπαϊκές κοινωνίες την εποχή της φεουδαρχίας. Ο φεουδάρχης κατακρατούσε ένα ποσοστό της παραγωγής των δουλοπάροικων, οι οποίοι δεν είχαν τη δυνατότητα να του το αρνηθούν δίχως να υποστούν βαρύτατες συνέπειες. Από άκρου σε άκρον του πλανήτη, από την Ασία μέχρι και τις Ευρωπαϊκές αποικίες στην Αφρική και στην Αμερική, η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων δούλευε και παρήγε προϊόντα τα οποία στις περισσότερες περιπτώσεις δεν πληρούσαν τον ορισμό που δώσαμε στο περασμένο κεφάλαιο στο εμπόρευμα (δηλαδή, προϊόντα των οποίων οι παραγωγοί τα παράγουν για να τα ανταλλάξουν με άλλα εμπορεύματα).
Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι στην αρχαιότητα, στον μεσαίωνα και στις αποικίες των Ευρωπαϊκών δυνάμεων δεν υπήρχαν εμπορεύματα. Ασφαλώς και υπήρχαν. Μάλιστα το εμπόριο ήταν και πολύ έντονο και ιδιαίτερα διαδεδομένο. Οι αρχαίοι Φοίνικες, Έλληνες, Αιγύπτιοι, Κινέζοι, Μελανήσιοι κλπ κάλυπταν χιλιάδες χιλιόμετρα κουβαλώντας λογιών- λογιών προϊόντα από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη εκμεταλλεύομενοι τις ανισότητες των ανταλλακτικών τους αξιών από μέρος σε μέρος. Π.χ έμποροι από τη Χίο αγόραζαν κρασί από την Κόρινθο και το αντάλλασσαν στη Θράκη με υφάσματα τα οποία τα αντάλλασσαν ξανά στη Κόρινθο με περισσότερο κρασί από όσο είχαν αγοράσει αρχικά, κοκ.
Πράγματι, όλες οι κοινωνίες, από καταβολής τους, ανέπτυξαν αγορές. ‘Ολα άρχισαν τη στιγμή που κάποιος είπε σε κάποιον άλλον: «Εάν μου δώσεις ένα από τα μήλα σου θα σου δώσω ένα από τα πορτοκάλια μου». Δεν ήταν όμως αναγκαστικά κοινωνίες της αγοράς ή, διαφορετικά, δεν τις χαρακτήριζε η λογική μιας κοινωνίας της αγοράς (όπως συμβαίνει σήμερα). Ήταν απλά κοινωνίες, οικονομίες, με αγορές.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)