του Νίκου Κασκαβέλη
Η γνωστή τα τελευταία χρόνια πάνδημη συμμετοχή και αγωνία για το διαγωνισμό της γιουροβίζιον, έκανε και φέτος αισθητή την παρουσία της. Δεν θα αναφερθώ εδώ στην όλη διοργάνωση, τη φυσιογνωμία ή την όποια ποιοτική της αξιολόγηση, θέλω όμως να σχολιάσω μια διάσταση που για ακόμα μια φορά αναδεικνύει τη γύμνια της δικής μας, ελληνικής, δημόσιας έκφρασης και παρουσίας και καταδεικνύει μια αδυναμία κατανόησης της ίδιας της πραγματικότητας.
'Aξια ξεχωριστής ανάλυσης θα ήταν βέβαια -με τη συνεισφορά πολλών επιστημών, αλλά ειδικά της ψυχανάλυσης- και η διερεύνηση του γιατί, μπερδεύοντας πλήρως προτεραιότητες και κριτήρια αξιολόγησης, αποδίδουμε τόση σημασία σε γεγονότα παρόμοιας υφής, από την έκβαση των οποίων εξαρτούμε μάλιστα σε μεγάλο βαθμό και την συγκυριακή συλλογική μας εικόνα και αυτοεκτίμηση.
Αποκομμένοι στη μακάρια «δική μας» εναλλακτική πραγματικότητα, τις (λίγες) φορές που συμβαίνει να έρθουμε σε διαλογική συνάντηση-αντιπαράθεση με τη διεθνή σκηνή, αδυνατούμε να επικοινωνήσουμε, να αντιληφθούμε τις αντικειμενικές συνθήκες και παρατηρούμε έπειτα τα δρώμενα αποσβολωμένοι προσπαθώντας να αναλύσουμε, με ανεπαρκή και «φανταστικά» εργαλεία, το «άδικο» του αποτελέσματος.
Αυτό που θέλω να επισημάνω είναι πως, παρακολουθώντας τις εμβριθείς αναλύσεις για τα αίτια της κακής (με ποια κριτήρια αλήθεια και με ποια αντικειμενικά δεδομένα την κρίνουμε ως τέτοια;) ή έστω κατώτερης του αναμενομένου κατάληξης της προσπάθειας του Έλληνα εκπροσώπου, για ακόμα μια φορά οι έχοντες την ευθύνη για τη διεξαγωγή του δημόσιου διαλόγου και παράλληλα διαμορφωτές της κοινής γνώμης, της δημόσιας αισθητικής αλλά και «βασικής-κοινωνικής» παιδείας, αδυνατούν να ξεστομίσουν (δεν το βλέπουν ή δεν τολμούν να το παραδεχτούν γιατί θα αναιρεί το «έργο» τους των τελευταίων δεκαετιών;) πως ο «βασιλιάς -και εδώ- είναι γυμνός»!
Πρόσωπα γεμάτα απορία, βαθυστόχαστες αναλύσεις περί «διεθνών συμμαχιών» και μηχανορραφιών, γνώμες «ειδικών» περί της προφανούς αρτιότητας της ελληνικής παρουσίας και προετοιμασίας, η ίδια η έκφραση απογοήτευσης στο πρόσωπο του καλλιτέχνη και η δήλωση πως «απέτυχε να μας εκπροσωπήσει» και η υποκρυπτόμενη υπόνοια της αδικίας.
Κι όλα αυτά ενώ η απάντηση είναι απλούστατη: το συγκεκριμένο τραγούδι-προϊόν δεν παρήγαγε τα αναμενόμενα, παρά τις εξαγγελίες και τις δυσανάλογες δαπάνες που βάρυναν τον Έλληνα φορολογούμενο, απλά γιατί παρέμεινε ένα ψυχρό προϊόν. Χωρίς περιεχόμενο, χωρίς έμπνευση, χωρίς ψυχή. Ένα γυαλισμένο, όμορφα και άρτια σερβιρισμένο, κοινότυπο τίποτα! Χωρίς στοιχεία ταυτότητας συλλογικής ή ατομικής, χωρίς στοιχεία ψυχικού πάθους, χωρίς αυτήν την αυθεντική αγωνία κάθε καλλιτεχνικής δημιουργίας για μετάδοση μηνύματος και φορτίου στον «άλλο». Μουσική κοινότυπη, μιμητική και απλώς ανεκτά ευχάριστη, στίχος ανύπαρκτος. Αλλά αυτή είναι η πραγματικότητά μας στη χώρα αυτή και στο επίπεδο της δημόσιας σφαίρας, καιρό τώρα. «Περισπούδαστοι» διάλογοι, κενολόγοι κάθε είδους, ανυπαρξία ουσιαστικής συζήτησης και προβληματισμού, παραγωγή και παραγωγοί φασαρίας και εντυπώσεων της μιας στιγμής, απώλεια αίσθησης του σημαντικού και διαχρονικού, ανάδειξη του μέτριου, εφήμερου και ασήμαντου. Μια συλλογική σκηνή, καθοδηγούμενη από τους ταγούς των κυρίαρχων ΜΜΕ, ανερμάτιστη, «επαρχιώτικης», δηλαδή περιθωριακής και παρασιτικής λογικής που οδηγεί στον εκφυλισμό και στο τίποτα! Γιατί πράγματι, η παρουσίαση του τραγουδιού είχε όλα τα εχέγγυα μιας επαγγελματικής δουλειάς: άρτια οργάνωση, ακριβή παραγωγή, εντυπωσιακό σόου, λαμπερό παρουσιαστή. Έλειπε όμως το ουσιαστικότερο. Στην εποχή της γενικότερης ξηρασίας και γενικευμένης δίψας για το αυθεντικό, για το αληθινό, γι' αυτό που κομίζει κάτι, που δίνει απάντηση στο αδυσώπητο «γιατί» και το κενό νοήματος που όλοι βιώνουμε, εμείς δεν μπορέσαμε να ψελλίσουμε ούτε καν μια συλλαβή. Ένα κάτι που να υποδηλώνει παρουσία άξια προσοχής, που να συνεισφέρει στον ευρύτερο διάλογο.
Το ανησυχητικό όμως δεν είναι αυτό. Η ανησυχία προέρχεται από την αδυναμία μας να αντιληφθούμε την κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει και την αξίωσή μας και από τους άλλους, τους έξω, να εκλαμβάνουν τη δική μας μίζερη καθημερινότητα και πραγματικότητα με τον ίδιο τρόπο και να αναπαράγουν τα δικά μας στερεότυπα και φαντασιώσεις. Μα πώς είναι δυνατόν ο «απόλυτός μας σταρ» να θεωρείται απλώς αποδεκτός, ή μέτριος από τους άλλους; Τι άλλο θέλουν πια; Και στα αγγλικά ήταν οι στίχοι και χορευτικό το κομμάτι και εντυπωσιακός ο καλλιτέχνης. Τι συνέβη; Συνέβη ότι απλά ανιχνεύουμε τα δείγματα της ουσιαστικής μας ανυπαρξίας ως συλλογικού υποκειμένου και απομένουμε θεατές, μόνοι και αδιάφοροι, σφιχταγκαλιασμένοι με τις εκτός πραγματικότητας και σημασίας εξωτερικά διαμορφωμένες ως «θέσφατο» πεποιθήσεις, μιας μωρής καθημερινότητας και πορείας.
Υπερβολές; Ίσως. Μια παράταιρη σταγόνα με φιλοδοξία συμβολής στον όποιον δημόσιο διάλογο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου