Από: Κίμπι
Η φίλη μου η Δώρα, που εδώ και πολλά χρόνια κινείται μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας, χωρίς να τρέφει ιδιαίτερα αισθήματα συμπάθειας στον ανεπτυγμένο κεντροευρωπαϊκό καπιταλισμό, χωρίς να υποκύπτει στη μοντερνιστική του γοητεία και χωρίς να πάψει να νοσταλγεί έστω και για ένα λεπτό την πατρίδα της, έχει εδώ και μερικούς μήνες επισημάνει ότι στην Ελλάδα ταιριάζει η πρόθεση «παρά». Είναι στην κυριολεξία μία «παρα-χώρα». Και δεν εννοεί καθόλου την κατά Καστοριάδη «ελληνική ιδιαιτερότητα» – ευχής έργον θα ήταν να είχε επιβιώσει έστω και ένα ψήγμα απ’ αυτήν. Ούτε εννοεί την εθνική απόχρωση, που υπάρχει ούτως ή άλλως στον καπιταλισμό κάθε ευρωπαϊκού έθνους-κράτους, αν υποθέσουμε ότι τουλάχιστον αυτά που είναι ενταγμένα στην Ε.Ε. συνιστούν ένα ευρωπαϊκό κοινωνικοοικονομικό μοντέλο. Η Ελλάδα είναι κάτι πέρα από αυτό και παρά αυτό. Είναι μια γενική απόκλιση από τον κανόνα. Ή τουλάχιστον αυτή την εντύπωση δίνει σ’ εμάς που ζούμε εντός της. Ενδεχομένως αυτό το φαινόμενο να είναι ένας αντίστροφος σοβινισμός, το καθίζημα μιας εθνικιστικής ουτοπίας που υπονοεί ότι αυτή η χώρα, αυτό το έθνος, αυτή η κοινωνία άξιζε μια καλύτερη τύχη απ’ αυτήν που έχει, δικαιούτο έναν προορισμό αντίστοιχο του παρελθόντος της. Ότι θα έπρεπε να είναι μια οικονομική, στρατιωτική ή τουλάχιστον μια πολιτιστική υπερδύναμη. Ωστόσο, ο υπερτροφικός εθνικός μας μύθος ελάχιστα ταιριάζει με την ιστορική πραγματικότητα του ελληνικού κράτους των 180 χρόνων. Έστω κι έτσι όμως, και με δεδομένες τις μεγάλες αποκλίσεις από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αποτελεί πανευρωπαϊκό παράδοξο (πάλι η πρόθεση «παρά») το γεγονός ότι η «παρα-χώρα» αυτή στις περισσότερες διαστάσεις της παραμένει στη σφαίρα του «παρά»: Χώρα του παρακράτους, της παραπαιδείας, της παραοικονομίας, της παραπολιτικής, της παραδιοίκησης, της παραδημοσιογραφίας, της παρακουλτούρας. Σε κάποια λελογισμένη δόση αυτούς τους παρα-θεσμούς τους συναντά κανείς και σ’ άλλες κοινωνίες. Αλλά η συσσώρευση όλων τους και σε τέτοιο βαθμό σε μια χώρα δημιουργεί άλλη ποιότητα.
Σε τρεις εβδομάδες, 100.000 έφηβοι απόφοιτοι λυκείου διαγωνίζονται για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια. Εδώ και δεκαετίες, ο θεσμός των εξετάσεων συντηρεί τον τεράστιο μηχανισμό της παραπαιδείας, μοναδικό στις διαστάσεις του σε όλη την Ευρώπη. Το ήξερα αυτό, αλλά τις τραγικές του παρενέργειες τις συνειδητοποίησα προ ημερών, όταν μια ανιψιά υποψήφια μού είπε ότι εδώ και ενάμιση μήνα δεν πηγαίνει στο σχολείο, εξαντλώντας το όριο απουσιών, για να αφοσιωθεί απερίσπαστη στην προετοιμασία μέσω του φροντιστηρίων και των ιδιαίτερων. Και το ίδιο κάνει και η συντριπτική πλειοψηφία των συμμαθητών της. Αυτό αντιμετωπίζεται σαν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο από γονείς, μαθητές, καθηγητές του δημόσιου σχολείου και «προγυμναστές» του φροντιστηρίου. Τις ελάχιστες φορές που τα παιδιά πάνε στο σχολείο, είναι λόγω εξάντλησης του ορίου απουσιών. Και φροντίζουν να αξιοποιούν την ώρα του μαθήματος για να καλύψουν τα ελλείμματα ύπνου από τα ξενύχτια για τα έξι μαθήματα που δίνουν στις εξετάσεις. Εν ολίγοις, το σχολείο είναι διαλυμένο από τον Μάρτιο τουλάχιστον για τους τελειόφοιτους του λυκείου, και ο μόνος ζωντανός εκπαιδευτικός θεσμός γι’ αυτή τη γενιά είναι η παραπαιδεία. Κι αυτό, σε μικρότερη ευτυχώς κλίμακα, γίνεται και στις δύο προηγούμενες τάξεις του λυκείου. Κι ενώ το σχολείο αποσυντίθεται, αφήνοντας την παραπαιδεία να προετοιμάσει αμόρφωτους ή παρα-μορφωμένους επιτυχόντες, η πολιτική ηγεσία, σε πλήρη αμεριμνησία, προετοιμάζει την εκατοστή εκπαιδευτική μεταρρύθμιση…
Βεβαίως, η παραπαιδεία είναι ένας από τους ανθηρούς κλάδους της οικονομίας που δίνει απασχόληση σε χιλιάδες εκπαιδευτικούς, οι οποίοι σε άλλη περίπτωση θα ήσαν άνεργοι. Είναι επίσης μια από τις σημαντικότερες συνιστώσες της παραοικονομίας, καθώς δεκάδες δισ. ευρώ από την ετήσια ιδιωτική εκπαιδευτική δαπάνη καταβάλλονται σε εφηβικά δωμάτια και σαλόνια μικροαστικών διαμερισμάτων, χωρίς απόδειξη, χωρίς ΦΠΑ, χωρίς καμία φορολόγηση. Αλλά η παραοικονομία ανθεί παντού. Πριν φτάσει κανείς στον καθηγητή των ιδιαίτερων ή στον υδραυλικό που δεν ξέρει τι εστί απόδειξη πληρωμής, θα πρέπει να διατρέξει την κοινωνική πυραμίδα από την κορυφή της. Όταν μία από τις κορυφαίες προμηθεύτριες εταιρείες του Δημοσίου την τελευταία εικοσαετία, η Siemens, ομολογεί ότι μπούκωνε με μίζες δισεκατομμυρίων κόμματα, κρατικούς αξιωματούχους και μικρολαμόγια της επιχειρηματικής ή κρατικής γραφειοκρατίας, δεν είναι να απορεί κανείς γιατί η Ελλάδα κάνει πρωταθλητισμό στην παραοικονομία – επιεικώς μετρημένη στο 30% του ετήσιου ΑΕΠ. Κι όταν ένας πρώην υπουργός, πέρα από τις κακουργηματικές κατηγορίες που αντιμετωπίζει, ομολογεί σαν να μην τρέχει τίποτα πως δήλωσε ψευδώς στην εφορία τιμή αγοράς διαμερίσματος 35% χαμηλότερη της πραγματικής, γιατί να μην υποθέσει κανείς ότι αντίστοιχη είναι η ποσόστωση της μαύρης οικονομίας σε όλο το κύκλωμα γης, οικοδομής, δημοσίων και ιδιωτικών έργων;
Όταν κάνεις πρωταθλητισμό στην παραοικονομία, είναι φυσιολογικό να υποθάλπεις και μια αντίστοιχα υψηλή επίδοση στην «παρα-εργασία». Και δεν εννοώ κυρίως τη μαύρη εργασία των φτωχοδιάβολων μεταναστών που φτάνουν από την Ασία και την Αφρική, διατεθειμένοι να πουλήσουν όσο όσο την εργατική τους δύναμη. Εννοώ την εργασία που προσφέρεται, πρωτίστως από κρατικούς λειτουργούς, για να κινηθεί ο μηχανισμός της παραοικονομίας. Τους ανθρώπους που είτε προσφέρουν -με το αζημίωτο- ιδιωτικές υπηρεσίες από τη δημόσια θέση τους, είτε μετατρέπουν αυτή τη δημόσια θέση τους σε πάρεργο, μια κανονική αργομισθία, για να διοχετεύσουν την παραγωγικότητα και την ικμάδα τους στις πριβέ, μαύρες μικρο-μπίζνες τους.
Το φυσικό συμπλήρωμα της παραοικονομίας είναι το παρακράτος. Λαμπρή, μακρά η προϊστορία της παρα-χώρας Ελλάδα στο πεδίο αυτό. Στην ορίτζιναλ εκδοχή του το γνωρίσαμε κατά τις λεγόμενες «περιόδους της ανωμαλίας» της μετεμφυλιακής, δικτατορικής και μεταδικτατορικής Ελλάδας. Στην υποτιθέμενη ομαλή περίοδο που διανύουμε, αντιμετωπίζουμε τις οβιδιακές μεταμορφώσεις του σε πιο σύγχρονες εκδοχές. Ως παρακράτος συμπεριφέρθηκε όλος ο εσμός των κρατικών και μη διαμεσολαβητών που τα ’δωσαν όλα στη Μονή Βατοπεδίου, ή όσων προσπάθησαν να λεηλατήσουν την περιουσία των Ταμείων με τα δομημένα ομόλογα. Αλλά, παρακράτος είναι και η παράδοση όλου του εθνικού οδικού δικτύου στους ιδιώτες που προεισπράττουν διόδια για διεθνείς αυτοκινητοδρόμους που δεν έχουν ακόμη κατασκευάσει. Παρακράτος είναι κάθε ιδιωτική εξουσία που επιβάλλει στους πολίτες καταναγκασμούς με τη σφραγίδα της κρατικής νομιμότητας: ιδιωτικές παρα-αστυνομίες, εταιρείες σεκιούριτι, συστήματα ασφαλείας και παρακολούθησης στις τράπεζες, τα καταστήματα, τις επιχειρήσεις που καταγράφουν κάθε μας συναλλακτική κίνηση.
Σε μια παρα-χώρα που μορφώνει τους πολίτες της δια της παρα-παιδείας, που ασκεί την κρατική εξουσία δια του παρα-κράτους, που υποθάλπει τα πάρεργα και την παρα-εργασία και που στηρίζει την ανάπτυξή της στην παρα-οικονομία, είναι απολύτως λογικό να νοείται ως πολιτική μόνο η παραπολιτική. Ούτε ο εκβιασμός του Παυλίδη στον Μανούση (ή αντιστρόφως), ούτε οι μίζες της Siemens σε Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, ούτε η «προίκα» της μυστηριώδους κυρίας Αλεξίας, ούτε οι συμψηφισμοί γαλάζιων και πράσινων σκανδάλων, ούτε τα καραμανλικά διλήμματα για μονές ή διπλές εκλογές τον Ιούνιο, ούτε οι δελφινομαχίες και οι διαδοχολογίες για τη μετά Καραμανλή εποχή, είναι πολιτική. Σε μια χώρα που χρωστάει σχεδόν 1 τρισ. ευρώ, που φλερτάρει με τη χρεοκοπία, που ένας στους τέσσερις πολίτες της ζει στο όριο φτώχειας, που ένας στους δέκα είναι άνεργος, που τα ασφαλιστικά της ταμεία κινούνται στην κόψη του ξυραφιού, σε μια κοινωνία που κινείται στο όριο της παρακμής, πολιτική θα ήταν μόνο μια σκληρή, αλλά πραγματική σύγκρουση ιδεών και προγραμμάτων για το μέλλον της. Όλα τ’ άλλα είναι μπούρδες. Η παραπολιτική της ηθικολογίας και της κάθαρσης, οι εκλογικίστικες τακτικές, ο επικοινωνιακός πόλεμος σε απόλυτο κενό ιδεών δεν ενδιαφέρει παρά μια δράκα επαγγελματιών της πολιτικής – συμπεριλαμβανομένης της παραδημοσιογραφίας, που αναλίσκεται στη διοχέτευση ελεγχόμενων διαρροών από «ανώνυμες, καλά πληροφορημένες, πηγές». Και καθώς οι πρωταγωνιστές της παραπολιτικής εξαντλούν τις δεξιότητές τους στο ρηχό της πεδίο, παράγουν ένα είδος πολιτών-ιδιωτών, χωρίς προσδοκίες από την πολιτική διαπάλη, το κοινοβουλευτικό παιχνίδι, τους κοινωνικούς αγώνες και -ενδεχομένως- πρόθυμους να διοχετεύσουν την απογοήτευσή τους σε αυταρχικές, μεσσιανικές ατραπούς. Παρα-πολίτες μιας παρα-χώρας, όπου μεσουρανούν η παρα-πολιτική, η παρα-οικονομία, το παρα-κράτος, η παρα-νομία, η παρα-αστυνομία, τα παρα-τραπεζικά επιτόκια των τραπεζών, οι παρα-καπιταλιστές και οι παρα-επιχειρηματίες, η παρα-παιδεία, η παρα-δημοσιογραφία, η παρα-εργασία, ο παρα-συνδικαλισμός, οι παρα-εκκλησιαστικές οργανώσεις, οι παρα-τάξεις (ελλείψει τάξεων…). Μια παρα-κοινωνία προορισμένη για τις υποσημειώσεις της παρα-ιστορίας, που δεν κατάφερε να διαμορφώσει ούτε έναν καπιταλισμό της προκοπής, που τρέχει ιλιγγιωδώς σε τροχιά παρακμής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου