Από: Felnikos
Στην Ελλάδα έχουμε χάσει το μέτρο και τον κοινό νου. Πολιτικοί και δημοσιολογούντες. Και είναι λογικό, καθώς στον δημόσιο διάλογο και τον βίο των νεοελλήνων κυριαρχούν η αμετροέπεια, η δοκησισοφία και ο χουλιγκανισμός.
Κάποιοι μάλιστα, εκμεταλλευόμενοι την πολιτική μετριοκρατία και την κοινωνική δυσανεξία για τα συμβαίνοντα και τα μελλούμενα, θεωρούν εαυτούς (τηλεοπτικούς κυρίως) επιβήτορες του πολιτικού συστήματος και της κοινής γνώμης. Ουδόλως αντιλαμβάνονται αυτοί οι κατ’ ανάγκην και κατ’ επάγγελμα ονειροξόπαθοι ότι οι πολίτες, όταν δεν γελούν μαζί τους, τους φτύνουν για τις γελοιότητες που από καιρού εις καιρόν ανακαλύπτουν, προκειμένου να προσαρμόσουν -σώνει και καλά- την πραγματικότητα στις ιδεοληψίες τους.
Δείτε τι γίνεται με τις δημοσκοπήσεις, με τα σκάνδαλα, με τις διπλές εκλογές, με τις πολιτικές στρατηγικές των κομμάτων για τις ευρωεκλογές. Μιλούν, μιλούν, και ενίοτε γράφουν, ανερυθρίαστα και ως «πάπες» που κατέχουν το αλάθητο για το δέον γενέσθαι. Είναι οι πολιτικοί και οι δημοσιολογούντες τού «πρέπει». Μόνον που αυτό το «πρέπει» είναι κατά το δοκούν και το συμφέρον το δικό τους.
Πρέπει να παραιτηθεί ο Παυλίδης, πρέπει να διευκολύνουν την κυβέρνηση οι «βατοπεδινοί», πρέπει να πετάξουμε τα βαρίδια από το κόμμα, πρέπει ο Καραμανλής να παραμείνει στην ηγεσία ακόμη κι αν χάσει τις εκλογές, λένε οι κυβερνητικοί.
Πρέπει το ΠΑΣΟΚ να σταματήσει να ασχολείται με τα σκάνδαλα. Πρέπει να παρουσιάσουμε τις προγραμματικές μας θέσεις. Πρέπει το ευρωψηφοδέλτιο να είναι έτσι. Πρέπει ο Παπανδρέου να πει με ποιους θα κυβερνήσει. Πρέπει να αξιοποιήσει τους σημιτικούς, τους βενιζελικούς, τους τσατσικούς στην κυβέρνηση, λένε οι της αντιπολιτεύσεως.
Πρέπει να σταματήσει η σκανδαλολογία (αυτό είναι το τελευταίο εύρημα), πρέπει να ασχοληθούμε με την οικονομία, πρέπει ο Παπανδρέου να βελτιώσει την πρωθυπουργισιμότητα και ο Καραμανλής να διατηρήσει την καταλληλότητα για να έχουν ελπίδες εκλογικής επικράτησης, λένε οι δημοσιολογούντες.
Και για να τεκμηριώσουν την αλήθεια του «πρέπει» τους, έχουν ως μόνιμους συνηγόρους διαφόρους δημοσκόπους οίτινες μπορούν να σου προσφέρουν ανάλογα με το (υπερ)τίμημα ό,τι ποσοτική και ποσοστιαία πραμάτεια θέλεις. Ακόμη και το γουρούνι μπορούν να το μεταμορφώσουν σε κατσίκι, προκειμένου να μην εμπίπτει στην αιφνιδίως ενσκήψασα μεξικανική νόσο.
Και μπορεί οι πρώτοι, οι κυβερνητικοί, να καταφεύγουν στα «πρέπει» επειδή βρίσκονται σε σύγχυση, λόγω της κυβερνητικής κατάρρευσης και της σχεδόν βεβαίας απώλειας του γκουβέρνου, αλλά και επειδή κάπως πρέπει να απολογηθούν στους ψηφοφόρους τους και την κοινωνία για τα αλλεπάλληλα χουνέρια που υφίστανται από τη συμπεριφορά κυβερνητικών και κρατικών στελεχών.
Αυτούς όμως που δεν καταλαβαίνω είναι οι της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως, που κάθε μέρα ανακαλύπτουν και ένα «πρέπει» για το κόμμα και τον πρόεδρό τους. Βγαίνουν στα Μέσα Ενημέρωσης και βομβαρδίζουν με τα «πρέπει» του ΠΑΣΟΚ. Θαρρείς και οι ίδιοι δεν είναι ΠΑΣΟΚ. Θαρρείς και δεν συμμετέχουν στη λειτουργία και τη δράση του κόμματός τους. Τι πάει να πει «το ΠΑΣΟΚ πρέπει να κάνει»; Αυτοί δεν είναι το ΠΑΣΟΚ.
Αντί να μας πουν τι θα κάνει το ΠΑΣΟΚ, μας λένε τι πρέπει να κάνει. Ή δεν είναι σίγουροι ότι θα το κάνει ή απλώς το λένε για να εμφανίσουν τον εαυτό τους σαν κάτι το διαφορετικό. Και συνήθως αυτά τα «πρέπει» τα λένε όσοι φαντασιώνονται ότι είναι οι εκλεκτοί, οι προβεβλημένοι, οι διαφορετικοί, οι επίδοξοι δελφίνοι του αρχηγού. Και μάλλον καταφεύγουν στα «πρέπει» επειδή θέλουν να κάνουν εαυτούς αρεστούς σε κάποια εξωπολιτικά κέντρα ισχύος.
Η πολιτική τού «πρέπει» όμως το μόνο που καταφέρνει είναι να καλλιεργεί τη σύγχυση και την αμφιθυμία ως προς το τι θα πράξει το ΠΑΣΟΚ ως κυβέρνηση, κάτι που -ως είναι φυσικό- διαιωνίζει την αμφιβολία για τις δυνατότητες του κόμματος και του αρχηγού του. Είναι μια διαλυτική πολιτική συμπεριφορά, που ουδόλως βοηθά στην πολιτική και εκλογική του ενδυνάμωση. Είναι μια κουτοπόνηρη στάση που προσπαθεί εντέχνως να διαχωρίσει ορισμένα στελέχη (αυτά του «πρέπει») από την κυρίαρχη νομιμότητά του.
Έχω την εντύπωση ότι ο Γ. Παπανδρέου, εάν δεν θέλει να παίξει στα ζάρια την εκλογική αυτοδυναμία του κόμματός του, πρέπει, ναι, πρέπει, να «νουθετήσει» και να υποχρεώσει -αν χρειαστεί και με πειθαναγκασμό- αυτά τα στελέχη να αποβάλουν την ιδιοτελή εγωπάθειά τους και να ευθυγραμμιστούν με τη συλλογική συμπεριφορά ενός πολιτικού υποκειμένου που επιθυμεί να κερδίσει τις εκλογές.
Οι πολίτες έχουν βαρεθεί με τα «πρέπει», θέλουν να ξέρουν τι θα γίνει, πότε και πώς θα γίνει. Οι πολίτες και μόνον αυτοί δικαιούνται να θέτουν τα «πρέπει», οι πολιτικοί οφείλουν να τους λένε τι θα κάνουν. Αν είναι να τους απαντούν κι αυτοί με «πρέπει», είναι προτιμότερο ν’ αλλάξουν ρόλους. Σε τελική ανάλυση, αν κάποιοι πολιτικοί αισθάνονται τόση έντονη την ανάγκη να μας ενημερώσουν για τα «πρέπει» τους, μπορούν να γίνουν είτε σχολιαστές είτε ιεροκήρυκες.
Μέχρι τώρα ξέραμε ότι τα «πρέπει» τα στελέχη τα λένε είτε στα συνέδρια των κομμάτων τους είτε στις συνεδριάσεις των οργάνων, όπου συζητούνται και εκπονούνται γραμμές, προγράμματα και θέσεις. Το να αποτελούν όμως τα «πρέπει» δημόσια -και μάλιστα καθημερινή- πολιτική συμπεριφορά είναι κάτι το πρωτοφανές.
Εάν, κύριε ή κυρία μου, δεν ξέρεις ή δεν έχεις να μας πεις τι θα κάνει το κόμμα σου, πήγαινε πρώτα συζήτησέ το, καταλήξτε και βγες μετά και πες το μας. Βαρεθήκαμε τα «πρέπει», και αν κάποιος νομίζει ότι αυτό τον καθιστά διαφορετικό και τον κάνει πιο συμπαθή, είναι μακριά νυχτωμένος. Να μας πείτε τι πρέπει να γίνει στη χώρα, καλώς, κάλλιστα. Αλλά να μας λέτε τι πρέπει να κάνει το ΠΑΣΟΚ, όντας εσείς πρώτης γραμμής στελέχη του, πάει πολύ.
Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για τους κυβερνητικούς... πρέπηδες. Τι πάει να πει πρέπει να παραιτηθεί ο Παυλίδης; Όσο δεν παραιτείται, δεν κατανοείτε, κύριοι της συμπολιτεύσεως, ότι η ζημία που υφίσταται το κόμμα σας είναι διπλή; Από τη μια αποδεικνύεται η ανικανότητά σας να επιβάλετε κάτι το ορθό και από την άλλη, όσο παραμένει ο Παυλίδης, εδραιώνεται η πεποίθηση ότι η δεδηλωμένη της κυβερνήσεως στηρίζεται σε έναν παρείσακτο και έναν αποσυνάγωγο.
Το ίδιο ισχύει και με τα «πρέπει» για τους... βατοπεδινούς, αλλά κυρίως για το τι πρέπει να πράξει ο πρωθυπουργός. Όσο δεν το πράττει, είτε είναι ένας άτολμος πρωθυπουργός, άμα και ανίκανος να επιβάλει το σωστό για την κυβέρνηση, είτε είναι κάποιος που καλύπτει συμπεριφορές ασύμβατες με τις αρχές και τις αξίες αυτής της παράταξης. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση δεν κάνει για τη δουλειά και για τη θέση στην οποίαν βρίσκεται.
Όσο για την περίφημη θεωρία της ισχνής δεδηλωμένης, ένεκα της οποίας γίνονται υποχωρήσεις και συμβιβασμοί, αυτή είναι για γέλια. Ή πολιτεύεσαι με βάση το πολιτικά και αξιακά σωστό, θέτοντας υπεράνω όλων το συμφέρον της χώρας, οπότε δεν σε ενδιαφέρει η παντί τω τρόπω παραμονή στην εξουσία, ή μοναδικό σου μέλημα είναι να συνεχίσεις να καρπώνεσαι τα ωφελήματα του γκουβέρνου, ακόμη κι αν γίνεσαι ρόμπα ξεκούμπωτη και καπιτονέ. Και τα δύο δεν μπορεί να ισχύουν. Ή το ένα ή το άλλο. Ή ο Χριστός ή ο Μαμωνάς.
Και πάμε τώρα στους τρίτους... πρέπηδες. Τους δημοσιολογούντες. Αυτοί κι αν έχουν ξεσαλώσει. Ιδίως οι... εποχούμενοι της τηλοψίας, και δη του δελτίου ειδήσεων των οκτώ και των μεταμεσονύκτιων ενημερωτικών εκπομπών.
Εκμεταλλευόμενοι τον αβδηριτισμό και την παρακμή της ιθύνουσας πολιτικής τάξης, αλλά και της κρατικοδίαιτης, αμήχανης, εν πολλοίς ακαλαίσθητης και εθισμένης στην οσφυοκαμψία εγχώριας διανόησης, θεωρούν ότι μπορούν να γίνουν οι «αντ’ αυτού». Οι καθοδηγητές της κοινής γνώμης και οι ημερήσιοι προσπλακιστές της.
Νομίζουν, οι ευήθεις, ότι μπορούν να μανιπουλάρουν την κοινωνία και να ορίσουν αυτοί τις πολιτικές, οικονομικές, διπλωματικές και άλλες εξελίξεις. Ακόμη και για τη γρίπη των γουρουνιών νομίζουν ότι έχουν τη συνταγή. Ίσως επειδή όμοιος ομοίω αεί πελάζει.
Δυστυχώς όμως γι’ αυτούς, η Ιστορία έχει αποδείξει ότι η κοινωνία έχει τους δικούς της νόμους και τη δική της θεώρηση για τα «πρέπει». Όσο κι αν νομίζουν ότι μέσω του δοσομετρητή των ελεγχόμενων, στην πλειονότητά τους, δημοσκοπήσεων θα καθορίσουν το μέλλον γενέσθαι στην Ελλάδα, για μία εισέτι φορά θα διαψευστούν.
Η κατάσταση στη χώρα είναι απλή, όσο και η συνείδηση του μέσου Έλληνα. Και έχει ως εξής: Η παρούσα κυβέρνηση ετελεύτησε τον βίο της. Είναι θέμα χρόνου να οδηγηθεί η χώρα στις κάλπες. Αν όχι το φθινόπωρο, το αργότερο τον χειμώνα θα υπάρξει κυβερνητική αλλαγή.
Η αξιωματική αντιπολίτευση στις ευρωεκλογές θα έχει τόση μεγάλη διαφορά από τη συμπολίτευση όση χρειάζεται για να καταδειχθεί με τον πλέον εμφατικό τρόπο ότι υπάρχει πολιτικό πρόβλημα στη χώρα που πρέπει τάχιστα να επιλυθεί.
Ο Γ. Παπανδρέου θα είναι ο επόμενος πρωθυπουργός της χώρας, εκτός και αν ο Κ. Καραμανλής αποφασίσει να αναθέσει μετά τις ευρωεκλογές και για το μεσοδιάστημα μέχρι τις εθνικές εκλογές σε κάποιον άλλον τα ηνία της κυβερνήσεως. Αυτά ως προς τα πολιτικά.
Ως προς τα σκάνδαλα και τη διερεύνησή τους, που αιφνιδίως κάποιοι -άραγες γιατί;- θεωρούν ότι πρέπει να σταματήσει, οι πολίτες δεν ενοχλούνται από τη σκανδαλολογία, αλλά από τους σκανδαλώδεις χειρισμούς που έχουν στόχο τη συγκάλυψη της αλήθειας. Αφ’ ης στιγμής βλέπουν ότι, εκτός από τους πολιτικούς, στο κόλπο του κουκουλώματος μπαίνει και η Δικαιοσύνη, λογικό είναι να σιχτιρίζουν.
Εάν οι πολίτες ήταν πεπεισμένοι ότι η ενασχόληση με τα σκάνδαλα θα οδηγούσε στην αποκάλυψη της αλήθειας, θα έστελνε τους ενόχους στη φυλακή και θα βοηθούσε στην εξυγίανση του πολιτικού συστήματος, είναι σίγουρο ότι η κοινή γνώμη με συντριπτικά ποσοστά θα επικροτούσε τη... σκανδαλολογία. Προσφέρουν μάλιστα κάκιστη υπηρεσία όσοι προτρέπουν την αντιπολίτευση να σταματήσει να ασχολείται με τα σκάνδαλα, επειδή δήθεν δεν τη βοηθάει εκλογικά.
Η αντιπολίτευση πρέπει να επιμείνει και να αποκαλύψει, εάν υπάρχουν, κι άλλα σκάνδαλα. Αυτός είναι ο ρόλος της. Ο έλεγχος της κυβερνήσεως. Όχι για να φθαρεί η κυβέρνηση, η κάθε κυβέρνηση, που πρέπει να φθαρεί εφόσον είναι παραγωγός σκανδάλων, αλλά και για να κλείσει αυτός ο βρόμικος δρόμος και για την επόμενη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.
Όσο ο Γ. Παπανδρέου επιμένει στη διερεύνηση των σκανδάλων, τόσο θα δεσμεύεται ότι δεν θα διαπράξει τα ίδια και η δική του. Όσο αποκαλύπτονται και διερευνώνται τα σκάνδαλα της υπαρχούσης κυβερνήσεως, τόσο θα σφίγγουν τα οπίσθια και της επόμενης. Όσο αφήνεται ολοένα και μικρότερος «ζωτικός χώρος» στους σκανδαλοποιούς, τόσο θα επιτυγχάνεται η εξυγίανση του πολιτικού συστήματος και του δημόσιου βίου. Και όσο εξυγιαίνεται το πολιτικό σύστημα, τόσο περιορίζεται η απαξίωσή του.
Κι αυτό είναι καλό για όλους, και πρώτα απ’ όλα για την επόμενη κυβέρνηση, η οποία ευχής έργο θα ήταν να αναλάβει τη διακυβέρνηση με όσο το δυνατόν πιο καθαρό πεδίο για να εφαρμόσει και να κριθεί από τις προγραμματικές δεσμεύσεις και το κυβερνητικό έργο που θα παραγάγει. Οι μόνοι που έχουν να χάσουν από την περαιτέρω διερεύνηση των σκανδάλων είναι αυτοί που είτε φοβούνται είτε επιθυμούν να ψαρεύουν στα θολά νερά.
Αν σταματήσει η «σκανδαλολογία», μόνοι κερδισμένοι θα είναι αυτοί που επιθυμούν τη μεγαλύτερη απαξίωση του πολιτικού συστήματος. Για λόγους αλλότριους, σίγουρα όμως ιδιοτελείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου