του Σεμπαστιάν Μαγιάρ
Στην «οδό στρέγκετ», την αναπόφευκτη κεντρική εμπορική αρτηρία που διασχίζει την παλιά πόλη, η δανική πρωτεύουσα εκθέτει όλα της τα πρόσωπα: έχουμε τα «αγαπημένα ξανθά κεφαλάκια», γκριζομάλληδες, κασκέτα, μαντίλες, ακόμα και τουρμπάνια. Πέφτουμε πάνω σε γραβατωμένους, σε τύπους με τατουάζ, σε «τρυπημένους» λάτρεις του πίρσινγκ. 'Αλλοι βιάζονται, άλλοι κόβουν βόλτες, άλλοι τρεκλίζουν. Προσπερνάμε έναν από τους –σπάνιους- ζητιάνους. Στην άλλη γωνία, κάποιος πουλάει το «χους φόρμπι», το περιοδικό των αστέγων.
Η μεγάλη λεωφόρος, που έχει πεζοδρομηθεί από το 1962, φιλοξενεί κάθε είδους εμπορεύματα: από τις βιτρίνες του «Μαξ Μάρα» έως -λίγο παρακάτω- κιόσκια που πουλάνε κεμπάπ και σαβαρμά. Η «οδός στρέγκετ» πιστοποιεί πως η παραθαλάσσια πόλη δεν ζει αποκομμένη από τον κόσμο. Πάνω από το 1/4 των κατοίκων της Κοπεγχάγης είναι σήμερα stricto sensu ξένοι.
«Κάποτε δε βλέπατε παρά δανέζικες φάτσες στους δρόμους. Σήμερα η πόλη είναι πολύ πιο ετερογενής, έχει νέα χρώματα, νέες θρησκείες», παρατηρεί ο κοινωνιολόγος του πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης Πέτερ Γκούντελας (Peter Gundelach). Η πόλη ήταν για καιρό πρωτεύουσα ενός αμιγούς κράτους-έθνους. Μιας χώρας με εξαιρετικά ομοιογενή πληθυσμό, και ταυτόχρονα πατρίδας ενός έντονου εξισωτισμού, που γεννήθηκε παράλληλα με την ανησυχία για το ενδεχόμενη της εξαφάνισής της, μετά την βαριά ήττα της από τους Πρώσους, το 1864.
Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει τη χρονιά αυτή ως γενέθλια της συλλογικής δανικής συνείδησης. Οι Δανοί παραμένουν έντονα συνδεδεμένοι με το προωθημένο αναδιανεμητικό τους μοντέλο, που εγγυάται την κοινωνική τους συνοχή. Ακόμα και σήμερα, που η Κοπεγχάγη έχει μεταβληθεί σε μια κοσμοπολίτικη πόλη των 1.6 εκατομμυρίων κατοίκων, η ατμόσφαιρα της πόλης παραμένει ειρηνική.
Ανάγκη για ανάμειξη των διαφορετικών κοινωνικών κατηγοριών
«Μπορώ άφοβα να πάω παντού με τα πόδια, μέρα και νύχτα» ισχυρίζεται ο Πέτερ Γκούντελας. «Τα παιδιά εδώ πάνε ασυνόδευτα στο σχολείο. Οι συνάδερφοί μου τρώνε συχνά στα εστιατόρια της μόδας που βρίσκονται σε γειτονιές με ισχυρή παρουσία μεταναστών, όπως στην "οδό Μπλάγκαρντσγκάντ", δυο βήματα από το κέντρο... Η κοινωνία μας στηρίζεται εν πολλοίς στα ισχυρά αισθήματα εμπιστοσύνης μεταξύ κράτους και πολιτών». Στο μετρό της Κοπεγχάγης, που λειτουργεί σε εικοσιτετράωρη βάση, δεν υπάρχουν καν απαγορευτικές μπάρες για όσους δεν έχουν εισιτήριο.
Να όμως που μια ανταλλαγή πυροβολισμών μέρα-μεσημέρι στην ίδια αυτή «οδό Μπλάγκαρντσγκάντ» στις 22 Απριλίου, κατά τη διάρκεια της οποίας τραυματίστηκε ένας νεαρός εκπαιδευτικός αιγυπτιακής καταγωγής, συγκλόνισε την πόλη. Πόσο μάλλον που ένα μήνα πριν, στις αρχές Μάρτη, ένα άλλο παρόμοιο συμβάν στην ίδια γειτονιά, το Νόρεμπρο, είχε προκαλέσει το θάνατο ενός ατόμου σε ανταλλαγή πυρών μεταξύ δύο εθνοτικών συμμοριών που ανταγωνίζονται για τον έλεγχο του εμπορίου των ναρκωτικών.
Η πάστορας της εθνικής λουθηρανής εκκλησίας της Δανίας Πέρνιλε Όστρεμ (Pernille Ostrem), αποφάσισε να οργανώνει συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας πολιτών στα σημεία όπου συμβαίνουν παρόμοια επεισόδια. «Μαζευόμαστε αμέσως χάρη στα SMS. Συγκεντρωνόμαστε για να δείξουμε πως ο δρόμος ανήκει σε όλους μας και για να αποκαταστήσουμε την εμπιστοσύνη στην ασφάλεια των δημόσιων χώρων μας».
Η Κοπεγχάγη συνειδητοποιεί πόσο επείγον είναι να αναμείξει τις διαφορετικές κοινωνικές ομάδες της πόλης. Η εργατική τάξη, που κατοικούσε άλλοτε στο κέντρο της Κοπεγχάγης, αναβαθμίστηκε εντωμεταξύ σε μεσαία τάξη και μετακινήθηκε στα καταπράσινα προάστια της πόλης. «Ο αστικός χώρος της Κοπεγχάγης έχει κατατμηθεί στο βορρά, όπου κατοικούν οικογένειες με μεσαία εισοδήματα και άνω, και το νότο, όπου κατοικούν οι σχετικά φτωχότεροι», διευκρινίζει ο γεωγράφος Χανς 'Αντερσεν (Hans Andersen). «Τις δύο περιοχές της χωρίζουν 7 χρόνια διαφοράς στο προσδόκιμο επιβίωσης».
Γύρω από το κέντρο έμειναν οι άνεργοι, οι Τούρκοι και Πακιστανοί μετανάστες, οι πολιτικοί πρόσφυγες από την Παλαιστίνη, την πρώην Γιουγκοσλαβία, τη Σομαλία, ηλικιωμένοι και επαρχιώτες φοιτητές. Πράγμα που μειώνει τα έσοδα του δήμου, που βλέπει να οικονομικά του να επιδεινώνονται ταχύτατα.
Μηδενική ανοχή στα γκέτο
«Από το 1995 βαλθήκαμε να προσελκύσουμε εδώ στελέχη επιχειρήσεων, μέσες οικογένειες», μας ενημερώνει ο δημοτικός σύμβουλος Μίκελ Βάρμινγκ (Mikkel Warming). «Προσπαθούμε να αντικαταστήσουμε τους εργάτες, που ζούσαν άλλοτε γύρω από το κέντρο, με εργαζόμενους στις υπηρεσίες». Αναφέρεται ιδιαίτερα στο παράδειγμα του Βέστερμπρο, που από εκεί που ήταν γεμάτο ετοιμόρροπα οικήματα, αναστηλώθηκε κι έγινε «μοδάτο». «Τουλάχιστο καταφέραμε να μη γίνει γκέτο», συνεχίζει ο δημοτικός άρχων, χωρίς να κρύβει τις ενστάσεις του. Τώρα μέλημά του είναι οι νέοι «ιν» κάτοικοι της γειτονιάς να μην προσπαθήσουν να εκτοπίσουν τους πιο φτωχούς γείτονές τους, που ανήκουν κατ' εξοχήν σε «εθνικές μειονότητες».
Αυτήν την πολιτική μηδενικής ανοχής στα... γκέτο, την ασπάζεται και ο Τζάκομπ Χούγκαρντ (Jakob Hougaard), σοσιαλδημοκράτης βουλευτής της Κοπεγχάγης. Ως αρμόδιος σε θέματα κοινωνικής ένταξης των μεταναστών, αρνείται τη λεγόμενη πολιτική των «παράλληλων κοινωνιών» και υπερασπίζεται εκείνη της «κοινωνικής ανάμειξης», στο όνομα πάντα του εξισωτικού δανικού μοντέλου. «Για να συναινέσει κανείς να του παίρνει η εφορία το 60% του εισοδήματός του, θα πρέπει να έχει απόλυτη εμπιστοσύνη πως τα χρήματά πάνε πράγματι στους συμπολίτες του, που τους συναντά στην καθημερινή του ζωή», επιχειρηματολογεί.
Για να τελειώνει με τον αποικισμό των εργατικών πολυκατοικιών από άνεργους μετανάστες, όπως κατ εξοχήν συνέβη στο «Μιόλνερ Πάρκεν», ο δήμος δε δίστασε να επιβάλει ένα αμφιλεγόμενο κριτήριο για στέγαση στα δημοτικά του διαμερίσματα: την μόνιμη απασχόληση. «Αυτό προσέλκυσε νέες δανικές οικογένειες, λόγω και της "φούσκας" στις τιμές των ακινήτων», διαπιστώνει ικανοποιημένος ο Τζάκομπ Χούγκαρντ, διαβεβαιώνοντάς μας πως και οι άνεργοι βρήκαν στέγη αλλού.
«Αμπντερχμάν», «Λεβάκοβιτς», «Γιένσεν», «Τσιν-Τσεν», «Χάνσεν»... Τα επώνυμα στα κουδούνια στην είσοδο του κτιρίου της λαϊκής συνοικίας του Νόρεμπρο δείχνουν πως η ανάμειξη ξεκίνησε για τα καλά, και η πόλη είναι αποφασισμένη να συνεχίσει στον ίδιο δρόμο. Ο δήμος, που διαθέτει σήμερα 45,000 διαμερίσματα κοινωνικής στέγης, σκοπεύει να πολλαπλασιάσει τις στεγαστικές του δυνατότητες τα επόμενα χρόνια, χάρη όμως σε μικρές πολυκατοικίες γύρω από το κέντρο, και όχι πια σε τεράστιες εργατικές πολυκατοικίες στα προάστια.
Το ποδήλατο, όχημα του εξισωτισμού
Αλλά η ανάμειξη των εθνοτικών ομάδων «παίζεται» επίσης στα 68 σχολεία του δήμου. Μητέρα τριών παιδιών, η Μέτε Κιρκ (Mette Kirk) ηγείται από το 2003 μιας οργάνωσης που ενθαρρύνει τις δανικές οικογένειες που ζουν σε γειτονιές με πολλούς μετανάστες να μη στείλουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία, αλλά να συνεχίσουν να εμπιστεύονται το δημόσιο της γειτονιάς τους. «Οι γονείς θέλουν να βεβαιωθούν πως το παιδί τους δε θα είναι το μόνο Δανεζάκι στην τάξη. Αλλά και οι οικογένειες των μεταναστών δυσανασχετούν όταν τα παιδιά τους βρίσκονται σε τάξεις χωρίς Δανούς».
Η οργάνωσή της πέτυχε τη συγχώνευση πολλών μικρών σχολείων με μη-ισορροπημένη κοινωνική σύνθεση και τη δημιουργία μεγαλύτερων, πιο εξισορροπημένων δημογραφικά σχολικών μονάδων. Για να διευκολύνει αυτή την τάση, ο δήμος έθεσε όρια στην παρουσία ξένων μαθητών στην τάξη, με κατώτατο όριο το 20% και ανώτατο το 40%, στο πρότυπο του δήμου του 'Ααρχους, της δεύτερης σε μέγεθος πόλης της χώρας.
Προς το παρόν, ο Τζάκομπ Χούγκαρντ θέλει η ομάδα της «κυριλέ» γειτονιάς Όστερμπρο να αρχίσει να προπονείται στο νέο προπονητικό κέντρο της λαϊκής γειτονιάς του Νόρεμπρο. Μια άλλη οργάνωση έχει σκοπό να διδάξει στις ξένες γυναίκες ποδηλασία, ώστε να μπορούν κα κυκλοφορούν ελεύθερα στην πόλη. «Το ποδήλατο είναι φτηνότερο από το λεωφορείο, και όσο και να 'ναι η ποδηλασία σε κάνει πιο Δανό», επιμένει ο εθελοντής Σόρεν Τραν (Sören Thrane).
Πράγματι, στην Κοπεγχάγη το ποδήλατο είναι το κατ' εξοχήν όχημα του εξισωτισμού: το προτιμούν εξίσου οι υπάλληλοι, οι διευθύνοντες σύμβουλοι, οι βουλευτές και οι δημοτικοί άρχοντες. «Κανείς δεν είναι αρκετά σνομπ ώστε να απαρνηθεί το ποδήλατο», όπως γράφει στον ταξιδιωτικό οδηγό του για την Κοπεγχάγη ο Τομ Νόργκαρντ (Tom Nörgaard). «Η αδερφή μου διαθέτει υπηρεσιακό αυτοκίνητο με προσωπική θέση στάθμευσης, αλλά προτιμά να κάνει 5 χιλιόμετρα ημερησίως με το ποδήλατό της για να πάει στη δουλειά της», μας λέει μια κοινοβουλευτική συντάκτης. Ακόμα ένας τρόπος -μαζί με τη βαριά φορολογία, που μειώνει τις κοινωνικές ανισότητες- να δείξει αυτή η πόλη πόσο πολύ απεχθάνεται τη φιγούρα· ακόμα κι όταν προέρχεται από τα μέλη της βασιλικής οικογένειας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου