Πέμπτη 7 Μαΐου 2009

Δεκ. 2008

by Herr K.

Το Δεκέμβριο του 2008, το ελλαδικό ημι-προτεκτοράτο γνώρισε μια εξέγερση η οποία, αφού κράτησε μερικές εβδομάδες, ξεφούσκωσε χάρη στην επιδέξια κατευναστική πολιτική της τότε κυβέρνησης και την ενεργό αντίθεση των περισσότερων πολιτικών κομμάτων. Πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση των γεγονότων αυτών, ας μάς επιτραπεί να διαφωτίσουμε εν συντομία τον αναγνώστη για τη φύση του μορφώματος γνωστού ως “Ελληνική Δημοκρατία” ή “Ελλάδα”
Πρόκειται για ένα τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας† το οποίο απέσπασαν από αυτήν οι ευρωπαϊκές αποικιοκρατικές δυνάμεις στις αρχές του 19ου αιώνα και στο οποίο, αργότερα, εκχώρησαν ορισμένη αυτονομία στην άσκηση εσωτερικής πολιτικής, ενίοτε δε, ανάλογα με τους διεθνείς συσχετισμούς, και στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής. Στα μέσα του 20ου αιώνα η Ελλάδα περιήλθε στη σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ. Οι πολιτικές ελίτ ήταν εν γένει φιλοδυτικές, σε αντίθεση με τον πληθυσμό* ο οποίος κατά πλειοψηφία εξέφραζε εθνικιστικά και φιλο-ρωσικά αισθήματα - στη θεωρία, διότι στην πράξη η πλειονότητα ακολουθούσε με ζήλο τα πρότυπα ζωής της Δύσης μη αμφισβητώντας την κυριαρχία της.
Το πολιτικό καθεστώς - φιλελεύθερη καπιταλιστική ολιγαρχία πελατειακού τύπου - στηριζόταν στην εναλλαγή δύο πολυ-συλλεκτικών κομμάτων στην εξουσία, συνήθως μετά από δύο κυβερνητικές θητείες, η δεύτερη εκ των οποίων χαρακτηριζόταν από μεγαλύτερη δημοσιονομική πειθαρχία. Και τα δύο κόμματα (”ΝΔ” και “ΠΑΣΟΚ”) συμφωνούσαν στις βασικές διαχειριστικές επιλογές, με τη ΝΔ (διάδοχο των πολιτικών εκφραστών του κοτζαμπασισμού αλλά και της αστικής** τάξης) αντικειμενικά κατά τι φιλολαϊκότερη και λιγότερο φιλο-αμερικανική από το ΠΑΣΟΚ (διάδοχο των αστικοεκσυγχρονιστικών παρατάξεων και θεμελιωτή του νεο-φιλελευθερισμού στην Ελλάδα). Το πολιτικό σκηνικό το 2008 συμπληρωνόταν από την πατριωτική αριστερά, την ακροδεξιά (η οποία είχε σχετικά μικρή εκλογική απήχηση διότι οι δυνάμει ψηφοφόροι της διαχέονταν σε άλλα κόμματα) και το “ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ”, μια συμμαχία φιλελεύθερων και ακροαριστερών με, βασικά, φιλοδυτικό προσανατολισμό. Σημειώνεται και η παρουσία ολιγάριθμων και με περιορισμένη απήχηση αλλά δραστήριων ομάδων της άκρας αριστεράς και των αναρχικών, μερίδα των οποίων ασπάζονταν νεο-φιλελεύθερα ιδεολογήματα.
Η εξέγερση και η αντιμετώπισή της
Το Δεκέμβριο του 2008, αστυνομικός σκοτώνει μαθητή στο κέντρο των Αθηνών. Ο φόνος αυτός ήταν το τελευταίο κρούσμα αστυνομικής βίας, η οποία τα προηγούμενα χρόνια είχε ενταθεί κυρίως κατά μεταναστών (φόνοι και ξυλοδαρμοί). Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την ηλικία του θύματος, την πρόσφατη αποκάλυψη οικονομικών σκανδάλων που ενέπλεκαν θεσμούς του ελληνικού κράτους - κόμματα εξουσίας και Εκκλησία - τις απαρχές οικονομικής κρίσης αλλά και το κλίμα φοιτητικών κινητοποιήσεων το οποίο είχε διαμορφωθεί τους προηγούμενους μήνες, πυροδότησε εκτεταμένα επεισόδια στα περισσότερα αστικά κέντρα. Η εξέγερση έγινε ευρέως γνωστή και εκτός Ελλάδας με εκδηλώσεις συμπαράστασης ανά τον κόσμο. Στόχοι στις διάφορες ελληνικές πόλεις ήταν αστυνομικά τμήματα, τράπεζες και πολυεθνικές εταιρείες ενώ στην πρωτεύουσα ασκήθηκε τυφλή βία (εμπρησμοί, λεηλασίες καταστημάτων). Το σκηνικό συμπλήρωσαν καταλήψεις εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, δημοσίων κτιρίων και ΜΜΕ καθώς και ειρηνικά “χάπενινγκ”. Η συμμετοχή μαθητών και φοιτητών ήταν μεγάλη.
Η κυβέρνηση αντιμετώπισε την κρίση κυρίως με επιδέξια επικοινωνιακή τακτική με τη βοήθεια των μέσων μαζικής επιρροής (το κεντρικό σύνθημα ήταν: πατερναλισμός), δευτερευόντως μέσω προβοκατόρων και, σε περιορισμένο βαθμό, με προσφυγή στη βία μέσω παρακρατικών, φασιστικών ομάδων. Η αστυνομία έλαβε οδηγίες αυτοσυγκράτησης και πράγματι η αστυνομική βία ήταν υπαρκτή μεν υποτονική δε συγκριτικά με την έκταση των επεισοδίων χωρίς να υπάρξουν περαιτέρω νεκροί. Σημαντική επιτυχία της κυβέρνησης είναι ότι το μίσος των περισσοτέρων πολιτών διοχετεύτηκε κατά της αστυνομίας, του εκτελεστικού δηλαδή οργάνου της εξουσίας.
Η εξέγερση υποστηρίχτηκε από την ακροαριστερά και τους αναρχικούς (οργανωμένη δύναμη πίσω από τα επεισόδια ήταν αναρχικές οργανώσεις) και σημαντική μερίδα του φιλελεύθερου τύπου. Από δημοσκοπήσεις των ημερών εκείνων προκύπτει ότι το ήμισυ του πληθυσμού συμφωνούσε με την εξέγερση, το δε ένα έκτο ενέκρινε τις πράξεις βίας των εξεγερθέντων κατά θεσμικών στόχων. Τα κόμματα της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης βοήθησαν γενικά την κυβέρνηση στο έργο της, ασκώντας παράλληλα (η ακροδεξιά και το ΠΑΣΟΚ) κριτική για την περιορισμένη χρήση κρατικής καταστολής.
Εξαίρεση αποτέλεσε ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος κατηγορήθηκε από τα υπόλοιπα κοινοβουλευτικά κόμματα ότι κάλυπτε και υποκινούσε τους εξεγερθέντες. Η κατηγορία ήταν εν μέρει βάσιμη: Ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ κράτησε μια αμφιλεγόμενη στάση, με άλλα μέρη του να υποστηρίζουν την εξέγερση και άλλα να προσπαθούν να παίξουν “θεσμικό” ρόλο κατευνασμού ανάλογο με αυτόν των υπολοίπων κομμάτων. Ο ισχυρισμός ότι ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ ενήργησε ψηφοθηρικά προφανώς αληθεύει, αλλά δεν μάς μαθαίνει κάτι νέο για τη συμπεριφορά των πολιτικών κομμάτων, πόσο μάλλον όταν διατυπώνεται από άλλα κόμματα. Ο ρόλος που θα κληθεί να αναλάβει προσεχώς θα είναι πιθανότατα να ενσωματώσει και να αποδυναμώσει την αντι-συστημική αντίσταση, ώστε να “εξιλεωθεί” για την πρότερη στάση του.
Η εξέγερση έσβησε μετά από μερικές εβδομάδες. Το ξεφούσκωμά της συνοδεύτηκε από άνθιση πολιτιστικών δραστηριοτήτων και περιορισμένης εμβέλειας τρομοκρατικές επιθέσεις.
Τα μοντέλα ανάλυσης των θεατών της εξέγερσης: συντηρητικό και φιλελεύθερο
Το φιλελεύθερο μοντέλο δεν είναι εξ ορισμού εχθρικό στη χρήση βίας. Η χρήση βίας όμως γίνεται ανεκτή μόνο στο μέτρο που είναι απαραίτητο ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι του φιλελευθερισμού. Με άλλα λόγια: μια εξέγερση μπορεί να ξεκινήσει αλλά πρέπει να σταματήσει στο κατάλληλο σημείο. Η θέση αυτή έχει ιστορικά ερείσματα, είναι σαφές όμως ότι στις περισσότερες περιπτώσεις, έτσι και ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός της βίας, αυτή καταλήγει να είναι ανεξέλεγκτη.
Το φιλελεύθερο μοντέλο σκέψης εκφράστηκε από τη φιλελεύθερη αριστερά, τη φιλελεύθερη δεξιά και μέρος της πατριωτικής αριστεράς. Η άκρα αριστερά μάλλον πρέπει να συμπεριληφθεί στο ίδιο μοντέλο παρά τους (θεωρητικά) διαφορετικούς στόχους της.
Εμφαση δόθηκε στη μάχη κατά του αυταρχισμού και της διαφθοράς. Ωστόσο δεν διατυπώθηκε κάποια στρατηγική πέραν της πίστης στον αυθορμητισμό της μάζας. Οι φιλελεύθεροι διαχώρισαν σαφώς (όχι πάντα) τη χρήση τυφλής βίας από τη διατύπωση έλλογων αιτημάτων.
Το συντηρητικό μοντέλο σκέψης απεύχεται τις εξεγέρσεις και τις επαναστάσεις, διότι θεωρεί ότι κάθε βίαιη δράση οδηγεί σε βίαιη αντίδραση και σύντομα η κατάσταση επανέρχεται στο σημείο εκκίνησης. Η χρήση βίας θεωρείται λιγότερο σκανδαλώδης μόνον εφόσον επιδιώκεται όχι η αλλαγή αλλά η επάνοδος σε μία ιδανική κατάσταση*. Το συντηρητικό μοντέλο έχει το προνόμιο της συνειδητοποίησης των ιστορικών μηχανισμών και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, προέβλεψε σωστά την εξέλιξη της ελληνικής εξέγερσης.
Από το συντηρητικό μοντέλο ανάλυσης των γεγονότων του Δεκέμβρη εμπνεύστηκαν οι παραδοσιακοί συντηρητικοί και το μεγαλύτερο μέρος της πατριωτικής αριστεράς . Η αυταρχική σκέψη μάλλον έχει συνάφεια με το μοντέλο αυτό, εφόσον όμως δεν πρόκειται συνήθως για ανάλυση αλλά για καλλιέργεια φοβικών συνδρόμων δεν έχει κάποια ερμηνευτική αξία. Δύο μοτίβα συντηρητικής σκέψης αναπτύχθηκαν:
- Η εξέγερση ήταν προϊόν ατομικής παραβατικότητας.
Η θέση αυτή αποσυνδέει την παραβατική συμπεριφορά από τα κοινωνικά αίτια που την προκαλούν. Εξάλλου ο ορισμός που δίνει στην παραβατική συμπεριφορά είναι ενίοτε τόσο ευρύς που αποτελεί ο ίδιος αντικείμενο ψυχολογικής ερμηνείας παρά πλαίσιο ανάλυσης. Πιο ενδιαφέρον παρουσιάζει μια παραλλαγή του μοτίβου αυτού, η θεωρία του μηδενισμού, η οποία χοντρικά μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: η αποδόμηση της ταυτότητας του μεταμοντέρνου ανθρώπου (δηλαδή του δυτικού ανθρώπου το αργότερο από τα μέσα του 20ου αιώνα) και η αποκοπή του από τις μέχρι τότε συλλογικότητες και αξίες, οδηγεί σε αγελοποίηση και μηδενισμό, είτε παθητικό (καταναλωτική νιρβάνα) είτε ακτιβιστικό (νόημα έχει μόνο η ατομική πράξη και το παρόν). Επ’αυτού θα επανέλθουμε.
- Η εξέγερση υποκινήθηκε.
Μια παραλλαγή των θεωριών υποκίνησης είναι γεωπολιτική: Η εξέγερση υποκινήθηκε από τις ΗΠΑ με σκοπό να τιμωρηθεί η ελληνική κυβέρνηση η οποία δεν ευθυγραμμιζόταν πλήρως με τα αμερικανικά συμφέροντα. Ο ισχυρισμός αυτός, εάν ευσταθεί, μόνο επικουρικά μπορεί να εξηγήσει τις διαστάσεις που έλαβαν τα γεγονότα και πάντως δεν φωτίζει τη γενεσιουργό τους αιτία.
Μια άλλη παραλλαγή είναι η υποκίνηση από τα ΜΜΕ. Οντως, μερίδα των ΜΜΕ, η οποία ήταν ιδεολογικά αντίθετη στην εξέγερση, φαίνεται να την υποδαύλισε. Δύο ερμηνείες υπάρχουν για το φαινόμενο αυτό: αυτή η υποδαύλιση ήταν είτε μέρος μιας στρατηγικής τροπής της εξέγερσης προς μη αντι-συστημική κατεύθυνση, είτε απλώς η έκφραση ανταγωνισμού μεταξύ της τέταρτης εξουσίας και των υπολοίπων.
Τρίτη παραλλαγή είναι αυτή της υποκίνησης από συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους η οποία ισχύει με την έννοια όμως της υποστήριξης και όχι της υποκίνησης (για τον αναρχικό χώρο ο ισχυρισμός αυτός ισχύει πλήρως).
Τέταρτη παραλλαγή είναι η υποκίνηση από προβοκάτορες. Χρήση προβοκατόρων προφανώς υπήρξε, δεν μπορούμε όμως να γνωρίζουμε το μερίδιο βίας που μπορεί να αποδοθεί σε αυτούς. Ενδεχομένως συνέβαλαν στην ένταση (και όχι στη δημιουργία) της εξέγερσης ώστε να ενεργοποιηθούν τα συντηρητικά αντανακλαστικά της κοινωνίας.
α. ατομικότητα και συλλογικότητα
Οι άνθρωποι αρχίζουν να βγαίνουν από το επίχρυσο κουκούλι τους, να διασταυρώνουν τα βλέμματά τους και να ανακαλύπτουν σ’ αυτά κοινές αγωνίες … Εκείνες τις ημέρες του Αρμαγεδδώνα έβλεπα γύρω μου φιλικά πρόσωπα και ζεστές χειρονομίες που μου είχαν λείψει για πολύ, πολύ καιρό.
Δ. Κούρτοβικ
Τα δύο κυρίαρχα κοινωνικά συστήματα μέχρι τα τέλη του προηγούμενου αιώνα είχαν διαφορετική αντίληψη για τον άνθρωπο: ο καπιταλισμός (πριν την παγίωση του νεοφιλελευθερισμού) θεοποιούσε το άτομο, ο κομμουνισμός τη συλλογικότητα. Σήμερα, υπό καθεστώς μαζικής δημοκρατίας, τέτοιο δίλημμα δεν υφίσταται: βάλλεται τόσο η συλλογικότητα όσο και το άτομο.
Το ότι η συλλογικότητα είναι εχθρός του νεοφιλελευθερισμού είναι μάλλον εμφανές: Αφενός τα κράτη είναι εμπόδιο στην εξάπλωση της παγκόσμιας κυριαρχίας της πλανητικής καπιταλιστικής ηγεσίας• μαζί με τα κράτος εχθρός είναι και ο,τιδήποτε συμβάλλει στη συνοχή του όπως έθνη ή θρησκείες. Αφετέρου η κατάτμηση των κοινωνιών σε άτομα - ως συνέπεια της ατονίας του συλλογικού στοιχείου και άρα των αξιών - είναι η οικονομική βάση του συστήματος: το κενό που αφήνουν οι συλλογικές σχέσεις και αξίες, το καλύπτει ο καταναλωτισμός!
Το ότι όμως η ατομικότητα είναι εξίσου εχθρός είναι λιγότερο εμφανές - ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι τάχα απόγονος του φιλελευθερισμού, ο οποίος εξυμνεί την ελευθερία του ατόμου και την ιδιωτική πρωτοβουλία; Καμία σχέση. Η κατάτμηση της κοινωνίας σε άτομα συνοδεύεται από την αποδόμηση της ταυτότητας του κάθε ατόμου: “Η καλπάζουσα τεχνολογία της επικοινωνίας επιτρέπει στη Βαβέλ των φωνών να πλημμυρίζουν το άτομο. Πρόκειται για πλήθος από αντιφατικές μεταξύ τους ‘γλώσσες του εαυτού’: Για ό,τι ‘ξέρουμε πώς είναι αλήθεια’ για τον εαυτό μας, άλλες φωνές αντιδρούν τώρα μέσα μας με αμφιβολία ή χλευασμό, Η προσωπικότητα έτσι γίνεται ψηφιδωτή - ένας όχλος από αντιφατικά εγώ – μέχρις σημείου να εξαφανίζεται από τη συνείδηση η ιδέα ενός εαυτού με διαχρονικά χαρακτηριστικά”[1]. Όταν αποτελείσαι από πλήθος κομματιών, η διέξοδος είναι να αφήνεις την εκάστοτε επιθυμία σου να πραγματωθεί - να περνάς πάντα καλά. Η πολυδιάσπαση της προσωπικότητας, πέρα από τις ψυχολογικές της επιπτώσεις (που συνοψίζονται σε μία λέξη: χάπια) αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη μαζική κατανάλωση και ταυτοχρόνως δυσχεραίνει τη συλλογικότητα, η οποία βασίζεται στη συνάντηση ενιαίων προσωπικοτήτων: πώς να οικοδομήσω σχέσεις όταν καλά καλά δεν έχω σταθερό εαυτό;
Πρώτη προϋπόθεση λοιπόν για όποια οικοδόμηση συλλογικότητας είναι η επανεύρεση της ατομικότητας! Κάθε υπερωρία μπροστά στην τηλεόραση, κάθε έμμονη συζήτηση για τηλε-ψώνια - ιδίως όταν γίνεται για να γελάσουμε - κάθε κατά συρροή αγορά άχρηστων αντικειμένων, κάθε υπερβολική έκθεση στη διαφημιστική βία[2] μάς απομακρύνει από το στόχο αυτό, ενώ ταυτόχρονα κλέβει τη ζωή μας.
β. υφιστάμενες συλλογικότητες
“Σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν είναι σαν να σβήνεις ένα κομμάτι από το μέλλον”.
Γ. Σεφέρης
“Τίποτα δεν γίνεται από το τίποτα, το σήμερα υπάρχει γιατί έχει προϋπάρξει και ένα χτες και αύριο θα έχουμε κάτι να πούμε γιατί είχαμε κάτι πει και σήμερα και χτες και προχτές”
Α. Κωνσταντινίδης
Μέρος της πολιτικής πρωτοπορίας του ελληνικού Δεκέμβρη φαίνεται να στρέφεται κατά του κράτους εν γένει. Το κράτος όμως δεν είναι μόνον εργαλείο στα χέρια μιας ολιγαρχίας αλλά συγχρόνως και μορφή οργάνωσης της κοινωνίας - σήμερα δε είναι η μόνη οργανωμένη οντότητα που θα μπορούσε να προβάλει κάποια αντίσταση στο νέο-φιλελευθερισμό.
Στρέφεται κατά της θρησκείας, σαν να είμαστε στην εποχή του Διαφωτισμού - όπου η θρησκεία ήταν όντως παντοδύναμη - και σαν να είμαστε στη Δύση - όπου η Εκκλησία είναι υπερ-εθνικός θεσμός, αγνοώντας ότι η ελληνική ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι μόνο θεσμός ιδεολογικής στήριξης της άρχουσας τάξης αλλά συγχρόνως και εν δυνάμει εκφραστής μιας αντι-εξουσιαστικής εμπειρίας: “Οι θρησκείες, από την ίδια τους τη φύση, ακριβώς επειδή ξυπνάνε αυθεντικές εμπειρίες μες στην ψυχή της μάζας … αλλάζουν περιεχόμενο και υποτάσσονται στις διεκδικήσεις της μάζας που ακριβώς θέλουν να υποτάξουν”[3] Εμμένουν στην κριτική της θρησκείας, προφανώς ως οπίου του λαού, αλλά ξεχνούν ότι η θρησκεία (εν γένει) δεν είναι μεταφυσική ανάγκη για φοβισμένους ανθρώπους αλλά, κυρίως, πρακτική κοινωνικοποίησης
Στρέφεται κατά του εθνικισμού και προσπαθεί να αποδείξει τα αναπόδεικτα στο όνομα ενός φιλελεύθερου διεθνισμού, στην πραγματικότητα όμως στο όνομα της Νέας τάξης.[4] Είναι εμφανές ότι κάθε εμμονή στο (εθνικό πχ) παρελθόν είναι ένδειξη ψυχολογικής υπερ-αναπλήρωσης• η προσπάθεια όμως εξάλειψης του παρελθόντος και, μαζί, οποιασδήποτε συνοχής μιας κοινωνίας, τι ψυχολογική ανάγκη εξυπηρετεί (αν υποθέσουμε ότι δεν εξαργυρώνεται);
Δεύτερη προϋπόθεση λοιπόν συλλογικής δράσης είναι η συμφιλίωση με τις υφιστάμενες συλλογικότητες. Ο κίνδυνος εδώ είναι το άλλο άκρο, ο φονταμενταλισμός. Ο φονταμενταλισμός όμως είναι το σπασμωδικό αντίδοτο στη χαμένη ατομικότητα, η επανεύρεση συνεπώς της ταυτότητας (πρώτη προϋπόθεση) μας απομακρύνει από τον κίνδυνο αυτό.
Αν πληρωθούν οι δύο αυτές προϋποθέσεις συλλογικής δράσης, το πολιτικό πρόταγμα δεν θα αργήσει να διαμορφωθεί. Και το πολιτικό πρόταγμα σίγουρα είναι κάτι το διαμετρικά αντίθετο από αυτήν την πρόσφατη ιστο-δημοσίευση: “Το ……. προχωράει στη δημιουργία Ιδρύματος Φίλων. Γίνετε fan στη σελίδα του ……. στο facebook κι ελάτε να κάνουμε το Κίνημα της Ανατροπής! CLICK ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ & BECOME A FAN!

Δεν υπάρχουν σχόλια: