Σάββατο 2 Μαΐου 2009

Δεν ψιχαλίζει, σας φτύνουν ...

Posted by: Felnikos

Το 1989, η χώρα -κατά δήλωσιν του Κωνσταντίνου Καραμανλή- είχε μετατραπεί σ’ ένα απέραντο φρενοκομείο. Σήμερα, επί διακυβερνήσεως του ανιψιού του, Κώστα, η Ελλάς θυμίζει παράσταση γκροτέσκο. Σε λίγο, μάλιστα, δεν θα ξέρουμε αν πρέπει να συνεχίσουμε να γελάμε ή να κλαίμε με τα όσα συμβαίνουν στην πολιτική ζωή και στον δημόσιο βίο.
Ουδείς μπορεί να βεβαιώσει τι θα συμβεί την επαύριον. Θα έχουμε πρόωρες εκλογές; Τον Ιούνιο ή τον Σεπτέμβριο; Θα συνεχίσει ή όχι να έχει τη δεδηλωμένη η συμπολίτευση; Μετά την υπόθεση Παυλίδη, έχει σειρά το Βατοπέδι ή η Siemens ή μήπως θα παραγραφούν τα σκάνδαλα βυθίζοντας τον πολιτικό κόσμο στην πλήρη ανυποληψία;
Το έλλειμμα είναι στο 5% ή στο 7% ή μήπως και ακόμη ψηλότερα; Το χρέος θα πάει στο 110%, που λένε οι ξένοι οίκοι, ή θα παραμείνει στο 95%; Θα μειωθεί το spread σε σχέση με τα δεκαετή γερμανικά ομόλογα ή θα ξεπεράσει τις 300 μονάδες βάσης ή μήπως θα φτάσει, όπως λένε, και τις 500;
Θα παραιτηθεί μετά τις ευρωεκλογές ο πρωθυπουργός ή θα ευδοκιμήσει η δελφινομαχία που μαίνεται στα παρασκήνια; Θα μπούμε σε σκληρό πρόγραμμα επιτήρησης ή, αρνούμενοι να συμμορφωθούμε προς τας κοινοτικάς υποδείξεις, θα αναφωνήσουμε, όπως ο Χαρ. Τρικούπης, «δυστυχώς επτωχεύσαμεν»;
Θα μπουν μετά τον Ιούνιο νέοι φόροι και πού; Θα υπάρξουν παρεμβάσεις στο Ασφαλιστικό, στις εργασιακές σχέσεις, στον δημόσιο τομέα ή θα συνεχίσουμε έτσι, χωρίς πρόγραμμα να υπνώττουμε εν πλήρει αμεριμνησία για τα επερχόμενα; Θα συνεχίσουμε να έχουμε κάθε ένα λεπτό μια κλοπή, κάθε μια ώρα μια ληστεία, κάθε μέρα έναν φόνο;
Θα μας έλθουν το καλοκαίρι τουρίστες ή από τον Οκτώβριο η μισή Ελλάδα θα ολοφύρεται έξω από τα γραφεία ανεργίας; Θα συνεχίσει το Δημόσιο να παρέχει σοβαρές υπηρεσίες υγείας και παιδείας ή θα κατεβάσουν ρολά νοσοκομεία και πανεπιστήμια;
Θα συνεχίσουν το Αγαθονήσι, το Φαρμακονήσι και άλλα νησιά και βραχονησίδες να αποτελούν τμήματα της ελληνικής επικράτειας ή οι Τούρκοι, μέσω ενός επεισοδίου τύπου Ιμίων, θα τα καταστήσουν «γκρίζες ζώνες»; Θα συνεχίσουμε να είμαστε περίγελος στα ξένα Μέσα Ενημέρωσης, στα ραπόρτα των διεθνών οίκων και στα διπλωματικά fora;
Θα, θα, θα... Ουδείς ξέρει τι θα συμβεί, ουδείς μπορεί να βεβαιώσει για το τι θα μας ξημερώσει. Ή, καλύτερα, σχεδόν όλοι συμφωνούν ότι αυτή η στενάχωρη και μίζερη κατάσταση της αμφιθυμίας, της αβεβαιότητας για τα μελλούμενα και της σήψης για τα συμβαίνοντα θα συνεχίζει να υπάρχει όσο δεν λύνεται τουλάχιστον το πολιτικό πρόβλημα. Όχι ότι αν έλθει το ΠΑΣΟΚ, που θεωρείται πλέον ή βέβαιον ότι θα κερδίσει τις εκλογές, και μάλιστα με σημαντικά ποσοστά αυτοδυναμίας, θα αναταχθεί η κατάσταση.
Μόνον ένας ηλίθιος θα στοιχημάτιζε ότι είναι αρκετή και μόνον η αλλαγή της (δια)κυβερνήσεως για να γιατρευτεί ο δημόσιος βίος από τα φαινόμενα δυσπλασίας που τον ταλαιπωρούν και πλέον είναι κατανοητά ακόμη κι από 14χρονο παιδί.
Απλώς η αλλαγή κυβερνήσεως, τουλάχιστον για κάποιον χρόνο, θα αλλάξει το κλίμα και την ψυχολογία. Κάτι που, όμως, είναι απαραίτητο για να επιχειρηθεί έστω ένα νέο ξεκίνημα. Η παρούσα κυβέρνηση, ακόμη και να το ήθελε, δεν θα μπορούσε. Στη συνείδηση των πολιτών, ακόμη και των οπαδών της Νέας Δημοκρατίας, έχει τελευτήσει τον βίο της.
Αυτή είναι η αλήθεια, όσο κι αν ορισμένοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι αρνούνται να τη δουν. Αυτή τη στιγμή, σχεδόν σε όλους τους Έλληνες είναι εδραία η πεποίθηση ότι ζούμε τις τελευταίες ημέρες της γαλάζιας Πομπηίας. Η γνώμη που έχει σχηματιστεί συμπυκνώνεται στη φράση που ακούγεται καθημερινά σε όλες τις συζητήσεις, ακόμη και ανθρώπων που ταξικά και ιδεολογικά ανήκουν στη συντηρητική παράταξη: «Άντε να τελειώνουμε. Δεν πάει άλλο».
Όταν αυτό είναι το κλίμα στην κοινωνία, κάθε μέρα που περνά είναι χαμένος χρόνος για τη χώρα, για την κοινωνία, για την οικονομία. Πλέον οι πολίτες, οι εργαζόμενοι, οι επιχειρηματίες έχουν κουραστεί από το παρατεταμένο αδιέξοδο. Έχουν βαρεθεί κάθε μέρα να ακούνε και να βλέπουν στις τηλεοράσεις το ίδιο κακόγουστο έργο.
Ακόμη και ο γράφων νιώθει αδυναμία να ασχολείται και να σας απασχολεί κάθε εβδομάδα με τα ίδια και τα ίδια. Πόσες φορές να περιγράψεις τη μιζέρια; Πόσες φορές να επισημάνεις τα λάθη, τις παραλείψεις, την αβελτηρία; Πόσες φορές να μιλήσεις για το δέον και μέλλον γενέσθαι; Τι δημιουργική κριτική να ασκήσεις, όταν ακόμη και η πολεμική εκλαμβάνεται ως δροσιστική ψιχάλα στον παχυδερμισμό της εξουσίας;
Όταν οι προσλαμβάνουσες καθημερινές παραστάσεις σου είναι αυτές ενός βόθρου, όση διάθεση και να έχεις για να δραπετεύσεις, στο τέλος θα καταλήξεις -θέλοντας και μη- να ασχολείσαι με τα... αποχωρητήρια. Και επειδή εγώ ουδόλως το επιθυμώ, και πιστεύω ούτε και η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων, προβλέπω, λίαν συντόμως, να έχουμε μαζικές και οργανωμένες, άμα και πρωτότυπες επιχειρήσεις απόδρασης από το σημερινό αδιέξοδο.
Ίσως η κάλπη του Ιουνίου να κρύβει δυσάρεστες εκπλήξεις για την κυβέρνηση, αλλά και για εκείνα τα κόμματα που με την ανευθυνότητα και τον λαϊκισμό συντηρούν την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων. Η πιθανότητα απόδρασης των πολιτών από την υπάρχουσα κομματοκρατία και κλεπτοκρατία ενδεχομένως να πλήξει και την αξιωματική αντιπολίτευση, στην οποία αυτή τη στιγμή προσανατολίζεται η ελπίδα για αλλαγή.
Και αυτό θα συμβεί εάν, πρώτον, συνεχίζει απλώς να αντιπολιτεύεται την κυβέρνηση επί τη βάσει των (υπαρκτών, είναι αλήθεια) σκανδάλων και μόνον. Και, δεύτερον, εάν δεν καταφέρει να εμπεδωθεί ως δύναμη αισιοδοξίας και δημιουργίας και καταναλώνει τις δυνάμεις της είτε για να ανακαλύψει έξυπνες και διαφορετικές λύσεις, που Κύριος οίδε πώς θα υλοποιηθούν σε συνθήκες κρίσης, σε εποχή παγκοσμιοποίησης και στο ασφυκτικό πλαίσιο των κοινοτικών δημοσιονομικών πλαισίων, είτε για να υπόσχεται θεραπεία για πάσα νόσον και πάσα μαλακία του συστήματος είτε για να καταστρώνει επί χάρτου την ανακατάληψη του κράτους.
Ο Γ. Παπανδρέου φαίνεται ότι έχει κατανοήσει την κατάσταση και γι’ αυτό επ’ εσχάτων αρχίζει να γειώνει την υψηλή ρητορική των λαϊκιστικών υποσχέσεων. Ίσως επειδή συνειδητοποιεί τι πρόκειται να παραλάβει. Το θέμα είναι να καταφέρει να διατάξει και το κόμμα του και, ιδίως, τους επίδοξους κυβερνητικούς και κρατικούς αξιωματούχους σε μια γραμμή ρεαλισμού και υπευθυνότητας.
Το εκλογικό παιχνίδι φαίνεται ότι, εκτός απροόπτου, το έχει κερδίσει. Αυτό που περιμένουν οι πολίτες δεν είναι να έρθει το ΠΑΣΟΚ για να φάνε με χρυσά κουτάλια ή να επιλυθεί η κρίση ως διά μαγείας. Γνωρίζουν πολύ καλά τις δυσκολίες και οι προσδοκίες τους δεν είναι αυτές του 1981, του 1993 ή και του 2000.
Αυτό που περιμένουν, θέλουν να ακούσουν και να πιστέψουν είναι ότι θα τραβηχτεί μια κόκκινη γραμμή στο παρελθόν. Ότι θα μπει τέλος στην κλεπτοκρατία και την κομματοκρατία. Ότι οι φαύλοι του παρελθόντος δεν θα ξαναγίνουν δραγουμάνοι της ζωής τους. Ότι κάποιοι θα πάνε φυλακή και δεν θα συνεχίζεται να παίζεται αυτό το θέατρο σκιών με τις εξεταστικές, τις προανακριτικές και στο τέλος κουκούλα σε όλα και αθώοι. Ότι το αίσθημα ασφάλειας θα επανέλθει στη ζωή και την εργασία τους.
Θα έλεγα, μάλιστα, ότι ο Γ. Παπανδρέου θα κέρδιζε πολύ περισσότερο τους πολίτες, και ιδίως το περίφημο 10% των ψύχραιμων και νηφάλιων ανθρώπων, εάν αντί για πολλές υποσχέσεις έδινε μία και μόνο. Ότι ο ίδιος και η κυβέρνησή του θα σηκώσουν τα μανίκια και θα δουλέψουν. Ότι δεν θα κάνει καμιά έκπτωση σε θέματα ήθους και θα προσπαθήσει, όσο μπορεί, να εξομαλύνει κάποιες κοινωνικές ανισότητες.
Εάν με λίγα και απλά λόγια πει ότι η Ελλάδα γονάτισε και είναι καιρός να τη σηκώσουμε πάλι στα πόδια της. Και θα τη σηκώσουμε μ’ αυτόν τον τρόπο. Αυτό είναι το σχέδιό μου. Αυτά τα τρία πράγματα θα κάνω και θα προσπαθήσω να τα κάνω. Μέχρι τότε οι Έλληνες θα σταθούν στο πλάι του με μεγαλύτερη πίστη και προθυμία απ’ ό,τι θα στέκονταν εάν τους κατέβαζε τόνους προγράμματα.
Ο Γ. Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ βρίσκονται προ των πυλών της εξουσίας. Δεν είναι κάποιο καινούργιο κόμμα, ούτε η ελληνική κοινωνία και η οικονομία βρίσκονται σε φάση απογείωσης και αφθονίας. Τα μεγάλα λόγια και οι ωραίες υποσχέσεις αντιστοιχούσαν σε προηγούμενη φάση, όταν το ΠΑΣΟΚ ηττήθηκε, στα «πέτρινα χρόνια» της αντιπολίτευσης, όταν η ηγεσία του Γ. Παπανδρέου αμφισβητείτο.
Σήμερα, και εν όψει εκλογών, ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ δεν κρίνεται με όρους της προηγούμενης περιόδου, κρίνεται με όρους διακυβέρνησης. Με όρους, δηλαδή, αποτελεσματικότητας. Από το αν θα μπορέσει να φέρει εις πέρας το στοίχημα της εξόδου από την κρίση, της παραγωγικής ανασυγκρότησης, του διοικητικού εκσυγχρονισμού, της πολιτικής αναγέννησης και της κοινωνικής αναμόρφωσης.
Πρέπει, λοιπόν, να αρχίσει να ξεκαθαρίζει την ήρα από το στάρι. Με ποιους θα κυβερνήσει και βάσει ποιου συγκεκριμένου σχεδίου. Ορθώς αυτή την περίοδο προσπαθεί με τα ταξίδια και τις επαφές στο εξωτερικό να οικοδομήσει ευρωπαϊκές και διεθνείς συμμαχίες. Όμως κι αυτές οι συμμαχίες θα μπορέσουν να πάρουν σάρκα και οστά εάν καταφέρει να οικοδομήσει ένα ισχυρό εσωτερικό κοινωνικό μέτωπο.
Όσο μια κυβέρνηση είναι αδύναμη, όπως σήμερα του Κ. Καραμανλή, τόσο δεν λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψιν από τους διεθνείς συνομιλητές της. Και για να επιτευχθεί αυτό, εκτός από το πρόγραμμα, χρειάζεται και ανθρώπους για να το καταφέρει. Εάν παραμείνει στο μεταπολιτευτικό μοντέλο διακυβέρνησης και άσκησης εξουσίας, έπειτα από λίγο θα διαπιστώσει ότι απέτυχε. Εάν ασκήσει παραδοσιακές πολιτικές γκουβέρνου, πολύ γρήγορα θα σπάσει τα μούτρα του.
Εάν το Μαξίμου δεν γίνει ο ουσιαστικός πόλος διακυβέρνησης, μέσω της συγκρότησης ενός μικρού «Συμβουλίου Ασφαλείας» με ικανούς, έντιμους και φιλόδοξους για να προσφέρουν ανθρώπους, και αφεθεί η διαχείριση της εξουσίας στους υπουργούς και στους συμβούλους τους, λίαν συντόμως θα πάθει ό,τι έπαθε και ο Κ. Καραμανλής.
Και αυτό θα ήταν ό,τι χειρότερο για τη χώρα. Να αποτύγχανε, δηλαδή, και η επόμενη κυβέρνηση. Τότε, και δεδομένης της γενικευμένης πολιτικής απαξίωσης, η κοινωνία πιθανότατα θα στραφεί σε εμβαλωματικές και εξωπολιτικές λύσεις, τις οποίες ορισμένοι, όσο κι αν δεν το ομολογούν, τις ορέγονται και παρασκηνιακά ετοιμάζονται γι’ αυτές.
Με απλά λόγια, ο Γ. Παπανδρέου δεν χρειάζεται, όπως ορισμένοι πιστεύουν, να πείσει ότι μπορεί ν’ αλλάξει την Ελλάδα. Αρκεί να μπορέσει να τη διοικήσει με επάρκεια και χωρίς μεγάλες εκπτώσεις σε θέματα ήθους και ύφους στην άσκηση εξουσίας. Στην εποχή μας, οι μεγάλες ανατροπές και αλλαγές έρχονται από την κατάκτηση και την εμπέδωση του αυτονόητου στη λειτουργία των θεσμών της διοίκησης και της οικονομίας.
Εάν μαζί μ’ αυτά δρομολογηθούν και επιτευχθούν και δομικές κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αλλαγές, τότε ο Γ. Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ μπορούν και να μακροημερεύσουν, ανοίγοντας έναν νέο πολυετή κύκλο διακυβέρνησης για την Κεντροαριστερά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: