της Μισέλ Γκόλντμπεργκ
Υπάρχουν δύο τρόποι να βλέπεις τα νούμερα της παγκόσμιας δημογραφίας. Από τη μια μπορείς να πεις πως οι άνθρωποι αυξήθηκαν υπερβολικά. Όπως είπε πρόσφατα στο BBC η Νίνα Φεντόροφ (Nina V. Fedoroff) επιστημονική σύμβουλος της Χίλαρι Κλίντον (Hillary Rodham Clinton):«ο κόσμος δεν μπορεί να αντέξει πολύ περισσότερους ανθρώπους». Στην Ευρώπη όμως, και σε πολλά αναπτυγμένα μέρη του κόσμου, το πρόβλημα δεν είναι ο υπερπληθυσμός, αλλά η έλλειψη ανθρώπων: η υπογεννητικότητα προκαλεί ανησυχίες για το αν οι ολιγάριθμοι νέοι θα κατορθώσουν να συντηρήσουν το δίκτυ κοινωνικής ασφάλειας των περασμένων γενιών.
Από πολιτική άποψη, το δημογραφικό είναι βαθιά αμφιλεγόμενο ζήτημα. Οι συντηρητικοί χρησιμοποιούν σχεδόν αποκαλυπτικούς όρους για να περιγράψουν την υπογεννητικότητα, υπονοώντας πως η Ευρώπη τιμωρείται για τα αμαρτήματά τής εκκοσμίκευσης και του φεμινισμού. Ο ευπώλητος συγγραφέας Μαρκ Στάιν (Mark Steyn) πρόβλεψε «την εξαφάνιση των ευρωπαϊκών φυλών, που αποδείχτηκαν υπερβολικά εγωπαθείς για να αναπαραχθούν» ενώ το 2008 ο Ρεπουμπλικάνος προεδρικός υποψήφιος Μιτ Ρόμνι (Mitt Romney) προειδοποίησε πως «η Ευρώπη αντιμετωπίζει το φάσμα της δημογραφικής της καταστροφής». Από την άλλη, οι προοδευτικοί τείνουν να υπογραμμίζουν το μαλθουσιανό φάσμα του υπερπληθυσμού, ως πολύ σημαντικότερη απειλή.
Λοιπόν, ποιος έχει δίκιο; Το μέλλον μας απειλείται από την πληθώρα ή από την έλλειψη ανθρώπων; H απάντηση είναι: κι απ' τα δύο. Η ειρωνεία είναι πως και τα δύο προβλήματα έχουν κοινή λύση: να αποκτήσουν οι γυναίκες μεγαλύτερο έλεγχο επί των ζωών και της γονιμότητάς τους. Τόσο ο υπερπληθυσμός όσο και η υπογεννητικότητα απειλούν την κοινωνική σταθερότητα -και όπως αποδεικνύεται, αμφότερα προκαλούνται από την αδυναμία των κρατών να ανταποκριθούν στις ανάγκες των γυναικών.
Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, σήμερα ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξάνει με τον μη βιώσιμο ρυθμό των 78 εκατομμυρίων το χρόνο, και θα συνεχίσει να αυξάνει κατά 70-75 εκατομμύρια το χρόνο έως το 2020, εν πολλοίς στις παραγκουπόλεις του τρίτου κόσμου. Όπως είπε σε μία διάλεξή του ο πρώην διευθυντής της CIA Μάικλ Χάιντεν (Michael V. Hayden), «έως τα μέσα του αιώνα, ο παγκόσμιος πληθυσμός θα ξεπεράσει τα 9 δις. Αυτό αντιστοιχεί σε αύξηση της τάξεως 40-45% -που είναι ήδη εντυπωσιακή- αλλά το χειρότερο είναι πως ο υπερπληθυσμός εντοπίζεται στις χώρες που είναι οι πλέον ανήμπορες να το συντηρήσουν. Μέρη στα οποία η αύξηση του πληθυσμού τροφοδοτεί αποσταθεροποίηση και εξτρεμισμό -που μάλιστα δεν παραμένουν στους τόπους που δημιουργούνται, αλλά επεκτείνονται σε όλο τον κόσμο».
Ο ηθικός και αποτελεσματικός τρόπος να αντιμετωπιστεί η ταχεία αύξηση του πληθυσμού είναι η ενίσχυση των δικαιωμάτων των γυναικών και η αύξηση της δυνατότητάς τους να έχουν πρόσβαση στον οικογενειακό προγραμματισμό. Η εκπαίδευση έχει κρίσιμη σημασία -η μια έρευνα μετά την άλλη αποδεικνύουν πως τα κορίτσια που πάνε σχολείο τείνουν να παντρεύονται αργότερα και να κάνουν λιγότερα και πιο υγιή παιδιά. Κλειδί είναι επίσης η πρόσβαση στην αντισύλληψη. Σύμφωνα με το «ινστιτούτο Γκουτμάχερ», σχεδόν το 25% των παντρεμένων γυναικών στην υποσαχάρια Αφρική δεν έχει πρόσβαση σε αντισυλληπτικές μεθόδους, αν και θα το ήθελε. Σε ορισμένες λατινοαμερικανικές και αφρικανικές χώρες σχεδόν το 40% των πρόσφατων γεννήσεων χαρακτηρίζονται ως «ανεπιθύμητες». Εντωμεταξύ, τα υψηλά ποσοστά ανασφαλών και παράνομων αμβλώσεων -που σύμφωνα με τον «παγκόσμιο οργανισμό υγείας» (ΠΟΥ) ευθύνονται παγκοσμίως για το 13% της μητρικής θνησιμότητας- αποκαλύπτουν πολλά για την απελπισμένη προσπάθεια των γυναικών να ελέγξουν τη γονιμότητά τους.
Από την άλλη, πολλές αναπτυγμένες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ιαπωνίας, της Ρωσίας, την Ιταλίας και της Ισπανίας, αντιμετωπίζουν το αντίστροφο πρόβλημα. Η σταθεροποίηση του πληθυσμού απαιτεί δείκτη γεννητικότητας 2.1 παιδιά ανά γυναίκα (το παραπάνω 0.1 αναπληρώνει τους ξαφνικούς βρεφικούς θανάτους). Σύμφωνα με τους δημογράφους, δεν υπάρχει πρόβλημα αν ο δείκτης γεννητικότητας είναι μερικά δέκατα κάτω από αυτό το όριο. Κάτω όμως από δείκτη γεννητικότητας 1.7 ανά γυναίκα, τα ασφαλιστικά συστήματα, η οικονομική ανάπτυξη και η πολιτιστική συνοχή τίθενται όλα εν αμφιβόλω, καθώς όλο και λιγότεροι νέοι επιβαρύνονται όλο και περισσότερο με τη συντήρηση των αυξανόμενων ηλικιωμένων
Η Ιταλία, φερ' ειπείν, έχει δείκτη γεννητικότητας 1.3 παιδιά ανά γυναίκα. Σύμφωνα με κορυφαίους δημογράφους, αν ο δείκτης γεννητικότητας της Ιταλίας του 1995 παρέμενε σταθερός επί 100 χρόνια, χωρίς τη μετανάστευση ο ιταλικός πληθυσμός θα μειωνόταν κατά... 86%.
Αυτού του τύπου η δημογραφική κατάρρευση απλά δεν είναι δυνατό να αναπληρωθεί από τη μετανάστευση, και οδηγεί μαθηματικά σε μέγιστες πολιτιστικές συγκρούσεις και εθνοτικές διαμάχες.
Ορισμένοι συντηρητικοί προσπαθούν να αξιοποιήσουν τη δημογραφική παρακμή των αναπτυγμένων κρατών για να μειώσουν τα δικαιώματα των γυναικών. Αλλά αυτό που χρειάζεται είναι ακριβώς το αντίθετο. Στις αναπτυσσόμενες χώρες είναι αλήθεια πως όσο πιο υποβαθμισμένη είναι η κοινωνική θέση των γυναικών, τόσο υψηλότερη είναι η γεννητικότητά τους. Όταν όμως οι κοινωνίες αναπτύσσονται και οι γυναίκες γεύονται κάποια δόση ελευθερίας, ισχύει το ακριβώς αντίστροφο.
Η γεννητικότητα φθάνει σε επικίνδυνα χαμηλά επίπεδα στις χώρες εκείνες όπου οι κοινωνικές στάσεις και οι θεσμοί υπολείπονται της επιθυμίας των γυναικών να συνδυάζουν τις επαγγελματικές με τις οικογενειακές τους υποχρεώσεις. Ευρισκόμενες αντιμέτωπες με άνδρες απρόθυμους να συμβάλουν στις οικιακές εργασίες, με ανελαστικές αγορές εργασίας και με απουσία βρεφονηπιακής φροντίδας, πολλές γυναίκες εξαναγκάζονται να κάνουν λιγότερα παιδιά από όσα θα ήθελαν, ή ακόμα και να εγκαταλείψουν όλως διόλου το όνειρο της μητρότητας.
Στις κοινωνίες όμως που επιτρέπουν στις γυναίκες να συνδυάζουν τις επαγγελματικές και τις οικογενειακές τους φιλοδοξίες, οι δείκτες γεννητικότητας πάνε καλά. Αυτό γίνεται με διαφορετικές μεθόδους, ανάλογα με τη χώρα: στη Σκανδιναβία και τη Γαλλία, οι εργαζόμενες μητέρες στηρίζονται ποικιλότροπα από κρατικές δομές κι επιδόματα. Στη Βρετανία και τις ΗΠΑ αυτές οι δομές απουσιάζουν, αλλά η μεγάλη ευελιξία -έως και ρευστότητα- των αγορών εργασίας μειώνουν τις επιπτώσεις της απουσίας από την εργασία στην εξέλιξη της σταδιοδρομίας των γυναικών. Όπως σχολίασε σχετικά μια ομάδα πολιτικών επιστημόνων του Γιέιλ «όταν η εργασιακή ανασφάλεια είναι γενικευμένη, η επίπτωση της ατομικής εργασιακής ανασφάλειας μειώνεται».
Όπως φαίνεται, όσο περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες διαθέτουν οι γυναίκες, τόσο πιθανότερο είναι να κάνουν παιδιά, αφού η τεκνοποιία δεν τις υποχρεώνει να εγκαταλείψουν τα άλλα τους όνειρα.
Όπως κατέληγε σε μια έκθεσή του για την εξέλιξη των ευρωπαϊκών ασφαλιστικών συστημάτων ο ευφυέστατος Συντηρητικός Βρετανός βουλευτής Ντέιβιντ Ουίλετς (David Willetts) «τα δεδομένα από την Ιταλία, ακόμα κι από την Ισπανία, είναι πως όσο πιο παραδοσιακές είναι οι οικογενειακές δομές, τόσο χαμηλότεροι είναι οι δείκτες γεννητικότητας». Το «άλφα» κάθε σύγχρονης οικογενειακής πολιτικής, συνεχίζει η έκθεση, είναι να πολλαπλασιάσει τις επιλογές των γυναικών, ώστε να μπορούν να τεκνοποιούν, ικανοποιώντας ταυτόχρονα τις επαγγελματικές τους φιλοδοξίες και την ανάγκη τους για ισότιμες οικογενειακές σχέσεις. Και καταλήγει: «η καλύτερη πολιτική ενίσχυσης της γεννητικότητας ονομάζεται φεμινισμός».
Τις επόμενες δεκαετίες, οι Ευρωπαίοι θα μειώνονται διαρκώς ως ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού. Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο πληθυσμός της Ευρώπης ήταν τριπλάσιος από εκείνον της Αφρικής. Το 2050 οι Αφρικανοί θα είναι τριπλάσιοι από τους Ευρωπαίους. Ακόμα κι εκείνοι που είναι έτοιμοι, ακόμα και πρόθυμοι, να υποδεχτούν αυτόν το νέο κόσμο, οφείλουν να σεβαστούν το δικαίωμα των κοινωνιών να έχουν χρόνο να προσαρμοστούν. Εξασφαλίστε στις γυναίκες ελευθερία και στήριξη και η δημογραφική εξισορρόπηση θα γίνει πραγματικότητα, ούτως ώστε η αύξηση ή η μείωση του πληθυσμού να γίνεται με διαχειρίσιμο τρόπο. Το δίδαγμα της διττής δημογραφικής κρίσης είναι σαφές: φροντίστε τις γυναίκες, κι εκείνες θα αναλάβουν τα υπόλοιπα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου