του Χρήστου Γιανναρά
Η πρώτη γνωριμία έγινε νύχτα. Ήταν η ώρα που αφήσαμε πίσω το κανάλι τον Σουέζ, γύρω στις 9 το βράδυ. Ο δρόμος άσφαλτος μέχρι την Αμπού Ζίνιμα, κάπου τρεις ώρες ταξίδι για μισή ώρα. Ίσως και περισσότερο, βλέπαμε στο βάθος, εκεί που ήταν η θάλασσα, τα φώτα των πλοίων, περίμεναν σειρά. Ν’ ανοίξει η διώρυγα να περάσουν. Ύστερα χάθηκαν και τα φώτα των πλοίων. Και κανένα αυτοκίνητο δεν υπήρχε πια στο δρόμο.
Έτσι πρωτογνωρίσαμε το πρόσωπό της, αυτή τη φοβερή γοητεία της τέλειας απουσίας. Τη νύχτα, το πρόσωπο της ερήμου είναι όλο στραμμένο στον ουρανό. Δεν έχει έκταση τη νύχτα η Έρημος, όλες οι διαστάσεις είναι κατακόρυφες — μόνη η θέα των άστρων στον κατασκότεινο χώρο. Ο οδηγός του αυτοκινήτου, ο Μωχάμετ, βρήκε απλωσιά και τρέχει δαιμονισμένα. Άνοιξε η Έρημος την αγκαλιά της — ένα λουλούδι σκοτεινό, αινιγματικό και μεις βυθιζόμαστε μεθυσμένοι στον κάλυκα, ανήμποροι για κάθε αντίσταση. Κάθε μέτρο γης μας ξεμακραίνει από την παρουσία των ανθρώπων μας γυμνώνει από την εμπιστοσύνη στην οργανωμένη αδυναμία μας, μας αποκαλύπτει αυτά που πραγματικά είμαστε, ελάχιστες μοναχικές παρουσίες πάνω στο πρόσωπο της γης.
Ψάχνουμε τ’ αστέρια να βρούμε τη βορειοδυτική κατεύθυνση, να ψαχουλέψουμε κάπου εκεί για την πατρίδα, να τονώσουμε την παρηγοριά με την παρουσία των αγαπημένων, που μας δένουν με το μίτο της νοσταλγίας. Προχωρούμε στην έρημο κι ωστόσο διστάζουμε να κόψουμε πίσω τα σκοινιά, αύτη την ψευδαίσθηση της σιγουριάς, που είναι η αγάπη των ανθρώπων. Ίσως αυτή νάναι η δοκιμασία της ερήμου, η άπληστη, η ζηλότυπη αποκλειστικότητα, να σε κατέχει μονάχα αύτη, χωρίς καμμιά παραχώρηση. Της ανήκεις ολοκληρωτικά, κανένας, με κανένα τρόπο δεν μπορεί εδώ να σε ακούσει. να σε βοηθήσει, ν’ ανανεώσει την προστασία της ανθρώπινης συντροφιάς. Μονάχα αυτή εδώ η μικρή μηχανή, που αγκομαχάει μέσα στη νύχτα δίνοντας κίνηση στους τροχούς, τολμάει να καταλύει τη δύναμη της ερήμου, μεταφέροντας το χρόνο και την ταχύτητα στο παρθενικό πρόσωπο της.
Ο Μωχάμετ τρέχει στην άσφαλτο. Ίσως ο Μωχάμετ θέλει να ξεπληρώσει τους λογαριασμούς των προγόνων, αυτή τη βραδύτητα που κατάπινε την ανθρώπινη ζωή με το βάδισμα της καμήλας. Αργό, λικνιστικό το βάδισμα της καμήλας, αδιαφορούσε πάντοτε για τον πωρωμένο ήλιο, για τη νέκρα του τόπου, για τον φοβερό κατοπτρισμό του θανάτου στο ανθρώπινο στήθος. Μια τούφα φοίνικες ξεπετάγονται μεσ’ στο σκοτάδι — «είναι τα Ύδατα του Μωυσέως», εξηγεί ο Μωχάμετ, και βιά-ζεται να κερδίσει το δρόμο.
Μα σε λίγο φρενάρει. Είναι η πρώτη ανθρώπινη παρουσία, που διακόπτει την Έρημο. Μια μικρή σκηνή δίπλα στο δρόμο και δυό στρατιώτες φρουροί. Έρχονται με τη λάμπα της θυέλλης, εξετάζουν τα χαρτιά, ο Μωχάμετ πίνει νερά απ’ το κανάτι τους. Δυό άνθρωποι άγνωστοι, αλλόγλωσσοι κι ωστόσο είναι μια συγκίνηση αυτό το συναπάντημα στον Έρημο τόπο. Ψάχνω τις τσέπες μου για λίγες καραμέλλες, θέλω να εισπράξω ένα ανθρώπινο χαμόγελο μέσα στη νύχτα της έρημου. — «Σαϊντα»! οι στρατιώτες χαιρετάνε και μείς ξεμακραίνουμε. Απόμειναν πίσω, η μόνη προεξοχή ζωής στον επίπεδο χώρο της νύχτας.
Κοντά μεσάνυχτα φτάνουμε στην Αμπού Ζενίμα. Το χωριό κοιμάται μέσα στην άμμο — μικρά, χαμηλά παραπήγματα που κηλιδώνουν την Έρημο. Εδώ θα πάρουμε βενζίνη. Ο Μωχάμετ κορνάρει και φωνάζει κάτι λόγια στην ακατανόητη γλώσσα του. Ένα σκυλί γαβγίζει από μακρυά, μόνο για να τονίσει τη βαθειά σιωπή, αυτό μόνο. Εδώ οι άνθρωποι δουλεύουν στο μαγνήσιο, για λίγο ψωμί γεμίζουν τα πνευμόνια με την κατάμαυρη σκόνη. Όλη η ζωή για λίγα γρόσια, ανάμεσα στον ουρανό και στην άμμο κι ωστόσο είναι προνομιούχοι όσοι δουλεύουν στο μαγνήσιο…
Ο Μωχάμετ κουνάει συλλογισμένος το κεφάλι, ο ίδιος φοράει ρούχα ευρωπαϊκά κι η σεβρολέτα είναι δική του, μα ο παππούς η ο προσπάππους του ήταν κι αυτός σπέρμα της άμμου. Ένας από τους αναρίθμητους που γέννησε η Έρημος…
Τώρα αφήνουμε τον άσφαλτο δρόμο, τώρα η σεβρολέτα θα παλέψει με την άμμο. Μέσα στη νύχτα ξεχωρίζουν τα πρώτα γρανιτένια βουνά. Η άμμος είναι μαλακή, παραμονεύει να καταπιεί τη δύναμη της μηχανής, εδώ θα μείνει, εκεί θα μείνει, τελικά βογγάει και συνεχίζει. Οι γρανίτες πληθαίνουν, περνάμε από φαράγγια ξερά ανάμεσα στους γυμνούς βράχους. Οι ώρες περνάνε, τα μάτια τσούζουν από τη σκόνη, η αναπνοή δυσκολεύει, οι εντυπώσεις περισσεύουν είναι και περιττές, χιλιάδες άνθρωποι περνάνε κάθε τόσο την Έρημο, δεν είναι καινούργιες εντυπώσεις αυτές. Ωστόσο, φτάνουμε κάποτε στη Φαράν, η Φαράν είναι δάση, Έχει εφτά χιλιόμετρα μήκος, λέει ο Μωχάμετ. Είναι τρεις η ώρα τη νύχτα. Ξεχωρίζω τους φοίνικες μεσ’ στο σκοτάδι, αυτό μόνο. είμαστε τσακισμένοι στην κούραση. Εδώ ήταν κάποτε επισκοπή, επισκοπή Φαράν, την κατοικούσαν Χριστιανοί, σταλμένοι από τον Ιουστινιανό για να φυλάνε το μοναστήρι του Σινά. Σταματάμε στον μπαξέ του μοναστηριού, μας καλωσορίζει ένας αγουροξυπνημένος Βεδουίνος, είναι ο Μούσα, δηλαδή ο Μωυσής και χαμογελάει σαν παιδί. Στο φως της λάμπας βλέπω ολόγυρα το περιβόλι. Ένα κομμάτι παράδεισος στην καρδιά της Ερήμου. Κληματαριές και λουλούδια και δέντρα οπωροφόρα, όσο φτάνει το φως της λάμπας. Ο Μούσα ετοιμάζει τσάι, φέρνει κσΐ σταφύλια, να σβήσουμε τη γεύση της άμμου από το στόμα. Αυτή λοιπόν είναι η Όαση στην Έρημο, αυτή η ξαφνική απαντοχή, ο χυμώδης καρπός, που ανασταίνει την ελπίδα. Ο Μούσα καταλαβαίνει, χαμογελάει και σερβίρει δεύτερο τσάι.
Έχουμε ακόμα τρεις ώρες ταξίδι. Φεύγοντας από τη Φαράν ανατέλλει το φεγγάρι. Ένα φεγγάρι πελώριο, κοκκινωπό, μέσα από τα γρανιτένια βουνά. Το τοπίο μεταμορφώνεται, ένα απίθανο τοπίο, σεληνιακό. Απότομες, κοφτές οι γραμμές των βουνών, παίρνουν όλες τις αποχρώσεις από το γαλάζιο μέχρι το μαβί. Εδώ πια δεν είναι τίποτα που να θυμίζει τη γη των ανθρώπων, τη γη που βλασταίνει τη ζωή, που καλοδέχεται το μόχθο του άνθρωπου. Αναλογίζομαι το πέρασμα του Ισραήλ, σαράντα χρόνια περιπλάνηση σ’ αυτή τη γη του θανάτου. Μα ήταν η προσδοκία της πατρίδας, η ελπίδα της μελλούμενης γης κι η στήλη της φωτιάς, που ωδηγούσε στο δρόμο.
Σκέφτομαι εκείνους τους άλλους οδοιπόρους, πολλούς αιώνες μετά, που ήρθαν στη νεκρή ερημιά ν’ αναμετρηθούν με την αγάπη του Θεού. Αυτός ο τόπος της άσκησης είναι απαρόμοιαστος. Ούτε η παραμικρή παρηγοριά από τη ζωντανή κτίση του θεού, το φτωχό αγρολούλουδο, τη λιγοστή χλόη. το κελάδημα του πουλιού. Κοιτάζω δίπλα μου στο κάθισμα τον πάτερ Δαμιανό, προσπαθεί ν’ αρπάξει λίγον ύπνο, παρ’ όλα τα τινάγματα της σεβρολέτας. Είναι Σιναΐτης κι είναι στα χρόνια μου. Είναι γενιά μου, μεγαλωμένος όπως κι εγώ, με την ίδια γεύση της ζωής που δίνει ο τόπος της Ελλάδας. Νιώθω ένα δέος μπροστά του, σ’ αυτή την τόλμη της απόφασης, που τον κρατάει στην απαρηγόρητη έρημο, σ’ αυτό το άλμα, που αψηφάει τα καθιερωμένα μέτρα της ζωής.
…Ξημερώματα φτάσαμε στο μοναστήρι.
Δέκα μέρες που μείναμε στο Σινά, είναι ένας ασήμαντος χρόνος για ν’ ανιχνεύση κανείς το μυστικό της έρημου, να μαντέψει πως είναι ένας τρόπος ζωής κι όχι ένας τόπος η Έρημος. Αυτή η έσχατη γυμνότητα, η τέλεια απελευθέρωση από τις περισπάσεις και την απατηλότητα του κόσμου τούτου, είναι ένα νόημα μυστικό, που δεν ερμηνεύεται με το λόγο.
Περπατούσαμε το πυρωμένο πρόσωπα της ζητώντας τις σπηλιές των ασκητών, τα σκόρπια ξωκκλήσια κι όλη αυτή η νοσταλγική μας ανίχνευση ήταν μια εμπειρία κι όχι ένα χρονικό. Για το χρονικό, απόμειναν οι εντυπώσεις, μόνο αυτές μπορούν να μπούνε στο χαρτί.
Διαλέγω λίγες εντυπώσεις από την ανάβαση στην Αγία Κορυφή. Ήταν πρωί πριν από τα ξημερώματα, που ξεκινήσαμε από το μοναστήρι. Πήραμε τον ανήφορο δρόμο και τα γρανιτένια βουνά ήτανε γκρίζα στο πρώτο φως της ημέρας. Ήταν κι η πρώτη μαθητεία στο ταξίδι με την καμήλα, μια μαθητεία υπομονής, καθώς σε λικνίζει ράθυμα στο ύψος της ράχης της. Το μοναστήρι απόμεινε πίσω μας ν’ αναπαύεται στην πέτρινη κοιλάδα, την Ουάδι Ελ Δέρ, σαν μέσα σε ανθρώπινη παλάμη. Κάπου εδώ πρέπει να είχε στρατοπεδεύσει ο λαός του Ισραήλ, τότε που καρτερούσε την αποκάλυψη του Νόμου. Αυτό το γρανιτένιο βουνό που ανεβαίνουμε, πρέπει κάποτε να «εκαπνίζετο όλον, δια το καταβεβηκέναι τον Θεόν επ’ αυτώ εν πυρί»! Ήταν μια θεοφάνεια στα μέτρα του σκληροτράχηλου λαού, ο συγκλονισμός μιας φοβερής παρουσίας. Κοιτάζω γύρω τους όγκους του γρανίτη, τον αμμουδερό δρόμο, ένα τοπίο ανέγγιχτο από το χρόνο. «Πας ο αψάμενος του Όρους θανάτω τελευτήσει. . . Εάν τε κτήνος εάν τε άνθρωπος ου ζήσεται». Και ξεχώρισε τότε μόνος ο Μωυσής ν’ ανέβη στο βουνό, να πάρει από τα χέρια του Θεού το Νόμο.
Στα μισά του δρόμου είδαμε τις κορφές να ντύνωνται ένα στεφάνι φως πορφυρό. Όσο ανεβαίνουμε, το βλέμμα αγκαλιάζει την ατέλειωτη διαδοχή των γυμνών κορυφών, χωρίς πουθενά το παραμικρό ίχνος ζωής και βλάστησης. Είναι και μια μεγάλη αμμουδερή έρημος, που ανοίγεται προς το νοτιά χωρίς διακοπή. Ο καμηλιέρης εξηγεί ότι από κει τραβάνε οι καμήλες για το Τόρ, την αρχαία Ραϊθώ.
Σε λίγο ο δρόμος τελειώνει, η καμήλα σταματάει, λυγίζει τα πόδια και χαμηλώνει στη γη, για ν’ απαλλαγή απ’ τον αναβάτη της. Πάνω από τα κεφάλια μας τινάζεται ένας ολόγυμνος βράχος, είναι η Τζέμπελ Μούσα, η Αγία Κορυφή, έχει 2292 μέτρα ύψος. Από δω και πέρα θ’ ανεβούμε με σκαλοπάτια χτισμένα στο γρανίτη, κάπου μια ώρα ανάβαση. Έχουμε σκοπό να λειτουργηθούμε στην κορφή και πρέπει να προλάβουμε προτού ψηλώσει ο ήλιος.
Το κλιμακωτό μονοπάτι σέρνεται στην πλαγιά ανάμεσα σε πελώριους βράχους με απίθανα σχήματα. Λείες, στιλπνές επιφάνειες, με παράδοξες καμπυλότητες, που και η πιο τολμηρή υπερρεαλιστική φαντασία δε θα μπορούσε να συλλάβη σε τέτοια ποικιλία μορφών. Ωστόσο, εκτός από το θέαμα είναι και τα σκαλοπάτια, μια μικρή δοκιμασία για την ασυνήθιστη αντοχή μας. Ο ήλιος προβάλλει μέσα από τις κορφές, ένας πελώριος, κατακόκκινος δίσκος. Τα μάτια είναι κι αυτά ασυνήθιστα στα «σκληρά» χρώματα της ερήμου, σ’ αυτό το πορφυρά της ανατολής και της δύσης, το βαθύ μπλε του ουρανού, το δυνατό χρώμα της πέτρας και της άμμου, θάλεγες, πως είναι μια άλλη ποιότητα αισθητικής, εντελώς ασκητική κι αυτή, ελάχιστα τερπνή για τις αισθήσεις.
Κάποτε φτάνουμε και στην κορυφή, κι ο άνεμος είναι δυνατός, η μόνη κυριαρχική παρουσία. Πατάμε λοιπόν στο θεοβάδιστο τόπο, είναι ένα ρίγος αυτή η σκέψη. Ταυτόχρονα κι η θέα είναι εκπληκτική, όσο φτάνει το μάτι, η ατέλειωτη διαδοχή των γρανιτένιων κορυφών. Παλιότερα οι ασκητές έστηναν ξύλινους σταυρούς στις κορφές, ίσως για να δαμάσουν αυτή τη νεκρή ερημιά με τη χάρη του ζωηφόρου ξύλου. Κοιτάζω το μικρό εκκλησάκι της Αγίας Κορυφής μπροστά μας. Είναι κι αυτό μια ζωηφόρα παρεμβολή στο νεκρό τοπίο. Εδώ μάλιστα που βρίσκεται έχει και μια ξεχωριστή σημασία. Στον τόπο που πραγματοποιήθηκε η Παλαιά Διαθήκη του θεού με τους ανθρώπους, το απλό, πέτρινο αυτό ξωκκλήσι, είναι «η μείζων και τελειοτέρα σκηνή». Αυτό το ασήμαντο κτίσμα στην κορυφή του Σινά, είναι η υπέρβαση της Παλαιάς Διαθήκης, το πλήρωμα των προσδοκιών του Ισραήλ. «Αύται γαρ είσι δύο διαθήκαι, μίαν μεν από Όρους Σινά εις δουλείαν γεννώσα. . . η δε άνω Ιερουσαλήμ ελευθέρα εστίν, ήτις εστί μήτηρ πάντων ημών…» (Γαλ. δ’ 24). Τρυπώνουμε στο μικρό ξωκκλήσι, να γλυτώσουμε από τα τσουχτερό πρωινό αεράκι. Ο πάτερ Ευθύμιος ανάβει τα καντήλια και το θυμιατό κι ο πάτερ Αδριανός ετοιμάζεται για την προσκομιδή. Εδώ λοιπόν είναι η παρεμβολή της άνω Ιερουσαλήμ, το γεγονός της ελευθερίας μας από το Νόμο. Ξεκινάμε τον όρθρο, οι φωνές μας είναι βραχνές από το πρωινό αγιάζι, τα βιβλία της εκκλησίας παλαιικά, φθαρμένα από τη χρήση. Αναμετρώ από το μικρό παραθυράκι την «ευλογημένη Βασιλεία τον Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» καθώς ο παπα – Αδριανός τονίζει επίσημα τις λέξεις.
Αυτή η καινή Βασιλεία πάνω στην Έρημη γη, είναι μια Θεοφάνεια καινούργια, χωρίς τον καπνό και τη φλόγα και το σεισμό της φοβερής παρουσίας. Στη μείζονα και τελειότερα σκηνή, δεν είναι το θαύμα που αναγκάζει στην πίστη, είναι μόνη η αγάπη. Ο παπά -Αδριανός ευλογεί τα τίμια Δώρα: «Τα σα εκ των σων…..». Είναι ένας απλοϊκός, αγράμματος καλόγερος. Κοιτάζω δίπλα του στον τοίχο τη μορφή του Μωυσή, αυτόν τον ηγέτη του Ισραήλ. Ξέρω ότι ο πάτερ Αδριανός είναι ασύγκριτα πιο τιμημένος από τον Θεόπτη Μωυσή. «Όσω και κρείττονος έστι διαθήκης μεσίτης». Αυτή η ανατροπή των πραγμάτων, οι πρώτοι έσχατοι κι οι έσχατοι πρώτοι, αυτή η καινή Βασιλεία, που βρίσκει την πραγμάτωσή της τούτη την ώρα στην κορφή του Σινά, στην Καινή Διαθήκη εν τω αίματι του Χριστού, με τον πάτερ Αδριανό στη θέση του Μωυσή κι εμάς όλους θεόπτες…
Έξω ο ήλιος ψήλωσε, πυρώνει το βράχο, λούζει στο φως την Έρημη χώρα…..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου