του Καμίγ Πεν
Νουβέλ Ομπσερβατέρ (ΝΟ): Σήμερα παρατηρούμε πως μια ολόκληρη γενιά, φορτωμένη μάλιστα με πτυχία, απειλείται με κοινωνική υποβάθμιση και θεωρεί πως θα ζήσει χειρότερα από τη γενιά των γονιών της. Ποιο μπορεί να είναι το μέλλον αυτής της «καταρτιζόμενης» γενιάς, τη στιγμή μάλιστα που η κρίση επιτείνει την εργασιακή επισφάλεια και αυξάνει την ανεργία;
Καμίγ Πενί (Camille Peugny, CP): Από οικονομικής απόψεως, αυτή η γενιά ζει ήδη αντικειμενικά χειρότερα από εκείνη των γονιών της. Ασφαλώς είναι πιο μορφωμένη κατά μέσο όρο, αλλά καλείται να ενταχθεί στην αγορά εργασίας σε πολύ χειρότερο οικονομικό πλαίσιο.
Μεταπολεμικά, η λεγόμενη γενιά του «μπέιμπι μπουμ», που καταγόταν στην πλειοψηφία της από αγροτικές και εργατικές οικογένειες, επωφελήθηκε από την ταχύτατη επέκταση της μεσαίας και υψηλής μισθοδοσίας που συνόδευσε τα «τριάντα ένδοξα έτη» -και γρήγορα υπερέβη τις συνθήκες ζωής των γονιών της.
Όσοι γεννήθηκαν είκοσι χρόνια αργότερα, αντιμετωπίζουν μαζική ανεργία και λιγότερο επικερδή απασχόληση. Τα «δωρεάν» προγράμματα κατάρτισης, οι επισφαλείς δουλίτσες, η ανεργία, έχουν γίνει πια υποχρεωτικά λίγο-πολύ περάσματα πριν μπορέσει κάποιος να αδράξει, πάνω-κάτω στα 30 του, την πρώτη του σύμβαση εργασίας αορίστου διάρκειας.
Σε σχέση με την προηγούμενη γενιά, οι σημερινοί νέοι χάνουν λοιπόν κάμποσα χαμένα χρόνια, το κόστος των οποίων δεν πρόκειται ουδέποτε να αναπληρωθεί, καθώς οι συνθήκες εργασίας στα πρώτα έτη της σταδιοδρομίας των νέων αποδεικνύονται καθοριστικά για ολόκληρη τη σταδιοδρομία τους. Τα πράγματα χειροτερεύουν ενώ η κρίση τείνει να αυξήσει κι άλλο αυτά τα «χαμένα χρόνια» -και να πολλαπλασιάσει τα «ατυχήματα» στην πορεία των επαγγελματικών σταδιοδρομιών.
ΝΟ: Στο δοκίμιό σας, τοποθετείτε την έναρξη αυτής της κοινωνικής υποβάθμισης αμέσως μετά τα «τριάντα ένδοξα έτη». Πού οφείλεται κατά τη γνώμη σας αυτή η «θυσία» -όπως την αποκαλείτε- των γενιών που ακολούθησαν το «μπέιμπι μπουμ»;
CP: Οι προοπτικές κοινωνικές ανέλιξης φθάνουν στο αποκορύφωμά τους για όσους γεννήθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1940, και στη συνέχεια μειώνονται σταδιακά, για να φθάσουν σε ένα κατώτατο όριο σε όσους γεννήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Αυτή η πτωτική πορεία είναι γενικευμένη. Αφορά τα αγόρια και τα κορίτσια κάθε κοινωνικής καταγωγής: τα παιδιά των εργατών φθάνουν πολύ σπανιότερα να γίνουν στελέχη επιχειρήσεων, ενώ τα παιδιά των στελεχών επιχειρήσεων ακολουθούν πολύ συχνότερα καθοδική κοινωνική πορεία. Στη Γαλλία της δεκαετίας του 2000, το 1/4 των γιων στελεχών επιχειρήσεων (και το 1/3 των κορών τους!) είναι πια εργάτες ή υπάλληλοι.
Αν υπάρχει μια γενιά που αξίζει πράγματι τον -όχι και τόσο ζηλευτό- τίτλο της «θυσιασμένης γενιάς» είναι αυτή που γεννήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Τη στιγμή που η γενιά του «μπέιμπι μπουμ» αρχίζει να συνταξιοδοτείται, αυτοί είναι πλέον σαραντάρηδες, με άλλα λόγια πολύ ηλικιωμένοι: στις επιχειρήσεις προτιμώνται οι νεώτεροι πτυχιούχοι, άρτι αποφοιτήσαντες από τα πανεπιστήμια. Τουλάχιστο έτσι συνέβαινε έως πρόσφατα, διότι τελευταία παρατηρούμε πως η κρίση πλήττει ολομέτωπα τους νέους πτυχιούχους.
ΝΟ: Όλη αυτή η κοινωνική υποβάθμιση, παράλληλα με τη συνέχιση της επέκτασης της διανομής πτυχίων, δεν πλήττει εντέλει την αξιοκρατία; Έως πού μπορούμε να συνεχίσουμε να διευρύνουμε το χάσμα μεταξύ κατάρτισης και απασχόλησης;
CP: Περισσότερη μόρφωση-λιγότερη κοινωνική κινητικότητα: πράγματι, έχουμε εδώ δύο εντελώς αντιφατικές τάσεις, πόσο μάλλον σε χώρες σαν τη δική μας, όπου η «δημοκρατική αξιοσύνη» ήταν επί μακρόν βασικός παράγοντας της κοινωνικής συνοχής.
Η Γαλλία του 2009 δεν είναι πιο αξιοκρατική από εκείνη του 1950 ή του 1960. Φυσικά η σχέση μεταξύ κοινωνικής καταγωγής και μόρφωσης χαλάρωσε συν τω χρόνω, πράγμα που σημαίνει μάλλον περισσότερη αξιοκρατία. Από την άλλη, τουλάχιστο στις νεότερες γενιές, μοιάζει να χαλαρώνει με τη σειρά της η σχέση μεταξύ μόρφωσης και κοινωνικής θέσης. Η πρόσβαση στη μόρφωση είναι λιγότερο άνιση, αλλά ταυτόχρονα παύει να είναι τόσο καθοριστική.
Το σημαίνει αυτή η διαπίστωση; H αποσύνδεση του μορφωτικού επιπέδου από την κοινωνική άνοδο λειτουργεί σε κάποιους ως πρόσχημα για να αμφισβητήσουν τη γενίκευση της εκπαίδευσης. Αφού έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχουν αρκετές καλές θέσεις, μας λένε, τουλάχιστο ας πάψουμε να καλλιεργούμε ψευδείς προσδοκίες! Η συλλογιστική αυτή στην πραγματικότητα είναι επικίνδυνη.
Φυσικά, το να βάζει κανείς ποσοτικούς στόχους (το 80% μιας γενιάς να έχει «γενικό απολυτήριο», τώρα το 50% να έχει πτυχίο) δεν έχει πολύ νόημα. Μολοταύτα, αν αποφασίζαμε να δυσκολέψουμε την πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση, γνωρίζουμε από τώρα ποιοι θα «πλήρωναν τη νύφη»: τα παιδιά των λαϊκών τάξεων.
Είναι πολύ πιο γόνιμο να προσπαθήσουμε να βελτιώσουμε τη λειτουργία της ανώτατης εκπαίδευσης, αναθεωρώντας π.χ. τη γαλλική ιδιαιτερότητα της συνύπαρξης πανεπιστημίων και «μεγάλων σχολών». Τη στιγμή που οι «μεγάλες σχολές» δέχονται σχεδόν αποκλειστικά γόνους προνομιούχων οικογενειών (λιγότερο από 1% των παιδιών εργατών εγγράφονται στις «μεγάλες σχολές», έναντι 21% των παιδιών των ελεύθερων επαγγελματιών!), οι φοιτητές τους στοιχίζουν στο κράτος σχεδόν τέσσερις φορές όσο οι φοιτητές των πανεπιστημίων!. Είναι κρίσιμο αυτό να αλλάξει, κυρίως με την καθιέρωση κοινών πτυχίων.
Αν δεν το κάνουμε, θα διαιωνιστεί το σημερινό σύστημα των «δύο ταχυτήτων», όπου οι «μεγάλες σχολές» θα αναπαράγουν την κοινωνική ελίτ, που θα καταλαμβάνει σχεδόν «φυσιολογικά» την κορυφή της εργασιακής πυραμίδας, ενώ το πανεπιστήμιο θα μοχθεί να προσαρμόζεται στις πραγματικότητες της αγοράς εργασίας.
NO: Ποιες είναι οι πολιτικές επιπτώσεις της απογοήτευσης αυτών των «υποβαθμισμένων» γενιών;
CP: Οι «υποβαθμισμένοι» είναι εργάτες ή υπάλληλοι που βιώνουν έντονα συναισθήματα επισφάλειας. Ως εκ τούτου ασπάζονται τον προστατευτικό ρόλο του κράτους και εναντιώνονται στον οικονομικό φιλελευθερισμό. Ταυτόχρονα όμως, ως εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν με πρωτοφανή βιαιότητα τους ανέργους ή όσους επωφελούνται από τα επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας: λένε ναι λοιπόν στην προστασία του κράτους, αλλά μόνο για όσους δουλεύουν! Από την άποψη αυτή, η άνοδος του φαινομένου της «υποβάθμισης» δεν είναι άσχετη με τον προϊόντα συντηρητισμό της γαλλικής κοινωνίας.
ΝΟ: Θεωρείται πως η κλιμάκωση της «υποβάθμισης» θα οδηγήσει σε μορφές εξέγερσης ή σε παραίτηση;
CP: Κανείς ποτέ δεν είναι προετοιμασμένος για την αποτυχία του, ιδίως όταν έκανε όσα του έλεγαν πως έπρεπε να κάνει: οι «υποβαθμισμένοι» δαπάνησαν πολύ καιρό σε ανώτατες σπουδές, και μολοταύτα βλέπουν πως δεν είναι εις θέση να διατηρηθούν καν στην κοινωνική θέση των γονιών τους, έστω κι αν τις περισσότερες φορές έχουν πολύ περισσότερα προσόντα. Η απογοήτευση είναι τόση, που πολλοί «υποβαθμισμένοι» υιοθετούν ένα ριζοσπαστικό διεκδικητικό λόγο, ζητώντας να αλλάξουν οι κανόνες του παιχνιδιού.
'Αλλοι πάλι προτιμούν την παραίτηση από την εξέγερση. Οι δυτικές μας κοινωνίες έχουν το χαρακτηριστικό πως εξατομικεύουν την επιτυχία: όποιος θέλει, μπορεί! Οπότε μάλλον η όποια επιτυχία μας οφείλεται σε εμάς και μόνο! Η άλλη όψη αυτού του νομίσματος είναι πως είμαστε επίσης οι μόνοι υπεύθυνοι για τις αποτυχίες μας. Είναι εξαιρετικά δύσκολο για τα άτομα που συναντούν δυσκολίες να εγγράψουν την προσωπική τους ιστορία σε μία συλλογική τάση, κάτι που θα τους ανακούφιζε, θα ελάφρυνε το συναίσθημα της αποτυχίας «τους».
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως έτσι εξηγείται εν πολλοίς που δεν παρατηρούμε μεγάλες συλλογικές κινητοποιήσεις. Αλλά η σημερινή, δραματική κρίση, μπορεί να οδηγήσει πολλούς «υποβαθμισμένους» να επιλέξουν την εξέγερση έναντι της παραίτησης. Η παρουσία στις κινητοποιήσεις της 29ης Ιανουαρίου τόσο πολλών μισθωτών, άμαθων σε διαδηλώσεις, ίσως να έχει μεγάλη σημασία.
ΝΟ: Εκτός από την ενδοοικογενειακή αλληλεγγύη, ποιες άλλες μορφές διαγενεακής αλληλεγγύης μπορούμε να φανταστούμε σήμερα;
CP: Η οικογενειακή συμπαράσταση, πλην ορισμένων σπανίων εξαιρέσεων, είναι εξ ανάγκης βραχυπρόθεσμη: αν τα παιδιά ξοδέψουν την περιουσία των γονιών τους για να αντεπεξέρθουν στις δυσκολίες, τι θα απομείνει για τα παιδιά τους;
Η οικογένεια δεν μπορεί να υποκαθιστά επ' άπειρον το κράτος... Η λύση περνά από μία πραγματική πολιτική αναδιανομής του πλούτου. Πώς να δεχτεί κανείς πως όσοι βρίσκονται στην κορυφή της εισοδηματικής πυραμίδας -το 1% των πλουσιότερων- βλέπει τα εισοδήματά του να πολλαπλασιάζονται, κυρίως μάλιστα λόγω της φορολογικής πολιτικής;
Είναι ζωτικής σημασίας να τελειώνουμε επιτέλους με τα ιδεοληπτικά και πελατειακά φορολογικά μέτρα και να αποκαταστήσουμε μία πραγματικά προοδευτική φορολογία. Πράγμα που, ειρήσθω εν παρόδω, θα μειώσει κατά πολύ τα βάρη της αναδιανομής για τη μεσαία τάξη.
Αυτή η προσέγγιση είναι πολύ σημαντική για την αριστερά: της προσφέρεται ένα πεδίο δράσης που θα της επιτρέψει να συνεισφέρει στην κοινωνική δικαιοσύνη, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να αποδειχθεί και εκλογικά προσοδοφόρο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου