Από: Felnikos
Κι οι καρδιές μας ξεριζώνουνται, το μυαλό μας ξεφλουδίζεται σαν τις φλούδες του κρεμμυδιού, κι ο εαυτός μας χαμένος, χαμένος. Σ’ έναν τελικό φόβο που κανείς δεν καταλαβαίνει.
Κατέφυγα στον T. Σ. Έλιοτ λόγω της σημερινής Ημέρας Ποίησης, αλλά και επειδή πιστεύω ότι οι στίχοι του στο Φονικό στην εκκλησιά αποδίδουν με τον καλύτερο τρόπο την ψυχολογία των πολιτών τούτες τις παράξενες και περίεργες μέρες της κρίσης. Κρίση οικονομική, κοινωνική, πολιτική. Κρίση εθνική και παγκόσμια. Κρίση συνολική και επιμέρους. Κρίση προσωπική, όντως για έναν τελικό φόβο που κανείς δεν καταλαβαίνει.
Εκτός όμως από αυτόν τον φόβο, υπάρχουν και ορισμένα άλλα πράγματα, στα καθ’ ημάς, που συνέβησαν την εβδομάδα που μας πέρασε και είναι ακατανόητα. Τουλάχιστον για μένα, αλλά νομίζω και για πολλούς άλλους. Ας... ξεφλουδίσουμε, λοιπόν, τις φλούδες αυτού του κρεμμυδιού.
Καταρχήν, έχουμε την περίπτωση του εκπροσώπου Τύπου του ΠΑΣΟΚ, Γ. Παπακωνσταντίνου, όστις θεωρείται και ειδήμων στα οικονομικά. Ο φέρελπις βουλευτής Κοζάνης, αν και θεωρείται σοβαρός και όχι λαϊκιστής, προσεχώρησε στον άκρατο λαϊκισμό ορισμένων δημοσιογράφων, οι οποίοι, όπως συνήθως συμβαίνει στη χώρα μας, ομιλούν, από τηλεοράσεως, για τα πάντα, ακόμα κι αν δεν γνωρίζουν το θέμα. Τους αρκεί να στοχοποιούν καταστάσεις ή πρόσωπα και να «επιχειρηματολογούν» με ακράτεια, ακόμα κι αν γίνονται καταγέλαστοι, τουλάχιστον σε όσους διαθέτουν στοιχειώδη γνώση του θέματος το οποίο αυτοί οι δοκησίσοφοι... πυροβολούν.
Εξεγέρθησαν, λοιπόν, κάποιοι εκ των δημοσιολογούντων επειδή εξαιρέθηκαν οι τράπεζες από την έκτακτη εισφορά που επέβαλε η κυβέρνηση σε κατηγορίες φορολογουμένων. Είπαν, και τι δεν είπαν (και το έγραψαν) για το «μεγάλο λάθος» και τις «διακρίσεις υπέρ των ισχυρών» που γίνονται. Και την ίδια στιγμή, υπερθεμάτιζαν για την ανάγκη επέκτασης των χορηγήσεων δανείων. Να μπει φόρος 10-20% στις τράπεζες και αυτές να δώσουν περισσότερα δάνεια στους πολίτες και τις επιχειρήσεις, ήταν η μόνιμη επωδός.
Αυτή την επιχειρηματολογία με περισσή σπουδή υιοθέτησε και ο εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ. Εντάξει, να το πράξουν οι δημοσιογράφοι. Δοκησίσοφοι είναι. Να το λέει, όμως, και ο Γ. Παπακωνσταντίνου, ο οποίος οφείλει τουλάχιστον να γνωρίζει, πάει πολύ. Τι οφείλει να γνωρίζει ο εκπρόσωπος και τι να μάθουν οι δημοσιολογούντες; Τα εξής απλά:
Σύμφωνα με τα οριζόμενα από το εποπτικό πλαίσιο της Τράπεζας της Ελλάδος για τα πιστωτικά ιδρύματα, αυτά οφείλουν να διατηρούν ελάχιστο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας 8%. Αυτό σημαίνει ότι για κάθε 1 δισ. ευρώ χορηγήσεων, οι τράπεζες οφείλουν να διακρατούν κεφάλαια ύψους 80 εκατ. ευρώ. Συνεπώς, εάν το Δημόσιο επέβαλλε στις σημερινές συνθήκες επιπρόσθετη φορολόγηση στις τράπεζες, η μείωση των κεφαλαίων τους θα επέφερε ανάλογη μείωση και της δυνατότητάς τους για χορήγηση δανείων, προκειμένου να διατηρήσουν τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας στο προβλεπόμενο επίπεδο.
Έτσι, για κάθε 80 εκατ. ευρώ πρόσθετου φόρου, 1 δισ. ευρώ λιγότερα δάνεια θα διοχετεύονταν στην αγορά, με αποτέλεσμα τον περιορισμό της ζήτησης στην οικονομία, της επιχειρηματικής και επενδυτικής δραστηριότητας, αλλά και της ιδιωτικής κατανάλωσης. Αυτό με τη σειρά του θα είχε επίπτωση τελικά και στα έσοδα του Δημοσίου, το οποίο στο συγκεκριμένο παράδειγμα θα καρπωνόταν από τη μια τα 80 εκατ. ευρώ πρόσθετων φόρων από τις τράπεζες, αλλά από την άλλη θα έχανε 190 εκατ. έσοδα από ΦΠΑ, αφού θα περιοριζόταν η κατανάλωση κατά 1 δισ. ευρώ από τα δάνεια που δεν θα είχαν διοχετευθεί από τις τράπεζες προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
Αν, δηλαδή, καλούνταν οι τράπεζες να πληρώσουν 400 εκατ. ευρώ, όπως λέγεται, αυτό θα σήμαινε ότι θα έπρεπε να δώσουν 5 δισ. ευρώ λιγότερα δάνεια, ενώ ταυτόχρονα το Δημόσιο θα έχανε έσοδα 950 εκατ. ευρώ από ΦΠΑ. Τόσο απλά και τόσο καθαρά. Απλή αριθμητική. Απορώ, λοιπόν, με τον Γ. Παπακωνσταντίνου που υποστηρίζει κάτι τέτοιο. Καλός ο λαϊκισμός, αλλά εκθέτεις το κόμμα που εκπροσωπείς όταν υποστηρίζεις μια μπούρδα, επειδή την είπαν κάποιοι λεγόμενοι «διαμορφωτές της κοινής γνώμης».
Εξίσου απογοητευτική, όμως, είναι και η στάση του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης. Αντί να βγουν εξαρχής και να πουν πώς έχουν τα πράγματα, άφηναν να γίνεται η «ζύμωση». Κάτι, μου είπαν, ψέλλισε ο υπουργός Οικονομίας για το θέμα. Αλλά κι αυτό το ’κανε χθες στις Βρυξέλλες, με καθυστέρηση, ίσως γιατί κι αυτός εκ των υστέρων έμαθε πώς ακριβώς έχει η υπόθεση.
Πάμε τώρα στο δεύτερο ακατανόητο γεγονός. Κι αυτό εκπορεύεται από το ΠΑΣΟΚ. Είπε η υπεύθυνη για τα θέματα Οικονομίας, Λούκα Κατσέλη, ότι τα κυβερνητικά μέτρα για την εισοδηματική πολιτική είναι προεκλογικά. Δεν ξέρω πόθεν το τεκμαίρει αυτό, αλλά μάλλον είναι η μόνη που εκλαμβάνει το πάγωμα των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων και των συνταξιούχων, καθώς και τον «κεφαλικό» λεγόμενο φόρο, ως προεκλογική τακτική.
Αν κάτι έδειξαν τα πρόσφατα μέτρα είναι ότι η κυβέρνηση δεν πρόκειται όντως να προσφύγει εκτάκτως στις κάλπες. Μπορεί να είναι ανεπαρκείς, ασόβαροι, αλλά πανηλίθιοι οι κυβερνώντες δεν μπορεί να είναι. Ποιος έχων στοιχειωδώς σώας τας φρένας θα έκανε εκλογές λαμβάνοντας τέτοια μέτρα; Εκτός κι αν η κυρία Κατσέλη ή το ΠΑΣΟΚ θεωρούν ότι τα μέτρα έχουν κοινωνική απήχηση. Αν πιστεύουν κάτι τέτοιο, αλλάζει το πράγμα.
Πάντως, στη συνείδηση των πολιτών μάλλον ως αποσπασματικά και εν πολλοίς άδικα για τη μεσαία τάξη εγγράφονται. Ειδικά, μάλιστα, στους περίπου 800.000 δημοσίους υπαλλήλους μόνο γκρίνια και θυμό προκάλεσαν. Η δυσαρέσκεια και ο αναβρασμός που επικρατεί στη ΔΑΚΕ των δημοσίων υπαλλήλων το πιστοποιεί και οι επόμενες ημοσκοπήσεις θα καταγράψουν το πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση.
Αυτό το γνωρίζουν στο Μαξίμου, αλλά φαίνεται στην Ιπποκράτους δεν το έχουν μάθει ακόμη και γι’ αυτό προβαίνουν σ’ αυτές τις ακατανόητες δηλώσεις. Προφανώς, η κυρία Κατσέλη το έκανε από την κεκτημένη ταχύτητα της εκλογολογίας που διακινεί το ΠΑΣΟΚ, με προεξάρχοντες τους κυρίους Ι. Ραγκούση και Μιχ. Χρυσοχοΐδη, οι οποίοι συνεχίζουν, όλως, περιέργως να στοιχηματίζουν υπέρ της πρόωρης προσφυγής στις κάλπες.
Βέβαια, ο Μάρτιος δεν τους «κάθισε», το ίδιο και ο Απρίλιος. Σε λίγο θα χάσουν και τον Μάιο. Και τότε θα τους έχει απομείνει το σενάριο της «διπλής», με τις ευρωεκλογές, κάλπης. Μέχρι να χάσουν κι αυτό. Εκτός και αν οι κύριοι Ραγκούσης και Χρυσοχοΐδης έχουν κάποια «εμπιστευτική πληροφόρηση» και γι’ αυτό επιμένουν. Ελπίζω, βέβαια, να μην είναι σαν αυτή του Μαρτίου και των συγκεκριμένων ημερομηνιών του Απριλίου που διακινούσαν.
Αν πάντως τα λεγόμενά τους δεν είναι προϊόν «εμπιστευτικής πληροφόρησης», καλύτερα να σωπάσουν, γιατί κινδυνεύουν να γίνουν σαν το τσοπανόπουλο του γνωστού παραμυθιού. Και, βέβαια, κάνουν και κακό στο κόμμα τους, καθώς ο κίνδυνος κορεσμού των πολιτών και, κατ’ αντιστοιχίαν, και του «πράσινου» κομματικού μηχανισμού είναι εμφανής.
Το να έχεις τα στελέχη και τους οπαδούς σου στην... τσίτα με τις εκλογές που ολοένα γίνονται και ποτέ δεν προκηρύσσονται είναι δίκοπο μαχαίρι. Μπορεί να υπάρξει απογοήτευση και ο μηχανισμός να «κλατάρει». Άσε που κερδίζει έδαφος η φιλολογία ότι είσαι εσύ ο αδύναμος, αφού δεν μπορείς να επιβάλεις εκλογές σε μια κυβέρνηση με οριακή δεδηλωμένη και υπό κατάρρευση.
Εκτός και αν η φιλολογία περί επικείμενων πρόωρων εκλογών γίνεται για να καλυφθούν πολιτικές και οργανωτικές αδυναμίες του κόμματος της μείζονος αντιπολίτευσης. Αντί, δηλαδή, να προετοιμάζεται και να αναπτύσσεται πολιτικά και οργανωτικά το ΠΑΣΟΚ, για να είναι έτοιμο να στηρίξει αύριο μια πιθανή κυβέρνηση, κάτι που σημαίνει επίπονη δουλειά αλλά και συγκρούσεις, έχει κάνει την επιλογή να βρίσκεται απλώς σε εγρήγορση λόγω της προκήρυξης δήθεν πρόωρων εκλογών.
Αν αυτό συμβαίνει, τότε ο Γ. Παπανδρέου θα βρεθεί προ εκπλήξεων. Και τη στιγμή που θα γίνουν οι εκλογές, αλλά και μετά εφόσον σχηματίσει, όπερ και το πιθανότερο, κυβέρνηση. Δεν θα έχει δοκούς στήριξης. Και θα είναι αιχμάλωτος ισορροπιών παραγόντων, συμφερόντων και ποικιλώνυμων κέντρων νομής της εξουσίας.
Το τρίτο ακατανόητο πράγμα είναι η κυβερνητική πολιτική στα θέματα δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Ποτέ άλλοτε μια κυβέρνηση δεν ήταν τόσο ελάχιστα αποτελεσματική, αν όχι ανίκανη, να διαχειριστεί τέτοιου είδους εσωτερικές υποθέσεις. Ποτέ άλλοτε το κράτος δεν ευτελίστηκε τόσο όσο το τελευταίο ειδικά τετράμηνο. Ποτέ άλλοτε οι πολίτες δεν ήταν τόσο ανασφαλείς. Ποτέ άλλοτε η βία, η εγκληματικότητα, η τρομοκρατία δεν γνώρισαν τέτοια αποθέωση. Ποτέ άλλοτε, και μάλλον σε κανένα σημείο του πλανήτη, δεν έχουν ανακοινωθεί με τη μορφή δελτίου Τύπου τα επιχειρησιακά σχέδια της Αστυνομίας. Φτάσαμε, μάλιστα, στο έσχατο σημείο της ξεφτίλας: να ποινικοποιούμε τις κουκούλες, επειδή δεν μπορούμε να συλλάβουμε αυτούς που τις φορούν. Να παίζουμε με το ποινικό δίκαιο, τις ατομικές ελευθερίες, το κράτος δικαίου, επειδή οι μηχανισμοί πρόληψης και καταστολής του εγκλήματος είναι αποκριάτικος καρνάβαλος.
Αντί να παραδεχθούμε την ανικανότητα και να κοιτάξουμε πώς μπορεί να αναδιοργανώσουμε την Αστυνομία και τις υπηρεσίες ασφαλείας, μεταθέτουμε το πρόβλημα στους άλλους, στους κουκουλοφόρους, τους ταραξίες, τους εγκληματίες και τους τρομοκράτες.
Εκτός κι αν όλο αυτό το «παιχνίδι» γίνεται συνειδητά, για να φτιαχτεί ένα αυταρχικό κράτος και να εμποτιστεί η συνείδηση των πολιτών με ακραίες αντιλήψεις, ώστε η πολιτική και εκλογική αντιπαράθεση να γίνει μεταξύ των δυνάμεων της «τάξης» και της «αταξίας».
Αν κάποιοι στην κυβέρνηση έχουν στο μυαλό τους τέτοιες ιδέες, είναι μακριά νυχτωμένοι. Αν θεωρούν ότι μπορεί να επαναληφθεί η «στρατηγική του φόβου και του θανάτου» των πυρκαγιών του καλοκαιριού του 2007, δεν έχουν καταλάβει τίποτε. Αν πιστεύουν ότι μπορεί να κάνουν delete το 18μηνο που μεσολάβησε και τα όσα σ’ αυτό συνέβησαν, μάλλον πρέπει, εκτός από ορισμένα βασικά μαθήματα πολιτικής, να παρακολουθήσουν και κάποια τεστ στα οποία οι επιστήμονες της ψυχιατρικής υποβάλλουν τους ασθενείς τους. Αν νομίζουν ότι μπορεί να υπάρξει ώσμωση του φόβου ένεκα της οικονομικής κρίσης με τον φόβο για την ασφάλεια της καθημερινότητας ώστε να «σκαναριστεί» μια φοβική κοινωνία, στην οποία οι κυβερνώντες θα έχουν κυρίαρχο ρόλο, σύντομα θα διαψευστούν οικτρά. Οι μόνοι κερδισμένοι από μια τέτοια εξέλιξη θα είναι οι αντίπαλοί τους.
Η Ν.Δ., εκτός από τον μεσαίο χώρο, τον οποίο θα κερδίσει το ΠΑΣΟΚ που προβάλλει μια διαφορετική στρατηγική και για την οικονομική κρίση και για τα θέματα ασφαλείας, θα χάσει και προς τα δεξιά της, προς το κόμμα του Γ. Καρατζαφέρη, το οποίο διά των εκπροσώπων του προπαγανδίζει τη μετωπική σύγκρουση με τις δυνάμεις της «αταξίας».
Αν εκτός από τη στάγδην πολιτική απίσχνανση της κυβέρνησης έχουμε και ανοιχτό κοινωνικό πόλεμο, τότε το κόμμα της Ν.Δ. δύσκολα θα μπορέσει να αποφύγει -εκτός από την εκλογική ήττα- και την ταχεία ανάπτυξη κεντρόφυγων τάσεων στο εσωτερικό του.
Πάντως, στα όσα ακατανόητα περιγράψαμε, και κυρίως στον τελικό φόβο που κανείς δεν καταλαβαίνει, Ημέρα Ποίησης που είναι, υπάρχει μια απάντηση που πρέπει να δώσουμε. Αυτή του Γ. Σεφέρη, που είναι και ο μεταφραστής, στα καθ’ ημάς, του T. Σ. Έλιοτ:
Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει;/ Δεν θα βρεθεί ένας ποταμός να ’ναι για μας πλωτός;/ Δεν θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει/ για την ψυχή που νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός/ Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα/ που ανοίγει τα επουράνια κι είν’ όλα βολετά/ προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα/ την ώρα που του δειλινού χάνονται τ’ ανοιχτά/ τριαντάφυλλα... ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας/ μόνο στη μνήμη απέμεινες ένας βαρύς ρυθμός/ ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας/ τρικύμισμα της θάλασσας... ο κόσμος είναι απλός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου