του Ουίλιαμ Μπρίτεν-Κάτλιν
Ο κόσμος, όπως είχε παρατηρήσει ο Σοπενχάουερ (Schopenhauer) είναι μια επιχείρηση που δεν καλύπτει τα έξοδά της. Ο Σοπενχάουερ καταγόταν από μια εύπορη οικογένεια της ελεύθερης πόλης του Αμβούργου. Αλλά κάποια στιγμή η ευρωπαϊκή οικονομία κατέρρευσε κι έχασαν τα πάντα. Διακόσια χρόνια αργότερα, οι Σοπενχάουερ θα εύρισκαν κάτι οικείο στον κόσμο μας, με τις χρεοκοπίες τραπεζών, τις επιχειρήσεις που «βάζουν λουκέτο» και την ανεργία να «χτυπά κόκκινο».
Στη ρίζα της τρέχουσας ύφεσης μοιάζει να βρίσκεται ένας εξαιρετικά ρωμαλέος τύπος καπιταλισμού, που τώρα βγάζει τον επιθανάτιο ρόγχο του. Ας τον αποκαλέσουμε «καπιταλισμό των υπεράκτιων επιχειρήσεων» (καπιταλισμό των οφσόρ) -με την κυριολεκτική σημασία πως οι πολυεθνικές επιχειρήσεις κι οι τράπεζες σταδιακά «εντειχίστηκαν» μέσα σε ένα δίκτυο από φορολογικούς παραδείσους και υπεράκτια χρηματοοικονομικά κέντρα που προσεκτικά έχτιζαν για την ασυλία τους. Αλλά η έννοια «υπεράκτια» μπορεί να διαβαστεί και μεταφορικά, με την έννοια πως οι οικονομικές και χρηματιστηριακές δομές έγιναν σταδιακά τόσο αφηρημένες και τεχνικές, ώστε αποκόπηκαν από κάθε πραγματικότητα της οικονομίας, ξεκόπηκαν εντελώς από την κοινωνία.
Αυτή η μορφή καπιταλισμού ξεκίνησε τη δεκαετία του '70, αρχικά στο περιθώριο του συστήματος. Πολυεθνικές επιχειρήσεις και τράπεζες άρχισαν κάθε τόσο να επεκτείνονται και να μεγεθύνονται, χάρη στους φορολογικούς παραδείσους. Τα «τρομερά παιδιά» των χρηματοοικονομικών (τα «αδερφάκια» των συνομηλίκων τους, που την ίδια εποχή πειραματίζονταν με τους μικροϋπολογιστές) ανάπτυξαν οικονομικά εργαλεία, που μετέτρεπαν κάθε είδους αγαθά και υπηρεσίες σε τραπεζοπιστωτικά και χρηματοοικονομικά «προϊόντα», που στη συνέχεια γίνονταν αντικείμενο συναλλαγής στις υπεράκτιες αγορές.
Αυτή η υπεράκτια διάσταση σύντομα άρχισε να έχει επιπτώσεις στον πραγματικό κόσμο. Έως τότε, τα κράτη-έθνη ήλεγχαν πλήρως τα οικονομικά τους και τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες. Αυτό όμως άλλαξε. Η ύπαρξη υπεράκτιων φορολογικών παραδείσων άσκησε φοβερές πιέσεις στα εθνικά τραπεζικά συστήματα να απορρυθμιστούν και να «απελευθερωθούν». Από την άλλη, οι «εθνικές» τράπεζες επιχείρησαν απελπισμένα να ελέγξουν και να ρυθμίσουν τις νέες διεθνοποιημένες αγορές, που εξορμούσαν από τους υπεράκτιους παραδείσους τους. Αλλά η μάχη ήταν άνιση: σε ολόκληρο τον βιομηχανικό δυτικό κόσμο, οι κυβερνήσεις παραιτήθηκαν από τις ρυθμιστικές τους εξουσίες και επέτρεψαν στα υπεράκτια χρηματοοικονομικά να «ξεπλύνουν» και να «ξεκάνουν» τις οικονομίες τους.
Τα επόμενα τριάντα χρόνια, τα υπεράκτια χρηματοοικονομικά (και οι επιχειρήσεις που βάσιζαν τη μεγέθυνσή τους σε αυτά) επέβαλαν την κυριαρχία τους στις «εθνικές» οικονομίες. Από τη στιγμή που μπορούσαν να βασιστούν στα υπεράκτια τραπεζοπιστωτικά ιδρύματα, οι μεγάλες επιχειρήσεις ασκήθηκαν στο πώς να χρησιμοποιούν τους φορολογικούς παραδείσους ώστε να διαφυλάττουν τα κέρδη τους και να επεκτείνονται ακόμα περισσότερο. Ενώ τα κέρδη τους αυξάνονταν, το μερίδιό τους στα εθνικά φορολογικά έσοδα διαρκώς μειωνόταν.
Ακόμα και σήμερα, δε μοιάζει να υπάρχει καμία διάθεση περιορισμού αυτής της διάστασης του υπεράκτιου καπιταλισμού.
Οι οικονομικές περίοδοι, όπως εξάλλου και οι πολιτιστικές, περνούν κάθε τόσο από φάσεις υπερβολής, που χαρακτηρίζονται από αφθονία και μία κλίση προς την τρυφηλότητα. Η ύστερη άνθηση του υπεράκτιου καπιταλισμού συνοδεύτηκε από μια σειρά παρακμιακών και θανατηφόρων φαινομένων. Τα «κερδοσκοπικά κεφάλαια», τα «πιστωτικά παράγωγα» και τα «παράγωγα πιστωτικού κινδύνου», όλα τους συμβόλιζαν την αυξανόμενη αποστασιοποίηση της οικονομίας από την κοινωνία, έως ότου κάθε σχέση μεταξύ τους καταργήθηκε, και τα δύο διαχωρίστηκαν πλήρως.
Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια σφραγίστηκαν από την συνεχή έπαρση του λάβαρου του υπεράκτιου καπιταλισμού, των «κερδοσκοπικών κεφαλαίων». Αυτά τα ιδιωτικά και κλειστά κλαμπ, σχετικώς αποδεσμευμένα από κάθε ρύθμιση και εποπτεία στις υπεράκτιες έδρες τους, επέτρεπαν στα εύπορα μέλη τους να μεταφέρουν τα λεφτά τους και να τα «τζογάρουν» σε συγκεκριμένες (και προβλέψιμες, όπως τουλάχιστο πίστευαν) χρηματοοικονομικές διακυμάνσεις κάθε είδους αγαθών και προϊόντων που ανταλλάσσονταν στις διεθνείς αγορές (μετοχών, ομολόγων, συναλλαγμάτων και όλων τα περίεργων προϊόντων που απέρρεαν από αυτά).
Τα κερδοσκοπικά κεφάλαια επιτέθηκαν σε οτιδήποτε κινιόταν στις αγορές, «στραγγάλισαν» επιχειρήσεις και ταπείνωσαν κρατικές επιχειρήσεις, αναγκάζοντάς τες να γονατίσουν εμπρός τους. Όταν όμως έβαλαν στο μάτι τις τράπεζες, υπονόμευσαν το ίδιο το μέσο των ληστρικών τους επιχειρήσεων, τα δισεκατομμύρια των δολαρίων που τους δάνειζαν οι τράπεζες για να κάνουν τα παιχνίδια τους.
Γιατί ο υπεράκτιος καπιταλισμός τράφηκε από τα φαινομενικά απεριόριστα αποθέματα φθηνού χρήματος και χρηματοοικονομικών πόρων του κόσμου.
Οπότε δεν πρέπει να μας προκαλεί κατάπληξη που κάποια στιγμή η ρευστότητα «στέγνωσε» και το σύστημα «μπλόκαρε». Κι αυτό που οδήγησε στο «στέγνωμα» της ρευστότητας ήταν η πλήρης και παράδοξη αποκοπή του κόσμου του υπεράκτιου καπιταλισμού από τον τούβλινο και ασβεστωμένο κόσμο της «πραγματικής οικονομίας» -από τα σπίτια του κόσμου.
Όπως γνωρίζουμε πλέον, οι υποθήκες αυτών των σπιτιών πωλούνταν σε τράπεζες, ως τμήματα περίπλοκων παράγωγων, που με τη σειρά τους μετατρέπονταν σε νέα παράγωγα, μεταπωλούνταν αλλού, κ.ο.κ. έως ότου κανείς πια δε γνώριζε σε τι ακριβώς αναφερόταν το χρηματοοικονομικό του παράγωγο. Αυτή η «δουλειά» των ενυπόθηκων ομολόγων συνηθέστατα έδρευε στους υπεράκτιους «παραδείσους», ώστε να επωφελείται από την ευνοϊκή φορολογία, τη «χαλαρή» εποπτεία και να «κρύβονται» οι συμφωνίες της από τα λογιστικά βιβλία των τραπεζών. Εξ ου και η αγορά τροφοδοτούνταν και η φούσκα μεγάλωνε και μεγάλωνε, έως ότου -όπως κάθε φούσκα- έσκασε.
Φθάνοντάς στα όριά του, ο υπεράκτιος καπιταλισμός κατέρρευσε. Αλλά η χρεοκοπία του δεν μπόρεσε να παραμείνει πέραν των ακτών. Έφτασε παντού, με τη μορφή κατασχέσεων, απολύσεων και επιχειρήσεων που κλείνουν η μία μετά την άλλη• το κόστος του υπεράκτιου κυκεώνα μετακυλίσθηκε τελικά στην κοινωνία και τους φορολογουμένους, που κατέληξαν να επωμισθούν το άχθος της αποτυχίας του.
Η εμπειρία του Σοπενχάουερ στις οικονομικές καταρρεύσεις του καιρού του, τον οδήγησε στο μακάβριο συμπέρασμα πως ο κόσμος είναι ένα μέρος όπου προκειμένου να επιβιώσουν, οι άνθρωποι κατασπαράσσουν καθημερινά ο ένας τον άλλο. Μάλλον είχε αναγνωρίσει αυτές τις συμπεριφορές στον μοχθηρό, ανηλεή καπιταλισμό του καιρού του -καθώς και, εδώ που τα λέμε, του υπεράκτιου καπιταλισμού που μας αποχαιρετά αυτές τις μέρες.
Ήρθε σίγουρα ώρα να πιάσουμε στεριά, μια και καλή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου