Ως παράνομη διακίνηση και εμπορία ανθρώπων (trafficking) ορίζεται στο διεθνές δίκαιο η στρατολόγηση, μεταφορά, υπόθαλψη ή αποδοχή προσώπων, που γίνεται με απειλή ή άσκηση βίας ή άλλες μορφές εξαναγκασμού, απαγωγής, απάτης ή κατάχρησης εξουσίας ή χρησιμοποίηση μιας ιδιαίτερα ευάλωτης θέσης, με σκοπό την εκμετάλλευση αυτών των προσώπων από ένα άλλο πρόσωπο. Στον όρο εκμετάλλευση περιλαμβάνεται τουλάχιστον η εκμετάλλευση της πορνείας άλλων ή άλλες μορφές σεξουαλικής εκμετάλλευσης, η αναγκαστική εργασία, η δουλεία και οι παρεμφερείς πρακτικές και η αφαίρεση οργάνων. (1)
Η παράνομη εμπορία και διακίνηση γυναικών με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση, την αναγκαστική εργασία, τον αναγκαστικό γάμο και γενικότερα άλλες μορφές σύγχρονης δουλείας είναι μέρος του γενικότερου φαινομένου της παράνομης εμπορίας και διακίνησης ανθρώπων. Ειδικότερα το trafficking γυναικών με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση έχει αποτελέσει αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης πρώτον γιατί αποτελεί ίσως την πιο διαδεδομένη μορφή του trafficking στο δυτικό κόσμο - και στη χώρα μας - και δεύτερον γιατί υπάρχουν πτυχές του φαινομένου, ιδιαίτερα σε σχέση με τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων των θυμάτων, οι οποίες σχετίζονται άμεσα με το φύλο τους. Το trafficking των γυναικών είναι με άλλα λόγια μια από τις σύγχρονες μορφές βίας κατά των γυναικών.
Μια ματιά στην πραγματικότητα
Κάθε χρόνο, εκατομμύρια άντρες, γυναίκες και παιδιά διακινούνται σε συνθήκες που ισοδυναμούν με σύγχρονη δουλεία. Ανάμεσά τους εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες και κορίτσια παρασύρονται, εξαπατώνται ή εξαναγκάζονται στην πορνεία και σε άλλες μορφές σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Παρά τις αυξανόμενες προσπάθειες για την καταπολέμησή του, το trafficking με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση εξακολουθεί να υπάρχει και μάλιστα να λαμβάνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις.
Aν και τα στατιστικά στοιχεία σε σχέση με τον αριθμό των γυναικών που διακινούνται ανά τον κόσμο δεν είναι ενημερωμένα, οι ειδικοί εκτιμούν ότι είναι αυξανόμενος, ενώ το ίδιο ισχύει και για τα κέρδη των διακινητών (2). Επιπλέον, η διακίνηση και εμπορία διαπράττεται σχεδόν αποκλειστικά από διεθνή κυκλώματα οργανωμένου εγκλήματος, τα οποία συνεργάζονται πολλές φορές «επιτυχώς» με τις διωκτικές αρχές.
Το trafficking δε συνεπάγεται απαραίτητα και πέρασμα συνόρων, αλλά τα θύματα μπορεί και να διακινούνται μέσα στα όρια μιας χώρας. Οι δρόμοι και οι τρόποι του αλλάζουν αδιάκοπα. Το κυρίαρχο σχήμα όμως εξακολουθεί να είναι το εξής: χώρα προέλευσης, χώρα transit και χώρα υποδοχής. Οι δρόμοι του trafficking ταυτίζονται συχνά με τους δρόμους της μετανάστευσης. Παραδοσιακές χώρες προέλευσης διακινούμενων γυναικών είναι ιδίως η Αλβανία, το Αφγανιστάν, το Βιετνάμ, η Βιρμανία, η Βουλγαρία, η Ινδία, η Ινδονησία, η Καμπότζη, η Κίνα, η Κολομβία, η Κροατία, η Λετονία, η Λευκορωσία, η Λιθουανία, το Μέξικο, το Μπανγκλαντές, το Νεπάλ, η Ουγγαρία, η Ουκρανία, το Πακιστάν, η Πολωνία, η Ρουμανία, η Ρωσία, η Σλοβακία, η Ταϊλάνδη, η Τζαμάικα, οι Φιλιππίνες κλπ. Χώρες προορισμού είναι, μεταξύ άλλων, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Αυστραλία, η Ελβετία, τα Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα, οι Η.Π.Α, η Ιαπωνία, το Ισραήλ, ο Καναδάς, η Κύπρος, το Ντουμπάι, η Τουρκία, κ.ά.
Οι διακινητές χρησιμοποιούν πολλές μεθόδους για τη μεταφορά των θυμάτων. Πολλές γυναίκες εισέρχονται νόμιμα στις χώρες υποδοχής, με τουριστικές ή φοιτητικές θεωρήσεις εισόδου (visas), ή με άδεια παραμονής και εργασίας ως καλλιτέχνιδες. Συχνότερα οι γυναίκες εισέρχονται παράνομα ή με πλαστά έγγραφα, με την ανοχή ή και τη συνέργια των διωκτικών αρχών.
Trafficking, μετανάστευση και συναίνεση
Δε μπορεί κανείς να μιλήσει για το trafficking χωρίς να εξετάσει τη σχέση του με τη μετανάστευση και ιδιαίτερα - σχετικά με τις γυναίκες - την ολοένα αυξανόμενη «γυναικεία» μετανάστευση. Η παράνομη διακίνηση είναι και αυτή μια μορφή μετακίνησης, εκείνο όμως που αλλάζει σε σχέση με τη μετανάστευση είναι η έλλειψη συναίνεσης του μετακινούμενου.
Στις αναπτυσσόμενες χώρες όπου οι οικονομικές συνθήκες είναι δύσκολες, οι ευκαιρίες για τις γυναίκες είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Έτσι, η αναζήτηση δουλειάς σε μια άλλη χώρα καθίσταται απαραίτητη για την επιβίωση όχι μόνο της επίδοξης μετανάστριας αλλά και της οικογένειάς της. Σε αυτό το πλαίσιο, το να αποτρέψει μια οικογένεια το κορίτσι από τη μετανάστευση αποτελεί πλέον πολυτέλεια.
Οι διακινητές εμφανίζονται ως καλοθελητές προκειμένου να διευκολύνουν τη μετακίνηση των επίδοξων μεταναστριών. Βάζουν αγγελίες για δουλειές σε μια άλλη περιοχή ή μια άλλη χώρα, στις οποίες πολλές κοπέλες ανταποκρίνονται, ελπίζοντας να βρουν μια δουλειά που θα τους εξασφαλίσει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης.
Σε αυτό το σημείο ανακύπτει και το κρίσιμο ζήτημα της συναίνεσης του μετακινούμενου. Όπως είδαμε παραπάνω, trafficking με συναίνεση του θύματος δε νοείται. Έτσι, πολλοί αναρωτιούνται: οι γυναίκες αυτές δεν επιδίωκαν να βγουν από τη χώρα τους; Δε γνώριζαν άραγε ότι θα εισέλθουν παράνομα σε μια άλλη χώρα; Και τέλος, δεν ήξεραν, ή τουλάχιστον δεν υποψιάζονταν ότι θα εργαστούν στην αγορά του σεξ; Δεν είχαν κατά ένα τρόπο συναινέσει σε αυτό;
Σύμφωνα με έρευνες που έχουν γίνει (3), ορισμένες από τις διακινούμενες γυναίκες δεν έχουν απολύτως καμία ιδέα πού πηγαίνουν και τι είδους δουλειά θα κάνουν. Μία δεύτερη κατηγορία γυναικών υποψιάζεται ότι προορίζεται για την αγορά του σεξ και τελικά εξαναγκάζεται να εισέλθει εκεί, χωρίς να έχει προηγουμένως συμφωνήσει, γιατί δεν έχει άλλη επιλογή. Μια τρίτη κατηγορία γνωρίζει τι δουλειά θα κάνει, αλλά δε γνωρίζει επακριβώς τις συνθήκες. Σε καμία από αυτές τις περιπτώσεις δε μπορούμε να μιλήσουμε για συναίνεση του θύματος. Γιατί ακόμα κι αν δεχτούμε ότι η γυναίκα συμφώνησε να μεταναστεύσει, να εισέλθει και να εργαστεί παράνομα σε μια χώρα, ακόμα και να εκδοθεί, δε μπορούμε να ισχυριστούμε ότι συναίνεσε στις συνθήκες δουλείας στις οποίες ζει - συχνότατα και υλικά άθλιες - , στην εξαντλητική εκπόρνευσή της, στην απόλυτη οικονομική εξάρτηση από τον εκμεταλλευτή της, στη στέρηση της ελευθερίας της κυκλοφορίας και στη μεταχείρισή της ως αντικειμένου συνεχών αγοραπωλησιών και μετακινήσεων.
Όταν τελικά οι γυναίκες μάθουν σε ποια ακριβώς κατάσταση έχουν περιέλθει και θα συνεχίσουν να βρίσκονται, δε μπορούν να ξεφύγουν από τον κύκλο εκμετάλλευσης: η βία ή οι απειλές βίας είναι το συχνότερο μέσο που χρησιμοποιούν οι διακινητές για να κρατήσουν τις διακινούμενες γυναίκες υποδουλωμένες. Ιδιαίτερα ο βιασμός και άλλες μορφές σεξουαλικής βίας χρησιμοποιούνται για να τις κάμψουν σωματικά, συναισθηματικά και ηθικά και να επιτύχουν την εξαναγκαστική συμμόρφωσή τους. Δε μπορεί συνεπώς να συναχθεί μεταγενέστερη συναίνεση των θυμάτων.
Σε περίπτωση βέβαια που υπάρχουν γυναίκες οι οποίες εν πλήρη συνειδήσει αποφασίζουν να μεταναστεύσουν σε μια χώρα με σκοπό να εκδοθούν, έχουν απόλυτο έλεγχο των εσόδων τους και απολαμβάνουν της ελευθερίας της κυκλοφορίας, δεν πρόκειται για θύματα trafficking.Ενδεχομένως, λοιπόν, σε μια χώρα όπου η πορνεία αναγνωρίζεται ως επάγγελμα, ρυθμίζεται και ελέγχεται, και όπου ο μεταναστευτικός νόμος προβλέπει την είσοδο αλλοδαπών στη χώρα για εργασία, η παραχώρηση αδειών παραμονής και εργασίας σε αλλοδαπούς και αλλοδαπές με άδεια εργασίας ως εκδιδόμενα πρόσωπα να μείωνε σημαντικά την παράνομη διακίνηση προσώπων με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση, αφού θα περιόριζε το ρόλο των μεσαζόντων. Αν δε ο ίδιος μεταναστευτικός νόμος - και ο τρόπος που εφαρμόζεται - τους επιτρέπει να εισέλθουν σε αυτή τη χώρα και να ασκήσουν σε αξιοπρεπείς συνθήκες ένα άλλο επάγγελμα, πόσες τελικά γυναίκες θα αποφάσιζαν να μεταναστεύσουν για να εκδοθούν;
Η σχέση του trafficking με τη μεταναστευτική πολιτική των χωρών υποδοχής είναι λοιπόν άμεση. Οι σκληροί μεταναστευτικοί νόμοι ευνοούν το ρόλο των μεσαζόντων που βοηθούν την καταπάτηση τους και θέτουν συχνά τις ευάλωτες κατηγορίες των υποψήφιων μεταναστών σε ακόμα δυσχερέστερη θέση.
Μέτρα αντιμετώπισης: καταστολή του εγκλήματος και προστασία των θυμάτων
Επιπλέον, οι ίδιοι οι μεταναστευτικοί νόμοι αποτελούν ένα μέσο πίεσης στα χέρια των διακινητών για τον εξαναγκασμό των διακινούμενων γυναικών. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα θύματα του trafficking είναι αλλοδαπές που βρίσκονται παράνομα στη χώρα υποδοχής, ενώ τα ταξιδιωτικά τους έγγραφα, αν έχουν, βρίσκονται στην κατοχή των εκμεταλλευτών τους. Οι μεταναστευτικοί νόμοι δεν προβλέπουν εξαιρέσεις για τις παράνομες αλλοδαπές που είναι θύματα trafficking. Τα θύματα, όταν εντοπίζονται, συλλαμβάνονται, κρατούνται και απελαύνονται, χωρίς να τους παρασχεθεί οποιαδήποτε νομική, ψυχολογική, ιατρική ή υλική στήριξη. Ακόμα σπανιότερα υπάρχει νομοθετικό πλαίσιο που να προβλέπει τη δυνατότητα παραμονής τους στη χώρα υποδοχής. Συνεπώς, τα θύματα διακίνησης δε ζητούν τη βοήθεια της αστυνομίας από φόβο μη συλληφθούν, κρατηθούν και απελαθούν. Έτσι, αναπαράγεται ο κύκλος εκμετάλλευσης τους, αποκλείεται η δυνατότητα καταγγελίας και δυσχεραίνεται η εξάρθρωση των κυκλωμάτων από τις διωκτικές αρχές.
Μια σύμφωνη με τις Διεθνείς Συμβάσεις αλλά και παράλληλα αποτελεσματική νομοθεσία για την καταπολέμηση του trafficking πρέπει να συνδυάζει την κατασταλτική προσέγγιση με αυτήν της προστασίας των δικαιωμάτων των θυμάτων. ’μεση είναι κατά πρώτον η ανάγκη για ποινικοποίηση του trafficking και μάλιστα κατά τέτοιον τρόπο που να τιμωρούνται όλοι οι συμμετέχοντες στη αλυσίδα της εκμετάλλευσης (4), από τον πρώτο που προσέγγισε το θύμα μέχρι τον τελευταίο «αποδέκτη» του θύματος, συνοδευόμενη από την απαραίτητη δράση από την πλευρά των διωκτικών οργάνων για την εφαρμογή της νομοθεσίας και την εξάρθρωση των κυκλωμάτων διακίνησης. Εδώ φυσικά προκύπτει και η ανάγκη για διεθνή συνεργασία, αλλά και για πάταξη της διαφθοράς στις διωκτικές αρχές. Κατά δεύτερον, το Κράτος έχει την υποχρέωση να λάβει υπόψη την ευάλωτη θέση στην οποία βρίσκεται το θύμα διακίνησης και να δράσει για την άρση των παραβιάσεων των δικαιωμάτων του. Επιβάλλεται, λοιπόν, η παροχή αρωγής στα θύματα εμπορίας και διακίνησης - που βγαίνουν από τον κύκλο της εκμετάλλευσης - για τη στέγαση, τη διατροφή, την περίθαλψη και την ψυχολογική υποστήριξή τους, για την εκπαίδευση και την επαγγελματική κατάρτισή τους. Παράλληλα, πρέπει να προβλέπεται ο ασφαλής επαναπατρισμός τους με σεβασμό της αξιοπρέπειάς τους και εφόσον δηλώσουν ρητά ότι τον επιθυμούν. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το θύμα διακίνησης δεν έχει τη δυνατότητα να καλύψει τα έξοδα του επαναπατρισμού του, ενώ πολλές φορές τα ταξιδιωτικά του έγγραφα βρίσκονται στα χέρια των διακινητών. Τέλος, απαραίτητη κρίνεται η δυνατότητα παραμονής του θύματος στη χώρα υποδοχής, ακόμα και αν αυτό δε βρισκόταν νόμιμα στη χώρα, εφόσον δεν επιθυμεί να επαναπατριστεί. Είναι κατανοητό ότι πολλές φορές το θύμα δε μπορεί να επιστρέψει στη χώρα προέλευσης, είτε γιατί κινδυνεύει να ξαναπέσει στα χέρια των κυκλωμάτων διακίνησης, είτε γιατί θα απορριφθεί από το κοινωνικό σύνολο.
Ο πελάτης
Τέλος, πολλά έχουν ειπωθεί για την ευθύνη του χρήστη υπηρεσιών αναγκαστικής πορνείας και τη συνεισφορά του στη συντήρηση των κυκλωμάτων εκμετάλλευσης. Σε αυτό το σημείο ενδιαφέροντα είναι τα στοιχεία που αφορούν τη χώρα μας, όπου σήμερα βρίσκονται περίπου 20.000 αναγκαστικά εκδιδόμενες γυναίκες και όπου το ένα τρίτο των σεξουαλικά ενεργών Ελλήνων ανδρών να κάνουν χρήση αυτών των υπηρεσιών (5).
Η μεγάλη ζήτηση των πορνικών υπηρεσιών μας βάζει σε σκέψεις για την εικόνα της γυναίκας στη σύγχρονη κοινωνία. Αφενός, στις ανεπτυγμένες τουλάχιστον χώρες, τα δικαιώματα της γυναίκας αναγνωρίζονται και γίνονται ως ένα βαθμό σεβαστά στην πράξη. Το πρότυπο της γυναίκας υποδουλωμένης στον άντρα έχει σχεδόν εκλείψει. Στις ίδιες, όμως, χώρες, οι οποίες είναι χώρες υποδοχής θυμάτων διακίνησης, η ύπαρξη μιας ομάδας γυναικών που χρησιμοποιούνται ως αντικείμενα και δεν έχουν κανένα δικαίωμα αναπληρώνει αυτόν τον παλιό γυναικείο ρόλο και δεν ενοχλεί κανέναν. Θεωρείται μάλιστα και επιθυμητή από πολλούς - άντρες - ως «δυνατότητα εκτόνωσης του ανδρικού πληθυσμού». Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι αυτός ο ρόλος επιφυλάσσεται πλέον στις αλλοδαπές, πράγμα το οποίο φανερώνει επίσης πολλά και για την εικόνα του ξένου στη σύγχρονη κοινωνία.
Προτάσεις έχουν γίνει για την ποινικοποίηση της συμπεριφοράς του χρήστη υπηρεσιών αναγκαστικής πορνείας - και είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι πελάτες, ιδίως στις κλειστές κοινωνίες, είναι σε θέση να γνωρίζουν σε ποιες συνθήκες εκδίδονται οι αλλοδαπές γυναίκες - γιατί αυτός είναι ο τελευταίος κρίκος της αλυσίδας εκμετάλλευσης, ασκεί ο ίδιος βία στο θύμα και τροφοδοτεί τα κυκλώματα εμπορίας και διακίνησης. Πέρα από τη συμβολική της αξία, η ποινικοποίηση της χρήσης υπηρεσιών θα αποθαρρύνει ενδεχομένως τους επίδοξους πελάτες και θα οδηγήσει στην αποδυνάμωση των κυκλωμάτων διακίνησης. Μείωση της ζήτησης, όμως, θα σημειωθεί μόνο με την αλλαγή της νοοτροπίας και μάλλον ο δρόμος αυτός παραμένει ακόμα αρκετά μακρύς.
Ελένη Πετρουλά
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Ίδρυμα Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Σχολιασμός του σχεδίου νόμου για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και την αρωγή στα θύματα εγκλημάτων οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, Ιανουάριος 2002.2. Tάσος Τέλλογλου, Τα αξιοσέβαστα πρόσωπα της πορνείας, Το Βήμα, 16 Δεκεμβρίου 2001.3. R. Coomaraswamy, Report of the Special Rapporteur on Violence Against Women, its Causes and Consequences, on Trafficking in Women, Women's Migration and Violence Against Women, submitted in accordance with Commission on Human Rights Resolution 1997/44, UN Doc. E/CN.4/2000/68, 29 February 2000.4. A. Gallagher, Human Rights and the New UN Protocols on Trafficking and Migrant Smuggling: A Preliminary Analysis, Human Rights Quarterly, Volume 24, Number 4, November 2001, The John Hopkins University Press.5. Global Alliance Against Trafficking in Women/Foundation Against Trafficking in Women/International Human Rights Law Group, Human Rights Standards for the Treatment of Trafficked Persons, January 1999.6. Human Rights Watch, Memorandum of Concern: Trafficking of Migrant Women for Forced Prostitution into Greece, July 2001.7. International Human Rights Law Group, UN Protocol to Prevent, Suppress and Punish Trafficking in Persons, Especially Women and Children, supplementing the UN Convention Against Τransnational Οrganised Crime and Relevant Sections of the UN Convention Against Transnational Organised Crime Annotated, December 2001.8. Organisation for Security and Co-Operation in Europe, ODIHR Background Paper 1999/3, Trafficking in Human Beings: Implications for the OSCE, September 1999.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Πρωτόκολλο στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνώς Οργανωμένου Εγκλήματος, για την Πρόληψη, Κταστολή και Τιμωρία της Παράνομης Εμπορίας και Διακίνησης Προσώπων, ιδιαίτερα Γυναικών και Παιδιών (UN Protocol to Prevent, Suppress and Punish Trafficking in Persons, Especially Women and Children, Supplementing the UN Convention Against Transnational Organised Crime, UN Doc. A/RES/55/25). Το Πρωτόκολλο αυτό έχει υπογραφεί αλλά δεν έχει επικυρωθεί από την Ελλάδα.2. Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης, το 2000, περίπου 700.000 γυναίκες ήταν θύματα παράνομης διακίνησης και εμπορίας με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση.3. Έκθεση της Ειδικής Εισηγήτριας της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών για την βία κατά των γυναικών, UN Doc. E/CN.4/2000/68, σ.124. Βλ. παραπάνω τον ορισμό του trafficking στο διεθνές δίκαιο.5. Τα στοιχεία αυτά έχουν συγκεντρωθεί από τον κοινωνιολόγο Γ. Λάζο μετά από πολυετή έρευνα και θα δημοσιευτούν σύντομα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου