του Μελέτη Μελετόπουλου
Από το συνέδριο της Κορίνθου (336 π.Χ.), όταν ο Αλέξανδρος ανακηρύχθηκε αρχιστράτηγος των Ελλήνων, μέχρι την τέταρτη σταυροφορία το I204, ο χώρος της ανατολικής Μεσογείου παρέμενε συμπαγής και ενιαίος πολιτικά.
Η διάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (όπως συμβατικά αποκαλούμε τη Ρωμανία) από τις σταυροφορικές ορδές και ο διαμελισμός του αχανούς βυζαντινού κράτους σε φεουδαλικά κρατίδια συνδυάσθηκε με την συγκρότηση ανεξάρτητων ηγεμονιών από διάφορες σλαβικές εθνότητες (Βούλγαροι, Σέρβοι κ.λπ.).
Ταυτόχρονα, η Ενετία κατέλαβε την περιφέρεια του βυζαντινού κόσμου: Επτάνησα, Κρήτη, Κύπρο και ορισμένες παραλιακές πόλεις της δυτικής Ελλάδας.
Η ανασύσταση του βυζαντινού κράτους από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο το 1261 δεν οδήγησε στην επανενοποίηση του ευρύτερου βαλκανικού-ανατολικομεσογειακού χώρου.
Το ύστερο Βυζάντιο των Παλαιολόγων ήταν μία διαρκώς συρρικνούμενη σκιά του παλαιού ένδοξου εαυτού του, βαλλόμενη από τα κρατίδια που το περιέβαλαν και μετά το 1361, που οι Τούρκοι πέρασαν με πρόσκληση βυζαντινού αυτοκράτορα (!) στην Καλλίπολη, άρχισε και η αντίστροφη μέτρηση.
Ή άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453 και η κατάκτηση της Μέσης Ανατολής και των Βαλκανίων από τους Οθωμανούς Τούρκους επανενοποίησε, βεβαίως υπό άλλους όρους, τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου.
Τώρα επρόκειτο για ένα ασιατικό, βάρβαρο και υπανάπτυκτο κράτος, σε αντίθεση με το εξελιγμένο για τα μεσαιωνικά δεδομένα, οικονομικά και πολιτιστικά ανεπτυγμένο Βυζάντιο.
Σχετικά σύντομα -τα κρίσιμα γεγονότα ήσαν η ναυμαχία της Ναυπάκτου το Ι57Ι, οι δύο αποτυχημένες πολιορκίες της Βιέννης τον Ι7ο αιώνα και η ρωσική επέλαση προς νότον ήδη από τον Μεγάλο Πέτρο (Pyotr Alexeyevich Romanov)- επήλθε η παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το 1700 είχαν ήδη ολοκληρωθεί οι εσωτερικές και διεθνείς προϋποθέσεις της διάλυσής της.
Η δύση ήταν παγκόσμιος κυρίαρχος, η Ρωσία πανίσχυρη και τα οθωμανικά όπλα είχαν αρχαιολογική αξία μπροστά στα τεχνολογικά εξελιγμένα των ευρωπαϊκών στρατών.
Αλλά η τουρκοκρατία έλαβε παράταση λόγω του διεθνούς συστήματος των «μεγάλων δυνάμεων», οι οποίες αντιλαμβάνονταν ό- τι το διακύβευμα, δηλαδή η κατοχή των στενών του Βοσπόρου, η κατοχή των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής, ήταν τεράστιο και επομένως καμία δύναμη δεν επέτρεπε σε κάποια άλλη να το εισπράξει, εν μέρει ή εν συνόλω.
Επομένως, εφ' όσον υφίστατο διαφωνία σχετικά με τη διανομή, αναγκαστικά όλοι συμφωνούσαν στην αρχή «μη θίγετε τα κακώς κείμενα».
Έτσι σχηματίσθηκε το περίφημο δόγμα της «ακεραιότητος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας». Ολόκληρο τον 19ο αιώνα η Τουρκία ήταν ο «μεγάλος ασθενής», το σάπιο πλέον εσωτερικά κράτος, που οι Μεγάλες Δυνάμεις απομυζούσαν οικονομικά, έχοντας επιβάλει αποικιακό καθεστώς διομολογήσεων, δηλαδή οικονομικού ελέγχου.
Ταυτόχρονα, οι υπόδουλοι Έλληνες συνήλθαν σταδιακά από την συμφορά του 1453, ανέκαμψαν οικονομικά εκμεταλλευόμενοι τις συγκυρίες (όπως αυτή του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1770-4), αναπτύχθηκαν ξανά πνευματικά και ακολούθησαν δύο παράλληλες και φαινομενικά αντίθετες εθνικές στρατηγικές: αφ' ενός λειτούργησαν ως διοικητική μηχανή των Οθωμανών, υπουργοί εξωτερικών, κυβερνήτες των παραδουνάβιων ηγεμονιών και πρεσβευτές στην Ευρώπη· αφ' ετέρου επαναστατούσαν διαρκώς και μάλιστα με αυξανόμενη ένταση.
Ως νόμιμοι κληρονόμοι του υπόδουλου βυζαντινού κράτους, οι «ραγιάδες» Ρωμιοί διέθεταν ιστορική συνείδηση, παιδεία, οικονομική ισχύ, διεθνείς διασυνδέσεις και πολιτική εμπειρία ικανά να τους οδηγήσουν στην ανατροπή των Οθωμανών και στην ανασύσταση της ελληνικής μεσαιωνικής αυτοκρατορίας.
Αυτή είναι η βασική διαφορά μεταξύ της ελληνικής «μεγάλης ιδέας» και των βαλκανικών εθνικισμών. Ενώ Βούλγαροι, Σέρβοι, Μαυροβούνιοι, Κροάτες, Σλοβένοι, Ρουμάνοι κ.λπ. επιδίωκαν να δημιουργήσουν το δικό τους, ανεξάρτητο εθνικό κράτος στην περιοχή που κατοικούσαν, οι Έλληνες στόχευαν σε κάτι εντελώς διαφορετικό στην αναβίωση του οικουμενικού πολυεθνικού Βυζαντίου.
Στην ουσία η ελληνική «μεγάλη ιδέα» ήταν η μόνη συγκροτημένη απάντηση στο πρόβλημα που ετίθετο από την διαρκώς επικείμενη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η μεν δημιουργία εθνικών κρατών θα οδηγούσε -όπως και οδήγησε- στον κατακερματισμό του χώρου και στον αλληλοσπαραγμό των εθνοτήτων, ενώ η ανασύσταση του Βυζαντίου, που εκφράσθηκε με την «χάρτα» του Ρήγα κατά τρόπο που εξέφραζε ιδεολογικά και την πολιτική φιλοσοφία του διαφωτισμού, θα δημιουργούσε ένα νέο πλαίσιο συνύπαρξης των λαών της βαλκανικής χερσονήσου και της ανατολικής Μεσογείου, με κοινό παρονομαστή και άξονα τον ελληνικό πολιτισμό και την ορθοδοξία.
Αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβη, διότι ενώ η ελληνική επανάσταση πράγματι άρχισε με αυτήν την εμβέλεια (γι' αυτό και ξέσπασε πρώτα στη βόρεια βαλκανική, στα άλλοτε βυζαντινά σύνορα, και μετά στην νότια Ελλάδα) τελικώς επικράτησε στον Moριά και στην Ρούμελη για δύο λόγους: πρώτον, διότι εκεί υπήρχαν βουνά και, δεύτερον, διότι εκεί υπήρχε ο Κολοκοτρώνης, ο μόνος νεοέλληνας με συγκροτημένη γεωστρατηγική σκέψη και γνώση του διεθνούς περιβάλλοντος της εποχής του.
Τελικώς, δημιουργήθηκε ένα ελλαδικό κρατίδιο καχεκτικό και υπανάπτυκτο, και σε λίγο ιδρύθηκαν και τα άλλα επίσης καχεκτικά και υπανάπτυκτα κρατίδια της Σερβίας, της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας και στη συνέχεια του Μαυροβουνίου, της Αλβανίας κ.λπ., τα οποία επιδόθηκαν σε αλληλοσπαραγμό για τη διανομή των εδαφών της βαλκανικής, ενώ η Οθωμανική Αυτοκρατορία παρέμενε ακρωτηριασμένη, ως φάντασμα του παρελθόντος.
Αυτή η εξέλιξη ασφαλώς ευνοούσε την αποικιοκρατική πολιτική των «μεγάλων δυνάμεων», που προτιμούσαν φυσικά μία πανσπερμία εθνικών κρατιδίων υπανάπτυκτων και άρα εύκολα ελέγξιμων παρά ένα μεγάλο πολυεθνικό κράτος με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη.
Έτσι έμενε ανοιχτό το «ανατολικό ζήτημα».
Στις αρχές του 20ού αιώνα, η γερμανική διείσδυση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία απειλούσε την παραδοσιακή αγγλογαλλική επιρροή.
Το 1910 ο -φίλος του 'Αγγλου ανταποκριτού των «τάϊμς» Τζέιμς Μπάουρτσιερ (James David Bourchier)- Ελευθέριος Βενιζέλος ανέλαβε την εξουσία στην Ελλάδα, ο δε Μπάουρτσιερ, φίλος των βασιλέων της Ελλάδος, της Σερβίας και της Βουλγαρίας, συντόνισε τις διαπραγματεύσεις για τη σύμπτυξη της βαλκανικής συμμαχίας.
Μέσα σε λίγους μήνες η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχασε τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά της εδάφη, ενώ στη Μέση Ανατολή η οθωμανική κυριαρχία κατέρρευσε από τη δράση ενός άλλου πιο διάσημου Βρετανού πράκτορα, του συνταγματάρχη Λόρενς (Lawrence).
Το 1914 η Οθωμανική Αυτοκρατορία έκανε το λάθος να συμμαχήσει με τις Γερμανία και Αυστροουγγαρία εναντίον της δύσης. Έτσι, το 1920, με τη συνθήκη των Σεβρών διαλύθηκε και τυπικά.
Η συνθήκη των Σεβρών, όμως, δεν έδινε ολοκληρωμένη απάντηση στο πρόβλημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στην ουσία προέβλεπε τη δημιουργία, στα εδάφη της, μιας πλειάδας κρατών, κρατιδίων, προτεκτοράτων, ζωνών επιρροής, ουδετέρων εδαφών και περιοχών χωρίς καν νομικό καθεστώς (όπως το εσωτερικό της Μικράς Ασίας).
Στους Έλληνες οι σύμμαχοι έδωσαν την ψευδαίσθηση της επιστροφής στις προγονικές ιωνικές εστίες, επιτρέποντάς τους τον Μάιο του 1919 να αποβιβαστούν στη Σμύρνη, προκειμένου να μην προλάβουν να το κάνουν πρώτοι οι Ιταλοί.
Ενδοσυμμαχικές διαφωνίες, αλλά υπήρχε και κάτι βαθύτερο: ο κατακερματισμός του ανατολικο-μεσογειακού χώρου υπαγορευόταν από το ενδιαφέρον, τις αντιμαχίες και τα παζάρια για τη νέα μορφή ενέργειας που μόλις τότε είχε αρχίσει να χρησιμοποιείται μαζικά στην θέση του άνθρακα, του πετρελαίου.
Ο ελληνικός μεγαλοϊδεατισμός ήταν χρήσιμος ως εργαλείο στα χέρια των συμμάχων.
Προωθώντας τον ελληνικό στρατό προς ανατολάς, πίεζαν τον Κεμάλ (Kemal) να δεχθεί την απώλεια της πετρελαιοφόρου Μοσούλης, που θα συμπεριλαμβανόταν στο νεοσύστατο Ιράκ.
Όταν η συμφωνία μεταξύ 'Αγγλων, Γάλλων και Αμερικανών για την εκμετάλλευση των ιρακινών πετρελαίων υπεγράφη το θέρος του 1922, αμόλησαν τον εξοπλισμένο από τους δυτικούς συμμάχους της Ελλάδος Κεμάλ εναντίον του ελληνικού στρατού («ο γενναίος ελληνικός στρατός ουδέποτε ηττήθη», είπε ο Κεμάλ).
Διότι η δύση δεν χρειαζόταν ένα νέο Βυζάντιο, αλλά αλληλοσπαρασσόμενα υπανάπτυκτα -άρα εξαρτημένα- κρατίδια.
Το «ανατολικό ζήτημα» έπρεπε να μένει ανοικτό, και να λειτουργεί ως διαρκές ρευστό σώμα διαπραγμάτευσης μεταξύ των «μεγάλων δυνάμεων».
Όπως και λειτούργησε: Αγγλία, Σοβιετική Ένωση, ναζιστική Γερμανία και ΗΠΑ υπήρξαν οι βασικοί παίκτες στον χώρο των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής σε όλη την διάρκεια του 20ού αιώνα.
Τα μικρά κράτη των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής εκυβερνώντο από διεφθαρμένες κληρονομικές ολιγαρχίες, δουλοπρεπείς και υπάκουες στους ξένους προστάτες.
Οι εσωτερικές εξελίξεις προσδιορίζονταν από τις ζώνες επιρροής και τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των «μεγάλων δυνάμεων». Ολόκληροι λαοί έπεφταν θύματα διευθετήσεων και αναδιευθετήσεων.
Μπορεί κανείς να πει ότι η ευτυχέστερη περίοδος ήταν ο «ψυχρός πόλεμος», που «πάγωσε» το «ανατολικό ζήτημα» και πάταξε τις εθνικές διενέξεις εν ονόματι της διεθνούς ψυχροπολεμικής σταθερότητας.
Η Ελλάς υπέστη τα «σεπτεμβριανά» του 1955, δηλαδή την καταστροφή του κωνσταντινουπολίτικου ελληνισμού ανήμπορη να αντιδράσει, χάριν της συνοχής του NATO, εντός του οποίου υφίστατο θεωρητικά ελληνοτουρκική συμμαχική σχέση.
Αντίστοιχες παγιοποιήσεις έγιναν στην υπό σοβιετική κατοχή βόρεια βαλκανική, όπως και στην Μέση Ανατολή.
Μόλις κατέρρευσε το ψυχροπολεμικό διεθνές σύστημα, το 1990, το «ανατολικό ζήτημα», το ζήτημα δηλαδή της πολιτικής οργάνωσης των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής, επανεμφανίσθηκε, βιαιότερο από ποτέ.
Όλες οι εκκρεμότητες τέθηκαν ξανά επί τάπητος, σαν μην είχε περάσει ούτε στιγμή από τότε που συγκαλύφθηκαν εν ονόματι ευρύτερων διεθνών διευθετήσεων.
Δύο λυσσαλέοι πόλεμοι μεταξύ των λαών της πρώην Γιουγκοσλαβίας, κατακερματισμός της και διάλυσή της που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, ανάδυση του σερβικού και του αλβανικού εθνικισμού, δημιουργία τεχνητών κρατιδίων στην Βοσνία και στα Σκόπια, ζώνες επιρροής ξένων κρατών όπως οι ΗΠΑ, η Γερμανία, η Ρωσία και η Τουρκία, αναθεωρητικές και αλυτρωτικές τάσεις, εξεγέρσεις μειονοτήτων, γενικευμένη αποσταθεροποίηση στη βαλκανική, διεθνής ανταγωνισμός επί βαλκανικού εδάφους.
Σημείο αιχμής του «ανατολικού ζητήματος» είναι φυσικά (ανέκαθεν ήταν) η λεκάνη του Βοσπόρου, και ευρύτερα ο χώρος μεταξύ Αδριατικής και Ευφράτη. Ελλάς και Τουρκία, οι δύο δυνάμεις πού ελέγχουν τον γεωπολιτικά κρίσιμο αυτόν χώρο, βρίσκονται σε δομική αντιπαλότητα, που αποτελεί μόνιμο χαρακτηριστικό του «ανατολικού ζητήματος» από τον 11ο-12ο αιώνα.
Σήμερα, η μεν Ελλάδα βρίσκεται σε κατάσταση προχωρημένης εσωτερικής αποσύνθεσης και διεθνούς απαξίωσης, η δε Τουρκία σε τροχιά εμφύλιας διάσπασης και ρήξης με τη δύση.
Οι όροι αντιμετώπισης του «ανατολικού ζητήματος» από την δύση έχουν όμως μεταβληθεί: δεν πρόκειται πια για τη διατήρηση της οικονομικής και γεωστρατηγικής επιρροής του δυτικού κόσμου επί της ανατολικής Μεσογείου, μέσω του ελέγχου επί άλληλοσπαρασσομένων εθνικών κρατιδίων.
Ο γενικευμένος πόλεμος των πολιτισμών, η πυρηνική απειλή από την Περσία, το ναυάγιο του Ιράκ, η σύρραξη στον Λίβανο-Ισραήλ-Παλαιστίνη, η άνοδος του φονταμενταλισμού στα ελεγχόμενα από φιλοδυτικά καθεστώτα κράτη της Μέσης Ανατολής έχουν θέσει σε κίνδυνο όχι μόνον την επιρροή αλλά την ίδια την ασφάλεια της δύσης (Ευρώπης-ΗΠΑ).
Το πρόβλημα πλέον της δύσης δεν είναι μόνον ο έλεγχος των πετρελαϊκών αποθεμάτων, αλλά η εξαγωγή τρομοκρατίας από την Μέση Ανατολή στον δυτικό κόσμο, η πιθανότατη μαζική μετακίνηση εκατομμυρίων προσφύγων προς δυσμάς, η μετατροπή της Τουρκίας σε αντιδυτική πυρηνική δύναμη, η ασφάλεια του Ισραήλ, που κινδυνεύει να υποστεί ολοσχερή καταστροφή από μία πυρηνική σύγκρουση ή έναν γενικευμένο αραβικό πόλεμο εναντίον του.
Οι βασικοί παραδοσιακοί εταίροι της δυτικής πολιτικής έχουν καταστεί οι πιο επικίνδυνοι αντίπαλοί της: η Περσία απειλεί με πυρηνικά, η Τουρκία απειλεί με εισβολή στο μόνο δυτικό έρεισμα στην Μέση Ανατολή, το ιρακινό Κουρδιστάν, το Ιράκ έχει καταστεί η «μαύρη τρύπα» της αμερικανικής πολιτικής.
Επομένως, η δύση χρειάζεται ερείσματα με πολιτισμική αξιοπιστία και όχι «συμμάχους» που θα κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή να επιστρέψουν στις πολιτιστικές τους ρίζες, που όπως έχει αποδείξει η Ιστορία είναι ισχυρότερες από οποιαδήποτε στρατηγική συνεργασία και οικονομική αλληλεξάρτηση (όπως η Τουρκία και πιθανώς -πολύ σύντομα- η Αίγυπτος ή η Σαουδική Αραβία).
Η δύση χρειάζεται συμμάχους και όχι υποτελείς, διότι ένα υποτελές κρατίδιο δεν διαθέτει εσωτερική συνοχή, ισχύ και σθένος, εθνική αξιοπρέπεια και σταθερότητα, που απαιτούνται στις εξαιρετικά κρίσιμες σημερινές περιστάσεις, που θέτουν σε δοκιμασία όχι μόνον την κυριαρχία αλλά την ίδια την επιβίωση του δυτικού πολιτισμού.
Η δύση οφείλει λοιπόν να δημιουργήσει συμμαχίες, διότι τελείωσε η εποχή που η δυτική πολιτική εξυπηρετείτο μέσω υπανάπτυκτων δορυφόρων.
Έτσι, για την επίλυση της πιο επικίνδυνης φάσης του «ανατολικού ζητήματος», δηλαδή τη σημερινή, η δύση και ιδιαιτέρως οι ΗΠΑ, πρέπει να προχωρήσουν με επίγνωση της ιστορίας, με τόλμη και φαντασία, να αναθεωρήσουν πάγιες και προαιώνιες αρχές της πολιτικής τους και να στηριχθούν στα πραγματικά τους ερείσματα, όσο κι αν τους κοστίσει ακριβά.
Απαιτείται δηλαδή ριζική μεταβολή της δυτικής πολιτικής στον χώρο. Ήδη τον δρόμο έχει δείξει το Βατικανό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου