ΟΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΟΡΜΗΣΕΩΝ,
ΟΙ ΑΝΑΚΑΤΑΤΑΞΕΙΣ, Η ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΟΙ ΤΑΥΤΙΣΕΙΣ*
Π. ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ
Αμμες ποτ' ημεν αλκιμοι νεανίαι
Η εφηβεία είναι μια περίοδος που έχει επικρατήσει να θεωρείται "δύσκολη", με την έννοια ενός μεταβατικού σταδίου, τόσο για τους εφήβους, όσο και για τους γονείς, δασκάλους και ευρύτερα την κοινωνική ομάδα.
Για τους έφηβους, η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την ανάγκη να προσδιορίσουν την ταυτότητά τους και να επιδιώξουν την αυτονομία τους. Στο χαρακτήρα τους υπάρχουν ακόμη όλα τα στοιχεία της παιδικής τους ηλικίας, τα οποία, όμως, αρχίζουν να διαπλάθονται, προκειμένου να πλησιάσουν την εξωτερική πραγματικότητα, όπως τη βλέπει και την αντιμετωπίζει ο ενήλικας. Καθώς το άτομο βαδίζει προς την ενηλικίωση, ο παιδικός κόσμος του παραμυθιού θα πρέπει σταδιακά να εγκαταλειφθεί. Μέσα σ'αυτή την απώλεια του παιδικού κόσμου, εντάσσεται και η αρχαϊκή, παντοδύναμη γονεϊκή εικόνα που ο έφηβος θα "χάσει", καθώς θα εδραιώνει τη δική του ταυτότητα, αρνούμενος πλέον την εξάρτηση και την καθοδήγησή τους. Η αφύπνιση της σεξουαλικότητας είναι ένα άλλο βασικότατο χαρακτηριστικό της εφηβείας που θα προβληματίσει τόσο τον έφηβο, όσο και τους γονείς του.
Στο υπόβαθρο όλων αυτών των αλλαγών, θα πρέπει να σημειώσουμε τον ωριμοποιό ρόλο των φαντασιώσεων του έφηβου, αυτής της μεταβατικής λειτουργίας μεταξύ του παραμυθιού και της πραγματικότητας των ενηλίκων. Οι φαντασιώσεις αυτές, λιβιδινικές ή επιθετικές, τον βοηθούν να επεξεργαστεί τη φάση από την οποία διέρχεται, μειώνοντας τον φόβο ή αποενοχοποιούμενος, καθώς δεν έχει να αντιμετωπίσει τις απαγορεύσεις ή άλλους ανασταλτικούς παράγοντες, αλλά κινείται στον χώρο της φαντασίας.
Κοινωνιολογικές και ψυχαναλυτικές πτυχές
Η τυπική οικογένεια της εποχής μας -η πυρηνική οικογένεια των γονιών και του ενός ή των δύο παιδιών- έχει διαμορφωθεί από την κίνηση του αγροτικού πληθυσμού προς τα μεγάλα αστικά κέντρα, τον αποκλεισμό των ηλικιωμένων από το στενό οικογενειακό πλαίσιο και τη σχεδόν τέλεια εξαφάνιση -ως μητρικού υποκατάστατου- των άλλων συγγενών ή του υπηρετικού προσωπικού από τις σχετικά εύπορες οικογένειες. Στην καλύτερη μορφή της, η σύγχρονη οικογένεια αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες γιατί οι λειτουργίες της συνεχώς ελαττώνονται, τα κοινωνικά της στηρίγματα καταρρέουν και η σχετικότητα της ηθικής ολοένα και αυξάνεται. Η σχετικότητα αυξάνεται σε σχέση με τις "εντολές" ή ρυθμίσεις που εξασφάλιζε η παραδοσιακή κοινωνία. Παράλληλα, όμως, αυτή η ηθική τάξη αντικαθίσταται από μια άλλη μορφή κοινωνικού Υπερεγώ, αρχαϊκότερου, δηλαδή λιγότερο ώριμου, αυθαίρετου, δεσποτικού, άρα με λιγότερες δυνατότητες συνδιαλλαγής μ' αυτό. Η νέα μορφή Υπερεγώ, γεμάτη ασάφειες, υποχρεώνει τους γονείς σε συνεχείς και αμφίβολες επιλογές. Πρακτικά, καθένας χωριστά και οι δύο μαζί δεν ξέρουν πότε και πώς να προτείνουν πού και πότε θα απαγορεύσουν.
Η αναζήτηση και απαίτηση της γυναίκας για μια διαφορετική θέση στην οικογένεια και στην κοινωνία προκάλεσαν επιπρόσθετη σύγχυση των ρόλων των γονιών μέσα στην οικογένεια και η σύγχυση αυτή είχε και έχει, επίσης, άμεσο αντίκτυπο στα παιδιά. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η μητέρα αναπόφευκτα υποχρεώνεται να αναζητήσει ένα μητρικό ρόλο άλλης μορφής. Ο πατέρας, αντίστοιχα, υποχρεώνεται να τροποποιήσει και το δικό του ρόλο.
Ετσι, ένα χαρακτηριστικό της πυρηνικής οικογένειας που βαραίνει σημαντικά στη διαμόρφωση της εφηβείας του παιδιού, είναι το γεγονός ότι οι πρώιμες αντικειμενοτρόπες σχέσεις για το παιδί, στη σύγχρονη κοινωνία, συνήθως περιορίζονται μόνο σε δύο πρόσωπα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της έντασης τόσο στις οιδιπόδειες συγκρούσεις, όσο και στον αγώνα για να ξεπεραστούν αυτές οι συγκρούσεις στα χρόνια της πρώτης και μέσης εφηβείας. Και οι δύο γονείς, ο καθένας χωριστά, με την απώλεια του έφηβου λόγω της ενηλικίωσής του, βιώνουν συχνά φαντασιωσική απώλεια και του συντρόφου τους. Η πυρηνική οικογένεια, φαντασιωσικά ή και πραγματικά, βιώνει τη διάλυσή της σε μέρη, την απώλεια της λειτουργίας της ως κοινωνικού αστερισμού, δηλαδή τελικά ζει ή φοβάται το θάνατό της. Ολα αυτά βρίσκονται σε υψηλότερη κλίμακα εξαιτίας της σφοδρότητας των πρώιμων προσκολλήσεων και της απουσίας εναλλακτικών αντικειμένων αγάπης με τη μορφή γιαγιάδων, παππούδων, θείων, ή άλλων προσώπων.
Είναι ίσως πιθανό να εξιδανικεύονται οι μεγάλες οικογένειες των παλαιότερων γενεών, αλλά είναι φανερό ότι η απομονωμένη και συχνά ξεριζωμένη πυρηνική οικογένεια του καιρού μας περικλείει έντονους και πιθανά εκρηκτικούς δεσμούς αντικειμένου για τα παιδιά, και γεννάει μια κεντρόφυγη δύναμη για τα νεαρά της μέλη, ή αντίθετα, τα απολιθώνει με ανεπίλυτα δεσμά σε μία παθητικότητα που ακρωτηριάζει την αυτονομία τους.
Στην εφηβεία, η στενή συναισθηματική σχέση μεταξύ γονιών και παιδιού που επικρατούσε στην παιδική ηλικία αλλάζει. Η ανάγκη του έφηβου να προσδιορίσει την ταυτότητά του -προσωπική και σεξουαλική- έρχεται σε σύγκρουση με την επιθυμία (υποχρέωση) του γονιού να συνεχίσει την καθοδήγηση. Οι φιλοδοξιακές του επενδύσεις στον έφηβο για την πραγματοποίηση στόχων που ο πατέρας ή η μητέρα δεν μπόρεσαν να επιτύχουν, έρχονται στην επιφάνεια με μία ένταση συχνά εξωπραγματική. Κι έτσι, ενώ ταυτίζεται με τον έφηβο και συμμερίζεται τον αγώνα του για επιτυχίες, παράλληλα κάνει συγκρίσεις με τους δικούς του παλιούς αγώνες και, όχι σπάνια, σπρώχνει τη σχέση στην επιθετικότητα και τον ανταγωνισμό με τον έφηβο ή την έφηβη. Στον τομέα της σταδιοδρομίας, ιδιαίτερα όσον αφορά την πρόσβαση στα εκπαιδευτικά ιδρύματα (Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι.), τα πράγματα παίρνουν τώρα ένα δραματικό και πολύ συχνά καταστροφικό χαρακτήρα για τον ψυχισμό των εφήβων. Η πικρία για τη φθορά και αποτυχία των γονιών -πολλές φορές φαντασιωσική- και ο θυμός για την απόρριψη των αξιών τους και της εξουσίας τους από τον έφηβο, οδηγούν τελικά στη σύγκρουση (Σακελλαρόπουλος, 1980).
Τηρουμένων των αναλογιών, αντίστοιχες ψυχοδυναμικές διεργασίες γεννιώνται και λειτουργούν στις σχέσεις εφήβων και δασκάλων.
Σε ό,τι αφορά τη βαθύτερη ψυχολογική διεργασία κατά την εφηβεία, θα μπορούσε να αναφερθεί επίσης ότι υπολείμματα λιγότερο ή περισσότερο έντονα της αρχαϊκής εικόνας του παντοδύναμου πατέρα-θεού και του επίσης αρχαϊκού μητρικού φαλλικού αντικειμένου είναι παρόντα στο συναισθηματικό υπόστρωμα του έφηβου και αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες στην ολοκλήρωση και ωρίμανσή του. Τα συναισθήματα αυτά υπήρχαν πάντα, αλλά έγιναν εντονότερα στη σύγχρονη εποχή. Σαφέστεροι και περισσότερο παρόντες είναι φόβοι οιδιποδειακοί που απαιτούν την καταστροφή του ερωτικού ανταγωνιστή και οι οποίοι, ως περισσότερο επιφανειακοί, είναι ευκολότερο να μετατεθούν προς τα πρόσωπα των ομόφυλων ενηλίκων, όπως είναι οι δάσκαλοι ή οι δασκάλες. Ο έφηβος πιστεύει ασυνείδητα ότι η δύναμή του, η οποία έχει ήδη αρκετά αναπτυχθεί, θα ολοκληρωθεί μόνο όταν ο αντίπαλος, σύμβολο των αρχαϊκών παντοδύναμων μορφών ή του ερωτικού ανταγωνιστή, θα καταστραφεί και θα εξαφανισθεί. Πιστεύει ότι μόνο τότε θα ανοίξει ο δρόμος για την ικανοποίηση των δικών του επιθυμιών ή για την ολοκλήρωση του δικού του ρόλου ως ενήλικα.
Η "καταστροφή" αυτή του ενήλικα γίνεται σε φαντασιωσικό επίπεδο, είναι όμως δυνατόν να πάρει διαστάσεις πραγματικές. Αυτό θα εξαρτηθεί από την ένταση των συνειδητών και ασυνείδητων φόβων του έφηβου και από την αντίδραση του ενήλικα, ο οποίος με τη στάση του είναι δυνατό να ωθήσει τη σύγκρουση στο χώρο της πραγματικότητας.
Στη συνέχεια δίνεται ένα κλινικό παράδειγμα των μεταβατικών μορφών σχέσης και της επιθετικότητας του έφηβου καθώς και της αντίδρασης των προσώπων κύρους :
Νέος, μαθητής, 16 χρόνων. Εγιναν μερικές αραιές ψυχοθεραπευτικές επαφές με εκείνον και τους γονείς του. Υπήρξαν δύο στάδια στην κλινική εικόνα και γενικότερα στις διαταραχές της συμπεριφοράς του.
1ο στάδιο
Οι γονείς ζητούν να δω τον έφηβο, διότι εμφανίζει απάθεια και αδιαφορία. Στο σχολείο, η επίδοσή του είναι μέτρια, ενώ στο σπίτι δείχνει μια καθολική έλλειψη συμμετοχής σε οποιοδήποτε συναισθηματικό ή πρακτικό θέμα, όπως αναφέρουν οι γονείς. Μια διερεύνηση της οικογενειακής ζωής αποκαλύπτει ότι το βασικό πρόβλημα είναι η αμφιθυμία της μητέρας και η βαθιά και σταθερά απορριπτική στάση του πατέρα προς το παιδί, με το οποίο έχουν μεγάλη διαφορά ηλικίας. Το παιδί κατηγορεί έμμεσα τη μητέρα του για παθητικότητα ή και για συνενοχή ακόμα, στη στάση που τηρεί ο πατέρας. Ως συνέπεια, ο νέος παραιτείται από κάθε δραστηριότητα, ενώ η επιθετικότητά του προς τον πατέρα είναι κυρίως παθητική.
2ο στάδιο
Ο έφηβος κάτω από την επίδραση ορισμένων κοινωνικών παραγόντων (αντιεξουσιαστικές κυρίως ενέργειες) αρχίζει μια πολύ έντονη δραστηριότητα στο σχολείο, οργανώνοντας τις εκδηλώσεις των συμμαθητών του κ.λ.π., ενώ η επίδοσή του παραμένει σε ανεκτό επίπεδο ή μάλλον βελτιώνεται. Η διεύθυνση του σχολείου εισπράττει αυτή τη δραστηριότητα ως προσωπική επίθεση εναντίον της, αντιδρά βίαια και προσπαθεί να συντρίψει τις δραστηριότητές του. Ο έφηβος χειρίζεται σε γενικές γραμμές σωστά τις αντιδράσεις της εξουσίας και η εμπειρία αυτή έχει ωριμοποιό επίδραση πάνω του. Παράλληλα δικαιώνεται από την υποστήριξη των συμμαθητών του, ορισμένων καθηγητών και του πατέρα του ο οποίος ευθυγραμμίζεται απόλυτα με το παιδί, εγκαθιστώντας έτσι μια συναισθηματική επαφή ποιότητας μαζί του.
Το παιδί με τις ανακατατάξεις και τους διορθωτικούς μηχανισμούς του Εγώ, που λειτουργούν τόσο έντονα στην εφηβεία, παροχέτευσε σε μια ικανοποιητική δραστηριότητα την παθητική επιθετικότητα που παρουσίαζε προηγουμένως.
Φαντασιωσική και πραγματική επιθετικότητα του έφηβου
Η πραγματική, έκδηλη επιθετικότητα του έφηβου είναι ένα μείζον πρόβλημα της σύγχρονης οικογένειας και κατ'επέκταση της κοινωνικής μας ζωής. Ως κύριο χαρακτηριστικό της εφηβικής περιόδου, η έντονη επιθετικότητα προς τα πρόσωπα του οικογενειακού περιβάλλοντος μετατίθεται και προς τους δασκάλους μέσα στα πλαίσια της μεταβιβαζόμενης συναισθηματικής σχέσης από τους γονείς προς αυτούς.
Η επιθετικότητα αποτελεί θεμελιακό στοιχείο της συμπεριφοράς, με μερικά ίσως ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στην περίπτωση του έφηβου, τα οποία άλλωστε δεν αφορούν μόνο την επιθετικότητα, αλλά το σύνολο του ψυχισμού του. Η ιδιοτυπία αυτή αποτελεί έκφραση των ασταθών σχέσεων, που συνεχώς μεταβάλλονται, του Εγώ, αφ'ενός με το Υπερεγώ και αφ'ετέρου με τις ενορμήσεις. Αποτέλεσμα της ίδιας αστάθειας και της, σε σχέση με τον ενήλικα, περισσότερο ανοργάνωτης διαπλοκής των δημιουργικών και καταστροφικών δυνάμεων, θα πρέπει να θεωρηθεί και το γεγονός ότι, με μεγάλη ένταση στον έφηβο, η επιθετικότητα άλλοτε παίρνει καταστροφική μορφή και άλλοτε γίνεται παραγωγική δραστηριότητα. Η ένταση, το πάθος, η παρορμητικότητα και οι μεταπτώσεις της επιθετικής συμπεριφοράς σε τρυφερότητα θα πρέπει επίσης να θεωρηθούν ως συνέπεια της βίαιης εναλλασσόμενης εισβολής των λιβιδινικών και επιθετικών ενορμήσεων σε ένα αρκετά ανώριμο και απροστάτευτο Εγώ, ενώ η μεγάλη ετοιμότητα και οι εκρήξεις της ενοχής, ανοιχτής ή συγκαλυμμένης, οφείλονται στην παρουσία του αρχαϊκού Υπερεγώ, το οποίο προοδευτικά ο έφηβος με ασυνείδητους μηχανισμούς προσπαθεί να τροποποιήσει σε συνάρτηση με την ολοένα μεγαλύτερη επαφή που αποκτά με την πραγματικότητα. Ετσι επιτρέπει στον εαυτό του να αναπτύξει άλλες μορφές επιθετικής συμπεριφοράς, τις οποίες παλαιότερα δεν ήταν σε θέση να εκδηλώσει, όπως λόγου χάρη η αυστηρή κριτική προς τους καθηγητές κ.λ.π.
Μελετώντας την επιθετικότητα του έφηβου, μπορούμε να διακρίνουμε "επιδιωκόμενους σκοπούς", έτσι ώστε η επιθετικότητα παράλληλα με τη μαζοχιστική καταστροφική δραστηριότητα και τα αποτελέσματά της, να αποσκοπεί στην αναζήτηση μιας ισορροπίας των αλληλοσυγκρουόμενων ενδοψυχικών τάσεων, χρήσιμη σε μια φάση της εξέλιξής του. Πολλές φορές, μια αυτοκαταστροφική μορφή επιθετικότητας που μεταβλήθηκε σε ετεροκαταστροφική σημαίνει ενίσχυση του Εγώ και, σαν μεταβατική μόνο φάση, μπορεί να θεωρηθεί στον έφηβο ως παραγωγική. Πολύ συχνά ο έφηβος σε μια αναζήτηση του αρχαϊκού, παντοδύναμου πατέρα ή της φαλλικής μητέρας επιδιώκει να προκαλέσει την απαγόρευση, τον δεσποτισμό τους και την καταπίεση. Επιζητά την επίδειξη της δύναμής τους την οποία είχε βιώσει, πραγματικά ή φαντασιωσικά, όταν ήταν βρέφος, νήπιο ή μικρότερο παιδί.
Οταν προσπαθεί να αποδυναμώσει ή να "νικήσει" το πρόσωπο που ασκεί την εξουσία, συγχρόνως, αμφιθυμικά, επιθυμεί να το δει δυνατό, άρα ικανό να προστατεύσει όπως παλιά. Του επιτίθεται, αλλά όταν ο ενήλικας φανεί αδύνατος, ο έφηβος αγχώνεται, καταθλίβεται και μερικές φορές αποδιοργανώνεται.
Αλλες φορές, ο "επιδιωκόμενος σκοπός" είναι η "δοκιμασία δύναμης". Ενα παιχνίδι για το ποιος θα αποδειχθεί δυνατότερος, μια πάλη που αποσκοπεί στην καταβολή και απομάκρυνση του αντιπάλου, όχι όμως και την καταστροφή του. Και αυτό όμως το παιχνίδι μπορεί να πάρει δραματική τροπή (σχολική αποτυχία, απώλεια και υποβάθμιση των επαγγελματικών επιδιώξεων, ριζική ρήξη με το οικογενειακό περιβάλλον, καταστροφή περιουσιών κ.λ.π.).
Συχνότατα επίσης η επιθετική συμπεριφορά του παιδιού σημαίνει "αναζήτηση της ποινής". Η ποινή συνδέεται άμεσα με την ανάγκη της πειθαρχίας. Το παιδί γνωρίζει την απαίτηση του ενήλικα ή του δασκάλου για πειθαρχία και τον προκαλεί, γνωρίζοντας ότι θα εισπράξει κάποια ποινή. Εάν ο δάσκαλος παρασυρθεί και επιβάλλει την τιμωρία μ'έναν τρόπο ώστε να το ικανοποιήσει σ'αυτή του την ανάγκη, δέχεται το παιχνίδι του. Τα μαζοχιστικά στοιχεία μέσα στην προσωπικότητα είναι τόσο πολλά και σημαντικά, ώστε δε μπορεί να γίνει μελέτη του έφηβου, αλλά και οποιαδήποτε άλλη ψυχολογική έρευνα, χωρίς να ληφθούν υπ'όψιν. Η ψυχολογία του βάθους αποκαλύπτει την παλαιά σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στο παράδοξο αυτό μίγμα της ευχαρίστησης και του πόνου και στην έννοια της πειθαρχίας. Ποια είναι η πρώτη μορφή πειθαρχίας, την οποία απαιτούμε ή επιβάλλουμε στο παιδί; Είναι ο έλεγχος των σφιγκτήρων. Το φαινόμενο του μαζοχισμού που εμφανίζεται στην ηλικία αυτή με τις ποικιλόμορφες αντιδράσεις του παιδιού να πειθαρχήσει ή όχι στον κανόνα που του επιβάλλει η μητέρα. Η αντίδραση αυτή μπορεί να πάρει τη μορφή της άρνησης στο να υπακούσει ή αντίθετα τη μορφή της πλήρους και γρήγορης αποδοχής, ώστε να μπορέσει να ικανοποιήσει τη μητέρα όσο γίνεται περισσότερο. Συχνά παίρνει και τις δύο μορφές, περνώντας από τη μία στην άλλη. Οταν μιλάμε για μαζοχισμό, αναφερόμαστε αυτόματα και στην έννοια του σαδισμού. Αλλοτε πάλι το παιδί αντιδρά με τη χαρακτηριστική δυσκοιλιότητα της ηλικίας αυτής, στην οποία υπάρχει το στοιχείο της δυσφορίας, αλλά και της ευχαρίστησης από την κατακράτηση των κοπράνων. Πάνω σ'αυτό το αρχέτυπο, μορφοποιούνται αργότερα οι σχέσεις του ατόμου με τα πρόσωπα κύρους.
Η αποενοχοποίηση και η ανάγκη να αμβλυνθεί η πίεση ενός αυστηρού Υπερεγώ μπορεί να είναι ένας άλλος "επιδιωκόμενος σκοπός" της επιθετικής συμπεριφοράς. Το παιδί προκαλεί με επιθετικές πράξεις το δάσκαλο, δοκιμάζοντας την ανοχή του και την επιτρεπτικότητά του. Σε κάθε νέα πρόκληση περιμένει ότι ο δάσκαλος θα συγχωρέσει την "κακή πράξη". Η συγνώμη στη συγκεκριμένη περίπτωση άλλοτε σημαίνει ότι επιτέλους η πράξη δεν είναι τόσο κακή όσο τη θεωρεί το Υπερεγώ του παιδιού και άλλοτε αποκτά το νόημα της αποδοχής του παιδιού παρά την κακή του πράξη. Εδώ η συγνώμη έχει την σημασία του τεκμηρίου αγάπης με την απλούστερη διατύπωση "αφού με συγχωρεί, άρα με αγαπά". Κυρίως, όμως, όταν ο έφηβος επιδιώκει την ποινή και την επιτυγχάνει, έχει καταβάλλει τα αναγκαία "λύτρα" ως προϋπόθεση της αποενοχοποίησης.
Η ανάγκη, τέλος, της υποταγής στο Υπερεγώ και της επανόρθωσης του μειωμένου κύρους των ενηλίκων μπορεί να εκφράζεται με την επιθετική συμπεριφορά του έφηβου. Η ψυχαναλυτική έρευνα που μελετά τους έφηβους σημειώνει ότι το σύγχρονο πρόβλημά τους είναι η εξασθένηση του γονέα ή δασκάλου μέσα στο σημερινό κοινωνικό σύνολο και η μείωση της σημασίας των παραδοσιακών ηθικών αξιών και όχι μια αντίδραση των εφήβων στην αυστηρότητα των προσώπων κύρους. Στη μεταβατική αυτή φάση της κοινωνίας μας, υπάρχει πολλή σύγχυση και στους εκπροσώπους της προηγούμενης γενεάς, γονείς και δασκάλους, αλλά και στους νέους, παιδιά και έφηβους. Συνέπεια αυτού είναι η αμφιβολία και η αμφιθυμική στάση γονιών και δασκάλων και η αντίστοιχη των παιδιών. Ο έφηβος αισθάνεται ότι αφού ο ενήλικας δεν διαθέτει αρκετό κύρος, δεν έχει και τη δύναμη που χρειάζεται για να τον κατευθύνει και να τον προστατεύσει, όπως αναφέρθηκε.
Αυτοκαταστροφική μορφή επιθετικότητας
Η σύγκρουση γονιών-παιδιών στην εφηβεία, εκτός από τις καθημερινές δυσκολίες στη συμβίωση, μπορεί να έχει σοβαρότερες αρνητικές επιπτώσεις στην εξέλιξη και ψυχική υγεία του έφηβου. Μια από τις πιο συνηθισμένες καταστάσεις είναι η εφηβική κατάθλιψη, που συχνά δε γίνεται αντιληπτή από τους γονείς, για τον απλούστατο λόγο ότι ο έφηβος που "αποσύρεται " από τον αγώνα δε δημιουργεί προβλήματα στην οικογένεια. Η κατάθλιψη μπορεί να είναι ψυχολογική ή, σοβαρότερα, ψυχιατρική. Οι προκλήσεις του ενάντια στην εξουσία των ενηλίκων γίνονται σε χαμηλότερους τόνους, και οι αγώνες του για ανεξαρτησία και απελευθέρωση είναι πιο ήρεμοι, "σβησμένοι", ή δεν υπάρχουν καθόλου. Ο έφηβος σε κατάθλιψη βλέπει τον εαυτό του ως ανίκανο ή μη αποδεκτό από τους γύρω του και υπερασπίζει τον εαυτό του εναντίον αυτού του ψυχικού πόνου υψώνοντας άμυνες που κρατούν τους άλλους σε απόσταση. Ετσι, οι γονείς που αισθάνονται ανακούφιση γιατί ο δικός τους έφηβος είναι εύκολος στους χειρισμούς τους, μπορεί να πληρώσουν αυτή την οικογενειακή ηρεμία με το τίμημα μιας εφηβικής κατάθλιψης. Αλλά κι η απλή ακόμα παθητικότητα του έφηβου, που δε μπορεί να σπάσει τα δεσμά της εξουσίας, όταν αυτή ασκείται από γονιούς άκαμπτους και αυταρχικούς, του ακρωτηριάζει τις δυνατότητες στο σχολείο, τον περιορίζει στις κοινωνικές του σχέσεις, τον αναστέλλει στον ερωτικό τομέα. Στην εφηβική κατάθλιψη, οι επιθετικές ενορμήσεις στρέφονται εναντίον του εαυτού και χάνουν μέρος από τον ετεροεπιθετικό χαρακτήρα τους. Παράλληλα, οι λιβιδινικές ενορμήσεις αποσύρονται εν μέρει από τα αντικείμενα (ερωτικά ή απλά αγαπημένα) και επενδύουν με ένα παθολογικό τρόπο. Η επένδυση αυτή δεν έχει το χαρακτήρα της αγάπης, της φροντίδας και της εκτίμησης του εαυτού, αλλά της απόρριψης και της αυτοϋποτίμησης.
Μία επιφανειακά αντίθετη εξέλιξη στη σύγκρουση είναι η φυγή του παιδιού από το σπίτι σ'ένα στάδιο, στο οποίο ο έφηβος βρίσκεται ακόμα σε σύγχυση αναφορικά με την ταυτότητά του και τις δυνατότητές του. Προσπαθεί να μπει στο ρόλο του ενήλικα χωρίς να είναι ακόμη έτοιμος ν’αναλάβει τις ευθύνες αυτού του ρόλου. Το αποτέλεσμα είναι συχνά μια αντικοινωνική συμπεριφορά, σύγκρουση με το νόμο ή καταφυγή στα ναρκωτικά. Σε άλλες περιπτώσεις, ο έφηβος αντιλαμβάνεται την αδυναμία του και ξαναγυρίζει στην οικογένεια. Αυτή όμως είναι μια επιστροφή ήττας που δε λύνει το πρόβλημα. Η εξέλιξη μπορεί να είναι νέες φυγές ή μια καθολική παραίτηση από τον αγώνα ανεξαρτητοποίησης.
Η αυτονόμηση του έφηβου από τους ενήλικες απαιτεί μια αργή αποεπένδυση, λιβιδινική και επιθετική των ενορμήσεων από τα παλαιά αντικείμενα και προοδευτικά την πραγματοποίηση νέων επενδύσεων, άλλης μορφής σε νέα αντικείμενα, άτομα ή ιδέες. Η ρήξη των παλαιών δεσμών δεν οδηγεί πουθενά, αντίθετα χρειάζεται μια προοδευτική λύση τους, όσο και αν αυτοί οι δεσμοί μοιάζουν "γόρδιοι".
Ως σύμπτωμα των διαταραγμένων σχέσεων στην οικογένεια, παρουσιάζεται ακόμη η ψυχική ανορεξία των εφήβων (κυρίως στα κορίτσια) που στην εξοντωτική τους προσπάθεια για εδραίωση ελέγχου και ταυτότητας ακολουθούν ένα δρόμο αυτοκαταστροφής (Bruch, 1971). Η εφηβική σχιζοφρένεια προς το τέλος της εφηβείας είναι η πιο τραγική κατάληξη σε ένα ιστορικό βαθιά και μόνιμα διαταραγμένων σχέσεων, το οποίο ανάγεται στις αρχές της ζωής του παιδιού (Bateson et al., 1956).
Οι ταυτίσεις εφήβων και οι ταυτίσεις γονέων και δασκάλων
Η ταύτιση δεν είναι μόνο μηχανισμός άμυνας ούτε είναι αυτό που ονομάζουμε μίμηση της εξωτερικής συμπεριφοράς άλλων ανθρώπων. Είναι μια βαθύτερη και αυτόνομη λειτουργία, κυρίως ασυνείδητη, η οποία συμβάλλει στην ωρίμανση και εξέλιξη του Εγώ και στη μορφοποίηση της συμπεριφοράς του ατόμου. Το άτομο δανείζεται στοιχεία από τη συμπεριφορά του άλλου, τα αφομοιώνει και τα επανασυνθέτει μέσα στο δικό του ψυχικό χώρο, διαμορφώνοντας έτσι, μέσα από διαδοχικές ταυτίσεις, τη δική του συμπεριφορά (Freud, 1900). Η ταύτιση δεν είναι λειτουργία που συμβαίνει μόνο κατά την περίοδο της ανάπτυξης του ατόμου και της ωρίμανσης του Εγώ. Είναι μια από τις βασικές λειτουργίες και του ενήλικα: πολλαπλές ταυτίσεις πραγματοποιούνται καθημερινά από το Εγώ, μέσα στα πλαίσια του ρυθμιστικού του ρόλου, σε ό,τι αφορά τη συμπεριφορά του ατόμου.
Οπως είναι ευνόητο, δεν υπάρχουν ειδικές ταυτίσεις της εφηβείας. Οι διάφορες μορφές ταυτίσεων έχουν εγκατασταθεί από πολύ παλαιότερα. Στον έφηβο μπορεί να αλλάξουν έκφραση, να αναδιοργανωθούν σε νέους τύπους και να διαπλακούν κατά τρόπο διαφορετικό.
Η έννοια της υστερικής ταύτισης παραπέμπει στην υπόθεση της πολυμέρειας της προσωπικότητας. Πρόκειται για μια ενορμησιακή διαδικασία, μια σχέση με το αντικείμενο : ο Αλλος είναι αυτός που θα θέλαμε να "είχαμε". Αυτό παραπέμπει στην οικειοποίηση στοιχείων, ιδιοτήτων, τμημάτων ενός σεξουαλικού αντικειμένου. Θα θέλαμε να είχαμε όχι μονάχα τα γνωρίσματά του, αλλά και τις επενδύσεις του στο αντικείμενο. Η υστερική ταύτιση είναι η έκφραση μιας ομοιότητας στο επίπεδο των ασυνείδητων φαντασιώσεων.
Η ναρκισσιστική ταύτιση αποτελεί τον πυρήνα της διαδικασίας του πενθούντος, καθώς και της μελαγχολίας. Στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για μια ιδιοποίηση του αντικειμένου από το Εγώ, αλλά για μια υποκατάσταση του Εγώ από το αντικείμενο. Αυτή η δυναμική οπισθοδρόμησης οδηγεί σε μια χαλάρωση των αντικειμενοτρόπων δεσμών. "Η λιβιδινική ενέργεια που απελευθερώνεται με αυτό τον τρόπο δε μετατίθεται σε ένα άλλο αντικείμενο, αλλά αποσύρεται στο Εγώ, όπου προσφέρεται για την εγκατάσταση της ταύτισης του Εγώ με το εγκαταλειμμένο αντικείμενο. Η ναρκισσιστική ταύτιση καταργεί την αναπαράσταση του αντικειμένου. το ίδιο το Εγώ γίνεται αντικείμενο, συγχεόμενο μαζί του" (Freud, 1915).
Τα άτομα με ναρκισσιστική δομή της προσωπικότητας επενδύουν το αντικείμενο με αστάθεια και ασάφεια. Το αντικείμενο έχει πολύ λίγα στοιχεία από τα πραγματικά του χαρακτηριστικά. Δεν πρόκειται, ουσιαστικά, για μια αντικειμενοτρόπο σχέση. Το άτομο αυτό επενδύει στην ουσία ένα αρχαϊκό μορφοείδωλο (imago) που έχει ελάχιστη σχέση με το πραγματικό πρόσωπο ή ιδέα.
Ανάμεσα σε άλλες μορφές ταυτίσεων της εφηβείας, μπορούν να αναφερθούν επιγραμματικά η πρωτογενής ταύτιση, η προβλητική ταύτιση και η ταύτιση με τον επιτιθέμενο (Σακελλαρόπουλος, Παπανικολάου και Τριανταφύλλου, 1987).
Με τις αρχαϊκές μορφές ταυτίσεων συνδέεται η εγκατάσταση της ταυτότητας του φύλου στο παιδί. Η εγκατάσταση της ταυτότητας του φύλου πραγματοποιείται πριν από το φαλλικό στάδιο της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης, δηλαδή κατά τον πρώτο και δεύτερο χρόνο της ζωής. Οι παράγοντες που επιδρούν στην ανάπτυξη του παιδιού αργότερα έχουν μόνο ένα χαρακτήρα "επανεκτύπωσης". Δεν παύει, όμως, να είναι σημαντικός ο ρόλος του ενήλικα, γονέα και δασκάλου, στην οριστικοποίηση της ταυτότητας του φύλου μέσω των ταυτίσεων που θα κάνει ο έφηβος μαζί του.
Στην περίπτωση του έφηβου, η ταύτιση συνδέεται άμεσα με τον ωριμοποιό ρόλο των φαντασιώσεων. Μπορεί ειδικότερα να αναφερθεί ο ρόλος της καθηγήτριας σε σχεση με τη μαθήτρια, στην προσπάθεια της τελευταίας να ταυτιστεί με το μελλοντικό γυναικείο της ρόλο. Αποφασιστική σημασία περισσότερο από την εξωτερική συμπεριφορά της καθηγήτριας, έχει η εσωτερική της στάση, η οποία και θα γίνει αντικείμενο επεξεργασίας μέσα στις φαντασιώσεις της κοπέλας με ασυνείδητους μηχανισμούς. Είναι πολύ ευκολότερο να φαντασθεί την καθηγήτρια σε έναν ερωτικό ρόλο, απ'ό,τι τη μητέρα της, αφού αυτή τη φαντασίωση την αισθάνεται ως απαγορευμένη. Η ώριμη στάση και η συμπεριφορά της καθηγήτριας, ώριμη μέσα σε φυσιολογικά πλαίσια, θα ενισχύσουν την ομαλή εξέλιξη του κόσμου των φαντασιώσεων της κοπέλας και θα την οδηγήσουν προς την αποδοχή του γυναικείου της ρόλου, ρόλου ερωτικού, μητρικού ή γενικότερα δοτικού (Σακελλαρόπουλος και Μποτονάκης, 1974).
Ας εξετάσουμε τώρα την αντίστροφη λειτουργία των ταυτίσεων, δηλαδή τις ταυτίσεις του ενήλικα με τον έφηβο. Είναι κεφαλαιώδους σημασίας το είδος των ταυτίσεων που θα κάνουν, αντίστοιχα, ο θεραπευτής, οι γονείς, ή οι δάσκαλοι με τον έφηβο. Ο ενήλικας με ώριμη ψυχοσεξουαλική εξέλιξη θα ταυτιστεί με τον έφηβο χωρίς να δράσει βλαπτικά στην εξέλιξη και τη συμπεριφορά. αντίθετα θα ωφελήσει τον έφηβο γιατί αυτός ο ενήλικας θα του προσφερθεί παράλληλα σαν ένα θετικό πρότυπο ταυτίσεων. Ο ενήλικας με ναρκισσιστική προσωπικότητα -για να δώσουμε ένα μόνο παράδειγμα παθολογίας- θα κάνει ναρκισσιστική ταύτιση με τον έφηβο βλέποντάς τον σαν χαοτική επέκταση του εαυτού του, δηλαδή σα ναρκισσιστικό αντικείμενο. Στη συνέχεια, ο έφηβος στη σχέση του με ένα πρότυπο με διαταραγμένη συμπεριφορά, θα κάνει σαθρές ταυτίσεις, που μοιραία θα τον δυσκολέψουν στην ψυχοσεξουαλική του ωρίμανση, στη σταθεροποίηση της ταυτότητας του φύλου και θα επιβραδύνουν γενικότερα την εμφάνιση σ'αυτόν μιας ενήλικης συμπεριφοράς.
Ο θεραπευτής, όπως κάθε ενήλικας, θα περάσει από διαδοχικές φάσεις ταυτίσεων με τον έφηβο, καθώς και με τους γονείς του έφηβου, κάνοντας μια αναπόφευκτη μετάθεση δικών του παλαιών βιωμάτων -ανεξάρτητα αν αυτά ήταν ευχάριστα ή δυσάρεστα- στη σημερινή σχέση που έχει εγκαταστήσει με αυτούς. Σημασία έχει για την ψυχοθεραπευτική του δραστηριότητα όχι το να τα αποφύγει αυτά, αλλά το πώς θα μπορέσει να τα ελέγξει σωστά, αφού τα συνειδητοποιήσει και τα επεξεργασθεί.
Η ταύτιση των γονιών με το παιδί μπορεί να γίνει σε διάφορα επίπεδα ανάλογα με την ψυχοσεξουαλική ωρίμανση του ενήλικα. Αλλοτε πραγματοποιείται στα πλαίσια ικανοποιητικής γεννητικής εξέλιξης και άλλοτε το παιδί αντιπροσωπεύει για τον πατέρα ή τη μητέρα, που έχει προσωπικότητα με προγεννητική δομή, ένα "ναρκισσιστικό αντικείμενο" ή μια μορφή "αρχαϊκών φαντασιώσεων ταύτισης με το αντικείμενο" (Lebovici et Soulé, 1970).
Στην περίπτωση του δασκάλου, η ταύτισή του με τον έφηβο αποκτά συχνά μεγάλες διαστάσεις. Επιφανειακά, χαρακτηρίζεται από εκδηλώσεις αγάπης ή επιθετικότητας, ενώ σε βαθύτερο επίπεδο εκφράζει την ανάγκη ικανοποίησης -ασυνείδητων κυρίως- επιθυμιών του ενήλικα διαμέσου του έφηβου. Η επιθυμία του δασκάλου για αγάπη μπορεί να τον οδηγήσει σε μια εξωπραγματικά ευνοϊκή και δοτική στάση προς τον έφηβο. Αντίθετα, η ανάγκη έκφρασης της δικής του επιθετικότητας, τον ωθεί ώστε να εκλαμβάνει σαν προσωπική προσβολή τη διάχυτη επιθετικότητα του έφηβου, να αντιδρά με τη σειρά του επιθετικά και να μεταφέρει στην πραγματικότητα μια σύγκρουση παλιά, δική του που αλλιώς θα παρέμενε σε φαντασιωσικό κυρίως επίπεδο. Αλλοτε πάλι ο δάσκαλος μεταθέτει προς τους μαθητές του συναισθήματα και στάσεις οι οποίες αρχικά απευθύνονταν προς τα δικά του παιδιά, συγχέοντας έτσι αντικείμενα διαφορετικών σχέσεων. Συνηθέστερα όμως εκφράζει προς τους μαθητές του επιθετικές τάσεις, γιατί ταυτίζεται με την αυστηρότητα των δικών του γονιών. Η ύπαρξη εξάλλου αυστηρών υποχρεώσεων από μέρους της υπηρεσίας, καλλιεργεί τις επιθυμίες εξουσίας του δασκάλου και μεταθέτει την επιθετικότητά του που θα απεύθυνε στην προϊσταμένη του αρχή, στους μαθητές του. Τέλος, ο δάσκαλος "υιοθετεί" τη συμπεριφορά του παιδιού, ή αυτό το ίδιο το παιδί, ταυτίζεται μαζί του και επιδιώκει πράγματα που ο ίδιος δεν επέτυχε στην προσωπική του ζωή (Σακελλαρόπουλος και Μποτονάκης, 1974).
Η συναισθηματική σχέση δασκάλου-εφήβου είναι αναγκαία και αναπόφευκτη. Για να είναι ωφέλιμη, θα πρέπει να ελέγχεται μέχρις ενός σημείου από το δάσκαλο. Ο δάσκαλος δεν πρέπει ποτέ να ξεχνά ότι η συμπεριφορά του έφηβου, όποια και αν είναι αυτή, δεν απευθύνεται συγκεκριμένα στο πρόσωπό του, αλλά επηρεάζεται βαθύτερα από στοιχεία μετάθεσης που είχαν παλαιότερα άλλο προορισμό, και κυρίως τους γονείς. Η γνώση αυτών των μηχανισμών βοηθά τον δάσκαλο να υιοθετήσει μια ωφέλιμη στάση γεμάτη συμπάθεια, αλλά και αρκετή ουδετερότητα η οποία και το παιδί θα ωφελήσει, αλλά και τον ίδιο θα απαλλάξει από επιπρόσθετες ευθύνες και αγχογόνες συναισθηματικές φορτίσεις ή επιλογές.
Ενα κείμενο ψυχολογίας, ψυχοπαθολογίας και θεραπευτικής εστιάζει αναπόφευκτα στην αρνητική πλευρά ενός θέματος. Επεξεργάζεται τα παθολογικά στοιχεία, την ίσως κακή πρόγνωση, τα προβλήματα στην εφαρμογή της θεραπείας. Το συνήθως συμβαίνον είναι πολύ πιο αισιόδοξο και ασφαλώς συχνότερο από το παθολογικό.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την εφηβεία. Με την έννοια της κρίσης στην εφηβεία, διευρύνεται ο ορίζοντας του φυσιολογικού, του μεταβατικού, του προσωρινού, έστω και αν το ίδιο σύμπτωμα ή διαταραχή της συμπεριφοράς για έναν ενήλικα θα είχε εντελώς άλλη σημασία.
Πρακτικά δεν πρέπει να βιαστούμε και να διαγνώσουμε σε έναν έφηβο την αρχή μιας νεύρωσης, υστερικής, αγχώδους ή ιδεοψυχαναγκαστικής ή ότι ζει στα πλαίσια μιας κατάθλιψης. Ακόμη λιγότερο την έναρξη μιας ψύχωσης. Το να χαρακτηρίσουμε μια οξεία παθολογική κατάσταση ως σχιζοφρένεια δεν είναι μόνο σοβαρό διαγνωστικό σφάλμα, αλλά και βαριά αντιδεοντολογική πράξη προς τον έφηβο και τους γονείς του. Το εξάμηνο που απαιτεί η ψυχιατρική ενηλίκων για τη διάγνωση της σχιζοφρένειας, στην εφηβεία θα πρέπει να παρατείνεται μέχρι να εγκατασταθεί πλέον μια μόνιμη και σοβαρή ψυχωσική εικόνα.
Μια αισιόδοξη, όμως, με στάση αναμονής, τοποθέτησή μας ως προς την διάγνωση δε σημαίνει ότι θα παραμελήσουμε το θεραπευτικό μας έργο. Στην εφηβεία ισχύει περισσότερο η αξία της έγκαιρης παρέμβασης. Και όταν ακόμη κρίνουμε ότι δεν θα χρειαστούν φάρμακα, μια απλή ψυχολογική βοήθεια ή ψυχοθεραπευτική, συνήθως βραχεία, παρέμβαση είναι πάντοτε ωφέλιμη. Στο αισιόδοξο αυτό θεραπευτικό σχήμα, πρέπει συμβουλευτικά να συμπεριλαμβάνουμε πάντα και τους γονείς, όταν είναι δυνατό. Επίσης και τους εκπαιδευτές του έφηβου, με την ευρεία έννοια.
Στις καταστάσεις όπου υπάρχει μια κρίση ή ακόμη λιγότερο μια ιδιοτυπία, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η εφηβεία είναι παραγωγική, ακριβώς γιατί εμφανίζεται το πάθος, η ψυχική αναταραχή, το άγχος, η αχαλίνωτη αισιοδοξία ή η βαθιά θλίψη, στοιχεία που γι'αυτή την περίοδο της ζωής σημαίνουν μηχανισμούς παραγωγικών ανακατατάξεων.
Ασκώντας το έργο του, ο κλινικός δεν θα πρέπει να ξεχνάει ότι η εφηβεία είναι μια μεγαλειώδης στιγμή του ατόμου, αλλά και της ανθρωπότητας, μια μορφή μεγαλοφυϊας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Bateson Gr., Jackson D. D., Haley J. & Weakland J. (1956). "Toward a theory of schizophrenia". Behavioral Sci. I, 251-264.
2. Bruch, H. (1971). "Death in anorexia nervosa". Psychosomatic Medicine 33:135-144
3. Freud S. (1900). La science des rêves. Paris, Presses Universitaires de France, 1963.
4. Freud S. (1915). "Pulsions et destin des pulsions". Metapsychologie. Gallimard, Paris, 1968.
5. Lebovici S. & Soulé M. (1970). La connaissance de l'enfant par la psychanalyse. Paris, Presses Universitaires de France.
6. Σακελλαρόπουλος, Π. (1980). "Εφηβος και οικογένεια". Παιδιατρική, 43 : 210-216.
7. Σακελλαρόπουλος Π. & Μποτονάκης Γ. (1974). "Συναισθηματικές σχέσεις δασκάλων και εφήβων". Ιπποκράτης, 3 : 117-129.
8. Σακελλαρόπουλος, Π., Παπανικολάου, Γ., Τριανταφύλλου, Μ. (1987). "Περί ταυτίσεων στην εφηβεία". Σύγχρονα θέματα παιδοψυχιατρικής,1ος τόμος, Α΄ μέρος, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα.
* Το κείμενο αυτό επεξεργάστηκε εννοιολογικά και φιλολογικά η Θεανώ Ψωμά.
Society of Social Psychiatry and Mental Heath
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου