Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2008

ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΤΑΞΕΩΝ ΣΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΥ:

Στο άρθρο αυτό επιχειρούμε να εξετάσουμε τη μετάβαση από το μοντέλο των κοινωνικών τάξεων στο μοντέλο του κοινωνικού αποκλεισμού. Σε αντίθεση με το πρώτο, το οποίο βλέπει την κοινωνία ιεραρχικά δομημένη, δηλαδή ως κοινωνία εκμεταλλευτικών σχέσεων (κοινωνικές τάξεις), απ’ όπου προκύπτουν οι κοινωνικές ανισότητες, στο δεύτερο σχετικοποιείται ο κάθετος χαρακτήρας των κοινωνικών σχέσεων προς όφελος μιας οριζόντιας αντίληψης: παρ’ όλο που πληθυσμιακές ομάδες (άνεργοι κ.ά.) επιτελούν βασικές λειτουργίες στη σφαίρα της παραγωγής με προέχουσα εκείνη των εργατικών εφεδρειών (συμπίεση μισθών), στη βάση ιδεολογικών κριτηρίων (κατανάλωση, τρόπος ζωής, κύρος, αναγνώριση κ.ά.), οι ομάδες αυτές θεωρούνται αποκλεισμένες μέσω μιας χωρικής αντίληψης της κοινωνίας (μέσα/έξω κλπ.). (1ον ΜΕΡΟΣ)
Του Θανάση Αλεξίου*
1. Εισαγωγή
Είμαστε της άποψης πως οι επιστημολογικές καταβολές αυτής της μετάβασης ενυπάρχουν στη σκέψη δύο κλασικών της κοινωνιολογίας, του Ε. Ντυρκέμ (E. Durkheim) και του Μ. Βέμπερ (M. Weber), και κυρίως στις θέσεις τους για τον εξωοικονομικό (ηθικό) χαρακτήρα του κοινωνικού δεσμού στις σύγχρονες κοινωνίες, στον πρώτο, και του τρόπου προσδιορισμού των κοινωνικών τάξεων, στον δεύτερο (μεθοδολογικός ατομικισμός). Έτσι στο άρθρο αυτό θα εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο η σημερινή συζήτηση για τον κοινωνικό αποκλεισμό και την κοινωνική ενσωμάτωση, ηγεμονεύεται ουσιαστικά από τις επιστημολογικές προτάσεις των δύο στοχαστών, γεγονός που έχει ως συνέπεια και την επιλογή συγκεκριμένων μεθοδολογιών προσέγγισης της κοινωνικής πραγματικότητας, με τις ανάλογες επιπτώσεις για την κοινωνική ανάλυση.
2. Κοινωνικές τάξεις και κοινωνική στρωμάτωση
Οι μεγάλες κοινωνικές αλλαγές και οι ανθρωπογεωγραφικές ανακατατάξεις που προκάλεσε η Βιομηχανική Επανάσταση διαμόρφωσαν ένα ρευστό κοινωνικό τοπίο, κύρια χαρακτηριστικά του οποίου ήταν η κοινωνική εξαθλίωση, η κοινωνική έκπτωση αλλά και η κοινωνική κινητικότητα. Συστατικό στοιχείο αυτής της εξέλιξης ήταν η πόλωση της κοινωνίας, η οποία σχεδόν έως τις αρχές του 20ού αιώνα προσλάμβανε τα χαρακτηριστικά ενός εγκάρσιου διαχωρισμού. Από τη μια, μία τάξη που κατείχε και ήλεγχε τα μέσα παραγωγής και απέναντί της μια τάξη μισθωτών εργατών χωρίς ιδιοκτησία, η οποία για να επιβιώσει έπρεπε να εκμισθώνει την εργατική της δύναμη. Οι συνθήκες αυτές διαμόρφωναν εκ των πραγμάτων τυπικές καταστάσεις και κοινωνικές θέσεις, οι οποίες γίνονταν αντιπροσωπευτικές στη συνέχεια για ολόκληρες κοινωνικές τάξεις (αστική τάξη, εργατική τάξη κ.ο.κ.).Ενώ σε επίπεδο κοινωνικού καταμερισμού εργασίας διαμορφώνονται σχέσεις εκμετάλλευσης, καθώς η παραγόμενη υπερεργασία γίνεται αντικείμενο ιδιοποίησης, σε επίπεδο κοινωνικής δομής διαμορφώνονται άνισες θέσεις (στρωμάτωση) που διευκολύνουν ή δυσχεραίνουν την πρόσβαση σε αγαθά και πόρους. Παραδείγματος χάριν, έρευνες από το χώρο της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης καταδεικνύουν την άμεση σχέση της κοινωνικής τάξης με την ύπαρξη «πολιτισμικού κεφαλαίου» που επηρεάζει καθοριστικά την ατομική απόδοση του μαθητή. Επίσης έρευνες από το χώρο της κοινωνικής επιδημιολογίας δείχνουν με αρκετά σαφή τρόπο πως ο βαθμός τρωτότητας της υγείας του ατόμου, αλλά και η συχνότητα εκδήλωσης μιας ασθένειας (βλ. επαγγελματικές ασθένειες) εξαρτώνται από την κοινωνική τάξη. Το γεγονός αυτό κατέστησε τις έννοιες κοινωνική τάξη και κοινωνική στρωμάτωση αναγκαία μεθοδολογικά εργαλεία κοινωνικής ανάλυσης.
Αν η κοινωνική δομή εμπερικλείει τις συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις που εμφανίζονται σ’ έναν κοινωνικό σχηματισμό, είναι σχεδόν αυτονόητο πως διαφορετικοί τύποι κοινωνικής δομής θα έχουν διαφορετικές μορφές και διαδικασίες στρωματοποίησης. Έτσι, σε προκαπιταλιστικές κοινωνίες όπου οι οικονομικές αντιθέσεις επικαλύπτονται από το πολιτικό στοιχείο, η στρωματοποίηση γίνεται στη βάση εξωοικονομικών κριτηρίων, τα οποία διέπουν τις νομοκατεστημένες τάξεις, τις κάστες κλπ. Αντίθετα, στις σύγχρονες κοινωνίες, όπου ο κοινωνικός δεσμός είναι πρωτίστως οικονομικός, η στρωματοποίηση θα συντελείται με βάση τη θέση του ατόμου στην παραγωγή. Εισάγοντας μια πολυπαραγοντική προσέγγιση στον ορισμό της κοινωνικής τάξης, ο M. Βέμπερ θα συμπεριλάβει δίπλα σε αντικειμενικούς παράγοντες (θέση στην αγορά, επάγγελμα κ.ά.) και υποκειμενικές παραμέτρους (κύρος, γόητρο, κατανάλωση κ.ά.). Η κοινότητα των βιοτικών ευκαιριών στην αγορά (κεφάλαιο, ειδημοσύνη, γόητρο κ.ά.) προσδιορίζει, σύμφωνα με τον M. Βέμπερ, την κοινωνική κατάσταση του ατόμου, συνεπώς και τη δυνατότητά του να εκμεταλλεύεται αγαθά και υπηρεσίες στην αγορά. [1] Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ιδιοκτησία, δηλαδή η σχέση με τα μέσα παραγωγής σχετικοποιείται και γίνεται ένας παράγοντας μεταξύ άλλων, όπως είναι οι δεξιότητες, η επαγγελματική ειδημοσύνη, αποτέλεσμα εκπαιδευτικών τίτλων που επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά τη θέση του ατόμου στην αγορά. Σε σημαντικό παράγοντα κοινωνικής στρωματοποίησης αναδεικνύεται, σύμφωνα με τον M. Βέμπερ, η υιοθέτηση ενός τρόπου ζωής και κατανάλωσης, ο οποίος διασφαλίζει τη συμμετοχή σε μια συγκεκριμένη ομάδα, αφ’ ενός, ενώ προσδίδει κοινωνική αναγνώριση στα μέλη της, αφ’ ετέρου. [2] Επίσης το κοινωνικό κύρος που απορρέει από την κατοχή μιας κοινωνικής θέσης (π.χ. του γιατρού, του επιστήμονα κ.ο.κ.) αναδεικνύεται σε σημαντική παράμετρο στρωμάτωσης.
Παρ’ όλο που στη βεμπεριανή εκδοχή αναθεωρείται το μοντέλο των κοινωνικών τάξεων του Καρλ Μαρξ και η άποψη ότι η κοινή ταξική κατάσταση οδηγεί σε κοινή δράση θεωρείται ότι συνιστά ένα ενδεχόμενο, ενώ η πολλαπλότητα συμφερόντων εκλαμβάνεται ως το αποτέλεσμα διαφορετικών βιοτικών ευκαιριών, γεγονός που καθιστά την τάξη μια ρευστή και ασταθή συλλογικότητα, εντούτοις η κοινωνία εξακολουθεί να γίνεται αντιληπτή ως ιεραρχημένο σύστημα άνισων θέσεων και ως πεδίο κοινωνικών συγκρούσεων. Στην κοινωνική ανάλυση μένει τώρα να εντοπίσει εμπειρικά αν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ ταξικής θέσης και ταξικής συνείδησης, δηλαδή αν υφίσταται «κοινωνική τάξη». Το ενδεχόμενο αυτό συνιστά μια αναγκαία υπόθεση εργασίας που δεσμεύει επιστημολογικά την κοινωνική έρευνα και την υποχρεώνει να το διερευνήσει. Με άλλα λόγια αυτό σημαίνει πως οι σύγχρονες κοινωνίες δεν είναι ένα άμορφο πράγμα, αλλά αποτελούν μια δομή με σαφή στρωμάτωση κοινωνικών θέσεων, η οποία προκύπτει από ανισότητες στην οικονομική σφαίρα (κοινωνική τάξη), από διαφορετικές θέσεις στη σφαίρα εξουσίας (πολιτικό κόμμα) ή από το κύρος που απορρέει από διαφορετικούς τρόπους ζωής (κλειστή ομάδα/Stand).
Ακόμη και ο λειτουργισμός, στην προσπάθειά του να νομιμοποιήσει τις κοινωνικές ανισότητες, αποδέχεται πως οι ανθρώπινες κοινωνίες είναι στην πραγματικότητα ταξικές κοινωνίες που συναρθρώνονται γύρω από ένα σύστημα κοινωνικής στρωμάτωσης. Βεβαίως αυτό που προέχει στο λειτουργισμό είναι η ικανοποίηση των λειτουργιών τους συστήματος, συνεπώς και η διατήρηση και αναπαραγωγή του. Μ’ αυτή την έννοια, η ιεραρχική δομή των θέσεων (ή ρόλων) σε συνδυασμό με ένα σύστημα άνισων υλικών και ηθικών ανταμοιβών συνιστούν λειτουργική ανάγκη, καθώς επιτρέπουν την κατάληψη των πλέον σημαντικών θέσεων από τα ικανότερα άτομα που διαθέτουν, επιπροσθέτως, την καλύτερη εξειδίκευση και επαγγελματική ειδημοσύνη. [3] Η αδυναμία των ατόμων να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των ρόλων συνιστά απόκλιση, η οποία θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ατομική περίπτωση, μιας και ο λειτουργισμός δεν αναγνωρίζει μακροφορείς δράσης (κοινωνικές τάξεις), οι οποίοι επηρεάζουν αρνητικά ή θετικά τις δυνατότητες των ατόμων και αναστέλλουν ή ευνοούν την πρόσβασή τους σε λειτουργίες ή πόρους, αλλά μόνο ατομικές δράσεις και ατομική απόδοση.
Εντούτοις, εμείς θέλουμε να εξηγήσουμε τη μετάβαση από το μοντέλο των κοινωνικών τάξεων, στο πλαίσιο των οποίων προσδιορίζονται τα δεδομένα του προβλήματος (ανισότητες σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο), έμμεσα και οι μεθοδεύσεις για τη λύση τους, στο μοντέλο του κοινωνικού αποκλεισμού, στο οποίο η κοινωνία εμφανίζεται αποϊεραρχημένη και ασπόνδυλη. Εδώ δεν υπάρχει πλέον εσωτερική δομή που να δένει τα μέρη σε ένα διαβαθμισμένο σύστημα θέσεων και δυνατοτήτων, αλλά μια χωρική διαφοροποίηση σε «μέσα» και «έξω», σε «εντός» και «εκτός» κ.ο.κ., η οποία προσδιορίζεται από κριτήρια τα οποία, εφόσον εφαρμοστούν διασταλτικά, υποσκάπτουν την εγκυρότητα οποιασδήποτε κοινωνικής ανάλυσης. Πού αρχίζει και πού σταματά ο κοινωνικός αποκλεισμός; Σε αντίθεση με το μοντέλο των κοινωνικών τάξεων, ακόμη και της κοινωνικής στρωμάτωσης του λειτουργισμού (δομές ρόλων, τριαδικό σύστημα στρωμάτωσης: ανώτερη, μεσαία, κατώτερη τάξη), που προσδιορίζει τα εξωτερικά (αντικειμενικά) κριτήρια ανέλιξης ή έκπτωσης, συνεπώς και τα αίτια που προκαλούν τις ανισότητες ή τις δυσλειτουργίες, η έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού αποδεσμεύει το πρόβλημα από τις δομές της κοινωνίας. Οι αιτίες του προβλήματος δεν θα αναζητηθούν στις κοινωνικές σχέσεις και τις ανισότητες που αυτές δημιουργούν, αλλά στις σχέσεις μεταξύ τοπολογικών κατηγοριών («κέντρο»-«περιφέρεια»), [4] ως αυτοί οι δύο τόποι να μην είναι μέρος της ίδιας δομής. Θα αναζητηθούν επίσης στις καταστάσεις κοινωνικής αποστέρησης (social deprivation), πολιτισμικής αλλοτρίωσης και στα κοινωνικά μειονεκτήματα, φαινόμενα που είναι μάλλον το αποτέλεσμα δομικών ασυγχρονιών, τοποθετώντας κατ’ αυτό τον τρόπο τις λύσεις του προβλήματος στην ψυχολογία των ατομικών διαφορών. Ολοένα και πιο συχνά τα τελευταία χρόνια η ανεργία, η κοινωνική έκπτωση κ.ο.κ. θα εξηγηθούν ως ηθική απόκλιση ή διαφθορά, τοποθετώντας μ’ αυτόν τον τρόπο τις λύσεις στο επίπεδο της Workfare και της κοινωνικής πειθάρχησης.
3. Η οριζοντιοποίηση των κοινωνικών σχέσεων: οι κοινωνικές τάξεις ως παράγωγο των αγοραίων αποκλεισμών
Θεωρούμε πως η μετάβαση από το μοντέλο των κοινωνικών τάξεων και των συνυφασμένων μ’ αυτό κοινωνικών ανισοτήτων στο χωρικό μοντέλο του κοινωνικού αποκλεισμού μπορεί να παρακολουθηθεί επισταμένως σε προσεγγίσεις που αποδίδουν ιδιαίτερη έμφαση σε εξωοικονομικούς και πολιτισμικούς παράγοντες συγκρότησης των κοινωνικών τάξεων. Ήδη ο υποκειμενισμός που υφέρπει στον ορισμό της κοινωνικής δράσης στον M. Βέμπερ, όταν αυτός εξαρτά το χαρακτήρα της από το άτομο, [5] και ο πολυπαραγοντικός προσδιορισμός της κοινωνικής τάξης (εισόδημα, ιδιοκτησία, εκπαίδευση, εξειδίκευση κλπ.), ο οποίος απολήγει σε τελική ανάλυση σε επαγγελματικοστατιστικές κατηγορίες, χωρίς αναφορά στα γενεσιουργά αίτια, κατευθύνουν την ανάλυση προς ένα πλουραλιστικό σχήμα κοινωνικής στρωμάτωσης, γεγονός που σχετικοποιεί, αν δεν υποσκάπτει, την εγκυρότητα της έννοιας της «κοινωνικής τάξης». Στο βαθμό μάλιστα που μια κοινωνική τάξη θεωρηθεί φορέας πολλών ταξικών δράσεων, εκφράζοντας και αστούς και εργάτες, και το «ταξικό συμφέρον» μια πολυσήμαντη κατηγορία, στο οποίο συγκλίνουν διαφορετικές ταξικές θέσεις, [6] αυτή χάνει και την αποκλειστικότητά της και μετατρέπεται σε ένα συγκυριακό μόρφωμα διαταξικών συμπεριφορών χωρίς συνεκτικότητα και δεσμευτικότητα.
Η προνομιακή μεταχείριση της αγοράς –όπου οι κοινωνικές σχέσεις (οι οποίες είναι σχέσεις φορέων ατομικών εργασιών) εμφανίζονται αντεστραμμένα ως σχέσεις μεταξύ ατόμων ή πραγμάτων– ως πεδίου συγκρότησης των κοινωνικών τάξεων εμφανίζει την κοινωνία ως αρένα με τα άτομα να έχουν αποδυθεί σ’ έναν αέναο αγώνα για συσσώρευση εισοδημάτων και πόρων. Εφόσον, όμως, οι κοινωνικές σχέσεις αποδεσμευτούν από τη σφαίρα της παραγωγής, η τυπική ισοδυναμία των ανταλλακτικών σχέσεων στην αγορά εκλαμβάνεται ως πραγματική ισοδυναμία, παρά την (ανθρωπολογική) ιδιαιτερότητα της μετουσιωμένης σε εμπόρευμα εργασιακής δύναμης. [7] Η αντίληψη αυτή, που θεωρεί τον μισθωτό ιδιοκτήτη ή ακόμη και επιχειρηματία του εμπορεύματος εργατική δύναμη, [8] όπως και τον κάτοχο κεφαλαίου, επιχειρεί να προσδιορίσει ποσοτικά αυτή τη σχέση. Επομένως το ταξικό σχήμα ανάλυσης αντικαθίσταται από ένα ιεραρχικό σχήμα οριοθέτησης (κοινωνική στρωμάτωση), το οποίο λίγο ή πολύ κινείται γύρω από ιδεολογικές κατηγορίες: ιδιοκτήτης, κάτοχος, φορέας δράσης κ.ο.κ., αγνοώντας, ωστόσο, πως οι κατηγορίες αυτές ανταποκρίνονται σε συγκυριακές θέσεις του ατόμου ή είναι μορφές στις οποίες αποτυπώνεται άμεσα ή έμμεσα, πιθανόν όμως και στρεβλωμένα, η θέση του και η σχέση του στη σφαίρα παραγωγής. [9] Πάλι, όμως, η αναγωγή των τάξεων σε ένα σχεσιακό πλέγμα, έστω και ανταγωνιστικό, σε αυτό της στρωμάτωσης, δεν αρκεί: «Πού βρίσκεται η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των τάξεων σ’ ένα συνεχές ανισότητας; Πού βρίσκεται η ποιοτική ρήξη μέσα σε μια δομή στρωμάτωσης;» [10] Ανεπαρκές αποδεικνύεται, όμως, και το κριτήριο της σχέσης προς τα μέσα παραγωγής για να εντοπιστεί η ποιοτική ρήξη στη συνέχεια της στρωμάτωσης, καθώς εύκολα οι σχέσεις προς τα μέσα παραγωγής μπορούν να θεωρηθούν ως τίποτε περισσότερο από διαφορές εισοδήματος, όπως γίνεται στον Μ. Βέμπερ. Μετατοπίζοντας τη σημασία από τις εκμεταλλευτικές και ανταγωνιστικές κοινωνικές σχέσεις, που προκύπτουν από τις σχέσεις παραγωγής, στις διαφορετικές «ευκαιρίες αγοράς» που παρέχουν οι σχέσεις παραγωγής, οδηγούμαστε σε μια αγοραία έννοια της κοινωνικής τάξης, όπου η τάξη τείνει να καταστεί αόρατη. [11]
Αυτό που θέλουμε να καταδείξουμε κάνοντας αυτή την παρέκβαση είναι πως ο εξωοικονομικός προσδιορισμός της κοινωνικής τάξης και η ανθρωπομορφική αντίληψη της κοινωνικής δράσης οριζοντιοποιεί σε τέτοιο βαθμό την έννοια της κοινωνικής στρωμάτωσης, ώστε η θέση στην παραγωγή να εμφανίζεται ισοδύναμα και ισόβαρα με τα παράγωγά της (επάγγελμα, εισόδημα κλπ.). Χωρίς ιεράρχηση κριτηρίων και με έσχατη μονάδα ανάλυσης το ωφελισμιστικό άτομο, το οποίο μπορεί να δρα όμως και ανορθολογικά, κινδυνεύουμε να υποπέσουμε σε σχετικισμό ή να εκλάβουμε την κοινωνία ως άθροισμα ατόμων, αποκλείοντας εκ προοιμίου τη δυνατότητα εμφάνισης συλλογικού πράττειν ή σχηματισμού οποιασδήποτε κοινωνικής συλλογικότητας. Εντούτοις, οι παραδοχές αυτές ενυπάρχουν υπό μορφή αξιώματος στην έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού, όπου ως αποκλεισμένοι μπορούν να θεωρηθούν όλοι, εφόσον δεν προσδιορίζονται ποιοτικά κριτήρια και ιδιότητες, ενώ ακριβώς η καλειδοσκοπική θεώρηση της κοινωνίας αντικαθιστά την «κάθετη» κοινωνία των κοινωνικών τάξεων από οριζόντιες κατηγορίες.
Η αλλαγή παραδείγματος, που σημαίνει ουσιαστικά η μετατόπιση από το μοντέλο των κοινωνικών τάξεων στο (δι)αταξικό μοντέλο του κοινωνικού αποκλεισμού, συσκοτίζει και τις αιτίες που γεννούν την εκμετάλλευση. Συνεπείς με τις επιστημολογικές αρχές που απορρέουν από τον μεθοδολογικό ατομικισμό του M. Βέμπερ και παίρνοντας τοις μετρητοίς τη θέση του πως η «ταξική θέση» είναι σε τελική ανάλυση «αγοραία θέση», [12] αρκετές νεομαρξιστικές προσεγγίσεις, όπως αυτή της «ορθολογικής επιλογής» (rational choice), [13] θα αναζητήσουν τις αιτίες της εκμετάλλευσης στην αγορά. Καθώς αυτές αποδέχονται τις επιθυμίες και τις εκτιμήσεις του ατόμου ως κίνητρα δράσης αλλά και ως αιτίες της ανθρώπινης συμπεριφοράς, θεωρούν πως η ελεύθερη ανταλλαγή στην αγορά, όπου αναπτύσσεται η ατομική δράση, δημιουργεί σχέσεις εκμετάλλευσης, εφόσον τα οικονομικά υποκείμενα επιχειρούν να μεγιστοποιήσουν για δικό τους όφελος πόρους και αγαθά σε βάρος άλλων, οι οποίοι αποκλείονται απ’ αυτά. [14] Η προϊστορία αυτών των αποκλεισμών λαμβάνεται ελάχιστα ή καθόλου υπόψη, καθώς η πρόσβαση, τουλάχιστον στη θεωρία της «ορθολογικής επιλογής», είναι τυχαία και δεν εξαρτάται από δομικούς παράγοντες (θέση στις σχέσεις παραγωγής, ιδιοκτησία, πολιτισμικό κεφάλαιο κ.ο.κ.). Εφόσον μάλιστα δεν υφίστανται υπερατομικές συλλογικότητες, για να εξετάσουμε το ενδεχόμενο μήπως τα άτομα είναι άνισα πριν προσέλθουν στην αγορά, παρά μόνο συσσωματώσεις ατόμων, η καταπίεση μπορεί να οριστεί ως ο άδικος αποκλεισμός από την πρόσβαση σε αγαθά και πόρους. Η αποδέσμευση της εκμετάλλευσης από το μοντέλο των κοινωνικών τάξεων και ο ορισμός της καταπίεσης με όρους θέσης και δύναμης στην αγορά εξωθούν στο παράδοξο, συμβατό όμως με το πνεύμα του φιλελευθερισμού, να εμφανίζονται οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων ως συντεχνίες και «ομάδες πίεσης», που με τη σειρά τους αποκλείουν άλλους («διπλή περίφραξη»/dual closure) κατά τον F. Parkin, [15] εμποδίζοντας επιπροσθέτως και την ελεύθερη λειτουργία της αγοράς. [16] Ας σημειώσουμε εδώ πως η συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων έχει νομιμοποιηθεί ιστορικά στη σφαίρα της παραγωγής ως σχέση εκπροσώπησης κοινωνικής τάξης, συνεπώς για να ακυρωθεί θα πρέπει να υπάρξει παρέμβαση σ’ αυτό το επίπεδο. Eξάλλου, αυτή εμφανίζεται στην καρδιά της παραγωγής ως δευτερογενής οργανωτής της εργασιακής δύναμης, πρωτογενής οργανωτής της οποίας είναι το ίδιο το κεφάλαιο, καθώς οι εργάτες πριν μπορέσουν να γίνουν μέλη σωματείων είναι ήδη μέλη άλλων οργανώσεων, δηλαδή εργαζόμενοι καπιταλιστικών επιχειρήσεων. [17]
Ουσιαστικά, το θεωρητικό πλαίσιο της έννοιας του κοινωνικού αποκλεισμού προσφέρεται από τον ίδιο τον M. Βέμπερ και τη θέση του για την «κλειστή ομάδα», η οποία έχοντας μονοπωλήσει μέσω εξωαγοραίων μηχανισμών (οικογενειακή ή εθνοτική καταγωγή, μορφωτικό επίπεδο, κύρος κλπ.) [18] την πρόσβαση σε πόρους και αγαθά τείνει να αποκλείσει άλλες. [19] Καθώς η «κλειστή ομάδα» (Stand) δεν αναφέρεται σε αγοραίες θέσεις, δηλαδή ταξικές θέσεις, η εννοιολόγηση του αποκλεισμού αποδεσμεύεται από το μοντέλο των κοινωνικών τάξεων, υποδεικνύοντας μάλλον τη σφαίρα της κατανάλωσης και της διανομής (τρόπος ζωής, καταναλωτικές συνήθειες κλπ.) ως πεδίο ομαδοποιήσεων, συνεπώς και ως παράγοντα απόσπασης προνομίων ή αποκλεισμών. Η αντίφαση εδώ είναι προφανής. Αν ο αποκλεισμός προσδιορίζει εξωαγοραίες (κοινοτικές) διεργασίες, πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει αγοραίες, δηλαδή ταξικές διεργασίες; Και αυτό γιατί οι σημερινοί άνεργοι δεν αποκλείονται εξαιτίας εξωαγοραίων πρακτικών, ας πούμε εξαιτίας τρόπων ζωής και κατανάλωσης, αλλά εξαιτίας αγοραίων (ταξικών) πρακτικών, οι οποίες έχουν να κάνουν με την κοινωνική (ταξική) τους καταγωγή. Αυτοί είναι άνεργοι εργάτες, καταχρεωμένοι αγρότες, κατεστραμμένοι μικροαστοί κλπ. Συνεπώς σε συνθήκες μισθωτής εργασίας οι διαχωρισμοί και οι εκπτώσεις έχουν ταξικό υπόστρωμα και οι κατηγοριοποιήσεις του τύπου «μέσα» και «έξω», «ενσωματωμένοι» και «αποκλεισμένοι», δημιουργούν περισσότερο παρανοήσεις παρά συμβάλλουν στην ουσιαστική κατανόηση του φαινομένου.
Μία από τις παρανοήσεις έχει να κάνει με την παραδοχή πως η κοινωνική ταυτότητα των ατόμων προκύπτει από την αγοραία τους θέση. Η πρόσβαση σε πόρους ή ο αποκλεισμός από πόρους συνιστά πλέον τη βάση σχηματισμού των κοινωνικών τάξεων. Συνεπώς τα άτομα θα πρέπει να αναζητήσουν μορφές οργάνωσης που να συνάδουν με τη λογική της αγοράς. Με αυτή την έννοια η στρατηγική του «κοινωνικού αποκλεισμού» (social exclusion) και της «κοινωνικής ιδιοποίησης» (social usurpation), που εγγράφονται στο εννοιολογικό πλαίσιο της «κοινωνικής περίφραξης» (social closure) του Φ. Πάρκιν (F. Parkin), [20] παρ’ όλο που αναγνωρίζεται στους αποκλεισμένους το δικαίωμα αντίστασης, [21] αποκοινωνικοποιεί τα άτομα από μέλη κοινωνικών τάξεων με αναφορά στη σφαίρα παραγωγής για να τα κοινωνικοποιήσει στους αγοραίους σχηματισμούς. Η κεντρική σύγκρουση κεφαλαίου-εργασίας διασπάται σε επιμέρους συγκρούσεις προσλαμβάνοντας τα τυπικά χαρακτηριστικά της αγοράς: όλοι ενάντια σε όλους. Στο βαθμό που η εκμετάλλευση έχει αποσυνδεθεί από τη μισθιακή σχέση και τη θέση των τάξεων στον καταμερισμό εργασίας, αυτή μπορεί να υπάρξει πλέον, σύμφωνα με τον Πάρκιν, μόνο στο επίπεδο της αγοράς μεταξύ τάξεων αλλά και εντός των τάξεων, [22] ως διαδικασία και πρακτική αποκλεισμού και σφετερισμού. Οι άνεργοι εναντίον αυτών που έχουν δουλειά, οι ανειδίκευτοι εναντίον των ειδικευμένων, οι φτωχοί ενάντια στους λιγότερο φτωχούς, οι ντόπιοι εργάτες ενάντια στους μετανάστες, οι αφροαμερικανοί ενάντια στους λευκούς και πάει λέγοντας. Πώς αλλιώς να ερμηνεύσει κανείς την έννοια της «διπλής περίφραξης» (dual closure) του Πάρκιν με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις να ακολουθούν μεν μια πολιτική αντίστασης (social closure as usurpation), από την άλλη να αποκλείουν τους λιγότερο οργανωμένους εργάτες; [23] Είναι προφανές πως και αυτή η προσέγγιση οδηγεί σε αδιέξοδο καθώς περιγράφει το πρόβλημα χωρίς αναφορά στα ποιοτικά χαρακτηριστικά της δομής που προσδίδει σ’ αυτές τις ομάδες την ιδιαιτερότητά τους. Εντούτοις οι αγοραίες θέσεις, οι βιοτικές ευκαιρίες, οι εργασιακές καταστάσεις κ.ά., τις οποίες θέλει ως συγκροτητικά στοιχεία των κοινωνικών τάξεων ο M. Βέμπερ, είναι περισσότερο στιγμές της δομής, δηλαδή της μισθωτής εργασίας στην οποία εξωτερικεύεται η λογική του κεφαλαίου. Πραγματικά, η αγοραία κατάσταση του εργάτη που απολύεται αλλάζει, δεν αλλάζει όμως η ταξική του θέση. Αυτός παραμένει πάντα προσδεμένος στη δομή, τη μια ως ενεργό τμήμα της και την άλλη ως ανενεργό ή ως εφεδρεία Και στη μια και στην άλλη κατάσταση αυτός εξυπηρετεί κεντρικές λειτουργίες του κεφαλαίου, άρα είναι πλήρως ενσωματωμένος και κάθε άλλο παρά αποκλεισμένος είναι. Στο βαθμό μάλιστα που ο κοινωνικός αποκλεισμός δεν έχει νομικοπολιτική υπόσταση, δηλαδή δεν είναι μια εξωοικονομική διεργασία, αυτός χάνει και την ευρετικότητά του ως έννοια. [24]
4. Οι «αποκλεισμένοι» ως ιδιαίτερη κοινωνική τάξη
Μια δεύτερη παρανόηση που προκαλεί η χωρική προσέγγιση της κοινωνικής πραγματικότητας έχει να κάνει με την ανάδειξη των «αποκλεισμένων» σε διακριτή κοινωνική τάξη. Παρ’ όλο που δεν προσδιορίζονται με σαφήνεια τα κριτήρια ορισμού των κοινωνικών τάξεων, μπορεί κανείς να αναγνωρίσει στην ταξινομητική συλλογιστική των κοινωνικών κατηγοριών υποτάξη (Underclass), νεόπτωχοι (Neue Armen), «ευπαθείς ομάδες» κ.ο.κ. τη βεμπεριανή επιρροή. Έννοιες όπως κοινωνική αναγνώριση, κύρος, γόητρο κ.λπ., έννοιες που περιγράφουν όμως περισσότερο υποκειμενικά κριτήρια ένταξης σε μια κοινωνική τάξη, και δευτερευόντως αντικειμενικά, δηλαδή οικονομικά κριτήρια (επάγγελμα, εργασιακή κατάσταση, εισόδημα κ.ά), συγκροτούν το επιστημολογικό υπόστρωμα αυτών των προσεγγίσεων. Η σύγχυση επιτείνεται καθώς στα κριτήρια προστίθενται και πολιτισμικοί παράγοντες μ’ ένα σαφές ανθρωπολογικό και ψυχολογικό υπόβαθρο (νοοτροπίες, μειονεκτήματα, φαινόμενα αποστέρησης κ.ά.). Αν η επαναφορά της έννοιας του κοινωνικού αποκλεισμού στις κοινωνικές επιστήμες είναι «συμπτωματική», δεν είναι συμπτωματική η χρήση της, όπως και των παραγώγων της. Ενδεχομένως, πάλι, η ασάφεια αυτή να είναι ηθελημένη, καθώς η έλλειψη σαφών κριτηρίων προσδιορισμού των κοινωνικών τάξεων μεταθέτει το πρόβλημα από τις δομές στο θεσμικό επίπεδο, οπότε οι λύσεις του προβλήματος είναι εκ των προτέρων προσδιορισμένες. Από την άλλη, η ασάφεια αυτή δημιουργεί συγχύσεις ως προς τη φύση του αποκλεισμού, δίνοντας την εντύπωση ότι πρόκειται για ένα πεπρωμένο, από το οποίο δεν μπορεί κανείς να ξεφύγει, αναστέλλοντας ουσιαστικά τη δυνατότητα εκλογίκευσης των κοινωνικών σχέσεων, ενισχύοντας όμως το φαταλισμό και την παθητικοποίηση της κοινωνίας, συμπεριφορές που υποτίθεται ότι οι πολιτικές αντιμετώπισης του αποκλεισμού καταπολεμούν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ενώ οι αποκλεισμένες ομάδες του πληθυσμού αποκαθίστανται ως κοινωνική τάξη και αυτό ανεξάρτητα από τους λόγους του αποκλεισμού τους (άνεργοι, εξαρτημένοι, ανάπηροι, άτομα με ψυχικές διαταραχές κ.ά.), οι ενσωματωμένες ομάδες εκλαμβάνονται ως ένα αταξικό μόρφωμα χωρίς αντιθέσεις στο εσωτερικό του. Η θέση αυτή συσκοτίζει το γεγονός ότι οι θέσεις μέσα στις οποίες οι άνθρωποι θεωρούνται «ενσωματωμένοι» (integrated) μέσω του καταμερισμού εργασίας είναι στην ουσία άνισες. [25] Η αποδοχή της θέσης πως η κοινωνία είναι άθροισμα ατόμων, και όχι σύστημα κοινωνικών σχέσεων, όπως ήδη είδαμε, σε συνάρτηση με τη χωρική αντίληψη για την κοινωνία που προωθεί η υιοθέτηση της έννοιας του κοινωνικού αποκλεισμού, στεγανοποιεί τις σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Εφόσον οι κοινωνικές σχέσεις είναι διατομικές, δεν υπάρχει και επαφή ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Από πού θα προκύψουν τότε τριβές και πολύ περισσότερο ταξικές αντιθέσεις και εκμετάλλευση; Επομένως οι οποιεσδήποτε τριβές μεταξύ ατόμων και ομάδων θα ερμηνευτούν ως πρόβλημα ψυχολογικής τάξης.
Αν στο μοντέλο των κοινωνικών τάξεων η ανέχεια και η εξαθλίωση μιας τάξης, λόγου χάρη της εργατικής, εξηγείται από το γεγονός ότι μια άλλη τάξη, η αστική, κατέχει τα μέσα παραγωγής, συνεπώς προσδιορίζεται και ο υπεύθυνος για την εκμετάλλευση, στο μοντέλο του κοινωνικού αποκλεισμού ενώ παρουσιάζεται η δραματικότητα και οι αρνητικές επιπτώσεις αποκλεισμών και εκπτώσεων, δεν υπάρχει κάποιος, εκτός της ασυνέπειας και της ανεπάρκειας κάποιων προσώπων, ο οποίος να καθίσταται γι’ αυτό υπεύθυνος. Το θέμα του αποκλεισμού ανήκει περισσότερο, όπως αναφέρουν o Μπολτάνσκι (L. Boltanski) και η Κιαπέλο (E. Chiapello), στη σφαίρα των συναισθημάτων παρά στη σφαίρα της κριτικής. [26] Εξάλλου αυτός είναι και ο λόγος που η έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού έχει υιοθετηθεί άκριτα, όπως αναφέρουν οι ίδιοι, [27] από τις ανθρωπιστικές οργανώσεις. Συνεπώς ο κοινωνικός αποκλεισμός δεν είναι συνέπεια μιας κοινωνικής ανισορροπίας από την οποία κάποιοι κερδίζουν σε βάρος άλλων, αλλά κάτι το μοιραίο που χτυπά ομάδες προσώπων (ομάδες κινδύνου, ευάλωτες ομάδες, ευπαθείς ομάδες κ.ο.κ.), [28] οι οποίες ως τέτοιες χρήζουν διαχείρισης και προστασίας. Αν η φαταλιστική προσέγγιση του προβλήματος συσκοτίζει τις αιτίες που το προκαλούν, η προσωποποίηση των συνεπειών του αναδεικνύει πρωτίστως τις προσωπικές ιδιότητες (handicaps) σε κεντρική συνιστώσα του προβλήματος και την προσωπικότητα του ατόμου σε αντικείμενο διάπλασης. Με τον τρόπο αυτό η κοινωνική φύση του αποκλεισμού συγκαλύπτεται προς όφελος μιας ανάλυσης των χαρακτηριστικών των αποκλεισμένων, όπως συνέβη ακριβώς και με την «κουλτούρα της φτώχειας». [29] Δεν απαιτείται ιδιαίτερη προσπάθεια για να διακρίνει κανείς την ιδεολογική συγγένεια του μοντέλου του κοινωνικού αποκλεισμού με την πατερναλιστική πολιτική της φιλανθρωπίας και της ηθικοποίησης του 19ου αιώνα.
Ειδικά στην κατηγορία της underclass (υποτάξης), η οποία παρουσιάζεται ως διακριτή κοινωνική τάξη, συναντά κανείς όλα τα στερεότυπα και τις αποφάνσεις μιας κοινωνικής ηθικής, η οποία ξεφεύγοντας από το πλαίσιο της κοινωνικής ανάλυσης που διέκρινε έως τώρα τις κοινωνικές επιστήμες, κατακερματίζει το κοινωνικό αντικείμενο. Η συζήτηση επαναφέρεται στην προπρονοιακή εποχή του 19ου και το πρόβλημα τοποθετείται στο πλαίσιο ενός νέου πωπερισμού (pauperism). Παρ’ όλο που η έννοια της υποτάξης αποκτά ένα άλλο περιεχόμενο από χώρα σε χώρα ανάλογα με την προνοιακή παράδοση στην οποία εγγράφεται, [30] αυτή παραμένει πάντα μια τοπολογική κατηγορία με έντονα όλα τα αρνητικά πρόσημα, πολιτισμικά και θυμικά. Χωρίς αναφορά στις λανθάνουσες ή έκδηλες λειτουργίες που αυτή επιτελεί, η κατηγοριοποίηση δεν μπορεί παρά να είναι ιδεολογικού χαρακτήρα, πόσο μάλλον όταν δεν προσδιορίζονται τα κριτήρια και η κατηγοριοποίηση γίνεται με βάση τις κυρίαρχες αξίες, κυρίως των μεσαίων τάξεων, για κοινωνική άνοδο και τάξη. Εντούτοις τόσο η υποαπασχόληση (underemployment) και η κοινωνική απομόνωση (social isolation), δηλαδή η ποιότητα των κοινωνικών επαφών, όσο και οι ευκαιρίες ζωής στην αγορά (life chances) που συνιστούν για τον Ουίλσον (W.J. Wilson) βασικά γνωρίσματα της υποτάξης των αστικών κέντρων, [31] είναι πιθανές καταστάσεις για το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού που ζει σε συνθήκες εξαρτημένης εργασίας, ανεξάρτητα αν είχε πρόσβαση στη σφαίρα της παραγωγής ή έχει εκπέσει κοινωνικά. Επίσης η σύμπτωση εθνοτικής (ή φυλετικής) καταγωγής και ταξικής κατάστασης με τους αντίστοιχους κοινωνικούς και χωρικούς διαχωρισμούς συνιστά επίσης, όπως καταδεικνύει ο Βακάντ (L. Wacquant), αναμενόμενη κατάσταση. [32] Σε χώρες, μάλιστα, όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Μεγάλη Βρετανία, και φυσικά οι ΗΠΑ με το υπολειμματικό κράτος πρόνοιας, στις οποίες η μισθιακή σχέση αφορά το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, δηλαδή η βιολογική και η κοινωνική αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αγορά και δευτερευόντως από πρωτογενή δίκτυα ή το κράτος, η έλλειψη κοινωνικών και υλικών πόρων συνοδεύεται και από την εκπτώχευση των κοινωνικών σχέσεων ή την κοινωνική απαξίωση. [33] Η ανάδειξη μάλιστα της εργασίας και του επαγγέλματος σε πεδίο ηθικής και υλικής αυτοπραγμάτωσης αλλά και σχηματισμού κοινωνικών ταυτοτήτων (επαγγελματική περηφάνια, υποκουλτούρες της εργατικής τάξης κ.ά.), έχει ως συνέπεια η ανεργία, η υποαπασχόληση κ.ο.κ. [34] να βιώνονται και ως διάψευση, ως προσωπική αποτυχία, δημιουργώντας την ψυχολογία του χαμένου και του ανήμπορου. Βεβαίως, εφόσον αποδεσμεύσει κανείς τις ψυχολογικές επιπτώσεις από τις αιτίες, όπως συμβαίνει με τη συζήτηση γύρω από την υποτάξη, το φαινόμενο εμφανίζεται μόνο ως ψυχολογικό πρόβλημα.
Είναι πολύ διαφορετικό να εξετάζει κανείς την αποβιομηχάνιση και την αποκέντρωση της φορντικής παραγωγής που έπληξε κυρίως τα γκέτο των Αφροαμερικανών στις ΗΠΑ ή τις βιομηχανικές περιοχές της Αγγλίας ή της Ανατολικής Γερμανίας, ως αιτίες του σχηματισμού της υποτάξης, [35] που μαζί με την αποδόμηση κρατικών κοινωνικών πολιτικών, διαμόρφωσαν μια ανομική κατάσταση στις πρώην βιομηχανικές ζώνες, από το να επιχειρεί να εξηγήσει το πρόβλημα από τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα βιώνουν την ανεργία, την υποαπασχόληση και την ανημποριά. Στην πρώτη περίπτωση γίνεται σαφές ότι η υποτάξη αποτελεί συνέχεια των δομών με αναμενόμενες συμπεριφορές, ενώ στη δεύτερη περίπτωση δίνεται η εντύπωση πως οι συμπεριφορές και οι νοοτροπίες που χαρακτηρίζουν την υποτάξη προέκυψαν από τα ίδια τα άτομα, ως ηθελημένη κατάσταση, ως τα άτομα να διαθέτουν μια δική τους ενδοχώρα ανεξάρτητη από την κοινωνία και τις δομές της. Αυτό που συμβαίνει, και εδώ θα συμφωνήσουμε με τον Σ. Λας (S. Lash), έχει να κάνει με την απαξίωση της εργασίας και τον αποκλεισμό τμημάτων της εργατικής τάξης από τον κοινωνικό πλούτο της αστικής κοινωνίας, παρ’ όλο που αυτός παρήχθη από την εργασία της. [36] Βεβαίως η απαξίωση αυτή έχει ως συνέπεια και την υποβάθμιση των χώρων αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης (στεγαστικές συνθήκες, διάλυση πρωτογενών δικτύων, εγκληματικότητα κ.ά.). Συνεπώς οι δουλειές του ποδαριού, το πήγαινε-έλα στην αγορά εργασίας, η υποαπασχόληση κ.λπ. που χαρακτηρίζουν τις θέσεις απασχόλησης της υποτάξης –γιατί αυτή δεν αποτελείται μόνο από ανέργους, αέργους, αστέγους, παραβατικούς, κλεφτρόνια και εξαρτημένους– περιγράφουν θέσεις μελών της μεταεργοστασιακής εργατικής τάξης, που για να επιβιώσουν πρέπει να εκμισθώσουν κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες την εργατική τους δύναμη.
Σε επίπεδο μεθοδολογίας οι εμπειριστικού χαρακτήρα έρευνες που αναφέρονται στην υποτάξη και στις άλλες ομάδες κινδύνου αποσυνδέουν το πρόβλημα από τις δομικές του αιτίες (εισόδημα, στεγαστικές συνθήκες, κοινωνικό κεφάλαιο κ.ο.κ.), με αποτέλεσμα αυτό να εμφανίζεται ως πρόβλημα ατομικής επιλογής και ατομικής συμπεριφοράς. [37] Με αυτή την έννοια η θεωρία περί ατομικής ευθύνης δεν είναι μια κακή ανάλυση αλλά μια ανάλυση που αποκλείει εξ ορισμού κάθε κοινωνική πολιτική. [38] Η μεθοδολογική μετατόπιση από τις δομές προς το άτομο, εφόσον δεν αποσκοπεί στο να εμφανίσει το κοινωνικό πρόβλημα ως πρόβλημα κάποιων ιδιαίτερων ομάδων ή να περιορίσει τον αριθμό αποδεκτών προνοιακής βοήθειας στους κόλπους των φτωχών, δικαιολογείται από την ανάγκη στατιστικής καταγραφής ομάδων και ατόμων που χρήζουν πραγματικά κοινωνικής προστασίας ώστε να περιοριστεί η κατάχρηση της προνοιακής βοήθειας. Δεν είναι η οργάνωση της εργασίας και οι τροπισμοί της αγοράς που δημιουργούν το πρόβλημα (ανεργία, έκπτωση, εκπτώχευση κοινωνικών σχέσεων κλπ.), αλλά η έλλειψη ενός ήθους για την εργασία και η προνοιακή βοήθεια που δημιουργεί εξάρτηση και πολιτισμική μαλθακότητα από την πλευρά εκείνων οι οποίοι τοποθετήθηκαν στην υποτάξη. Από τη στιγμή μάλιστα που η κοινωνική πολιτική ενισχύει την εξάρτηση, και μόνο το γεγονός της αποδοχής των κοινωνικών επιδομάτων αποδεικνύει, σύμφωνα με τον Μεντ (L. Mead), την ανικανότητα των φτωχών να σκεφτούν και να δράσουν αυτόνομα. [39] Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια για να αντιληφτεί κανείς ότι οι έννοιες εξάρτηση ή απεξάρτηση υπονοούν την παθολογική κατάσταση εθισμού των ατόμων-αποδεκτών προνοιακής βοήθειας, [40] συνεπώς οι λύσεις του προβλήματος κινούνται στη σφαίρα της ψυχοπαθολογίας.
Ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση προκαλεί η θέση του Μπάουμαν (Z. Bauman), ο οποίος, θεωρώντας τις σημερινές κοινωνίες «κοινωνίες καταναλωτών», ορίζει την υποτάξη, την «τάξη των παριών» με όρους κατανάλωσης, ως μια τάξη ανθρώπων πέρα από τάξεις και ιεραρχίες. [41] Εφόσον η εργασία απώλεσε την ενσωματωτική της δυναμική, η κατανάλωση μαζί με τους αντίστοιχους τρόπους ζωής αναδεικνύονται σε συγκροτητικά στοιχεία της «μεταταμοντέρνας συνθήκης». [42] Η κοινωνική ενσωμάτωση γίνεται πλέον μέσω της καταναλωτικής αγοράς, η οποία εμφανίζεται ως το πεδίο πραγμάτωσης επιθυμιών και ελευθεριών. Σε μια κοινωνία καταναλωτών, η ανεπάρκεια του προσώπου ως καταναλωτή οδηγεί, σύμφωνα με τον Μπάουμαν, στην κοινωνική υποβάθμιση και την «εσωτερική εξορία». [43] Συνέπειες αυτής της καταναλωτικής ανεπάρκειας είναι, σύμφωνα με τον ίδιο, η κατάρρευση της αυτοεκτίμησης, η δημιουργία αισθημάτων ντροπής και ενοχής, στοιχεία που προβάλλονται φαντασιακά στην «κατώτερη τάξη», ενώ η μνησικακία, η αγανάκτηση και η επιθετικότητα χαρακτηρίζουν όλο και περισσότερο τις κοινωνικές σχέσεις. [44]
Ουσιαστικά πρόκειται για μια νεοβεμπεριανή προσέγγιση, καθώς και εδώ εξωοικονομικοί, υποκειμενικοί παράγοντες (κύρος, κοινωνική αναγνώριση, αισθητική κρίση κ.ο.κ.), που αναφέρονται στην καταναλωτική συνθήκη, συνιστούν το κριτήριο ορισμού των κοινωνικών τάξεων. Η αισθητική προσέγγιση της πραγματικότητας μέσα από την οπτική γωνία του καταναλωτή, δηλαδή του ατόμου με κίνητρα και επιθυμίες, συνιστά, ως γνωστόν, βασικό αξίωμα του μεθοδολογικού ατομισμού και της νεοκλασικής θεωρίας. Εντούτοις, η αισθητική ανάγνωση της πραγματικότητας, με την έννοια ότι η κατανάλωση εικόνων, συμβόλων και μηνυμάτων αναδεικνύεται σε μια σημαντική παράμετρο στρωμάτωσης και αποκλεισμού, σβήνει κάθε ίχνος εργασίας από τα παραγόμενα καταναλωτικά αγαθά, ευνοώντας ένα καθεστώς στο οποίο η εργασία μπορεί να υποπληρώνεται και τα αιτήματα αυτών που συμβάλλουν στον κοινωνικό πλούτο να δυσφημίζονται ως συντεχνιακά και παρωχημένα, παρ’ όλο που η τιμή αυτών των αγαθών ορίζεται πάντα σε συνάρτηση με την ποσότητα της κοινωνικής (αφηρημένης) εργασίας που αναλώθηκε για την παραγωγή τους (θεωρία της αξίας). Πού αποσκοπούν τότε οι πολιτικές για τη συμπίεση του κόστους εργασίας, την ευελιξία της εργασίας και την αύξηση των υπερωριών και η οξύτητα της αντιπαράθεσης αν η αξία δεν παράγεται από την κοινωνικώς έγκυρη εργασία; Βεβαίως για μια κοινωνία που αυτοπροσδιορίζεται ως «κοινωνία των μεσαίων στρωμάτων» και θέλει να κρατηθεί μακριά από τις κοινωνικές τάξεις και τη συνεπαγόμενη κοινωνική πόλωση, η υιοθέτηση της οπτικής του καταναλωτή, στην οποία αναφέρεται ο Μπάουμαν, αποδεικνύεται ιδιαίτερα λειτουργική, καθώς μπορεί να αποκλείσει επίσης και οποιασδήποτε προσέγγιση με εκείνους που παρήγαγαν την άνεση την οποία οι υπόλοιποι καρπώνονται. [45]
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=3996&mode=thread&order=0&thold=0

Δεν υπάρχουν σχόλια: