Ο ΑΜΦΙΘΥΜΟΣ ΕΚΔΗΜΟΚΡΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ
ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΚΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ
ΜΥΡΣΙΝΗ ΖΟΡΜΠΑ
Όταν οι Ζουλού βγάλουν έναν Τολστόι θα τους διαβάσουμε
Saul Bellow
Η παιδεία, ο ελεύθερος χρόνος, η κουλτούρα είναι κοινωνικά αγαθά που πρέπει να απολαύσει και η εργατική τάξη ώστε κάθε άντρας να είναι ένας “gentleman”. T.S.Marshal
Η ιδέα της ιδιότητας του πολίτη του T. H. Marshall, συνδεδεμένη με το κράτος πρόνοιας της μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο περιόδου, δεν συνιστά πια στις μέρες μας αποκλειστικά διεκδίκηση πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ισότητας αλλά τόπο σύγκρουσης που αφορά την πολιτισμική ταυτότητα και το αίτημα αναγνώρισης πολιτισμικών δικαιωμάτων.
Το αίτημα του εκδημοκρατισμού της κουλτούρας διατυπώθηκε σε συνδυασμό με τα άλλα κοινωνικά αιτήματα του μεταπολέμου. Η ίδρυση του Arts Council το 1945 και η πολιτική και μορφωτική σημασία του πλαισίου που έθεσαν ο Μάρσαλ και ο Κέυνς για την πολιτισμική πολιτική ως παρακλάδι του κράτους πρόνοιας αποτέλεσε τη γενέθλια πράξη της δημόσιας πολιτισμικής πολιτικής. Μέσα από τα ερείπια του πολέμου πρόβαλε η πίεση των κοινωνιών για περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη, άρχισαν να δημιουργούνται δημόσιες υπηρεσίες που αφορούσαν την εκπαίδευση, την υγεία, την κατοικία, την αστική ανάπλαση, τις δημόσιες μεταφορές, τις επιδοτούμενες τέχνες και τον πολιτισμό.
Η περίφημη διάλεξη του T.S.Marshall στο Καίμπριτζ το 1949, με τίτλο «Ιδιότητα του Πολίτη και Κοινωνική Τάξη», αποτελεί σταθμό για την μεταπολεμική κοινωνική πολιτική. Εκεί ο Marshall παρατηρεί ότι, σε αντιδιαστολή με το παρελθόν, κατά το οποίο οι κοινωνίες ήταν δεμένες με ένα κοινό συναίσθημα που προέκυπτε από τη συγγένεια και την καταγωγή, στο παρόν «η ιδιότητα του πολίτη προϋποθέτει ένα δεσμό διαφορετικού είδους, μια άμεση αίσθηση συμμετοχής στην κοινότητα, βασισμένη στην προσήλωση σε έναν κοινό πολιτισμό.»
Τα δικαιώματα, επομένως, δεν αφορούσαν πλέον μόνο τη σφαίρα της ελευθερίας της οικονομίας (18ος αι.) ή την πολιτική συμμετοχή (19ο αι.) αλλά και την κοινωνική συμμετοχή, τη διανεμητική δικαιοσύνη. Πλάι στα ατομικά δικαιώματα της ατομικής ελευθερίας, της ελευθερίας της έκφρασης και των ιδεών, ήρθαν να προστεθούν τα κοινωνικά, τα οποία έφταναν ως « το δικαίωμα να ζήσει κανείς τη ζωή πολιτισμένου όντος.»
Η δημόσια κουλτούρα κουβαλούσε, ωστόσο, από το παρελθόν τα στοιχεία μιας ισχυρής και σύνθετης σχέσης με την πολιτική εξουσία: δοξαστική λειτουργία, κράτος πάτρωνας των καλών τεχνών, εθνική ταυτότητα, εθνικό κύρος, εκπολιτιστική αποστολή, λογικές κοινωνικού ελέγχου. Η δοξαστική λειτουργία συνέδεε τη δημόσια κουλτούρα με τους βασιλείς, την αριστοκρατία, την εκκλησία, τους ισχυρούς εμπόρους και τους βιομηχάνους από την Αναγέννηση έως και τον 20ό αι. Με τη βοήθεια της πατρωνίας στόχευε σταθερά στην κατανομή κύρους. Η εκπολιτιστική αποστολή της κουλτούρας, από την άλλη μεριά, αποτελούσε ένα ισχυρό ιδεολογικό ρεύμα, με δύο κατευθύνσεις: Μια εξωτερική εκπολιτιστική αποστολή που συντελούνταν με την επέκταση της αποικιοκρατίας και τον εκπολιτισμό των «ιθαγενών» και μια εκπολιτιστική αποστολή που λάμβανε χώρα στο εσωτερικό των ίδιων των χωρών και αφορούσε τη βελτίωση της καλλιέργειας των πολιτών ώστε να κατανοούν την υψηλή τέχνη. Όλα αυτά τα στοιχεία δημιουργούσαν ένα ενεργό, αντιφατικό ιδεολογικό παλίμψηστο ως υπόβαθρο της δημόσιας κουλτούρας, του τρόπου που την αντιλαμβάνονταν οι πολίτες και των στόχων της νεοσύστατης δημόσιας πολιτισμικής πολιτικής.
Εξαιτίας αυτής της συνύπαρξης παλιών και νέων ιδεολογικών κατευθύνσεων που συγκρούονταν μεταξύ τους, ο «εκδημοκρατισμός» αποδείχθηκε δύσκολη και αμφιλεγόμενη υπόθεση. Ενώ από τη μια μεριά σήμαινε το δημοκρατικό δικαίωμα όλων των πολιτών στην κουλτούρα, από την άλλη αναγγελλόταν ως προσχώρησή τους στη μία και μοναδική κουλτούρα άξια του ονόματος, στην υψηλή.
Σ’ αυτή την αμφιθυμία προσέκρουσε, στη δεκαετία του ’60, το ρεύμα των παλιών και των νέων κοινωνικών κινημάτων (εργατικό, φεμινιστικό, φιλειρηνικό, κατά των φυλετικών διακρίσεων, μειονοτικό) που διεκδικούσαν τη δημόσια έκφραση της δικής τους, καθένα, διαφορετικής κουλτούρας ως ισότιμης. Αποκαλύφθηκε έτσι σταδιακά ότι τα καθολικά πρότυπα της τελειότητας, που ήταν συνδεδεμένα με το κανονιστικό πλαίσιο της κουλτούρας, δεν ήταν τόσο ουδέτερα όσο ήθελαν να εμφανίζονται αλλά συνδέονταν στενά με τις ιδιαίτερες αξίες των ομάδων εξουσίας. Το επίσημο ένδυμα που κάλυπτε τον πολιτισμό ως ανώτερη ανθρώπινη αναφορά αντικαταστάθηκε από το τσαλακωμένο ρούχο της καθημερινής ζωής. Η νεανική κουλτούρα φορούσε τριμμένα μπλουτζίν και άκουγε ροκ. Ο απαστράπτων καθρέφτης της ενιαίας, υψηλής, επιλεκτικής πολιτισμικής ιεραρχίας είχε ραγίσει. Η κουλτούρα απόκτησε πληθυντικό και κάτω από την φαινομενικά ενιαία της επιφάνεια αποκαλύφθηκε ένα πλούσιο ετερόκλιτο υπόστρωμα που αξίωνε ισοτιμία, πρόσβαση, συμμετοχή.
Την ίδια εποχή, η ανάπτυξη της πολιτιστικής βιομηχανίας προωθούσε την κατανάλωση των πολιτιστικών προϊόντων και υπηρεσιών στην καθημερινή ζωή, έκανε πιο προσιτές τις τιμές για τον κόσμο και κυρίως τους νέους, οδηγώντας σε ενός άλλου τύπου «εκδημοκρατισμό». O γνωστός και υπεράνω πάσης υποψίας διευθυντής επί χρόνια του Υπουργείου Πολιτισμού της Γαλλίας A. Girard παρατηρούσε σχετικά ότι «η πρόοδος του εκδημοκρατισμού και της αποκέντρωσης συντελέστηκε πολύ πιο ουσιαστικά από τα βιομηχανικά προϊόντα της αγοράς παρά από τα «επιδοτημένα» προϊόντα του κράτους».
Αλλά η ενεργοποίηση και η διαφορετικότητα του κοινού οδήγησε επίσης στην ανάγκη μέτρησης των πολιτιστικών πρακτικών, που ήταν ο μόνος τρόπος για να μετρηθεί συγκεκριμένα η κουλτούρα και να φανούν οι διαφορετικές επιλογές, στάσεις, γούστα και ομάδες. Αυτές οι μετρήσεις άρχισαν να δείχνουν, με τη σειρά τους, τις κοινωνικές και πολιτισμικές παραμέτρους και τις προϋποθέσεις των επιλογών. Εντοπίστηκαν οι διαμορφωτικοί παράγοντες της πολιτισμικής συμπεριφοράς, η δόμηση των ταυτοτήτων, του πολιτισμικού κεφαλαίου και του habitus, έγιναν συγκρίσεις σε σχέση όχι μόνο με την οικονομική και κοινωνική κατάσταση αλλά και το φύλο, την εθνότητα, την ηλικία. Με άλλα λόγια, αποκαλύφθηκε η σχέση που υπήρχε ανάμεσα στην κουλτούρα, την οικονομία και την πολιτική. Ήρθε στο φως ο διπλός χαρακτήρας της πολιτισμικής πολιτικής, ως πεδίου ιδεολογικής σύγκρουσης αφενός, ως διακυβέρνησης αφετέρου.
Ο ορίζοντας των πολιτιστικών πρακτικών αποτέλεσε ένα από τα νέα οδηγητικά ζητούμενα της παρέμβασης της πολιτισμικής πολιτικής, άγνωστο στις προηγούμενες περιόδους, όταν το ενδιαφέρον εστιαζόταν αποκλειστικά στον δημιουργό. Πρόκειται για μια προσέγγιση του κοινού, που ενδιαφέρεται περισσότερο για το τι επιτελεί η κουλτούρα παρά για το τι είναι. Η κουλτούρα ως κοινωνική πρακτική και όχι ως αποτέλεσμα (τέχνες) ή ως δεδομένη κατάσταση (πολιτισμός). Οι πολιτιστικές πρακτικές φωτίστηκαν, κατ’ αυτό τον τρόπο, ως πρακτικές παραγωγής νοήματος.
Παλιότερα, ο πολιτισμός ταυτιζόταν με την αρχαία πολιτισμική κληρονομιά, το λαϊκό πολιτισμό της αγροτικής ζωής και τις τέχνες, καλύπτοντας έτσι το εθνικό φαντασιακό, τη νοσταλγία της παλιάς κοινοτικής ζωής και μια διαχρονική υψηλή καλλιέργεια. Άφηνε όμως ακάλυπτο τον πολιτισμό της καθημερινότητας. Η κοινωνία ζούσε στους έντονους ρυθμούς πολιτιστικών μεταβολών αλλά δεν αναγνώριζε ως τέτοια τα νέα φαινόμενα. Ήταν γεμάτη προκατάληψη απέναντι σε ό,τι δεν διέθετε παράδοση, ενώ της έλειπαν τα εργαλεία να συλλάβει το παρόν αλλά και η συναισθηματική αυτοπεποίθηση να αποδεχθεί την πραγματικότητα των καθημερινών βιωμάτων της. Μέσα από τις πολιτιστικές πρακτικές αναγνωρίστηκαν τα πολιτισμικά συστατικά της καθημερινότητας των ανθρώπων.Αυτή η νέα πραγματικότητα έθεσε σταδιακά μια σειρά από ερωτήματα που αποκάλυψαν , μέσα από τις αντιφάσεις της προσπάθειας εκδημοκρατισμού, τον κρυμμένο ορίζοντα των πολιτισμικών ανισοτήτων και διακρίσεων στη δημόσια σφαίρα. Ανισότητες πρόσβασης, ευκαιριών και συμμετοχής, ανισότητες στην κατανομή και την αποδοτικότητα των δημόσιων πόρων, περιφερειακές ανισότητες, διακρίσεις φύλου, φυλής, εθνοτικές, κοινωνικός αποκλεισμός. Από την άλλη μεριά, πρόβαλαν μια σειρά αιτήματα, όπως το αίτημα ανακατανομής του πολιτισμικού κεφαλαίου, η ανάγκη του «αγαθού της σοβαρής ενημέρωσης», οι εγγυήσεις διαφορετικότητας και πλουραλισμού, η ανάγκη πολιτισμικής κινητικότητας, οι όροι της πολιτισμικής δημοκρατίας. Δείκτες, όλοι αυτοί, με τους οποίους άρχισαν να μετριόνται οι στόχοι και τα αποτελέσματα της πολιτισμικής πολιτικής. Με μια λέξη, τέθηκαν τα ζητήματα που σχετίζονται με την ιδιότητα του πολίτη και οι στόχοι μιας σύγχρονης πολιτισμικής πολιτικής που είναι αδύνατο εκ των πραγμάτων πια να περιοριστεί στο παλιό στενό πλαίσιο. Ποιο ήταν επομένως το νέο πλαίσιο; Όπως το διατύπωσε ο R. Williams, δεν έφτανε να διανεμηθεί πιο πλατιά το γνωστό χρυσάφι αλλά έπρεπε να αλλάξει το νόμισμα. Δηλαδή ο εκδημοκρατισμός δεν σήμαινε τη διάδοση της κουλτούρας αλλά την αλλαγή της ίδιας της έννοιας της κουλτούρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου