Τα σχολικά βιβλία ιστορίας αντανακλούν, τις περισσότερες φορές, τους πολιτικούς, κοινωνικούς και ιδεολογικούς συσχετισμούς δύναμης.
Έτσι, η αντιπαράθεση γύρω από το βιβλίο της ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού στην πραγματικότητα ήταν μια αντιπαράθεση για το ποια πρέπει να είναι η κρατούσα ιδεολογία και πολιτική του ελληνικού αστικού κράτους στη δεδομένη ιστορική συγκυρία. Για παράδειγμα, άλλου τύπου προσέγγιση θα υπήρχε στα σχολικά εγχειρίδια ιστορίας αν η εξωτερική πολιτική που θα ασκούσε το ελληνικό κράτος, όσον αφορά τις σχέσεις του με την Τουρκία ή άλλα κράτη, ήταν τεταμένες και άλλη όταν θέλει να έχει «καλές» σχέσεις.
Υπό αυτήν την έννοια, οι κρατούντες δεν θέλουν σχολείο που θα μορφώνει, αλλά σχολείο που θα διαμορφώνει συνειδήσεις με βάση την κρατούσα αστική ιδεολογία. Όπως έλεγε ο Μαρξ, οι επικρατούσες ιδέες στην κοινωνία είναι οι ιδέες της οικονομικά κυρίαρχης τάξης. Έτσι, το αστικό κράτος χρησιμοποιεί την εκπαίδευση ως ιδεολογικό μηχανισμό αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας και άρα ελέγχει τη διδασκαλία της ιστορίας και όχι μόνο. Κατά συνέπεια, ό,τι συμβαίνει στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού έχει, σε τελευταία ανάλυση, ως αιτία του την πάλη των τάξεων.
Το αστικό κράτος και η εκάστοτε κυβέρνηση, η οποία λειτουργεί στο πλαίσιό του χωρίς να το αμφισβητεί, διαμορφώνει, με βάση τις πολιτικές της θέσεις, τη διδασκαλία των παιδιών με ενιαίο τρόπο: δηλαδή δεν διδάσκεται άλλη ιστορία για τους πλούσιους και άλλη για τους φτωχούς. Παντού η σχολική ιστορία είναι η επίσημη εκδοχή του κράτους, το περιεχόμενο της οποίας αλλάζει ανάλογα με τις κυβερνήσεις και τους πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς δύναμης, αλλά ποτέ δεν αμφισβητεί την κυρίαρχη ιδεολογία. Για παράδειγμα, άλλο ήταν το περιεχόμενο της ιστορίας μετά τον Εμφύλιο πόλεμο, άλλο μετά τη δικτατορία των συνταγματαρχών το 1967, άλλο την πρώτη οκταετία του ΠΑΣΟΚ, άλλο επί ΠΑΣΟΚ, όπου κυριαρχούσαν οι «εκσυγχρονιστές» και άλλο επί Νέας Δημοκρατίας.
2. Έθνος ανέπαφο και αναλλοίωτο;
Η κυρίαρχη αντίληψη που υπάρχει μέσα στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό είναι αυτή που αποδέχεται την λεγόμενη «αδιάσπαστη συνέχεια του ελληνισμού» από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα, χωρίς επιδράσεις και αλλοιώσεις, ο οποίος πάντα «μεγαλουργεί» σαν ένα «ενιαίο σύνολο» χωρίς κοινωνικές αντιθέσεις και συγκρούσεις, παρά τα εμπόδια που του βάζουν «πάντα», «κάποιοι» ισχυροί. Ακόμη και το βιβλίο της ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού, της Μαρίας Ρεπούση, δεν αμφισβητεί αυτήν την αντίληψη.
Αν λάβουμε υπόψη τις προαναφερθείσες γενικές αρχές, τότε μπορούμε να πούμε ότι και το βιβλίο ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού ήταν εξίσου «εθνικό» με τα προηγούμενα. Όπως λέει ο Χ. Αθανασιάδης, «Απλώς πιο έξυπνα ‘’εθνικό’’: Αποφεύγοντας να αναπαραγάγει ορισμένους δημοφιλείς πλην χονδροειδείς μύθους, όχι μόνο δεν ανατρέπει το κυρίαρχο σχήμα της εθνικής ιστορικής αφήγησης, παρά το εκσυγχρονίζει και ως εκ τούτου το διασώζει από την ανυποληψία.
Διότι το ουσιώδες δεν είναι, βεβαίως,το Κρυφό Σχολειό και η Αγία Λαύρα, αλλά η αντίληψη περί αδιάσπαστης συνέχειας του Ελληνισμού στο χρόνο, ως εάν το ελληνικό έθνος να είναι μια άχρονη, α-ιστορική, υπερβατική οντότητα.
Η αντίληψη αυτή υπηρετείται συστηματικά από το βιβλίο με υπερτονισμούς, αποσιωπήσεις, παραποιήσεις και αναχρονισμούς» (βλέπε Χ. Αθανασιάδη, «Έθνος και σχολική ιστορία», Ελευθεροτυπία, 4/4/2007). Αποσιωπήσεις, που κάνουν πάντα όλα τα σχολικά εγχειρίδια ιστορίας, όπως για παράδειγμα ότι ο Μάρκος Μπότσαρης μιλούσε αρβανίτικα (δηλαδή, ένα γλωσσικό ιδίωμα, το οποίο ήταν παραλλαγή της αλβανικής γλώσσας), ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ήταν μουσουλμάνος στο θρήσκευμα, ο Κανάρης και ο Μιαούλης ήταν ορκισμένοι εχθροί, η φουστανέλα πριν γίνει επίσημη στολή του ελληνικού κράτους, το 1828, ήταν η ενδυμασία των Αρβανιτών ή ότι το 1890 ιδρύθηκε ο «Αρβανίτικος Σύνδεσμος Αθήνας», με σκοπό τη δημιουργία κοινού ελληνοαλβανικού κράτους με πρόεδρο τον Μάρκο Δ. Νώτη Μπότσαρη και μέλη όλους τους γόνους των ένδοξων οπλαρχηγών του 1821.
Επίσης, η επίσημη ιστορία αποσιωπά ότι η επανάσταση του 1821 έγινε από τρεις εθνολογικές ομάδες: Ρωμιούς, Αρβανίτες και Βλάχους. Σ’ αυτές αργότερα θα συγχωνευθούν Μακεδόνες, Κρητικοί, Πόντιοι, Εβραίοι κ.λπ. Γι’ αυτό ο Ρήγας Φεραίος, στο Θούριό του, καλεί σε εξέγερση εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διαφορετικές εθνικές και θρησκευτικές κατηγορίες πληθυσμών: Ρωμιούς, Βούλγαρους, Αρβανίτες, Τούρκους, Αρμένιους, Μαλτέζους, Μαυροβούνιους, Μανιάτες, Μακεδόνες, Λαζούς, Κρητικούς, «αράπηδες» και «άσπρους».
Όλ’ αυτά και άλλα ακόμη, τα οποία συνέβαλαν στη συγκρότηση του νέου ελληνικού κράτους, αποσιωπώνται επιμελώς από την επίσημη ιστορία.
Εδώ, όμως, οφείλουμε να πούμε ότι «…αυτός ο τρόπος συγκρότησης του ελληνικού έθνους (το οποίο επομένως αρχίζει να υπάρχει μόλις μετά το 1750 και παίρνει την τελική του μορφή σχεδόν 170 χρόνια αργότερα) είναι ιδιαίτερα τιμητικός και επαινετός. Διαφορετικοί λαοί ενώνονται γύρω από μια νέα συνείδηση για να επαναστατήσουν ενάντια σε μια καθυστερημένη εξουσία στη βάση ενός σχεδίου εξαιρετικά προωθημένου για την εποχή, όπως το εκφράζει ο νεο-ελληνικός διαφωτισμός. Πλην όμως, …δεν συνάδει με το μύθο της ΄΄εθνικής συνέχειας΄΄». (Γ. Ανδρουλιδάκης, «Ποιος (δεν) θέλει να διδάσκεται ιστορία για αγρίους; Η κατασκευή των εθνικών μύθων και η μεταμοντέρνα αναπαραγωγή τους», εφημ. Επί τα Πρόσω, Μάης 2007, φύλλο 11).
3. Η στρογγυλοποίηση της ιστορίας
Όμως, ούτε το βιβλίο ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού, παρά τις τόσες αντιδράσεις που ξεσήκωσε, αποφεύγει τον πειρασμό της γραμμικής αντίληψης της ελληνικής ιστορίας σαν «αδιάσπαστη συνέχεια του έθνους». Επιπλέον, το εν λόγω βιβλίο εξαφανίζει κάθε σχέση αιτίου και αποτελέσματος των γεγονότων και των ιστορικών συνθηκών που τα παρήγαγαν. Στρογγυλεύει τις εθνικές και κοινωνικές διαφορές, παραβλέπει τις ταξικές συγκρούσεις, καθώς επίσης και το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο συνέβαιναν όλα αυτά. Παραγράφει κοσμοϊστορικά γεγονότα, όπως ήταν η Ρώσικη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση του 1917, παραβλέπει την εμπλοκή του ξένου παράγοντα στα νεότερα ελληνικά πολιτικά πράγματα και εξαφανίζει τον λαϊκό παράγοντα από την ιστορία και το πολιτικό προσκήνιο, λες και την ιστορία δεν τη φτιάχνουν οι «από κάτω», οι λαοί, αλλά μόνο οι ηγέτες. Ταυτόχρονα, αποφεύγει να παρουσιάσει τις λεγόμενες «εθνικές καταστροφές ως αυτό που πραγματικά ήταν, δηλαδή «λαϊκές καταστροφές». Διότι, τι άλλο ήταν η Μικρασιατική Καταστροφή, αν όχι ο ξεριζωμός χιλιάδων ανθρώπων από τις εστίες τους εξαιτίας της τυχοδιωκτικής και ιμπεριαλιστικής αντίληψης της «Μεγάλης Ιδέας», όπου η Ελλάδα συμμετείχε στον πόλεμο σε συνεργασία με τις μεγάλες δυνάμεις, προκειμένου να μοιράσουν τα εδάφη της διαλυμένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας; Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Γ. Ανδρουλιδάκης, «Το περιβόητο –και καταφανώς άστοχο– απόσπασμα για το ΄΄συνωστισμό των Ελλήνων΄΄ στη Σμύρνη του ’22, δεν αποτελεί το φρούτο κάποιας ξαφνικής λατρείας για τον τούρκικο εθνικισμό. Η σημασία του συνίσταται στο ότι αποδραματοποιώντας τη σφαγή της Σμύρνης, ο ελληνικός εθνικισμός απαλλάσσεται από την υποχρέωση να εξηγήσει κάποτε πώς και γιατί βρέθηκε ο ελληνικός στρατός το 1922 έξω από την Άγκυρα…» (για περισσότερα βλέπε, Γ. Ανδρουλιδάκης, «Ποιος (δεν) θέλει να διδάσκεται ιστορία για αγρίους;…», ό.π.).
Αυτές οι καταστροφές δεν είχαν για όλους το ίδιο αποτέλεσμα. Άλλες συνέπειες είχαν για τις εργαζόμενες τάξεις και τα λαϊκά στρώματα (προσφυγιά, φτώχεια, ανεργία, εκμετάλλευση, αναπηρίες κ.λπ.) και άλλες για τους κρατούντες. Τέλος, οι λεγόμενες «εθνικές πολιτικές», όπως για παράδειγμα η πολιτική της «εθνικής ολοκλήρωσης» μέσω του συνεχούς επεκτατισμού του ελληνικού αστικού κράτους, δεν στιγματίζεται ως υπεύθυνη για τις «εθνικές καταστροφές», αλλά αποσιωπάται.
Έτσι, οι νικητές ξαναγράφουν την ιστορία, πάντα, κατά πώς τους συμφέρει κάθε φορά. Υπό αυτήν την έννοια, στις σημερινές συνθήκες και με τους δοσμένους κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς δύναμης, γίνεται προσπάθεια από τους οργανικούς διανοούμενους της αστικής τάξης (όχι μόνο της Ελλάδας) να αναθεωρηθεί γενικά η ιστορία, στρογγυλεύοντας τα γεγονότα ή κάνοντας επιλεκτική χρήση αυτών. Γίνεται προσπάθεια να αλλοιωθούν από τη συνείδηση των εργαζομένων οι αιτίες των κοινωνικών συγκρούσεων και τα εγκλήματα που έγιναν σε βάρος τους, να ξεχαστούν οι πόλεμοι που οι άρχουσες τάξεις προκάλεσαν με τα εκατομμύρια νεκρούς που χάθηκαν στα πεδία των μαχών, να αποσιωπηθούν οι εκατοντάδες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και να κρυφτούν γενικά οι λεηλασίες και οι βαρβαρότητες.
4. Σε αναζήτηση μιας κοινωνικής ιστορίας, των «από κάτω»
Λαμβάνοντας όλ’ αυτά υπόψη, προκύπτουν τα εξής προς απάντηση ερωτήματα: Από ποια οπτική γωνία προέρχεται η απόρριψη ή υπεράσπιση του βιβλίου ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού; Από την αντιδραστική οπτική γωνία ή από την «εκσυγχρονιστική»; Η πρώτη, το απορρίπτει, προβάλλοντας την ιστορία με εθνικιστικό τρόπο, επικαλούμενη ένα «όμορφο» και «ένδοξο» παρελθόν, το οποίο υποτίθεται ότι οι πολιτικοί και οι διανοούμενοι καταστρέφουν, ενώ η δεύτερη, το υπερασπίζεται, προβάλλοντας την ιστορία με αμυντικό τρόπο.
Όμως, υπάρχει και ένα άλλο ερώτημα: Μήπως, ως Αριστερά, χρειάζεται να προβάλουμε ένα άλλο πολιτικό-ιστορικό πρόταγμα που θα αναδεικνύει τη δυναμική, τα οράματα και το συμφέρον των «από κάτω», δηλαδή των λαϊκών και εργατικών στρωμάτων τόσο στο παρελθόν όσο στο παρόν και στο μέλλον;
Ως αριστεροί θα πρέπει να είμαστε με την ιστορία, η οποία προβάλλει πρωτίστως την κίνηση των «από κάτω». Γι’ αυτό φταίμε επειδή δεν χτυπάμε εξίσου «εκσυγχρονιστές» και σκοταδιστές, σαν τη διπλή όψη του ίδιου νομίσματος.
Εδώ, μπορεί να τεθεί από αρκετούς το ακόλουθο ερώτημα: είναι δυνατόν σε ένα βιβλίο ιστορίας, για παιδιά της Στ΄ Δημοτικού, να υπάρχει μια πλήρης και αναλυτική περιγραφή των αιτίων και των εκάστοτε ιστορικών γεγονότων; Ασφαλώς, όχι. Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Α. Ελεφάντης, «Μια σχολική ιστορία πρέπει να περιέχει, τουλάχιστον, τους βασικούς κόμβους γεγονότων και κοινωνικών καταστάσεων μιας ορισμένης περιόδου που από μέσα τους πέρασε το δικό μας έθνος αλλά και -πάντα σε γενικές γραμμές- τα άλλα έθνη της οικουμένης. Να είναι επιπλέον μια ιστορία της εξέλιξης των πολιτισμών, μια ΄΄γραμματική των πολιτισμών΄΄ που έλεγε ο Μπροντέλ, να μαθαίνουν δηλαδή τα παιδιά την περιπέτεια της ζωής των ανθρώπων των προηγούμενων γενεών ως εγνωσμένη ιστορία και όχι ως άθυρμα μυθευμάτων, να μαθαίνουν τα μεγάλα δημιουργήματα αλλά και τα πάθη των ανθρώπων που έζησαν πριν από μας. …Μια σύντομη, στοιχειακή, αλλά αφηγηματικά δυνατή εκλαΐκευση πρέπει να είναι το σχολικό εγχειρίδιο. Άρα το μέγα πρόβλημα είναι τι κρατάς, τι αφήνεις απ’ έξω και κυρίως πρέπει ο τρόπος της αφήγησης να ανοίγει την όρεξη στους δρόμους της φαντασίας προς την απεραντότητα της ιστορίας. Άρα είναι εξαιρετικά δύσκολο το έργο του ιστορικού. Συνήθως η αφήγηση είναι ξερή, μελοδραματική, μεγαλόστομη, σχολαστική που δεν καταφέρνει να δημιουργήσει το συμπαγές ενός οργανωμένου και συνεκτικού συνόλου, να προκαλέσει τη μέθεξη σε μια ευρύτερη σύλληψη των άπειρων πτυχών των κοινωνικών, των αισθητικών, και των πολιτικών εμβιώσεων περί των οποίων πρέπει να μιλά η ιστορία. Αν τα παραπάνω είναι απαραίτητα για κάθε έργο ιστορίας στην περίπτωση του μαθητικού εγχειριδίου είναι συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ. Πώς αλλιώς θ’ ανοίξει η περιέργεια των παιδιών στον άγνωστο κόσμο, πώς θα παθιαστούν κι αυτά με τα πάθη των ανθρώπων και τα δημιουργήματά τους, πώς θα κατανοήσουν τα όσα μαθαίνουν;
Δεν τα κατάφερε καλά απ’ αυτή την άποψη το βιβλίο της ΣΤ΄ Δημοτικού». (Για περισσότερα βλέπε Α. Ελεφάντης, «Επιλεγόμενα στο βιβλίο που συντάραξε το ρωμέικο για 400 μέρες», Η κυριακάτικη Αυγή, 7/10/2007, σελ. 28-29).
Βέβαια, από την άλλη, δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε το αισθητικό μέρος του βιβλίου όπου εναλλάσσεται το κείμενο με εικόνες, γκραβούρες, σκίτσα, φωτογραφίες, χάρτες, πίνακες, δοκίμια και επιχειρείται όχι μόνο η απομνημόνευση και η μονόπλευρη αφήγηση, αλλά η έρευνα, η εικόνα, η κριτική σκέψη, η ομαδική εργασία, η δημιουργία ευχάριστης ατμόσφαιρας στην τάξη. Παρ’ όλ’ αυτά, το εν λόγω βιβλίο, παραβλέπει την αφήγηση και τη ζωντάνια των ανθρώπινων πράξεων. Βλέπει, μόνο, τα αποτελέσματα των πράξεων. Στο βιβλίο, όπως παρατηρεί ο Β. Καραποστόλης, «Δεν υπήρχε το ανθρώπινο δίλημμα και η απόφαση, μόνο οι ΄΄συνθήκες’’. Προσπαθώντας να αποφύγει το σκόπελο της ηρωολατρίας η συγγραφική ομάδα έφθασε στο αντίθετο άκρο. Εξαφάνισε το εξαιρετικό, δεν μπόρεσε να δει ότι ακόμη και οι ΄΄κανονικοί΄΄ άνθρωποι είναι δυνατόν να υψωθούν κατακόρυφα μερικές φορές. Τόσο ώστε οι άλλοι αντί να τους φθονήσουν, να τους θαυμάσουν για τα έργα τους. Πώς όμως να θαυμάσουν, με ποιους να ταυτιστούν και ποιους επίσης να κρίνουν ή να κατακρίνουν οι μαθητές όταν μπροστά τους έχουν μόνο εικόνες και λεζάντες;» (βλέπε εφημ. Ελευθεροτυπία, 26/9/2007, σελ. 21).
Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι πρέπει να αποσιωπούνται οι αρνητικές όψεις της εθνικής ιστορίας. Διότι, στις ιστορίες όλων των λαών εκτός από τις καλές στιγμές υπάρχουν και οι μαύρες σελίδες, οι οποίες πρέπει να αναφέρονται, να συζητιούνται, να κρίνονται και να στιγματίζονται, ώστε να μη διαιωνίζονται τα λάθη και τα πάθη, όπως για παράδειγμα η άλωση της Τριπολιτσάς, όπου υπήρξε μαζική σφαγή αμάχων μουσουλμάνων ή οι βιαιοπραγίες του ελληνικού στρατού στη Μικρασιατική εκστρατεία κατά του πληθυσμού με λεηλασίες, βιασμούς, φόνους και πυρπολήσεις συνοικιών και ολόκληρων χωριών. Για του λόγου το αληθές, θα παραθέσουμε δύο διαφορετικά αποσπάσματα, τα οποία αναφέρονται σε αυτές τις δύο ιστορικές περιόδους. Όσον αφορά την άλωση της Τριπολιτσάς, παραθέτουμε ένα μικρό κομμάτι από τα Απομνημονεύματα του Θ. Κολοκοτρώνη: «Μπαίνοντας τ’ ασκέρι, έβαλα να μη σκοτώσουμε τους Αρβανίταις. Εβγήκαν ως 2000, και μέσα εις την Τριπολιτσά έκοβαν.
Το άλογο μου από τα τείχη έως τα σαράγια δεν επάτησε γη.
…Το ασκέρι αφού ήταν μέσα το ελληνικό έκοβε και εσκότωνε από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες, παιδιά και άνδρες 32.000, μία ώρα ολόγυρα της Τριπολιτσάς. Ένας Υδραίος έσφαξε 90. Έλληνες εσκοτώθηκαν εκατόν. Έτσι επήρε τέλος. Τελάλη, να παύση ο σφαγμός». (Απομνημονεύματα Θ. Κολοκοτρώνη, εκδόσεις Μέρμηγκας, Εισαγωγή-Επιμέλεια: Έλλη Αλεξίου, Αθήνα 1977, σελ. 106-107). Σχετικά με τη Μικρασιατική εκστρατεία, παραθέτω ένα μικρό τμήμα από την αφήγηση φαντάρου, ο οποίος συμμετείχε σε αυτή: «Παιδιά είμαστε. Με το κορμί και την ψυχή κλεισμένη μέσα στο μαύρο ράσο της ‘’Ριζαρείου Σχολής’’, με το μυαλό ντουλτισμένο απ’ τα εθνικιστικά κηρύγματα των παπάδων καθηγητών μας, του αστικού τύπου, με τ’ αυτιά κουφαμένα απ’ τα ‘’δοξολογικά’’ καμπανίσματα.
Μια μέρα είπαμε: ‘’Πάμε κι εμείς’’.
Ο πόλεμος μας συνεπήρε στο κολασμένο του σιφούνι. […] Μπροστά στα λαμπαδιασμένα τουρκοχώρια, μπροστά στους σφαγμένους γέρους, τις ξεκοιλιασμένες γυναίκες, μέσα στα ουρλιαχτά των γυναικών και τις τσιρίδες των παιδιών, θυμόμουνα πάντα τα λόγια του διευθυντή μας: ‘’ο ευγενής ελληνικός στρατός… ο πρόδρομος του πολιτισμού…’’.
Σάπιοι, κουρελήδες, ψειριασμένοι, αγνώριστοι κι απ’ τη γυναίκα μας κι απ’ τη μάνα μας, γυρίσαμε κυνηγημένοι.
Χτυπούσαν και τότε οι καμπάνες. Μα πόσο διαφορετικό ήταν το καμπάνισμά τους! Και τα δικά μας λόγια ήταν και πάλι γεμάτα πάθος. Μα πόσο ήταν διαφορετικά τα λόγια μας! Ήταν μια ατέλειωτη βλαστήμια για την πατρίδα, για τον πόλεμο». (Για μια πιο αναλυτική παρουσία για το ρόλο του ελληνικού κράτους και του στρατού στη Μικρασιατική εκστρατεία, βλέπε το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Τ. Κωστόπουλου, Πόλεμος και Εθνοκάθαρση. Η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης 1912-1922, εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007).[1]
Κατά συνέπεια, το θέμα δεν είναι να παραχαράσσεται η ιστορική αλήθεια απαλείφοντας τις αρνητικές πλευρές της εθνικής ιστορίας και να προβάλλονται, μόνο, των άλλων λαών και εθνών οι αρνητικές στιγμές, τα εγκλήματα και η αμαύρωση της εθνικής τους ταυτότητας. Ο ρόλος της ιστορίας δεν είναι να κουκουλώνει τα κακά του παρελθόντος και να προβάλλει τον εθνικό ναρκισσισμό, αλλά να καλλιεργεί την ιστορική σκέψη και το κριτικό πνεύμα.
Αληθινό είναι ό,τι μπορεί να αποδειχθεί επιστημονικά ή όπως είπε ο Δ. Σολωμός, το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό.
5. Μια ιστορία φανατισμού ή επιστημονικής παρέμβασης;
Το βιβλίο ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού αποσύρθηκε κάτω από την πίεση εθνικιστικών και εκκλησιαστικών κύκλων. Και αυτό είναι το άσχημο στην όλη ιστορία. Η απόσυρση αποτελεί πολύ μεγάλη οπισθοδρόμηση, όπως επισημαίνει ο Σ. Μπουρνάζος, διότι ο τρόπος με τον οποίο έγινε εγκαινιάζει μια πρωτοφανή διαδικασία, «…σύμφωνα με την οποία τα διδακτικά εγχειρίδια, προτού δουν το κατώφλι της σχολικής τάξης, πρέπει να λάβουν ΄΄πιστοποιητικό εθνικών φρονημάτων΄΄: η απόσυρση του βιβλίου δεν συνέβη λόγω των σφαλμάτων, των αδυναμιών, των διδακτικών προβλημάτων κ.λπ., αλλά επειδή η κυβέρνηση, …αποφάσισε να συμπλεύσει με τους ΄΄πατριωταράδες΄΄, τους μισαλλόδοξους, τους ακροδεξιούς και την Εκκλησία που πρωτοστάτησαν στη σταυροφορία εναντίον του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου