του Αντώνη Παπαγιαννίδη
Πηγή: ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Από καιρό φαινόταν ότι θα έλθει κι αυτό. Αναφερόμαστε στον τρόπο με τον οποίο «εισπράχθηκε» στη κοινή γνώμη, στη δημόσια συζήτηση και στους οργανωτές της, η τοποθέτηση τον αρμοδίου για τα οικονομικά επιτρόπου, Χοακίν Αλμούνια (Joaquín Almunia) ότι «όλοι οι πολιτικοί ηγέτες και τα κόμματα στην Ελλάδα γνωρίζουν πλήρως την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας».
Ηλικίας ήδη μιας εβδομάδας -όμως στην πολιτική ζωή, και μάλιστα σε προεκλογική περίοδο, εντελώς δε ιδιαίτερα στην τελική ευθεία πριν από εκλογές που δείχνει ότι θα σηματοδοτήσουν καμπή στην πορεία των πραγμάτων, ο χρόνος φεύγει με τις δικές του ταχύτητες!- η τοποθέτηση αυτή ξύπνησε παλιά αντανακλαστικά.
Που αφορούν, εν τέλει, όλη τη θέση της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό και δι' αυτού, στο διεθνές σύστημα. Ακολούθησε η θέση του προέδρου της «ντόιτσε μπανκ» Γιόζεφ 'Ακερμαν (Josef Ackermann) που, ανακηρυσσόμενος επίτιμος διδάκτορας του «δημοκρίτειου πανεπιστημίου Θράκης», αφού κατέθεσε αρκετά καλά λόγια για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και τις (έως τώρα) αντοχές του, είπε: «είναι πολύ σημαντικό, η Ελλάδα να κάνει ό,τι είναι απαραίτητο για να παραμείνει μέλος της ευρωζώνης (...) ελπίζω ότι αυτή η άποψη έχει την πλήρη υποστήριξη των Ελλήνων πολιτικών».
Το απόλυτα αναμενόμενο ήταν, οι κομματικές ηγεσίες και οι επικοινωνιακές τους παραφυάδες να «τραβήξουν» την επισήμανση Αλμούνια όπου (έκριναν ότι) τους βόλευε (τα σχόλια 'Ακερμαν πέρασαν πιο ξώφαλτσα, αν και ήσαν σαφώς πιο ουσιαστικά):
• Το «επιτιθέμενο» ΠΑΣΟΚ θεώρησε ότι οι Βρυξέλλες επισημαίνουν τι κακό χάλι θα κληθεί να διαχειριστεί η -όποια- κυβέρνηση της 5ης Οκτωβρίου.
• Η «δυναμικά αμυνόμενη» ΝΔ διέγνωσε ότι οι Βρυξέλλες προειδοποιούν πως οι κάθε λογής σχεδιασμοί και παροχές έχουν όριο τον κορσέ του «συμφώνου σταθερότητας», έστω χαλαρωμένο, αλλά πάντως με δεδομένες διαδικασίες επιτήρησης.
• Στα αριστερά του φάσματος, ΚΚΕ και ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχασαν την ευκαιρία να σημειώσουν ότι η Ελλάδα/η ελληνική οικονομία/η ελληνική κυβέρνηση (όποια και αν...) βρίσκεται υπό κηδεμονία.
• Σε επίπεδο μέσων ενημέρωσης, πάλι, αλέσθηκαν διεξοδικά οι παραπάνω στάσεις -μέχρι σημείου να «επισημαίνεται» ότι ο (κακός, μοχθηρός, αυστηρός, ανάλγητος καίτοι σοσιαλιστής) Χοακίν Αλμούνια, διάδοχος άλλωστε του Πέδρο Σόλμπες (Pedro Solbes), με μακρινό πρόγονο τον συντηρητικό Χένινγκ Κριστόφερσεν (Henning Christophersen) των αρχών δεκαετίας του '90 (από τον οποίο κι ύστερα μάθαμε να φυλαγόμαστε από την «επιτροπή», οσάκις αυτή ασχολείται με την αξιοπιστία των δημοσιονομικών μας σχεδιασμών και στοιχείων)... δεν έχει παρά δέκα βδομάδες θητεία ακόμα μπροστά του. Ύστερα, θα πάει να γίνει υπουργός στην πατρίδα του, οπότε «ο καινούργιος» αρμόδιος Επίτροπος μπορεί/ ελπίζεται/ θα πρέπει να είναι καλύτερος στο να ακούσει/ να κατανοήσει/ να δεχθεί και την ιδιαιτερότητα της ελληνικής περίπτωσης και την προτεινόμενη εκδοχή «ήπιας (και χρονικά ανετότερης: τριετές πρόγραμμα κ.ο.κ) αντιμετώπισης».
Έχοντας μακρά εμπειρία στην Ελλάδα -και εμπειρία βάθους- από το πώς λειτουργεί στη δημόσια ζωή, η τάση μας να φορτώνουμε τα προβλήματα στους «κακούς», συνήθως «κακούς ξένους», νομιμοποιείται κανείς να διερωτηθεί προεκλογικά (=έγκαιρα) μήπως αισίως ετοιμαζόμαστε για μιαν ακόμη περιπέτεια «έθνους ανάδελφου». Γιατί, ατυχώς, ο κ. Αλμούνια είπε μεν μια μεγάλη αλήθεια, αλλά με δύο λανθάνοντα κενά. Τα οποία εν τέλει την ακυρώνουν.
• Το πρώτο κενό είναι ότι μπορεί «οι πολιτικοί ηγέτες και τα κόμματα» να γνωρίζουν την κατάσταση, αλλά το ίδιο ισχύει -δηλαδή η απόλυτη επίγνωση- και για όλους, μα εντελώς όλους τους Έλληνες! Όλοι γνωρίζουμε, πλήρως, τα πάντα.
• Το δεύτερο κενό είναι συνέπεια του πρώτου: όλοι μας μεν γνωρίζουμε τα στοιχεία της οικονομίας και τα αδιέξοδά της, όμως είμαστε πρόθυμοι να στηρίζουμε τις διάφορες προτάσεις βολικής διευθέτησής τους.
Για να μείνουμε μόνο στην εποχή ευρωζώνης ζήσαμε με ποικίλα «πακέτα Σημίτη» και «κοινωνικά πακέτα» προ των εκλογών του 2004, με «ήπια προσαρμογή» Αλογοσκούφη παρά τις διεκτραγωδήσεις της απογραφής, με νέα χαλάρωση και επικήρυξη των προσπαθειών συμμαζέματος της φοροδιαφυγής το 2008, με ξήλωμα των μέτρων Αλογοσκούφη δια των οποίων επιχειρήθηκε προς στιγμήν να συγκρατηθεί η κατάσταση που ξέφευγε.
Τώρα, με προεκλογικούς σχεδιασμούς προσαρμογής μειωμένου κόστους, παρά τη διεκτραγώδηση Καραμανλή στη ΔΕΘ στο –κυριολεκτικά- παρά 5'. Πώς λοιπόν «οι πολιτικές ηγεσίες και τα κόμματα» να επενδύσουν σε οτιδήποτε μη ευχάριστο; Τα δε ίδια μίντια που κουνάνε κάθε τόσο επιτιμητικά το δάκτυλο στους κυβερνώντες, τα ίδια εγκαλούν για «μειωμένη κοινωνική ευαισθησία» ευθύς ως θιγεί οποιοδήποτε, μα οποιοδήποτε, «κεκτημένο»!
Πλους μέσα σε ομίχλη
'Αλλωστε, ανάμεσα στη ρήση Αλμούνια και τις παρατηρήσεις 'Ακερμαν, έπεσαν στο τραπέζι τα σχόλια ενός –συγκριτικά- άσημου τεχνοκράτη. Πρόκειται για το δυσκολοπρόφερτο Μάρκο Μρσνικ (Marko Mrsnik) (πείτε τον «Μάρσνικ» για να βγει η λέξη από τα χείλη!), ο οποίος εξηγούσε ότι «περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο, θα απασχολήσει η στρατηγική αντιμετώπισης των προκλήσεων της κοινωνικής ασφάλισης απ' οποιαδήποτε κυβέρνηση κι αν εκλεγεί». Και μπορεί ο κ. Μρσνικ να σας είναι άγνωστος, όμως είναι ο άνθρωπος της «στάνταρντ εντ πουρς» (S&P) για την Ελλάδα. Δηλαδή ένας απ' εκείνους που συν-προσδιορίζουν τους όρους δανεισμού της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές. Και είναι αλήθεια ότι τα χρεολύσια του 2010 είναι χαμηλότερα απ' ό,τι του 2009, τα δε «σπρεντς» του ελληνικού χαρτιού ως προς τα επιτόκια των «bunds» έχουν πέσει τώρα στο ναδίρ σε σχέση με τον Φεβρουάριο-Μάρτιο: όμως άμα μετεκλογικά θεωρήσουμε ότι εμείς θα πούμε στις Βρυξέλλες και στις αγορές τι θα ισχύσει, μάλλον πλέουμε σε δυσάρεστη ομίχλη!
Δεν είναι τυχαίο ότι, απ' όλους τους πολιτικούς αρχηγούς, η μόνη που σήκωσε το γάντι (όχι βέβαια με αναφορά στη S&P!) και μίλησε για τις άμεσες αδιέξοδες προοπτικές του ασφαλιστικού ήταν... η Αλέκα Παπαρήγα κάνοντας λόγο για «ωρολογιακή βόμβα που θα σκάσει τους επόμενους μήνες»... Λέγαμε μόλις ότι όλοι γνωρίζουν, πλήρως, τα πάντα.
Θα μπορούσε κανείς να αντι-παρατηρήσει ότι μολαταύτα, στην Ελλάδα συντηρείται μια αχλύς αδιαφάνειας -άλλωστε ακριβώς τώρα πορευόμαστε στις κάλπες με ένα πρωτότυπο δεκαπενθήμερο απαγορευτικό/interdictum όσον αφορά τη δημοσιοποίηση των ευρημάτων των προεκλογικών δημοσκοπήσεων. Πράγμα που δείχνει την τόσο διαδεδομένη αντίληψη: ότι αρκεί να νομοθετήσει κάτι ο αγάς, ή πάλι «να εκφρασθεί σταθερή πολιτική βούληση», ώστε να πάνε τα πράγματα εκεί που ορίσθηκε.
Ενώ, για παράδειγμα, ακριβώς στο τόσο επιδερμικό θέμα των δημοσκοπήσεων, όλοι γνωρίζουμε ότι αρκεί μια ελληνική εταιρεία δημοσκοπήσεων, που έχει παρουσία και στην αδελφή Κύπρο, να δώσει τα δημοσκοπικά στοιχεία-επτασφράγιστο μυστικό σ' ένα κανάλι κυπριακό στο πλαίσιο δημόσιας συζήτησης, ώστε μυριάδες συνέλληνες να δουν και να απολαύσουν τον απαγορευμένο καρπό μέσω δορυφορικής τηλεόρασης. Νομιμότατα. (Μόνον ο μακαρίτης ο Δημήτρης Μαρούδας θα σκεφτόταν να... καταρρίψει τον κακό δορυφόρο! Ή, έστω, ο Κώστας Σημίτης ως υπουργός της βιομηχανίας των αρχών της δεκαετίας του '90, όταν κρίνονταν οι «call back» υπηρεσίες τηλεφωνίας και εκείνος διεκήρυσσε την ανεφάρμοστη απαγόρευσή τους). Χώρια που ανθούν πλέον τα διαδικτυακά «σάιτ» και τα «μπλογκ», όπου τα απαγορευόμενα δημοσκοπικά στοιχεία θα «χορεύουν» καθημερινά. Ενώ και οι εφημερίδες -ο γραπτός τύπος, με τη συνταγματική κάλυψη του παραγνωρισμένου ακόμη και από τους δημοσιογράφους άρθρου 14 του συντάγματος, που απαγορεύει κάθε είδους προληπτική λογοκρισία για οσοδήποτε ενάρετο σκοπό κι αν αυτή θεσπίζεται- θα μπορούν να φιλοξενούν τα ίδια έκνομα στοιχεία.
Χώρια που ο οποιοσδήποτε δημοσιογράφος θα έχει τη δυνατότητα να εξηγεί: «ξέρετε λοιπόν τι όνειρο είδα χθες το βράδυ; Είδα ότι το ΠΑΣΟΚ συγκέντρωνε πλέον ΧΧ%! Ενώ η ΝΔ βρισκόταν στο ΨΨ%! 'Ασε που τρίτο κόμμα ήταν οι «οικολόγοι» με ΩΩ%!» (γιατί, με την πάνσοφη απαγόρευση δημοσιοποίησης στοιχείων, αλλά με τις δημοσκοπήσεις να συνεχίζονται για όποιον ελεύθερα τις παραγγέλνει -κόμματα ασφαλώς, μίντια οπωσδήποτε, ισχυρούς ιδιώτες γιατί όχι;- πλήθος δημοσκοπικά στοιχεία θα υπάρχουν και θα διαδίδονται, μέσω ψιθύρων και φημών, χωρίς καν τον έλεγχο της ανταγωνιστικής δημοσιοποίησης. Θαύμα!).
Η γνώση και η άρνηση
Ας επιστρέψουμε, όμως, στο τι σημαίνει και πώς λειτουργεί εκείνο που εξαρχής θέσαμε -ότι, δηλαδή, όλοι γνωρίζουμε τα πάντα στην Ελλάδα τον 2009, όμως ελάχιστα αυτό επηρεάζει την εκ μέρους μας αποδοχή των συνεπειών αυτού που γνωρίζουμε- στην τόσο κρίσιμη υπόθεση της διαχείρισης της οικονομίας.
Μετεκλογικά, γιατί εκεί είμαστε ήδη. Η Ελλάδα δεν βρίσκεται ούτε στις αρχές της δεκαετίας του '80, ούτε στα μέσα της δεκαετίας του '90, ούτε καν στις παραμονές της ενσωμάτωσης της οικονομίας της στην ευρωζώνη. Δηλαδή; Δηλαδή είναι μια χώρα (α) με οικονομία πολύ μεγαλύτερη, (β) με ανθρώπους πολύ ευπορότερους -νοικοκυριά και επιχειρήσεις, εργαζόμενους και επαγγελματίες, (γ) με δυνατότητες άσκησης πολιτικής πολύ-πολύ πιο περιορισμένες, αφού η νομισματική πολιτική (η ευλογημένη κατάρα της υποτίμησης, αλλά και η δυνατότητα χειρισμού των επιτοκίων) έχει οριστικά χαθεί.
Το στοίχημα που βάλαμε, κλειδώνοντας την οικονομία και τον εαυτό μας στην πειθαρχία της ευρωζώνης και πετώντας το κλειδί έξω, είναι εν τέλει βαθύτατα «καραμανλικό» κι ας το έβαλε ο Κώστας Σημίτης επί βάσεων Ανδρέα Παπανδρέου: «θα τους πετάξω στη θάλασσα, θα μάθουν να κολυμπάνε».
Ταυτόχρονα, όμως, είναι η Ελλάδα μια χώρα που έχει τρεις φορές «χάσει το δρόμο της» αφότου μπήκε στην ευρωζώνη. Γι αυτό και, με περισσή ευκολία, χαρακτηρίζεται «έξω» «failed state» (αποτυχημένη χώρα)-σίγουρα δημοσιογραφικά, σιγά-σιγά και στις αγορές αλλά και (πολύ-πολύ διακριτικά, βέβαια) στις πολιτικές συζητήσεις.
Η άρνησή μας -ως λαού, ως ελίτ, ως ηγεσιών, ως κοινής γνώμης- αυτή τη γνώση των δεδομένων του εαυτού μας να την μεταπλάσουμε σε συνειδητοποίηση του τι βρίσκεται μπροστά μας, αυτό είναι το κύριο πρόβλημα της Ελλάδας του σήμερα.
Με άλλα λόγια, εκείνο που κατέδειξε η προεκλογική καμπάνια για τις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου είναι ότι, όποιο σχήμα διακυβέρνησης προκύψει για την 5η Οκτωβρίου, ένα θα χρειαστεί πρώτο και κύριο: μια καταγραφή της πραγματικότητας (βλέπετε, η λέξη «απογραφή» διεγράφη από το πολιτικό λεξιλόγιο) σε όλη της την έκταση, δημοσιονομική, χρηματοπιστωτική, κοινωνικοασφαλιστική -όμως, ετούτη τη φορά, όχι με την έμφαση στο «να τι προβληματική κατάσταση παραλαμβάνεται» αλλά στο «να τι περιθώρια χειρισμών υπάρχουν».
Αυτό, δε, τόσο προς τα μέσα, προς την τόσο κακομαθημένη κοινή γνώμη που πάντα νομίζει ότι αρκεί... η «πολιτική βούληση» και τα ωραία λόγια προκειμένου να αλλάξει η πραγματικότητα, όσο και προς τα έξω, προς τους μηχανισμούς της διεθνούς οικονομίας, αγορές και τα πολιτικά κονκλάβια, ώστε να μας ξανα- ξανα- ξαναπιστέψουν.
Αρέσει/δεν αρέσει, έτσι είναι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου