Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2009

Το τέλος του κράτους-έθνους (Γ'

Τύπος Διεθνής Πολιτική Ελληνική Πολιτική Οικονομία Κοινωνία Πολιτισμός Αρθρογράφοι Διεθνής Πολιτική Ελληνική Πολιτική Οικονομία Κοινωνία Πολιτισμός Διεθνής Πολιτική Σχόλια Διάλογος Aρθρα Θέσεις Ελληνική Πολιτική Σχόλια Διάλογος Aρθρα Θέσεις Οικονομία Σχόλια Διάλογος Aρθρα Θέσεις Κοινωνία Σχόλια Διάλογος Aρθρα Θέσεις Πολιτισμός Σχόλια Διάλογος Aρθρα Θέσεις
του Μάικλ Βλάχος

Πηγή: ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Τα εικονίδια με τα οποία εικονογραφήθηκαν τα τρία μέρη του άρθρου στο «the globalist»
Η απομάκρυνση από τον νεωτερικό κόσμο και τη θρησκεία του κράτους-έθνους δε σημαίνει αναγκαστικά πως θα κυριαρχήσει η αταξία. Θα οδηγήσει μάλλον σε έναν κόσμο όπου το τοπικό και το υπερεθνικό θα αλληλεπιδρούν σε ισότιμη βάση με τα υπολείμματα του κράτους-έθνους. Αυτό είναι ήδη φανερό στον ισλαμικό κόσμο ή και αλλού, όπως στην Αφρική, με την άνοδο της επιρροής των προτεσταντικών εκκλησιών.
Σε πολλά μέρη της Αφρικής, το κράτος αντικαθίσταται από ένα περίπλοκο δίκτυο μη-κρατικών παραγόντων. Πολλοί εξ αυτών είναι οργανωτικά συνδεδεμένοι με μη-κρατικούς παράγοντες του αναπτυγμένου κόσμου, όπως οι ιεραποστολές που προέρχονται από την Αραβία, το Ιράν, το Τέξας, αλλά και σε δυτικές μη-κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ) που στοχεύουν στην ανθρωπιστική ή την τεχνική βοήθεια.
Αλλά ακόμα και σε κοινωνίες όπου η διοίκηση λειτουργεί, το μη-κράτος συνεχίζει να ανθεί, όπως π.χ. στη Βραζιλία ή το Μεξικό. Ακόμα κι όπου το κράτος συνεχίζει να αποδεικνύεται αποτελεσματικό, η βάση επιρροής του συρρικνώνεται στις πιο ευνοημένες κοινωνικές ομάδες όπου παρέχει πραγματικά ασφάλεια και αξιόπιστες υπηρεσίες.
Εντωμεταξύ στον αναπτυγμένο κόσμο, τα πρώτα νεωτερικά έθνη-κράτη δε διαθέτουν ούτε τους πόρους, αλλά ούτε και τη διάθεση να επαναδιεκδικήσουν το κύρος και την επιρροή στην καθημερινότητα που έχουν απολέσει προς όφελος του μη-κρατικού χώρου.
Σε πολλές περιοχές, όπως στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) ή τη Ρωσία, πολλοί νιώθουν τις εθνικές τους ταυτότητες να απειλούνται. Φοβούνται πως θα γίνουν «ξένοι στην ίδια τους τη χώρα». Ολόκληρη η ενέργεια των κρατών καταναλώνεται στη διαχείριση των μεταναστών και στις στρατηγικές ενσωμάτωσης των μεταναστών -ή απλά μετριασμού των συνεπειών της μετανάστευσης.
Αυτός δεν είναι ένας κόσμος από-παγκοσμιοποίησης, όπως εκείνος της δεκαετίας του 1930. Είναι αντίθετα ένας κόσμος παγκοσμιοποιημένου «ξεφουσκώματος» του κράτους.
Οι διεθνείς οργανισμοί θα συνεχίσουν την πορεία τους, αλλά θα ασχολούνται μόνο με όσους «επιβιώσουν» τις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα. Ανίκανοι να βοηθήσουν το 60% της ανθρωπότητας που χάνει τη μάχη, οι προνομιούχοι της ανθρωπότητας (είτε το παραδέχονται, είτε όχι) απορροφώνται ολοένα και περισσότερο από την προσπάθεια να συντηρήσουν ένα «μικρότερο» διεθνές σύστημα, διασώζοντας ό,τι είναι ακόμα βιώσιμο από αυτό. Η παγκοσμιοποίηση αφορά πια μια μειονότητα, που ζει αμυνόμενη εντός μιας ταραγμένης μη-κρατικής πλειοψηφίας.
Η Αμερική χρειάζεται να μάθει να ζει με τα μειονεκτήματα της «νέας τάξης». Ο κόσμος όπως τον ξέρουμε δεν έχει καταρρεύσει -τουλάχιστο όχι ακόμα- αλλά έχουμε πάψει να οδεύουμε πομπωδώς προς μία αληθινά παγκοσμιοποιημένη και διαδικτυακή ανθρωπότητα.
Ο αναπτυγμένος κόσμος συμφιλιώνεται σταδιακά με την ιδέα μιας διχασμένης ανθρωπότητας, με το χάσμα μεταξύ των δύο «ταχυτήτων» της να αυξάνει και να γίνεται αγεφύρωτο.
Αυτή η πραγματικότητα είναι ήδη παρούσα. Μολοταύτα, εξακολουθούμε να αρνιόμαστε να παραδεχτούμε πως αυτό είναι το μέλλον -πόσο μάλλον πως είναι ήδη το παρόν.
Μερικοί ίσως να παρηγορούν εαυτούς σκεφτόμενοι πως στις δόξες της η νεωτερικότητα παρά λίγο να ενσωματώσει ολόκληρη την ανθρωπότητα. 'Αλλοι θα μεμψιμοιρούν για τους σύγχρονους «θρησκευτικούς πολέμους» μεταξύ των δυτικών εθνικισμών. Υπάρχουν κι εκείνοι που θα τρώγονται με τα ρούχα τους: «μα πώς και δεν αντιδράσαμε νωρίτερα; Είχαμε μια χρυσή ευκαιρία μετά την πτώση της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά αφήσαμε την ευκαιρία να γλιστρήσει από τα χέρια μας, έτσι απασχολημένοι που ήμαστε να θριαμβολογούμε».
Αλλά γιατί λέμε πως είναι πια πολύ αργά για να επανορθώσουμε; Το αμείλικτο γεγονός είναι πως η ανάπτυξη όλης της ανθρωπότητας θα απαιτούσε πηγές ενέργειας που δεν υπάρχουν -και υγιές περιβάλλον: πιθανότατα εκεί είναι που «πιάσαμε ταβάνι».
Τα ορυκτά καύσιμα λιγοστεύουν και το παγκόσμιο περιβάλλον υποβαθμίζεται ταχύτατα. Τα τεχνολογικά θαύματα θα μπορούσαν να βοηθήσουν, αλλά η παγκόσμια ύφεση κλείνει τη στρόφιγγα των επενδύσεων σε εναλλακτικές και πράσινες πηγές ενέργειας, όλα τα υπόλοιπα είναι παχιά λόγια.
Όταν εντέλει βγούμε από την τρέχουσα οικονομική στασιμότητα, θα συνθλιβούμε από το στέρεμα των ορυκτών καυσίμων και το τρομερό έλλειμμα εναλλακτικών μορφών ενέργειας προκειμένου να καλύψουμε τις ανάγκες μας. Τα αναπτυγμένα κράτη θα δουν και πάλι τις οικονομίες τους να κλυδωνίζονται από τις υπέρογκες τιμές της εποχής της σπάνης των ορυκτών καυσίμων (θα ξαναδούμε τιμές της τάξης των 140 δολαρίων/ βαρέλι, ίσως και περισσότερο). Όταν αρχίσουμε να ισορροπούμε από αυτό το σοκ, θα βρεθούμε αντιμέτωποι με τις πρώτες σοβαρές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής: ακραία καιρικά φαινόμενα, κατάρρευση της αγροτικής παραγωγής, παγκόσμια λειψυδρία και ωκεανοί που αργοπεθαίνουν. Κι ας μην ξεχνάμε την αναπόφευκτη απειλή μιας πανδημίας.
Το καθένα από αυτά τα συμβάντα θα συνιστά κλονισμό υπαρξιακών διαστάσεων. Ένα ισχυρό παγκόσμιο δίκτυο θα μπορούσε να τα αντιμετωπίσει όλα αυτά με σχετική επιτυχία, αλλά το δίκτυο αυτό εξασθενεί από την επέκταση της επιρροής των μη-κρατικών παραγόντων.
Η κατηφόρα δεν καταλήγει στην κατάρρευση της παγκοσμιοποίησης. Αντιθέτως, κατά πάσα πιθανότητα ο κόσμος μας θα μοιάζει όλο και περισσότερο με εκείνο της ύστερης αρχαιότητας. Δεν πρόκειται να καταρρεύσει μεν, αλλά είναι σίγουρο πως θα παρακμάζει επί πολλούς αιώνες.
Στις απαρχές του μεσαίωνα, υπήρχαν ακόμα η Κωνσταντινούπολη, η Δαμασκός, η Βαγδάτη, η Αλεξάνδρεια, αληθινές κιβωτοί διαφύλαξης του πολιτισμού. Έτσι και στο δικό μας μέλλον θα συνεχίσουν να υφίστανται η Νέα Υόρκη, το Παρίσι, η Σαγκάη, η Βομβάη και άλλες πολύτιμες πολιτείες.
Κατά (σχεδόν όλα) τα άλλα όμως, τα πράγματα θα επιδεινώνονται. Το κέντρο βάρους της ανθρωπότητας θα είναι ανάλογο με ό,τι συνέβαινε στην κοιλάδα του Ρήνου τον 7ο αι. μ.Χ. Όταν ο Μάθιου Ίνες (Matthew Innes) περιγράφει τον αιώνα αυτόν, η ιστορική του διήγηση ακούγεται σε αποθαρρυντικό βαθμό σαν προφητεία: «το κράτος δεν ήταν εις θέση να προσδιορίσει τους όρους διαμόρφωσης των τοπικών εξουσιών... Οι τοπικές ελίτ σταδιακά άρχισαν να διαμορφώνουν κατά βούληση το τοπίο του συσχετισμού δύναμης, βασισμένες στις προσωπικές και τις κοινωνικές τους σχέσεις... Ο δημόσιος χώρος άρχισε να επικαθορίζεται από τις κοινωνικές σχέσεις των ελίτ -και όχι πια από την νομιμοποιημένη κρατική ισχύ».
Σκεφτείτε ένα λεπτό τι εννοεί με αυτό ο ιστορικός. Κι ύστερα διαβάστε πώς περιγράφει το σύγχρονο Κονγκό ο 'Ανταμ Χόσιλντ (Adam Hochschild): «πρόκειται για το μεγαλύτερο πληθυσμό του κόσμου (πάνω από 65 εκατομμύρια άνθρωποι σε μια περιοχή όσο οι ΗΠΑ ανατολικά του Μισισιπή) όπου δεν υφίσταται καμία λειτουργική εθνική κυβέρνηση... Υπάρχει ένα αποδιοργανωμένο και διεφθαρμένο καθεστώς που δεν παρέχει σχεδόν καμία υπηρεσία άξια λόγου, ιδίως σε περιοχές σαν την Γκόμα, που βρίσκεται πάνω από 1,000 μίλια (1,600km) ανατολικά της πρωτεύουσας».
Ο Χόσιλντ περιγράφει πως ανταγωνιστικοί στρατοί (ανάμεσα στους οποίους και ο λεγόμενος «εθνικός στρατός» του Κονγκό) θεωρούν τους μαζικούς βιασμούς γυναικών σχεδόν σαν πολιτική πράξη επικύρωσης της ηγεμονίας τους, και πώς επιστρατεύουν τους τοπικούς πληθυσμούς για εξαναγκαστική εργασία.
Αυτή ακριβώς ήταν η κατάσταση που αντιμετώπιζε η Ευρώπη του 7ου αι. κι έτσι συμπεριφέρονταν οι ποικιλώνυμες τοπικές εξουσίες. Κι αυτός φαίνεται να είναι ο κόσμος που ανθεί παντού γύρω μας και επεκτείνεται καταιγιστικά -ο κόσμος της «κοινωνικότητας των ελίτ» και των πολιτοφυλακών τους.
Τα απομεινάρια της δυτικής νεωτερικότητας (όπως π.χ. η ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ στο Κονγκό με 17,000 άνδρες) εντέλει λειτουργούν ως μια ακόμα πολιτοφυλακή, ίσως σοβαρότερη και ευγενέστερη. Όπως οι ανάλογες στρατιωτικές δυνάμεις που ξεχνά πίσω της η δύση καθώς αποτραβιέται στο παρασκήνιο της ιστορίας, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα αναμνηστικό, ένα σύμβολο του κόσμου μας.
Είμαστε αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουμε έναν κοινωνικό μετασχηματισμό που θα διαρκέσει αιώνες. Ίσως να μας κάνει να νιώσουμε καλύτερα η συνειδητοποίηση πως στο μετασχηματισμό αυτό θα υπάρχει τόση ασυνέχεια όσο και συνέχεια. Ο νους και η καρδιά μας εξοικειώνονται σιγά-σιγά με την κλίμακα του μετασχηματισμού αυτού. Η ζωή στην ύστερη νεωτερικότητα θα μας αναγκάσει να συνδυάζουμε, ό,τι κι αν μας κοστίζει αυτό, συνήθειες και πράγματα που τελειώνουν με άλλα, που μόλις αρχίζουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: