της Νικολίτσας Γεωργοπούλου *
Πηγή: ΑΝΤΙΦΩΝΟ
1. Τί το ον.
Η μεταφυσική είναι μια λέξη, που σαν περιεχόμενο έρχεται στην ιστορία του πνεύματος με τον Αριστοτέλη. Αν όμως ο Σταγιρίτης τη γέννησε, την εβάφτισαν άλλοι. Από τη γέννησή της μάλιστα ως τη βάφτισή της επέρασαν δεκαπέντε αιώνες .
Πρώτος ο Αβερρόης, άραβας φιλόσοφος του 12ου μ.Χ. αι., χρησιμοποιεί το μονολεκτικό όρο «μεταφυσική». Πολύ όμως ενωρίτερα οι νεοπλατωνικοί (Ανδρόνικος ο Ρόδιος, 1ος π.Χ. αι. ) με τον όρο «Μετά τα Φυσικά» εδήλωναν τις συγγραφές του Αριστοτέλη που ακολουθούσαν όσα συγγράμματα του ασχολούνταν με τη φύση. Ήσαν δηλαδή στη σειρά συγγράμματα μετά τα φυσικά[1] .
Στα κείμενα αυτά από την εποχή των νεοπλατωνικών κιόλας αποδόθηκε μια μεταφορική σημασία, που υπαινίσσοταν τις αριστοτελικές έρευνες τις αναφερόμενες σε στοιχεία και φαινόμενα πέρα ή πάνω από τα φυσικά φαινόμενα. Τα «Μετά τα Φυσικά» δηλαδή ερευνούσαν τον υπεραισθητό κόσμο και τις αρχές των όντων.
Αυτήν την καινούργια πνευματική επίδοση ο Αριστοτέλης την ονομάζει «Πρώτη φιλοσοφία», γιατί θεωρούσε ότι αναφορικά με όλες τις άλλες επιστήμες κατείχε την αξιωματική προτεραιότητα. Ο σκοπός και ο λόγος της «πρώτης φιλοσοφίας» ήταν να εξετάζει τις αρχές και τα αίτια του όντος από την άποψη ότι είναι το ουσιαστικά και κατ’ αλήθειαν όν: «σκεπτέον δέ του όντος αυτού τα αίτια και τάς αρχάς ή όν»[2] .
Η εξακρίβωση λοιπόν των κοινών γνωρισμάτων όλων των όντων, και πιο πέρα η διείσδυση στις αρχές και τις αιτίες, από τις οποίες πηγάζει η οντολογική πραγματικότητα, είναι τα προβλήματα της πρώτης φιλοσοφίας : Γνωσιολογία, λογική, οντολογία και θεολογική αναζήτηση συνιστούν επομένως τις ατραπούς της έρευνας εκείνης της μάθησης που ο σταγιρίτης καλεί «πρώτη φιλοσοφία» και οι μεταγενέστεροι ονόμασαν «μεταφυσική»[3].
Οι λογικές αρχές της αντίφασης και του τρίτου ή μέσου αποκλίσεως. η διαίρεση των επιστημών. η κριτική των προγενέστερων συστημάτων των προσωκρατικών, των σοφιστών, και του διδασκάλου Πλάτωνα. η ύλη και το είδος. η κίνηση, η μεταβολή και η γένεση. η ενέργεια και η δύναμη. οι όροι όν, αρχή, αίτιον, ουσία, εν, ποσόν, ποιόν, τέλειον, πάθος, στέρηση, έξις, ενότητα, πολλότητα, ταυτότητα, ετερότητα, διαφορά, εναντίωση. η αριθμολογική θεωρία. τα μαθηματικά αντικείμενα. η διαλεκτική ανασκευή των ιδεών του Πλάτωνα. το πρώτο κινούν ακίνητον. το αγαθόν ωσάν αυθυπαρξία του σύμπαντος και ωσάν έμμονη τάξη του κόσμου. Αυτά είναι σε γενικές γραμμές και κατά την παράθεση ενός άτακτου φυρμού τα προβλήματα που θέτει και θίγει στα «Μετά τα Φυσικά» του συγγράμματα ο Αριστοτέλης .
Βέβαια εκείνος ο μεθοδικός και παντεπόπτης στοχαστής, που η γη της Μακεδονίας τον εγέννησε ωσάν σκεύος φιλοσοφικής εκλογής σπάνιο, ολόκληρο τούτο το πλήθος των προβλημάτων στα «Μετά τα Φυσικά» το διακόσμησε με αυστηρή τάξη και αναγκαία ακολουθία .Ωστόσο τα «Μετά τα Φυσικά» είναι ένα από τα πιο δύσκολα βιβλία που έγραψε συγγραφέας[4] : Η ελλειπτικότητα στη φράση. οι ακραίες αφαιρετικές αναγωγές. η λιτότητα και το ακριβολόγο. η νοηματική ξηρότητα που ανεβαίνει ως τη σιωπή. ο βιασμός της γλώσσας που κάποτε γίνεται θηριώδης. η τραχύτητα της ολιγολογίας και η έλλειψη της φιλολογικής ενότητας συγκροτούν μια δυσχέρεια μορφής ανάλογη με τη δυσχέρεια του περιεχομένου.
Κατά τμήματα στα «Μετά τα Φυσικά», ενώ η πλαστικότητα της έκφρασης υψώνεται ως την κλασσική ηρεμία, ο ρυθμός συνταράσσεται απότομα από την αδυσώπητη βούληση ενός αόρατου ρυθμιστή και διατάκτη του πνεύματος. Από την άποψη του νευρώδους στην κίνηση και της ελλειπτικής σφοδρότητας στην ομαλή ροή του λόγου, τα «Μετά τα Φυσικά» ενθυμίζουν το ρωμαλέο ύφος του Θουκυδίδη και του Τάκιτου. Ή, ορθότερα, ο Θουκυδίδης και ο Τάκιτος σαν συγγραφείς ύφους παραστέκουν τη σκυθρωπή ηρεμία του Αριστοτέλη των «Μετά τα Φυσικά».
Η φιλοσοφία μετά τον Αριστοτέλη στα πλαίσια της αυστηρής ακαδημαϊκής έρευνας με τον όρο μεταφυσική εννοεί και επεξεργάζεται εκείνη την πραγματικότητα που βρίσκεται πέρα από τα αισθητά όντα .Έχει δηλαδή αντικείμενο σπουδής τον κόσμο των νοητών στοιχείων, τον υπερβατικό χώρο του όντος. Η μεταφυσική αναζητεί τη γνώση του επέκεινα, πασχίζει να φωτίσει την περιοχή που υπάρχει απρόσιτη στην αισθητηριακή μας σκευή, αλλά παρόλο τούτο συνιστά το αόρατο σύστημα της οντικότητας, που ταξιθετεί, διοικεί, οικονομεί και προάγει την πορεία του σύμπαντος με το άπειρο πλήθος των πραγμάτων και των δράσεων μέσα στις συντεταγμένες του χώρου και του χρόνου. Παράλληλα η μεταφυσική εξετάζει τα όρια του ανθρώπινου λόγου και όλους εκείνους τους νόμους που διατάσσουν και καθορίζουν τους μηχανισμούς της ανθρώπινης νόησης[5], ώστε η γνώση που κερδίζει ο άνθρωπος κινούμενος σε τούτους τους υπεραισθητούς ορίζοντες να έχουν αξιοπιστία και εγκυρότητα .
Η μεταφυσική έχει και ένα δεύτερο επίπεδο περισσότερο βατό. Εδώ η αυστηρή αποδεικτική μέθοδος της επιστήμης χαλαρώνει. Η ατρέκεια του πνεύματος, η λογική δηλαδή εμμονή και σκληρότητα, παραχωρεί δικαιώματα και σε άλλες δυνάμεις της ανθρώπινης φύσης. Τέτοιες δυνάμεις είναι το συναίσθημα, η φαντασία, η βούληση. Στο επίπεδο αυτό η μεταφυσική σχετίζεται με τη θεολογία, κατά την έννοια ότι η έσχατη ουσία του κόσμου, το υπέρτατο όν, παραβάλλεται με την πρώτη αρχή που δημιούργησε το σύμπαν. Η οπτική αυτή εταύτισε την περιοχή της μεταφυσικής με την περιοχή του θείου.
Αυτή η συσχέτιση στον Αριστοτέλη και γενικότερα σε ολόκληρη την κλασσική ελληνική διανόηση είναι μόλις ορατή, γιατί εκείνο που προέχει δεν είναι κυρίως το θεολογικό αλλά το οντολογικό επίπεδο, αφού η θεολογική απορία ανάγεται στην οντολογική προβληματική[6]. Οι έλληνες δεν μιλούν για τη γένεση της ύλης. Δεν την θεωρούν ως ens creatum[7]. Οι έλληνες μιλούν για την πρώτη αρχή των όντων. Πάνω στο θέμα τούτο και πριν τον Αριστοτέλη μας έχει διασωθεί ένα απόσπασμα του Ηράκλειτου αρκετά διαφωτιστικό: «Κόσμον τόνδε, τον αυτόν απάντων, ούτε τις θεών ούτε ανθρώπων εποίησεν, αλλ ‘ ήν αεί και έστιν και έσται πύρ αείζωον, απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα» [8]. Δηλαδή : «Τούτη την τάξη του σύμπαντος, που είναι η ίδια και για όλα τα όντα, δεν την έπλασε κάποιος θεός ή κάποιος άνθρωπος, αλλά υπήρχε ανέκαθεν και υπάρχει και θα υπάρχει, και είναι το ακατάλυτο ζωντανό πυρ, που σύμφωνα με την καθορισμένη τάξη θα ανάβει και θα σβήνεται αιώνια» .
Το έσχατο πρόβλημα που θέτει η μεταφυσική του Αριστοτέλη είναι η απορία του ανθρώπου μπροστά στην πρώτη αρχή των όντων. Η απορία αυτή είναι καθαρά γνωσιολογική, και προσδιόρισε από τότε μ’ έναν ατρεμή και απόλυτο τρόπο το δρόμο και τη μοίρα της φιλοσοφίας ωσάν της ακραίας και ύψιστης επιστημονικής μάθησης του ανθρώπου. Μπροστά στο ερώτημα τούτο, μας βεβαιώνει ο σταγιρίτης φιλόσοφος, όσο υπάρχει ο άνθρωπος θα βρίσκεται σε σταθερή απορία.
Στα «Μετά τα Φυσικά» υπάρχει ένα μεγάλης υπαρκτικής φόρτισης χωρίο, που προσδιόρισε τη γνωστική περιπέτεια και τη γνωστική μοίρα της ανθρώπινης συνείδησης : «το πάλαι τε και νυν και αεί ζητούμενον και αεί απορούμενον, τί το όν» [9]. Δηλαδή : «Στον περασμένο, στον τωρινό και στον μελλούμενο αιώνα θα βρίσκεται και θα υπάρχει σε απορία ο άνθρωπος, καθώς θα αναζητεί να γνωρίσει τί είναι το όν». Τί σημαίνει αυτή η πρόταση; Το ελάχιστο, θα έλεγε κανείς, και το μέγιστο .
Όσο θα κυλούν στις ουράνιες τροχιές τους τα άστρα. όσο θα διαβαίνουν στην πλάτη της γης οι χειμώνες και οι καύσωνες. όσο η ιδέα της ζωής θα ανεβαίνει στον υπέρτατο ανθό της, στο σκεπτόμενο άνθρωπο, τόσο αυτός ο σκεπτόμενος άνθρωπος θα ερωτά και θα απορεί για την πρώτη αρχή, την ουσία του σύμπαντος, το άπειρο. Και ποτέ δεν θα φθάσει στο τέρμα της γνώσης. Αυτή είναι η τραγικότητα, η προνομία και η περηφάνεια του. Αλλά γιατί δεν θα φθάσει στο τέρμα της γνώσης; Γιατί ο άνθρωπος διαλογίζεται με έννοιες. Και οι έννοιες περιορίζουν. Την έννοια του απείρου που «ως γνωστό οδηγεί σε αντιφάσεις»[10], δεν μπορεί να τη συλλάβει και να τη νοήσει ο άνθρωπος, γιατί, αν ήταν έννοια κατανοήσιμη, τότε το άπειρο θα ήταν πεπερασμένο, και ως πεπερασμένο θα μπορούσε να διευρυνθεί από τον άνθρωπο, όπως μπορεί να μεγαλώσει ένας αριθμός με την επιπρόσθεση της μονάδας. Από τη φύση του όμως ο άνθρωπος επιδιώκει πάντα να υπερβεί κάθε όριο. Έτσι το άπειρο στη σκέψη του γίνεται αποστολή για συνεχή κατάκτηση, αφού γνωσιολογικά ο άνθρωπος αναζητεί την υπέρβαση κάθε κατακτημένου τέρματος .
Μετά εικοσιπέντε αιώνες αφότου ο Αριστοτέλης διατύπωσε το αξίωμα του διηνεκούς της απορίας του ανθρώπου για το όν, και αφού στο αναμεταξύ αντιμετρήθηκαν με τη μεταφυσική τα μεγάλα φιλοσοφήματα του Επίκουρου, της Στοάς, του Πλωτίνου, του Θωμά, του Καρτέσιου, του Λάϊμπνιτς, του Κάντ και του Εγέλου[11] - γεγονός που σημαίνει, εξ αντικειμένου τουλάχιστον, ότι ο άνθρωπος όφειλε να έχει προχωρήσει στο φωτισμό της απορίας του για το όν - η φιλοσοφία ξαναγύρισε στο ίδιο σημείο που άφησε τα πράγματα ο Αριστοτέλης .
Ο Ηeidegger αρχίζει το βιβλίο του «Είναι και χρόνος», που εκδόθηκε το 1927 και αντιπροσωπεύει μια από τις αυθεντικότερες φιλοσοφικές φωνές του αιώνα μας με την ακόλουθη πρόταση : «Δηλον γάρ ως υμείς μέν ταύτα ( τί ποτε βούλεστε σημαίνειν οπόταν όν φθέγγησθε ) πάλαι γιγνώσκετε, ημείς δέ προτού μέν ωόμεθα, νυν δ’ ηπορήκαμεν». Δηλαδή : «Γιατί είναι φανερό ότι εσείς από παλιά το γνωρίζετε αυτό, τί δηλαδή θέλετε να σημαίνει η λέξη όν, όταν την ονομάζετε. εμείς όμως, ενώ πιστεύαμε ότι προηγουμένως το ξεύραμε, τώρα βρισκόμαστε πάλι σε απορία». Με άλλα λόγια η απορία του Heidegger και της εποχής μας για το ον ξαναγυρίζει δια στόματος Πλάτωνος στο σημείο που την ανέβασε και την άφησε ο Αριστοτέλης. Παρότι δεν ήταν προφήτης, θα ’λεγε κανείς ότι ο Αριστοτέλης καταμήνυσε προφητικά το πράγμα : ότι το όν θα είναι το αεί ζητούμενο και αεί απορούμενο .
Βέβαια κάποτε η μεταφυσική ήταν η ανυπόθετη υπόθεση και ο έσχατος στόχος της ανθρώπινης σκέψης. Ενώ οι θετικές επιστήμες ξεκινούσαν από υποθετικές εικασίες, η μεταφυσική αξίωνε γνωσιολογικά απόλυτη βεβαιότητα των πορισμάτων της. Αυτή η γνωσιολογική αξίωση είχε πάντοτε πολέμιους τον σκεπτικισμό, τη σχετικοκρατία και τον αγνωστικισμό, που προσπαθούσαν να αποδείξουν ότι οι μεταφυσικές προτάσεις είναι γεμάτες αβεβαιότητα και αναπόδεικτες. Έτσι ευθύς εξ αρχής η μεταφυσική βρέθηκε σε κρίση. Η κριτική όμως που της ασκήθηκε δεν κατόρθωσε να καταπνίξει τη μεταφυσική τάση του ανθρώπου. Ακόμη και η φιλοσοφία του Κάντ, παρά την προσπάθεια του αρκετά πειστικού αγώνα της να θέσει τη μεταφυσική έξω από τον κύκλο των επιστημών, αναλώθηκε τελικά σε μια αναζήτηση που ζωντάνεψε γνωσιολογικά το μεταφυσικό πρόβλημα. Τα ιδεαλιστικά συστήματα που ακολούθησαν είναι η αποτίμηση της καντιανής γνωστικής προέλασης ότι το μεταφυσικό πρόβλημα είναι αίτημα πάγιο και αναγκαίο για τη λειτουργική δράση της θνητής ανθρώπινης ύπαρξης. Έτσι φάνηκε ότι η ουσία της μεταφυσικής είναι αλώβητη [12].
Σήμερα όμως η εναντίωση στη μεταφυσική γίνεται με όπλα περισσότερο ευαίσθητα. Ο σύγχρονος θετικισμός βλέπει στη μεταφυσική ένα κίβδηλο χαρακτήρα και τρόπο σκέψης που οδηγεί τον ερευνητή σε μια χαμένη κορυφή [13]. Για όσο χρόνο απέναντι στην ‘απόλυτη’ μεταφυσική γνώση δεν μπορούσαν να αντιπαρατεθούν άλλες μορφές γνώσης, ήταν αυτονόητη η άνετη επιβίωση της μεταφυσικής παρά τον πόλεμο του σκεπτικισμού, της σχετικοκρατίας και του αναγνωστικισμού. Και τούτο «γιατί η ανθρώπινη ανάγκη για γνώση δεν ικανοποιείται απλώς με αρνητικές διαπιστώσεις. Η μεταφυσική διέθετε χώρο για θετικές θεωρήσεις»[14]. Οι εμπειρικές επιστήμες όμως με βελτιωμένη τη μέθοδό τους παρουσίασαν μεγάλη επιστημονική πρόοδο. Στη μεταφυσική όμως δεν παρατηρείται το ίδιο. Με τον ίδιο τρόπο και εφόσον τηρούνται οι αναλογίες βλέπουμε μόνο το ένα σύστημα με τη δική του εγκυρότητα να διαδέχεται το άλλο, πολλά συστήματα να παρουσιάζουν κάποια συγγένεια ή αντιφατική σχέση μεταξύ τους[15], όλα όμως να ενώνονται και να ενίζονται στην κοινή απορία: Τί τό όν .
2. Hypotheses non fingo.
Ας δούμε λοιπόν τα πράγματα και από τη σκοπιά της φυσικής. Εκεί που η φιλοσοφία στην αναζήτηση του όντος, ή στην προχώρησή της μέσα στο χώρο της μεταφυσικής φαίνεται ότι δεν εκινήθηκε[16], τί έκαμαν οι φυσικές επιστήμες ;
Η φιλοσοφία της φύσης αρχίζει στην ιστορία του πνεύματος με τη φυσική μεταφυσική της προσωκρατικής φιλοσοφίας. Ακολουθεί η εκτεταμένη περίοδος της αριστοτελικής - σχολαστικής τελεολογίας της φύσης, με τη βασική αρχή της causa finalis, που δεσπόζει μέχρι και τον 16ο αιώνα. Ο 17ος αι. εγκαινιάζει την εποχή της κλασσικής φυσικής με το Γαλιλαίο και τον Νεύτωνα, την εποχή της νέας κοσμολογίας με τη μορφή της ακριβούς νομοτέλειας. Εδώ εντάσσεται και η καντιανή θεωρία για την ιστορία της φύσης. Ένα μικρό intermezzo αποτελεί η ιδεαλιστική μεταφυσική της φύσης με κύριο εκπρόσωπο τον Έγελο, που καταρρέει λίγο μετά το θάνατό του[17]. Στους νεότερους καιρούς αρχίζει η επικράτηση των θετικών επιστημών και ο διαμελισμός των επιστημών βάσει ειδικής μεθοδολογίας. Οι βάσεις της κλασσικής φυσικής[18] φάνηκαν ανεπαρκείς[19]. Η θεωρία των quanta που σήμανε την εγκατάλειψη των βασικών θέσεων της κλασσικής φυσικής[20] ακύρωσε το σταθερό συνεχές των ενεργειακών λειτουργιών[21] και προσανατόλισε την κατεύθυνσή της σε τάξη επιμέρους μεγεθών. Η θεωρία της σχετικότητας σχετικοποίησε τις χωροχρονικές μετρήσεις[22] και ο στατιστικός νόμος [23]αντικατέστησε στον προσδιορισμό της νομοτέλειας την παραδεδομένη έννοια του νόμου. και κατά συνέπεια την επιστημονική υπόθεση. Η θερμοδυναμική και ηλεκτροδυναμική επέβαλαν την έρευνα νέων φαινομένων. Η ατομική φυσική παρουσίασε ένα νέο τύπο δυναμικής δομής στο στοιχείο της ύλης, που κάποτε εθεωρείτο αδιάσπαστο, όταν το 1938 οι Hahn και Srassmann εδιάσπασαν το άτομο της ύλης[24]. Έτσι ενώ για την κλασσική φυσική οι νόμοι του μικρόκοσμου και του μακρόκοσμου αυστηρά προσδιορισμένοι ήταν οι ίδιοι αναφορικά με το χώρο, την ώθηση και την ενέργεια, για την ατομική φυσική ισχύουν άλλοι νόμοι στο μικρόκοσμο από εκείνους του μακρόκοσμου. Τα φωτόνια, ηλεκτρόνια, ποζιτρόνια και νετρόνια δεν βρίσκονται στον ίδιο χώρο αλλά δυνητικά σε ένα πεδίο που τους προσδιορίζει τους νόμους του πιθανού τους χώρου δράσης στο μέλλον[25]. Το άτομο της σύγχρονης φυσικής που έχασε εν πολλοίς και τις γεωμετρικές ιδιότητες του δημοκρίτειου ατόμου μπορεί μόνο να συμβολισθεί, όπως παρατηρεί ο Heisenberg, «με μια μερική διαφορική εξίσωση σ ’ ένα αφηρημένο πολυδιάστατο χώρο»[26]. Δεν θα πρέπει βέβαια να παραλείψουμε να αναφέρουμε τους νέους δρόμους που άνοιξε η αστροφυσική και τη συμπερασματική διαπίστωση ότι ζούμε σε εποχή «σφοδρής διεύρυνσης των κοσμολογικών προοπτικών, που δεν είναι λιγότερο επαναστατική από εκείνη που άρχισε πριν4 ½ αι. με τον Κοπέρνικο και τελείωσε με τον Κέπλερ»[27] .
Ως γνωστό από την ευρωπαϊκή αναγέννηση και ύστερα οι φυσικές επιστήμες στην έρευνα και στο φωτισμό του άγνωστου επροχώρησαν σε τόσες αποστάσεις, που για να τις μετρήσουμε δεν μπορούμε πια να χρησιμοποιήσουμε το μίλι ή τον στάδιο, αλλά τα εκατομμύρια χιλιόμετρα και τα έτη φωτός. Ο σκοπός της σύγχρονης επιστήμης από την εποχή του Γαλιλαίου και του Καρτέσιου είναι η ανακάλυψη νόμων διασαφηνιστικών και προγνωστικών, είτε πρόκειται για εμπειρικούς νόμους ( όπως π.χ. οι νόμοι της κίνησης των πλανητών του Κέπλερ ) είτε για θεωρητικούς νόμους ( οι νόμοι της νευτώνειας μηχανικής ). Η νεότερη φυσική χαρακτηρίζεται από ένα μεθοδικό τρόπο σκέψης που οδήγησε την αυτοσυνειδησία της φυσικής σε ψηλότερους γνωσιολογικούς αναβαθμούς. Η εικόνα της νεότερης φυσικής ισχύει σήμερα όχι βέβαια μεταφυσικά, αλλά οπωσδήποτε μεθοδικά[28]. Όταν ο Νεύτων είπε το γνωστό «Hypotheses non fingo», περιόρισε ο ίδιος τον εαυτό του ως ερευνητή μεθοδικά[29] .
Έτσι στη νεότερη και σύγχρονη εποχή η φυσική και τα μαθηματικά, η χημεία, η βιολογία, η ιατρική, η βαθυψυχολογία, η παλαιοντολογία και η προϊστορική ανθρωπολογία και προπαντός οι επιστήμες του μικρόκοσμου και του μεγάκοσμου, η φυσική δηλαδή των στοιχειωδών σωματιδίων και η αστρονομία σαν ουράνια μηχανική, ραδιοαστρονομία, οπτική αστρονομία και αστροφυσική, συσσώρευσαν στον ορίζοντα τόσες γνώσεις που δεν είναι υπερβολή πως για να τις κρατήσει στους ώμους του ο άνθρωπος, θα χρειαζόταν τη δύναμη εκείνου του μυθικού Άτλαντα .
Αναφορικά με τη στρουκτούρα του χρόνου, ας αναλογισθεί κανείς για λίγο τι σημαίνει το ηώκαινο και το ολιγόκαινο. τι σημαίνει η δεδεβόνιος, η σιλούριος, η κάμβριος περίοδος. τι σημαίνει ένα εκατομμύριο ή τριάντα εκατομμύρια χρόνια στην ιστορία και την εξέλιξη της γης[30] ! Και ας αναλογισθούμε τα πορίσματα της προϊστορικής ανθρωπολογίας ! Ο ιερός Αυγουστίνος αναφορικά με την έννοια του χρόνου ομολογεί : «Τι ειναι λοιπόν ο χρόνος; Αν δεν με ρωτήσουν, το γνωρίζω. αν όμως θελήσω να το εξηγήσω στον απορούντα, δεν το γνωρίζω»[31].
Ρίγος κατανόησης ακόμη πιο συγκλονιστικό μας μεταδίδουν οι πληροφορίες που αναφέρονται στη δομή του χώρου μέσα στο σύμπαν[32]. Το μέγεθος της γης μας σε σχέση με το μέγεθος του ήλιου μπορούμε να το συλλάβουμε χωρομετρικά με την ακόλουθη εικόνα αναλογίας : Εάν ο ήλιος, που έχει διάμετρο 1.392.000 χιλιόμετρα, είχε το μέγεθος της γης, που έχει διάμετρο 12.756 χιλιόμετρα, τότε η γη θα στεκόταν απέναντί του σαν μια σφαίρα διαμέτρου 127 χιλιομέτρων περίπου. Και όμως αυτός ο πελώριος σε μέγεθος ήλιος, αν συγκριθεί με άλλους ήλιους, μοιάζει με νάνο. Αν λ.χ. ο ήλιος μας συγκριθεί με τον αστέρα γίγαντα που φέρει την ονομασία γ στον αστερισμό του Ηνιόχου θα ευρεθεί ότι είναι 8 δισεκατομμύρια φορές μικρότερος.
Αυτή η αναλογική προχώρηση στην κατανόηση των μεγεθών και των αποστάσεων θα μας φέρει ακόλουθα στις παραστάσεις του σύμπαντος. Στα 200 και 300 δισεκατομμύρια άστρα κάθε Γαλαξία. Υπενθυμίζω ότι μια φωτεινή νύχτα μπορούμε να καταμετρήσουμε στον ουρανό με γυμνό οφθαλμό περίπου έξι χιλιάδες άστρα. Θα μας φέρει στα 100.000 έτη φωτός που υπολογίζεται η διάσταση σε μήκος του Γαλαξία μας[33]. Υπενθυμίζω ότι η απόσταση γης - σελήνης είναι μόλις 1, 25 δευτερόλεπτα φωτός ή η απόσταση γης - ηλίου είναι 500 δευτερόλεπτα ή 8 1/3 λεπτά φωτός. Να μιλήσουμε τώρα για άλλους γαλαξίες; Για τα 2.000.000 έτη φωτός που απέχει ο πλησιέστερος στο γαλαξία μας γαλαξίας της Ανδρομέδας ;[34] Ή για τα εκατομμύρια γαλαξίες που υπάρχουν στο σύμπαν;[35] Γενικά η μελέτη των φυσικών φαινομένων μέσα στο διαγαλαξιακό χώρο, η γέννηση, η εξέλιξη και οι τελικές καταστάσεις των αστέρων μας οδηγούν σε αμήχανη θέση και σε μια αποσβόλωση, εφόσον η γνωστική παράσταση των ορίων που μας δίνει αντιπαραβληθεί με τα όρια των παλαιών μας γνωστικών παραστάσεων. «Με την εξέλιξη της αστρονομίας και της Γεωγραφίας», όπως σημειώνει ο Niels Bohr, «μάθαμε ότι ζούμε πάνω σε ένα μικρό σφαιρικό, ουράνιο σώμα του ηλιακού συστήματος, το οποίο επίσης είναι μόνο ένα πολύ μικρό συστατικό πολύ μεγαλύτερων συστημάτων» [36].
Και στην ίδια αμήχανη θέση θα μας φέρει η παράθεση πληροφοριών από την περιοχή της μικροφυσικής και τον τρομακτικά ελάχιστο κόσμο των στοιχειωδών σωματιδίων[37].
Αναφέρω δειγματοληπτικά αυτά τα στοιχεία καταφεύγοντας αναγκαστικά στην αναλυτική μέθοδο, και μάλιστα με έναν άμεσο τρόπο, για δύο λόγους : Πρώτο για να δείξω ότι αλλάζει εντελώς η εικόνα μας για τον κόσμο και για τη θέση του ανθρώπου μέσα στο κόσμο[38], εάν θελήσουμε να αντικρύσουμε εποπτικά το πλάτος του επιστητού που κατακτήθηκε σαν γνώση από τη φυσική. Αρκεί το αντίκρυσμα αυτό να μη γίνεται από την περιορισμένη μόνο οπτική που μας δίνει η σκοπιά της ειδικής κάθε φορά επιστήμης. Οι γνωστικές παραστάσεις μας για τα φαινόμενα παίρνουν άλλο νόημα και άλλο βάρος κάτω από το φως αυτής της πλατειάς γνωστικής τοποθέτησης. Και αυτό προκειμένου για οποιοδήποτε φαινόμενο της ζωής και της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε όλους τους τομείς δράσης. Βλέποντας από την οπτική αυτής της νέας γνώσης οι καθημερινές μας πράξεις σε όλα τα επίπεδα της ζωής, στον οικογενειακό, τον επαγγελματικό, τον κοινωνικό, τον πολιτικό μας περίγυρο και όπου αλλού, λαβαίνουν διαφορετικό νόημα. Μια ριζική δηλαδή αλλαγή στην ποιότητα των παραστάσεών μας .
3. Ο διάλογος φυσικής και φιλοσοφίας
Έχω την ιδέα πως ο Αριστοτέλης, που για την εποχή του ήταν ένας πανεπιστήμων, ο πρώτος ίσως και ο τελευταίος πανεπιστήμων, αν αντίκρυζε τα φαινόμενα κάτω από το φως των σημερινών γνωστικών κατακτήσεων, θα μας άφηνε ένα έργο εντελώς διαφορετικό. Αλλά το μόνο που θά ’μενε απαράλλακτο θάταν η μεταφυσική του .Αυτή η μεταφυσική θάταν η επιστήμη της απορίας για το άγνωστο. Και αυτό το άγνωστο θα άρχιζε από το σημείο που αρχίζει για τη σημερινή φυσική επιστήμη.
Με άλλα λόγια η μεταφυσική γνωσιολογικά είναι και παραμένει τέτοια στο βαθμό που δεν έχει κατακτηθεί από την φυσική επιστήμη. Όλες οι περιγραφές, διασαφήσεις και κατακτήσεις όμως της φυσικής θα παραμένουν ημιτελείς, γιατί η φύση από τη φύση της είναι άπειρη, ενώ η ανθρώπινη γνώση έχει όρια. Όσο βέβαια η γνώση προκόπτει και μέρος του απείρου κατακτάται από τους εμπειρικούς και θεωρητικούς νόμους της φυσικής τόσο τα προβλήματα θα μεγαλώνουν. Ο Max Grau παρατηρεί ότι «μπροστά στο μεγαλείο, στην πολλαπλότητα και την υπεροχή της δημιουργίας παραμένουμε πάντα μόνο μετριόφρονες. Μας επιτρέπεται όμως να είμαστε λίγο υπερήφανοι, γιατί μπορούμε βαθμιαία να γνωρίζουμε όλο και περισσότερο αυτήν τη δημιουργία»[39]. Ο Heisenberg σημειώνει : «Οι αξιώσεις της επιστήμης μας για τη γνώση της φύσης στην πρωταρχική έννοια της λέξης μικραίνουν συνεχώς .... Η σύγχρονη όμως επιστήμη δικαιούται να αξιώνει ότι στο δρόμο της προόδου της δημιουργεί στο ανθρώπινο πνεύμα νέες μορφές σκέψης, νέες ελευθερίες, που καμιά άλλη επιστήμη δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει ...»[40]. Κάθε νέα κατάκτηση της επιστήμης είναι δηλαδή μόνο ένας ακόμη γνωσιολογικός αναβαθμός, ψηλότερος, στην κλίμακα της πορείας των πραγμάτων, χωρίς να αλλάζει καθόλου τα ίδια τα πράγματα. «Ο άνθρωπος», γράφει ο Fr. Dessauer, «που εμφανίζεται στη γη περίπου πριν ένα εκατομμύριο χρόνια δεν επηρέασε με την παρουσία του και την πορεία της σκέψης του καθόλου τους φυσικούς νόμους και τις φυσικές σταθερές. Οι πλανήτες τράβηξαν, τραβούν και θα τραβούν την πορεία τους είτε ο άνθρωπος το γνωρίζει είτε το γένος του εξαφανισθεί»[41].
Το 19ο αι. ο παραδεδομένος όρος «φιλοσοφία της φύσης» προκαλούσε σε κύκλους των φυσικών επιστημόνων αποστροφή, που ως ένα σημείο ήταν κατανοητή, γιατί η «φιλοσοφία της φύσης» στην κοσμική της προοπτική είναι πολύ θεωρητική. Στον αιώνα μας όμως ο C. Fr. von Weizsaecker υποστηρίζει : «Είναι εμπειρικό γεγονός ότι όλοι οι κορυφαίοι θεωρητικοί φυσικοί της εποχής μας φιλοσοφούν»[42]. Ποιά αλλαγή υπαινίσσεται εδώ ο Weizsaecker; Οι φυσικοί επιστήμονες αντιλήφθηκαν προφανώς την ανεπάρκεια της μηχανικής σκέψης[43] για μια αναντίρρητη κατανόηση των φυσικών φαινομένων[44]. Στη γενικότερη τάση της αποστροφής των θετικών επιστημών από τη μεταφυσική σήμερα όμως εμφανίζεται και μια διαλεκτική τοποθέτηση. Δηλαδή : Σ’ όλες τις εμπειρικές επιστήμες διαπιστώνεται συνεχώς ότι οι βάσεις τους δεν μαρτυρούν αυτονόητη ρίζα της γνώσης .[45] στη βάση τους υπάρχει ζωντανό το γνωσιολογικό και οντολογικό πρόβλημα[46]. Ερμηνευτική προσέγγιση του προβλήματος της βάσης υποδηλώνει την ασάφεια της οντικής υπόστασης και άρα φιλοσοφικής προβληματικής. Π. χ. ο διάλογος για το πρόβλημα της βάσης στις μαθηματικές επιστήμες οδήγησε σε μια νέα αναλαμπή του μεταφυσικού προβλήματος[47]. Οι φυσικοί επιστήμονες κάτω από την πίεση «των αξιώσεων του αντικειμένου τους αναγκάσθηκαν να γίνουν θεωρητικοί, όπως και οι καθαρά μαθηματικοί αναγκάσθηκαν να υποταχθούν στη Λογική», γράφει ο Sir A. Eddington [48]. Οι φιλόσοφοι από την πλευρά τους επίσης κατανόησαν ότι προκειμένου να επιχειρήσουν μια φιλοσοφική κοσμολογική ερμηνεία και να θέσουν το πρόβλημα της ανθρώπινης ένταξης στα αντικειμενικά δεδομένα του κοσμικού περιέχοντος, έχουν χρέος, που το επιτάσσει μια βαθύτερη ανάγκη, να ανακαλύπτουν το απλό και μακάριο νόημα των πραγμάτων προσανατολισμένοι στα πορίσματα των θετικών επιστημών[49], ακολουθώντας μια πορευτική διαδικασία προϊούσας και ολονέν γονιμότερης και βαθύτερης διαλεκτικής συνάντησης με τις φυσικές επιστήμες[50]. Έτσι μειώνεται ο κίνδυνος της κατηγορίας ότι η μεταφυσική ακολουθώντας το πρότυπο της κλασσικής μεταφυσικής είναι μονιστική, γιατί διαθέτει χώρο μόνο για «μια λογική - μεταφυσική αιτία του κόσμου»[51] .
Η σύγχρονη όμως πραγματικότητα, όπως φανερώνεται στην κοινή συνείδηση και στο κοινό αίσθημα κυριαρχείται από μια διάσταση, ένα σχίσμα μεταξύ πνεύματος και ύλης. Και είναι επίσης γεγονός ότι πολλές φορές οι πνευματικές και φυσικές επιστήμες δεν ομιλούν κοινή γλώσσα[52]. Επισημαίνεται μάλιστα ότι μέσα στο στίβο του ανταγωνισμού και της διαπάλης τους υπερηφανεύονται αντίστοιχα για αυτή την αντίθεση. «Όποιος κατανοεί τον άνθρωπο ως άνθρωπο, ως ψυχική, πνευματική και υπεύθυνη φύση, γνωρίζει συχνά πολύ λίγα για το σώμα του και για τη γη πάνω στην οποία ζει, ή για τον τρόπο που οι μηχανές κινούν σήμερα την ύλη. Όποιος όμως μπορεί να κινήσει την ύλη με τις μηχανές γνωρίζει συχνά πολύ λίγα για τον άνθρωπο και την ευθύνη του απέναντι σ’ αυτόν»[53]. Την κατάσταση αυτή που μόνο όλεθρο μπορεί να σημαίνει δεν μπορούμε να αλλάξουμε βέβαια μόνο με τη σκέψη. η σκέψη όμως, όπως γράφει ο Weizsaecker[54], συνεισφέρει πολύ στην κατεύθυνση της αλλαγής. Η τελική αφόρμηση προς το μεγάλο ναι του κόσμου πρέπει να ξεκινάει από την προσπάθεια φιλοσοφικής προσέγγισης και γνωσιολογικής διεργασίας των σύγχρονων προβλημάτων της επιστήμης και της ανθρώπινης συμβίωσης. Και η φυσική δεν είναι απαλλαγμένη από το γνωσιολογικό πρόβλημα, γι’ αυτό και πρέπει να διαλέγεται με τη φιλοσοφία. Το πρόβλημα είχε ήδη τεθεί στην κλασσική φιλοσοφία, ερμηνεύθηκε στην κριτική θεωρία του Κάντ με τη διεισδυτική εξακόντιση του προβλήματος στην μελλοντική πραγματικότητα του τεχνοκρατικού αιώνα, και στην κριτική που ασκήθηκε στην καντιανή φιλοσοφία, και είναι πολύ επίκαιρο στην εποχή μας με τα πορίσματα της σύγχρονης φυσικής .
4. Τα όρια των νόμων της Φυσικής
Η φύση υπάρχει ως πραγματικότητα. Τί είναι όμως πραγματικότητα; Ό,τι βλέπουμε, ό,τι ακούμε, ό,τι αισθανόμεθα, καθώς και ο τρόπος που το βλέπουμε, το ακούμε, το αισθανόμεθα[55]. Η εικόνα μας για το περιβάλλον προσδιορίζεται από τις επιθυμίες μας, τους φόβους μας, τις αγωνίες μας. Το ίδιο γεγονός έχει άλλη διάσταση και νοηματική συναρμογή για το υποκείμενο σε κατάσταση χαράς ή πόνου. Η ομορφιά της φύσης την άνοιξη είναι μια πραγματικότητα όπως και ο πόνος στην αρρώστεια ή η ένταση ενώπιον εξετάσεων. Πραγματικότητα όμως είναι και ένα πείραμα της φυσικής ή μια χημική ένωση που μπορεί να έχει ως επακόλουθο μια άλλη χημική ένωση. Η πραγματικότητα του φυσικού όμως είναι περιορισμένη, γιατί εδώ δεν λειτουργούν προσωπικά βουλητικά παρακολουθήματα αλλά όλη η φυσική πραγματικότητα υπόκειται στην ενέργεια των φυσικών νόμων. Αυτή η φυσική πραγματικότητα υπάρχει ως δεδομένη. Η μοντέρνα φυσική δεν αντικειμενικοποιεί τις έννοιές της, δεν κατασκευάζει δηλαδή μοντέλα, γιατί γνωρίζει ότι οι παραστάσεις και οι θεωρητικές μας έννοιες για την κυρίως πραγματικότητα είναι ανεπαρκείς. Από το άλλο μέρος οι έννοιες της μικροφυσικής για τις φυσικές μας γνώσεις είναι υποχρεωτικές όπως οι έννοιες του χώρου και του χρόνου για τη φιλοσοφία του Καντ. Δηλαδή όπως στην καντιανή φιλοσοφία πρέπει να διαλογιζόμεθα κάτω από τη δεσποτεία των μορφών του χώρου και του χρόνου, έτσι δεν μπορούμε να διανοηθούμε τα αντικείμενα του μικρόκοσμου παρά μόνο κάτω από τις παραστάσεις της μοντέρνας φυσικής για τα στοιχειώδη σωματίδια, τις διακυμάνσεις, την αιτιότητα κλπ .
Κάθε λόγος λοιπόν του φυσικού για ό,τι συμβαίνει στο μακρόκοσμο ή στο μικρόκοσμο διατυπώνεται μέσα στα εννοιολογικά πλαίσια της κλασσικής φυσικής και αποσκοπεί, όπως παρατηρεί ο Heisenberg, «στην πραγματοποίηση μέχρι τέλους με συνέπεια του προγράμματος της κλασσικής φυσικής»[56]. Ο άξονας αναφοράς όμως της προβληματικής αναφέρεται στην εμβέλεια αυτών των εννοιών. Σε ποίο σημείο ευρίσκονται τα όρια της εφαρμογής τους; Ο W. Heisenberg πιστεύει ότι όρισε αυτά τα όρια με τη θεωρία της απροσδιοριστίας (Unschaerferelation), σύμφωνα με την οποία δεν μπορούν να ορισθούν συγχρόνως θέση και ταχύτητα ενός σωματιδίου. Όσο μικρότερο είναι το λάθος στον ορισμό της ώθησης τόσο μεγαλύτερο γίνεται στον ορισμό της θέσης και αντίθετα. Το προϊόν της ανακρίβειας στον προσδιορισμό της θέσης και της ώθησης δεν είναι ποτέ μικρότερο από το Quantum ενέργειας του Planck (plancksche Wirkungsquantum)[57]. Για τον Heisenberg καμμιά μέθοδος δεν μπορεί να ακυρώσει την θεωρία της απροσδιοριστίας, γιατί κάθε παρατήρηση συνδέεται ουσιαστικά με κάποια επέμβαση στο υπό παρατήρηση αντικείμενο, που έχει τη δική του ενέργεια. Γι’ αυτό μια ακριβής περιγραφή όσων συμβαίνουν στο χώρο και στο χρόνο είναι δυνατή μόνο για αντικείμενα και γεγονότα που μετρούνται με μεγάλα μέτρα μέτρησης .
Γεγονός είναι ότι την επιστήμη για τη φύση δεν πρέπει να την ταυτίζουμε με τη φύση καθ’ εαυτή. Η φυσική επιστήμη ευρίσκεται ανάμεσα στη φύση και στον άνθρωπο. Τα πορίσματα των φυσικών επιστημών είναι πορίσματα γνωσιολογικών δεδομένων που προσδιορίζονται από τις ιδιότητες των προς γνώση αντικειμένων αλλά και από τις δυνατότητες του γνωρίζοντος υποκειμένου[58]. Με αυτήν την έννοια ο N. Bohr πιστεύει ότι ο άνθρωπος δεν είναι θεατής αλλά μέτοχος «στη μεγάλη σκηνή της φύσης»[59].
Σχετικά με το πρόβλημα των ορίων των φυσικών επιστημών στο φυσικό επιστήμονα απευθύνονται ερωτήσεις από τους μη ειδικούς όπως : Γνωρίζουμε την πραγματικότητα της φύσης μας, γνωρίζουμε την ουσία της φύσης; Οπωσδήποτε οι φυσικοί δεν μπορούν να απαντήσουν καταφατικά σε τέτοια ερωτήματα. Ο φυσικός έχει για την πραγματικότητα απλώς μια εικόνα, ένα μοντέλο, και η εικόνα μπορεί να αλλάξει σε μια άλλη εικόνα, αφού κάθε φορά εκφράζει το νοητικό πόρισμα μιας συγκεκριμένης νοητικής ακολουθίας. Υπάρχει δηλαδή μια εναλλαγή μεταξύ πραγματικότητας και εικόνας, μεταξύ φυσικής πραγματικότητας και νοητικής διεργασίας, που προσπάθεια γεφύρωσής της είναι ο νόμος .Αναφορικά όμως με το νόμο προβάλλει το εξής ερώτημα. Είναι ο νόμος που περιγράφει μια φυσική διαδικασία ένας γνήσιος νόμος ή ο νόμος εξαρτάται από τις νοητικές δυνατότητες και εκφράζει απλώς τη μορφή ενός επιστημολογικού αξιώματος; Υπάρχουν δηλαδή περιορισμοί στο νόμο; Το ερώτημα αυτό ειναι βασικό για τον φυσικό. Ο φυσικός όμως δεν σκέπτεται μεταφυσικά. Το μόνο που μπορεί να κάνει, όπως γράφει ο Α. Wenzl, είναι να επιτρέψει «στη μεταφυσική να σχεδιάσει ξεκινώντας από άλλες αιτίες και όχι πειραματικές - φυσικές ένα κοσμοείδωλο, στο οποίο κυριαρχεί ... ελευθερία»[60] .Ο φυσικός βασικά είναι ικανοποιημένος με το νόμο που εφεύρε βάσει της επιστημονικής του εμπειρίας και των μαθηματικών αξιωμάτων που εφάρμοσε στη νοητική του πορεία[61]. Ο φυσικός, γράφει ο Sir A. Eddington, «γενικά αρκείται να θυσιάζει στο βωμό της πιθανότητας» και ο μαθηματικός «δεν είναι ποτέ τελείως πεπεισμένος, ότι το μαθηματικό του σχήμα είναι αλάνθαστο...»[62] .Ο 19ος αι. κληροδότησε στο φυσικό την πίστη ότι αν τις νέες εικόνες της πραγματικότητας τις αναγάγει σε μηχανικά μοντέλα, θα έχει μια εξήγηση[63]. Σήμερα όμως ο φυσικός γνωρίζει ότι η μηχανική εικόνα είναι ελάχιστα ικανοποιητική για να περιγράψει την αντίστοιχη πραγματικότητα[64] .Τα ηλεκτρομαγνητικά φαινόμενα π.χ. δεν είναι εξηγήσιμα με μηχανικές εικόνες. Στη σύγχρονη δε εποχή της ατομικής φυσικής προβάλλει ένα άλλο ερώτημα για το φυσικό. Είναι τα ηλεκτρόνια ή τα νετρόνια πράγματι τα βασικά συστατικά της υλικής φύσης; Τι μπορεί να υπάρχει πίσω από την εικόνα ότι η ύλη εμφανίζεται με την υλική μορφή του νετρονίου ή ενεργητικά στο χώρο ως μαγνητικό φαινόμενο; Για να περιγραφεί αυτή η πραγματικότητα δεν αρκεί μια μηχανική εικόνα, γιατί η ίδια η πραγματικότητα είναι περίπλοκη. Ενώ δηλαδή εμπειρικά υπάρχει η δυνατότητα πλήρους υλοποίησης σ’ ένα σωματίδιο, υπάρχει και η δυνατότητα η ενέργεια αυτού του σωματιδίου να απλωθεί σ’ όλο το χώρο. Και οι δύο όψεις είναι μορφές της ίδιας εικόνας[65]. Εδώ είναι εμφανή τα όρια της φυσικής, γιατί δεν μπορεί να τεθεί η ερώτηση ποιοτικής περιγραφής της πραγματικότητας. Και οι δύο εικόνες περιγράφουν τη μία ή την άλλη πλευρά του φυσικού φαινομένου .
Από την εμπειρία του ο φυσικός γνωρίζει ότι στην εικόνα της πραγματικότητας που έχει ισχύουν συγκεκριμένοι νόμοι. Δεν μπορεί όμως να γνωρίζει αν οι νόμοι αυτοί θα ισχύουν και αύριο[66]. Είναι όμως βέβαιο ότι στο νόμο υπάρχει μια αρχή ως επιστημονική προϋπόθεση. Πίσω δηλαδή από το νόμο υπάρχει μια επιστημονική προβληματική, αλλά ενδέχεται να αλλάξει η εικόνα της φυσικής πραγματικότητας ή ο νόμος με ορισμένες μεθόδους μέτρησης. Το μέτρο όμως υπάρχει μέσα στην πραγματικότητα .
Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι ο φυσικός βλέπει τα όριά του μέσα στην ίδια του την επιστήμη. Μπορεί βέβαια στα πλαίσια των αξιωμάτων της επιστήμης του να διατυπώσει ακριβείς προτάσεις με τη βοήθεια των μαθηματικών αξιωμάτων[67]. Κάτι περισσότερο δεν μπορεί. Ερωτήματα που υπερβαίνουν αυτήν την αρμοδιότητα, δεν τον αφορούν επιστημονικά. Υπέρβαση των ορίων της γνώσης της φυσικής επιστήμης, όπως τι είναι η πραγματικότητα, υπερβαίνουν τα όρια του φυσικού επιστήμονα. Σε τέτοια ερωτήματα θα ήταν ουτοπία να περιμέναμε απάντηση από τη φυσική επιστήμη ή τελειωτική απάντηση από τη φιλοσοφία .
Η αναζήτηση προσέγγισης του όντος θα αποτελεί τη διαρκή αποστολή της φιλοσοφίας. Αν δεχθούμε ότι η επιστήμη δεν έχει τέλος, αφού η φύση είναι άπειρη, γιατί θα έπρεπε να τελειώσει την αποστολή της η φιλοσοφία, να κλείσει δηλαδή το περί του όντος ερώτημα ;
Το θαύμα του μυστηρίου της ελεατικής ηρεμίας του όντος που εναρμονίζεται διαλεκτικά με την ηρακλείτεια αλλαγή διακηρύσσει ο μεγάλος ποιητής και ερευνητής της φύσης Γκαίτε[68] :
Das Sein ist ewig; denn Gesetze
Bewahren die lebendigen Schaetze,
Aus welchen sich das All geschmueckt.
Το Είναι είναι αιώνιο; Γιατί νόμοι φυλάγουν ζωντανούς τους θησαυρούς που στολίζουν το σύμπαν.
Μέσα από το επιστητό της φύσης, το χώρο έρευνας δηλαδή των φυσικών επιστημών, μπορούμε βέβαια να επικαλεσθούμε ένα πολύ μεγάλο πλήθος πληροφοριών, για να δείξουμε την τρομακτική σε βάθος και πλάτος κατάκτηση της περιοχής του αγνώστου, που έχει πραγματοποιηθεί από τη σύγχρονη έρευνα. Αυτή η ερευνητική προχώρηση καταδηλώνει τη διεύρυνση των περιοχών της ανθρώπινης γνώσης, γεγονός που από μια άλλη άποψη σημαίνει την προέλαση της φυσικής μέσα στο χώρο της μεταφυσικής .
Μια τέτοια προοπτική βέβαια ξεκινά από την αρχική θέση ότι η μεταφυσική είναι το άγνωστο μέρος του άπειρου φυσικού χώρου, που με την πρόοδο της φυσικής επιστήμης προσεγγίζεται γνωσιολογικά [69]. Προχωρώντας δηλαδή η κατάκτηση της φυσικής μικραίνει η γνωσιολογική περιοχή της μεταφυσικής, κατά την έννοια ότι η μεταφυσική είναι το άγνωστο στην ανθρώπινη συνείδηση, το οποίο η αριστοτελική οντολογία χαρακτηρίζει ωσάν το πέραν, το μετά, το επέκεινα της φύσης. Εκείνο δηλαδή που εκάλεσε «αεί ζητούμενον και αεί απορούμενον του όντος» .
Βεβαίως, όταν λέγομε ότι με τη διεύρυνση του χώρου της φυσικής μικραίνει ο χώρος της μεταφυσικής, δεν εννοούμε σε καμία περίπτωση ότι η περιοχή της μεταφυσικής μπορεί γνωσιολογικά κάποτε να εξαντληθεί. Και τούτο, γιατί η περιοχή της μεταφυσικής, ο χώρος του άγνωστου δηλαδή, είναι άπειρη. Πολύ πιο ορθή, αντιθέτως, φαίνεται η διατύπωση του ισχυρισμού ότι η επέκταση των ορίων της φυσικής είναι ευθέως ανάλογη με την επέκταση των ορίων της μεταφυσικής. Όσο πιο πολύ γνωρίζουμε, τόσο πιο πολύ διαπιστώνουμε ότι αγνοούμε[70]. Η σωκρατική πρόταση ότι γνώση είναι η συνειδητοποίηση της άγνοιάς μας εμφανίζεται ως ένα αξίωμα απρόσβλητο, που δεν μπορεί να ακυρωθεί από κάτι γνωστικά υπέρτερο, όπως λ.χ. η νευτώνεια μηχανική ακυρώνεται ή παροπλίζεται σε μια ανώτερη σφαίρα παρατήρησης των φυσικών φαινομένων - τη σφαίρα δηλαδή της τάξης των μεγάλων αποστάσεων και των υψηλών ταχυτήτων - από τη θεωρία της σχετικότητας και την κβαντομηχανική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου