Posted by ΚΙΜΠΙ
Πώς θα είναι η ζωή το 2030 μ.Χ.; Ας αρχίσουμε με τα καλά νέα. Πρώτα πρώτα, δεν θα έχει έρθει η κατά το ημερολόγιο των Ίνκας συντέλεια του κόσμου το 2012. Έπειτα, μιλώντας για τα δικά μας ταπεινά και εγχώρια, θα έχουμε μάλλον απαλλαγεί από τις γνωστές 3-4 οικογένειες παραγωγής πολιτικών εν γένει και πρωθυπουργών ιδιαίτερα, αν και είναι μάλλον αμφίβολο ότι θα έχουμε αποφύγει μια ακόμη γενιά απογόνων του μητσοτακικο-μπακογιαννικού κλάδου της φιλελεύθερης δρυός (αυτό εντάξτε το κατά βούληση στα καλά ή στα κακά νέα). Η Αθήνα μπορεί να έχει μετατραπεί κατά το ήμισυ σε θαλερό δάσος, όχι λόγω της στροφής των κυβερνήσεων στην «πράσινη οικονομία», ούτε λόγω του περιβαλλοντικού ζήλου των κατοίκων της, αλλά γιατί ο πληθυσμός της θα έχει περιπέσει σε γενική παρακμή και θα εγκαταλείπει όπως όπως το ακλεές (πάλαι ποτέ κλεινόν) άστυ. Τα κακά νέα είναι ότι αρκετοί από μας δεν θα ζούμε για να μάθουμε τα τυχόν καλά νέα.
Το ερώτημα για τη ζωή το 2030 μ.Χ., πάντως, δεν απασχολεί μόνο εμένα. Απασχόλησε και την τελευταία έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, που καταγράφει το ισοζύγιο αισιοδοξίας - απαισιοδοξίας (σταθερά ελλειμματικό ως προς την πρώτη, ιδιαίτερα σε ό,τι μας αφορά ως Έλληνες). Εκ πρώτης όψεως μου φάνηκε παράδοξο να ρωτάει η επίσημη στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης τους (απρόθυμους ψηφοφόρους) πολίτες της τι προβλέπουν για το 2030, ενώ είμαστε μόλις στο 2009. Το καλοσκέφτηκα, όμως, και κατέληξα ότι πρόκειται για μιαν απολύτως ρεαλιστική προσέγγιση. Η πολιτική και η οικονομία, καθώς αποτυγχάνουν να διαχειριστούν με μια στοιχειώδη ασφάλεια και ευστοχία το παρόν, τείνουν να γίνουν κάτι αντίστοιχο της θρησκείας: αναλώνονται στη διαχείριση της προσδοκίας για το μέλλον. Και μάλιστα, όσο περνά ο καιρός, για το όλο και πιο απώτατο μέλλον.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αίφνης, αν και είναι η πιο εντυπωσιακή διεθνής πολιτική διεργασία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εξακολουθεί να τραυματίζει, να απογοητεύει και να απονεκρώνει πολιτικά τις κοινωνίες που περιλαμβάνει -συναινετικά ή εκβιαστικά- στην κρύα αγκαλιά της. Η προσδοκία να λειτουργήσει σαν προστατευτική ομπρέλα στην πρώτη μεγάλη οικονομική κρίση που διαπέρασε τους πληθυσμούς της διαψεύστηκε πανηγυρικά. Το ίδιο είχε συμβεί, άλλωστε, και σε προηγούμενες κρίσεις, ακόμη και στις πετρελαϊκές του 1972 και του 1979, όταν η ΕΟΚ ήταν ένα κλειστό κλαμπ 6-9 ισχυρών βιομηχανικών κρατών. Τι περισσότερο μπορούσε να κάνει τώρα, με τόσους φτωχοδιάβολους μαζεμένους στην αυλή της, από τους πεινώντες Ρουμάνους μέχρι εμάς, τους αιωνίους κληρονόμους της «ελληνικής ιδιαιτερότητας»;
Η πολιτική ελίτ της Ευρώπης δεν τρώει κουτόχορτο ώστε να μην αντιλαμβάνεται τα κύματα δυσφορίας στις κοινωνίες της Ε.Ε., από τα πρόσφατα αποτελέσματα των ευρωεκλογών και την απίστευτη αποχή μέχρι το νέο «όχι» που εκκολάπτεται στην Ιρλανδία για τη Συνθήκη της Λισσαβώνας. Γι’ αυτό αναβαπτίζει διαρκώς το ευρωπαϊκό όραμα του υγιούς και εύρωστου καπιταλισμού σε νάματα διεύρυνσης, περιβαλλοντικής μετάλλαξης ή πολιτισμικής ώσμωσης – λες και αυτή η διεργασία χρειάζεται κάποιες ειδικές πολιτικές αποφάσεις και γραφειοκρατικές επεξεργασίες, τρομάρα τους… Γι’ αυτό, επίσης, ρωτάει τους Ευρωπαίους για το απώτερο μέλλον, ακόμη και γι’ αυτό που αρκετούς δεν τους αφορά, παρά μόνον μεταφυσικώς. «Πώς προβλέπετε ότι θα είναι η κοινωνία, οι εργασιακές σχέσεις, η οικογένεια, η καθημερινότητά σας το 2030;» ήταν, λοιπόν, το πρωτότυπο ερώτημα του τελευταίου Ευρωβαρόμετρου. Κι εκεί που θα περίμενε κανείς μια χαραμάδα αισιοδοξίας, η απάντηση παγώνει τα χαμόγελα στα χείλη: Επτά στους δέκα νεοέλληνες προβλέπουν ότι θα ζουν σε μια κοινωνία που αφιερώνει λιγότερο χρόνο στην οικογενειακή ζωή και στον ελεύθερο χρόνο και περισσότερο στην εργασία. Το ίδιο ποσοστό βλέπει στην παγκοσμιοποίηση μια απειλή για την απασχόληση και τις επιχειρήσεις.
Πώς αλλιώς, όμως, θα μπορούσαν οι Ευρωπαίοι να κωδικοποιήσουν τις αφόρητες, συνεχείς πιέσεις των ευρωκρατών για παράταση του εργάσιμου βίου και απελευθέρωση του εργάσιμου χρόνου από τα «δεσμά» του οκταώρου, τις διαρκείς ανατροπές στα ασφαλιστικά συστήματα υπέρ της αύξησης των ορίων ηλικίας ή της περίφημης «ισότητας» ανδρών και γυναικών, διά της ασφαλιστικής επιβάρυνσης των δεύτερων; Πώς αλλιώς θα μπορούσε να βλέπει την επόμενη εικοσαετία η λεγόμενη γενιά των 700 (ή 800 ή 1.000) ευρώ όταν το φάρμακο για τα δεινά της απορρύθμισης των αγορών είναι κι άλλη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων; Τι άλλο από απογοήτευση ή ανησυχία θα μπορούσαν να εκφράζουν 8 στους 10 για την πορεία της ευρωπαϊκής ή της διεθνούς οικονομίας; Άλλωστε, οι ενέσεις αισιοδοξίας που συχνά-πυκνά φροντίζουν να παρέχουν στον πληθυσμό οι διεθνείς οργανισμοί (το ΔΝΤ, ο ΟΟΣΑ, η Κομισιόν) για την επερχόμενη ανάκαμψη συνοδεύονται σταθερά και προσεκτικά από ένα «αλλά»: η κρίση έχει να κάνει πολλή δουλειά ακόμη. Δηλαδή, έχει να καταστρέψει κι άλλο εισόδημα, να καταργήσει κι άλλες θέσεις εργασίας, να ανατρέψει δεδομένα και σταθερές της κοινωνικής ζωής.
Αν αποτυγχάνουν οι καλά εκπαιδευμένοι (και καλοπληρωμένοι) ευρωκράτες να διαχειριστούν τις προσδοκίες των Ευρωπαίων, σκεφτείτε τι μπορούν να κάνουν οι εγχώριοι ερασιτέχνες. Με το 70% έως 80% των Ελλήνων να μην εμπιστεύονται την κυβέρνηση, τη Βουλή, να δηλώνουν απογοητευμένοι από την καθημερινή τους ζωή, από το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, και με το ίδιο ποσοστό να δηλώνουν ότι η χώρα βαδίζει σε λάθος κατεύθυνση (πάντα κατά το τελευταίο Ευρωβαρόμετρο), το πολιτικό σύστημα δουλεύει με απόλυτη αμεριμνησία για το απώτατο μέλλον. Ο Καραμανλής υπόσχεται μια νεοσυντηρητική αναδιάρθρωση του «μεταρρυθμιστικού» του σχεδίου, που δεν υλοποίησε στα πεντέμισι χρόνια διακυβέρνησης, σε βάθος δεκαετίας ή δεκαπενταετίας. Άρα, κάπου στο 2030 μ.Χ. μετατοπίζει το ενδιαφέρον του κοινού. Δεν έχει τίποτε απολύτως να προτείνει για το ΕΔΩ και ΤΩΡΑ, που είναι οι μόνες διαστάσεις στις οποίες ζει ο μέσος άνθρωπος. Το ΠΑΣΟΚ περιγράφει επίσης μια πράσινη μετάλλαξη της μεταπρατικής ελληνικής οικονομίας σε έναν χρονικό ορίζοντα δεκαετιών, που θα απαιτηθούν ακόμη κι αν το πράσινο χρονοδιάγραμμά του εφαρμοστεί με ακρίβεια λεπτού. Το ΚΚΕ επίσης συντηρεί την προσδοκία ενός απώτατου μέλλοντος της λαϊκής εξουσίας, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ευκαιρεί να ασχοληθεί με το μέλλον κανενός άλλου πλην του δικού του και μόνο ο ΛΑΟΣ διαχειρίζεται μάλλον μεθοδικά και με όρους συμφέρουσας συναλλαγής το εγγύς μέλλον του ως διαχειριστής της ακρο-κεντροδεξιάς πολυκατοικίας.
Ωστόσο, η καθημερινότητα των ανθρώπων είναι μόνο παρόν, είναι λογαριασμοί με ημερομηνία λήξης, επιταγές που πρέπει να καλυφθούν, φόροι που πρέπει να πληρωθούν (λέμε, τώρα…), δόσεις δανείων που πρέπει να εξοφληθούν, σχέδια ζωής που πρέπει να υλοποιηθούν, έστω και κολοβά, με αναπηρίες και ελλείψεις, γιατί η ζωή είναι μικρή (μεγάλη σοφία…) και δεν μπορεί να υποταγεί στις «κοιλιές» και τα χάσματα του πολιτικού κύκλου, ούτε στις απότομες στροφές του οικονομικού κύκλου, ούτε καν στις πιθανές νομοτέλειες των μακρών κυμάτων πάνω στα οποία ο καπιταλισμός άλλοτε τσακίζεται κι άλλοτε επιπλέει.
Η επιπλέον παρενέργεια της οικονομικής κρίσης είναι ότι περιορίζει δραματικά την ικανότητα της πολιτικής να διαχειριστεί το παρόν, να υποσχεθεί πράγματα, να τάξει παροχές, να εκδώσει επιταγές πληρωτέες στον κομιστή άμα τη εμφανίσει, να εξαγοράσει με μικρές δόσεις ευημερίας την κοινωνική νομιμοποίηση. Δεν διαθέτει καν ένα ισχυρό, θελκτικό όραμα που θα μπορούσε να επιτρέψει μια μεταχρονολόγηση της προσδοκίας των ανθρώπων για το ΕΔΩ και ΤΩΡΑ. Τουλάχιστον η εγχώρια πολιτική ελίτ εξακριβωμένα δεν το διαθέτει. Καλύπτει, λοιπόν, πίσω από σχέδια και προβολές για το 2030 μ.Χ. τη χαρακτηριστική ανικανότητά της να απαντήσει στο τι θα μας συμβεί το 2010. Φυσικά, όσο δεν αποτολμά τις ριζοσπαστικές τομές που προϋποθέτει μια αλλαγή στο παρόν και στο ορατό μέλλον των ανθρώπων (μια τολμηρή ανακατανομή του πλούτου και της ισχύος, τελικά), θα εξαντλείται στο ρόλο του μελλοντολόγου ή, στη χειρότερη εγχώρια εκδοχή, της χαρτορίχτρας και της καφετζούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου