Πέμπτη 30 Απριλίου 2009

Η διαλεκτική της ταξικής συνείδησης και ο αλλοδαπός εφιάλτης

Γράφει: Ο Θύμιος Παπανικολάου
ΡΕΣΑΛΤΟ-τεύχος 18

Μια κεντρική ιδέα που διατρέχει τη μαρξιστική θεωρία και πράξη είναι το ζήτημα της ταξικής συνείδησης: η πεμπτουσία της επαναστατικής πράξης. Η χειραφέτηση των εργαζομένων είναι αδύνατη χωρίς την ωρίμανση, πολιτική και πνευματική του προλεταριάτου. Χωρίς δηλαδή να έχει ταξική συνείδηση. Κι αυτή η ταξική ωρίμανση (ταξική συνείδηση) κατακτάται μέσα από μακρούς ιστορικούς αγώνες και είναι μια δύσκολη και περίπλοκη διαλεκτική διαδικασία.
Σήμερα όλα τα κεκτημένα της διαλεκτικής ιστορικής ωρίμανσης επιχειρεί η Νέα Τάξη να τα καταργήσει. Το πρακτικό πολιτικό εργαλείο γι αυτό το μακάβριο έργο είναι η εισαγωγή-εισβολή ξένων τριτοκοσμικών εργατών για την αντικατάσταση της εργατικής πρωτοπορίας με εξαθλιωμένους και ταξικά καθυστερημένους αλλοδαπούς και την αποσάθρωση του ιστορικού ιστού της ταξικής συνείδησης. Συμμάχους σε αυτό το εφιαλτικά καταστροφικό της έργο έχει την παραδοσιακή «αριστερά» η οποία στο όνομα μαρξιστικών αφαιρέσεων γυρίζουν το προλεταριάτο στην πρωτόγονη κατάστασή του, εξαρθρώνουν τις ιστορικές του κατακτήσεις και αποτεφρώνουν την ταξική συνείδηση.



«Τάξη καθ’ εαυτήν» »
Η εργατική τάξη δεν είναι αυτόματα συνειδητή και επαναστατική. Η εργατική τάξη «καθ’ εαυτήν», είναι η τάξη στην αρχική της «στιγμή», όπως την παράγει ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, είναι καθαρό στοιχείο της οικονομικής διαδικασίας, απλό «υλικό για εκμετάλλευση». Είναι αυτό που ορίζει η κυρίαρχη τάξη. «Είναι τάξη έναντι του κεφαλαίου, αλλά όχι ακόμα τάξη για τον ίδιο της τον εαυτό της»(Μαρξ: «Αθλιότητα της φιλοσοφίας»).
Στην αρχική αυτή φάση, ως «τάξη καθ’ εαυτήν» δεν έχει συνείδηση του εαυτού της και, φυσικά, των ιδιαίτερων ιστορικών συμφερόντων της. Είναι όχι μόνο υλικά αλλά και ιδεολογικά υποδουλωμένη στην καπιταλιστική τάξη, γιατί η καπιταλιστική τάξη διαθέτει το μονοπώλιο των ιδεών και των όρων της συνείδησης, αλλά και γιατί οι ανθρώπινες σχέσεις μέσα στη λειτουργία του καπιταλισμού εμφανίζονται σαν σχέσεις πραγμάτων, αποκτώντας μια «φαντασματικήν αντικειμενικότητα». (Η περίφημη θεωρία του Μαρξ για την αλλοτρίωση, την αποξένωση, την αντικειμενοποίηση).
ΜΟΝΙΜΗ επιδίωξη του κεφαλαίου είναι να συμπιέζει την εργατική τάξη προς αυτό το «καθ’ εαυτήν», να την κρατά στην κατάσταση του «υλικού» για εκμετάλλευση, του αντικειμένου. Αυτό σήμερα επιδιώκεται με τα «ανοικτά σύνορα» και την αθρόα εισαγωγή ξένων, δραματικά καθυστερημένων σκλάβων. Από δω απορρέουν και τα νέα ιδεολογήματα του κεφαλαίου περί αντιεθνικισμού και αντιρατσισμού, ιδεολογήματα που τα τραγουδούν στην πρώτη γραμμή τα «αριστερά» προπαγανδιστικά φερέφωνα της Νέας Τάξης και οι «χρήσιμοι ηλίθιοι». Όλοι από κοινού αγωνίζονται να «ρίξουν» την εργατική τάξη στην κατάσταση του «υλικού» για εκμετάλλευση…



«Τάξη δι’ εαυτήν» »
Πώς γίνεται η εργατική τάξη από «τάξη καθ’ εαυτήν» σε «τάξη δι’ εαυτήν», δηλαδή πολιτική τάξη για τον εαυτό της; Γίνεται μέσω μιας μακράς διαδικασίας αγώνων που είναι υποχρεωμένη να κάνει, με την ανάπτυξη και το βάθεμα της ταξικής πάλης που τις επιβάλλουν οι όροι ύπαρξής της μέσα στο σύστημα.
Οι δυσκολίες βεβαίως είναι τεράστιες. Δεν είναι ποτέ δυνατόν μέσα σε μια νύχτα, με τη δράση τους οι πλατιές μάζες να αποκτήσουν συνείδηση του ιστορικού τους ρόλου, δηλαδή ταξική. Και ούτε είναι ποτέ δυνατόν αυτή η συνείδηση να αποκτηθεί αυτόματα από τη δράση τους. Στη διαδικασία της συνειδητοποίησης «παρεμβαίνει» κι ένας άλλος παράγοντας καταλυτικός: ο ρόλος της πρωτοπορίας και του επαναστατικού φορέα.
Και εδώ όμως δολοφονούν πολλοί αριστεροί τη διαλεκτική του μαρξισμού. Άλλοι αποκόβουν την πρωτοπορία και το επαναστατικό κόμμα από τις «μάζες», τα φετιχοποιούν και ολισθαίνουν στη «θεωρία» μιας ελίτ «επαναστατών» που τα ξέρουν όλα και «υπαγορεύουν» αυτοί, με διαταγές και τελεσίγραφα τη συνείδηση στο προλεταριάτο. Αυτό το κακέκτυπο της Λενινιστικής Θεωρίας για το ρόλο της πρωτοπορίας είναι ο γραφειοκρατισμός και οι ποικίλες σέχτες.
Άλλοι πάλι θεοποιούν το Αυθόρμητο των μαζών και βλέπουν την ταξική συνείδηση να δημιουργείται εκ των κάτω, ως αυτόνομο προϊόν των λαϊκών αγώνων.
Μεταξύ όμως της εργατικής τάξης, της πρωτοπορίας και του κόμματος υπάρχει μία άρρηκτη σχέση, μια διαλεκτική σχέση. Ο Μαρξ κάνει λόγο για ένωση της «σκεπτόμενης ανθρωπότητας» με την «πάσχουσα ανθρωπότητα». Ο Μαρξ πουθενά δεν διαφοροποιεί τα πράγματα. Δηλαδή από τη μια να είναι η κατηγορία των βασανισμένων που να ζουν στην αθλιότητα και να εξεγείρονται τυφλά και από την άλλη, η κατηγορία των ανθρώπων που στοχάζονται, που βλέπουν καθαρά και έχουν ως αποστολή να σκέφτονται γι τους βασανισμένους, να αποφασίζουν γι αυτούς, να τους προμηθεύουν ιδέες και αλήθειες. Την πρωτοπορία και τις μάζες ο Μαρξ τα αντικρίζει σαν ολότητα, σαν διαλεκτική σχέση ανάμεσα «στην πάσχουσα ανθρωπότητα που σκέφτεται και στη σκεφτόμενη ανθρωπότητα που καταπιέζεται». Και το επαναστατικό κόμμα είναι το απόσταγμα αυτής της διαλεκτικής σχέσης.
Πάνω σε αυτή τη διαλεκτική σχέση, το συγκροτημένο προλεταριάτο μέσα στο έθνος-κράτος σε πολιτική τάξη, αποκτάει τη σοσιαλιστική του συνείδηση. Πάνω σε αυτή τη σχέση στηρίζεται η θεωρία της σοσιαλιστικής επανάστασης, όπως και η λενινιστική θεωρία του κόμματος.



Το σοσιαλιστικό κίνημα »
Το αυθεντικό σοσιαλιστικό κίνημα υπάρχει όταν το ιστορικό υποκείμενο που επωμίζεται το ρόλο της ανατροπής του καπιταλισμού εκφράζεται μέσα από την οργάνωση της πρωτοπορίας του, το κόμμα. «Το κόμμα είναι το ιστορικό εργαλείο με τη βοήθεια του οποίου η τάξη αποκτά συνείδηση του εαυτού της. Όταν λέμε ‘’η τάξη είναι πάνω από το κόμμα’’, σημαίνει πως βεβαιώνουμε ότι η τάξη στην πρωτόγονή της κατάσταση είναι πάνω από την τάξη που τείνει να αποκτήσει την ταξική της συνείδηση. Αυτό δεν είναι μονάχα λαθεμένο, αλλά και αντιδραστικό»(Τρότσκι).
Η ανάγκη του επαναστατικού κόμματος απορρέει ακριβώς από το γεγονός ότι το προλεταριάτο δεν γεννιέται με πανέτοιμη την κατανόηση των ιστορικών του συμφερόντων. Το καθήκον του κόμματος είναι, μέσα από την πείρα του αγώνα, να αποκτήσει το προλεταριάτο συνείδηση του ιστορικού του ρόλου. Και αυτή η ακριβοπληρωμένη πείρα των αγώνων, τα κεκτημένα της πολιτικής συνείδησης είναι υπερπολύτιμα εφόδια. Το σοσιαλιστικό κίνημα πρέπει να τα διαφυλάττει σαν κόρη οφθαλμού και όχι να τα θυσιάζει στο όνομα των «ταξικών αδελφών» που εισβάλλουν σκορπώντας κάθε είδους κεκτημένου και πολτοποιώντας κάθε ιστορική κατάκτηση της αγωνιστικής πολιτικής συνείδησης (όπως συμβαίνει σήμερα με τους μετανάστες).
Αποτελεί το αλφάβητο του μαρξισμού τούτο: Το προλεταριάτο προχωρεί προς την απόκτηση της ταξικής συνείδησης περνώντας όχι από τις βαθμίδες του σχολείου, αλλά μέσα από την πάλη των τάξεων που είναι αδιάκοπη. Μια πάλη πολυσύνθετη: οικονομική, εθνική, πολιτική. Από αυτές τις συνθετικές εμπειρίες των οικονομικών, εθνικών και πολιτικών αγώνων διαμορφώνεται η ταξική συνείδηση. Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς πόσο πολύτιμες είναι αυτές οι ιστορικές κατακτήσεις και εμπειρίες των οικονομικών, εθνικών και πολιτικών αγώνων της εργατικής τάξης για το σοσιαλιστικό κίνημα. Και πόσο εγκληματικό και αντεπαναστατικό είναι να αποδέχεσαι, ακόμα και να συμβάλλεις στην άλωση αυτών των ιστορικών εμπειριών από την εισβολή καθυστερημένων μαζών, χωρίς καμία οικονομική, εθνική και πολιτική εμπειρία αγώνων.
Σοσιαλιστικό κίνημα, συνακόλουθα και ταξική συνείδηση του προλεταριάτου δεν μπορεί να υπάρξουν χωρίς αυτά τα ιστορικά αποθέματα των αγώνων, χωρίς τις δεξαμενές των κατακτήσεων του προλεταριάτου από τους οικονομικούς, εθνικούς και πολιτικούς αγώνες του.
Αυτοί οι αγώνες καθιστούν το ευρωπαϊκό προλεταριάτο στην πρωτοπορία. Αυτοί οι πολύχρονοι και αιματηροί οικονομικοί, εθνικοί και πολιτικοί αγώνες της ελληνικής εργατικής τάξης την καθιστούν μία από τις πιο πολιτικά συνειδητές τάξεις του κόσμου. Γι’ αυτό θέλουν να τη διαλύσουν και να την αντικαταστήσουν με σκλάβους χωρίς ιστορία, χωρίς αγώνες, χωρίς συνείδηση. Και στο έργο αυτό της Νέας Τάξης πολύτιμος αρωγός είναι, δυστυχώς, η …Αριστερά!!!
Η έννοια της ταξικής συνείδησης είναι η πεμπτουσία της σοσιαλιστικής επανάστασης. Η «ταξική συνείδηση του προλεταριάτου είναι η ιστορία που αποκτάει αυτοσυνειδησία», μας λέει εύστοχα ο Λούκατς. Αυτή την ιστορία, αυτόν τον ακρογωνιαίο λίθο του σοσιαλισμού, τον υποτιμούν βάναυσα κάποιοι «υπερεπαναστάτες» που μεθούν με τις «ταξικές» φράσεις, ακρωτηριάζουν τη σοσιαλιστική θεωρία και έχουν μεταλλαχτεί σε φερέφωνα των Νέων Ιδεών.



Η λενινιστική αντίληψη για το κόμμα της πρωτοπορίας »
Μια από τις κύριες ιδέες του «Τι να κάνουμε;», του Λένιν, που διατηρεί όλη την καθολική της αξία και σήμερα είναι ότι το προλεταριάτο δεν μπορεί να φτάσει σε μια συνολική συνείδηση της καπιταλιστικής πραγματικότητας, της ίδιας του της ύπαρξης, παρά μόνο μέσω μιας γενικευμένης κοινωνικής πρακτικής, δηλαδή μέσω μιας πρακτικής πολιτικής. Ακριβέστερα, μπορεί να φτάσει σε ταξική συνείδηση, στην ανώτερή της έκφραση, μόνο αυτή η μειοψηφία της εργατικής τάξης που είναι έτοιμη και ικανή να ακολουθήσει μια μόνιμη πολιτική δραστηριότητα ακόμα και σε περιόδους υποχώρησης του κινήματος των μαζών. Πάνω σε αυτή την υλιστική βάση και τη διαλεκτική σχέση της πρωτοπορίας με τη μάζα στηρίζει ο Λένιν τη δημιουργία του κόμματος της πρωτοπορίας.
Έτσι, λοιπόν, το κόμμα της πρωτοπορίας λειτουργεί αντικειμενικά ως συλλογική μνήμη της εργατικής τάξης, ως θεματοφύλακας για να μη χαθούν οι συσσωρευμένες εμπειρίες και γνώσεις των γενικευμένων ιστορικών αγώνων. Το κόμμα της πρωτοπορίας εξασφαλίζει τη συνέχεια της συσσώρευσης της συνείδησης ακόμα και στις συνθήκες διακοπής της συνέχειας των αγώνων.
Η οργάνωση της πρωτοπορίας δεν λειτουργεί μόνο ως συλλογική μνήμη της τάξης, αλλά προσπαθεί συνεχώς να μεταδώσει τις συσσωρευμένες γνώσεις από τους περασμένους αγώνες και την περασμένη πείρα στο ανώτερο δυνατό αριθμό προλεταρίων. Αυτή βεβαίως η παιδαγωγική διαδικασία είναι μια διαδικασία διαλεκτική. Οι περασμένες εμπειρίες και γνώσεις δεν μεταδίδονται με τρόπο παθητικό σε ένα πλήθος που θεωρείται ακατάρτιστο και ταξικά καθυστερημένο, μεταδίδονται στην πράξη των αγώνων, ως μεταβολισμός εμπειριών, ως μια συνεχή πλημμυρίδα και αμπώτιδα εντυπώσεων και ιδεών, ανάμεσα στη λιγότερο πολιτικοποιημένη μάζα και την οργανωμένη πρωτοπορία. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ένας κώδικας συνεννόησης, μια μίνιμουμ μαγιά κοινών ιστορικών εμπειριών και κοινής συνείδησης. Δηλαδή υπάρχει μια «γλώσσα» κοινών οικονομικών, εθνικών και πολιτικών αγώνων, κοινών παραδόσεων.
Η εισβολή ενός ετερόκλητου πλήθους καθυστερημένων αλλοδαπών, με ξένο «πολιτισμό» και κυρίως χωρίς καμιά ιστορία αγώνων καταστρέφει κάθε λειτουργία μεταβολισμού των εμπειριών, αφανίζει κάθε συνεκτικό ιστό επικοινωνίας και δράσης. Καταλύει τη διαλεκτική σχέση της πρωτοπορίας με τη μάζα και τελικά διαλύει την πρωτοπορία, αλλά και τις μίνιμουμ μορφές συνείδησης των λαϊκών μαζών.
Με την ίδια ακριβώς μέθοδο υπονομεύτηκε εσωτερικά και διαλύθηκε το μπολσεβίκικο κόμμα, και μεταλλάχτηκε σε ένα γραφειοκρατικό μηχανισμό.
Είναι γνωστό ότι όσο περισσότερο ένα κόμμα κλείνει μέσα του παθητικά στοιχεία, πολιτικά καθυστερημένα, τόσο περισσότερο διευκολύνει τη γραφειοκρατικοποίηση. Όσο περισσότερο ένα κόμμα της πρωτοπορίας αποτελείται αποκλειστικά από ενεργητικούς αγωνιστές, τόσο περισσότερο είναι προστατευμένο από τη γραφειοκρατική γάγγραινα. Ο εκφυλισμός του μπολσεβίκικου κόμματος άρχισε από τη στιγμή που εισέβαλαν παθητικοί οπαδοί. Πνίγηκαν τα πρωτοπόρα στοιχεία του και ισοπεδώθηκε η επαναστατική του συνείδηση μέσα στο πλήθος των πολιτικά καθυστερημένων χειροκροτητών.
Αυτό ακριβώς μεθοδεύουν και προωθούν σήμερα σε βάρος της ελληνικής κοινωνίας, με όργανα τους αλλοδαπούς…


ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ: ιστορική κατάκτηση »
Μία μεγάλη ιστορική κατάκτηση του εργατικού κινήματος ήταν το συνδικάτο. Αυτή η κατάκτηση δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί έξω από τα πλαίσια του καπιταλιστικού εθνικού κράτους. Το έθνος-κράτος και όλοι οι πυλώνες του (κοινοβούλιο, συνδικάτα, κόμματα κλπ) αποτελούν το απόσταγμα της προοδευτικής φάσης του καπιταλισμού. Και μέσα σε αυτά τα πλαίσια συγκροτήθηκε η εργατική τάξη σε πολιτική τάξη.
Η εργατική τάξη και γενικά ο εργαζόμενος λαός έχει δύο «υποστάσεις». Η μια του κατάσταση είναι ότι αποτελεί το αντικείμενο της καπιταλιστικής παραγωγής. Δηλαδή αποτελεί παράγοντα της αστικής παραγωγής και ως εκ τούτου έχει ιδιαίτερα συμφέροντα και την ανάλογη συνείδηση που εκφράζεται μέσα από τους συνδικαλιστικούς αγώνες.
Η άλλη «υπόσταση» είναι η ιστορική. Η ιδιαίτερη θέση που κατέχει το προλεταριάτο στο ΣΥΝΟΛΟ των κοινωνικών σχέσεων και στη δυναμική τους, του προσδίδουν έναν ιδιαίτερο ρόλο: ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ.
Η συνδικαλιστική πάλη βεβαίως και τα συνδικάτα ανταποκρίνονται στην αστική υπόσταση των εργαζομένων. Είναι «αστικά όργανα», τα εργαλεία διαπραγμάτευσης της εργασίας με το Κεφάλαιο. Από την ίδια τη φύση τους και τη λειτουργία δεν μπορούν να ξεπεράσουν τα όρια του καπιταλιστικού καθεστώτος.
Στη δεύτερη υπόσταση των εργαζομένων ανταποκρίνεται το πολιτικό κόμμα. Το επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης.
Συνεπώς η συνδικαλιστική πολιτική των εργαζομένων είναι ακριβώς η αστική πολιτική τους!
Η ταξική συνείδηση, είναι η σοσιαλιστική συνείδηση, η συνείδηση που ανταποκρίνεται στην ιστορική υπόσταση της εργατικής τάξης. Η συνείδηση που απορρέει, ΟΧΙ αυτόματα, αλλά ενσταλάζεται από την επαναστατική πρωτοπορία στην εργατική τάξη, μέσα από τους αγώνες, όχι τους συνδικαλιστικούς, αλλά τους πολιτικούς αγώνες που γεννιούνται από τις κοινωνικές συγκρούσεις στο σύνολο των παραγωγικών σχέσεων.
Οι κοινωνικές συγκρούσεις (ταξικές) γεννιούνται στην περιοχή των παραγωγικών σχέσεων, αλλά ρυθμίζονται στο πολιτικό επίπεδο.
Τα οικονομικά συμφέροντα, ωστόσο, των εργαζομένων, δηλαδή η συνδικαλιστική πάλη (αστική υπόσταση) παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην ταξική τους διαπαιδαγώγηση και συνειδητοποίηση.
Χωρίς αυτή τη μίνιμουμ μορφή οργάνωσης και συνείδησης δεν μπορεί η εργατική τάξη να φτάσει απευθείας στην ιστορική και πολιτική της αυτοσυνείδηση. Η οικονομική, συνδικαλιστική πάλη προσφέρει καθοριστικά μαθήματα.
1). Αποδείχνει ότι οι εργαζόμενοι έχουν κοινά συμφέροντα. Αποφασιστικός παράγοντας μαζικότητας των αγώνων.
2). Δείχνει αυτούς που αντιτίθενται σε αυτά τα συμφέροντα, τους εχθρούς: Τα αφεντικά, το κράτος, την κυβέρνηση και τους ποικίλους και πολύχρωμους «βοηθούς» τους!!!
3). Έτσι δημιουργείται μια πρώτη μορφή συλλογικής συνείδησης, που μπορεί να μην είναι επαναστατική, αλλά ΑΚΡΩΣ απαραίτητη, «μαγιά» για ανώτερες μορφές πολιτικής συνείδησης.
Αυτά λοιπόν και τα πρώτα έμβρυα συλλογικής συνείδησης επιχειρεί να αλώσει η Νέα Τάξη. Η εισαγωγή-εισβολή ξένων εργατών αποδομεί και τους οικονομικούς όρους και τους πολιτικούς όρους οργάνωσης της τάξης.
Αποδομεί και αλώνει τα συνδικάτα. Διότι μια κι αυτά είναι όργανα διαπραγμάτευσης της εργασίας με το κεφάλαιο, οι όροι αυτοί κονιορτοποιούνται αφού το κεφάλαιο έχει πληθώρα δούλων να χρησιμοποιήσει. Η δύναμη των οργανωμένων υπονομεύεται καταλυτικά. Τα συνδικάτα απομαζικοποιούνται και γίνονται σφραγίδες του κεφαλαίου, με μια γραφειοκρατία ολοκληρωτικά στην υπηρεσία του κεφαλαίου. Καταντούν διακοσμητικά ντεκόρ που θα εγγράφουν αύριο εξαγορασμένους, αντί πινακίου φακής, αλλοδαπούς που θα ψηφίζουν διατεταγμένα.
Το τίναγμα των συνδικάτων στον αέρα, αυτής της ιστορικής κατάκτησης, ουσιαστικά τινάζει και τις προϋποθέσεις για στοιχειώδη πολιτική μορφή οργάνωσης του προλεταριάτου. Αφανίζεται και αυτή η «μαγιά» της συλλογικής συνείδησης.
Οι εισαγώγιμοι αλλοδαποί δεν διαθέτουν ούτε αυτή τη μίνιμουμ συνδικαλιστική συνείδηση και ούτε υπάρχει καμιά δυνατότητα να την αποκτήσουν όταν αυτά τα όργανα πάλης κατεδαφίζονται.
Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς σε ποια οπισθοδρόμηση μας οδηγεί η εισβολή των νέων σκλάβων. Πίσω σε ιστορικά στάδια δουλείας!!!

5 χρόνια πολέμου

Πηγή: Ρεσάλτο

του Thierry Meyssan, πολιτικού αναλυτή
Επιμέλεια-Μετάφραση από τα γαλλικά: Κλεοπάτρα Κατακάλου
Reseau Voltaire, 21 Μαρτίου 2008

Πέντε χρόνια μετά την έναρξη της αγγλο-σαξωνικής επιχείρησης, ο διεθνής τύπος αφιερώνει τα φύλλα της 19ης και 20ης Μαρτίου 2008 στον απολογισμό του πολέμου στο Ιράκ. Δυστυχώς, δεν πρόκειται σε καμμία περίπτωση για έναν πολιτικό απολογισμό, απλώς πρόκειται για μια επέκταση της προεκλογικής εκστρατείας των ΗΠΑ που αποβλέπει να απαντήσει στο τρέχον ερώτημα: Πρέπει ή όχι να αποσύρουν τα στρατεύματα;

Δύο κυνικά επιχειρήματα έρχονται αντιμέτωπα. Από τη μία οι ρεπουμπλικάνοι, αναμασούν ότι «η κλιμάκωση πάει καλά» κι ότι δηλ. θα καταλήξουν να συντρίψουν αυτή την εξέγερση και να κυριαρχήσουν στη χώρα. Από την άλλη οι δημοκρατικοί, προτάσσουν το τελευταίο βιβλίο του Joseph Stiglitz, The Three Trillion Dollar War, (O πόλεμος των 3 τρισεκατομμυρίων δολλαρίων) προκειμένου να απαιτήσουν μάλλον βούτυρο παρά κανόνια.

Κανένα από τα δύο στρατόπεδα δεν εμφανίζει την ελάχιστη προοπτική, ούτε για την περιοχή που έχουν ρημάξει οι ΗΠΑ, ούτε για την Αυτοκρατορία τους που βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού.


Στην πραγματικότητα, ένας πολιτικός απολογισμός του πολέμου στο Ιράκ θα έπρεπε ν' αρχίσει από μία ανάλυση των κινήτρων και των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για να επιτευχθεί ο σκοπός.

Ούτε όμως ο υπερατλαντικός τύπος, ούτε οι υποψήφιοι του Λευκού Οίκου είναι διατεθειμένοι να ρισκάρουν στον τομέα αυτόν, δεδομένου ότι κανείς τους δεν θέλει ν' αναγνωρίσει τα λάθη του ως προς την ανάλυση και να αναθεωρήσει τις θεωρίες του.



Κανένας απολογισμός χωρίς αναθεώρηση των αιτίων

Δεν μπορεί κανείς ν' αντιληφθεί τον πόλεμο στο Ιράκ, εάν αγνοεί ή προσποιείται ότι αγνοεί τα εμπλεκόμενα οικονομικά συμφέροντα από την μια, και τα σιωνιστικά σχέδια από την άλλη, και τη σύμπραξη των δύο αυτών δυνάμεων.

Δεν μπορεί κανείς ν' αντιληφθεί πώς η κυβέρνηση Μπους ενέπλεξε τις ΗΠΑ σ' αυτόν τον πόλεμο, εάν εμμένει στο ψέμμα της 11ης Σεπτεμβρίου και τον μύθο του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας».

Επιτρέψτε μου να υπενθυμίσω σ' αυτό το σημείο πως ο υπεραντλαντικός Τύπος αρνήθηκε τα προφανή και εμμένει στην πλάνη του. Λίγο μετά τα χτυπήματα στη Ν. Υόρκη και την Ουάσιγκτον, εξέδωσα ένα βιβλίο πολιτικών επιστημών: " L' Effroyable Imposture" (« Η τρομακτική απάτη»)*, απευθυνόμενο στο ευρύ κοινό. Αφού απέδειξα το μάταιο της εκδοχής του Μπους περί των συμβάντων, μελέτησα επισταμένως τις πολιτικές συνέπειες. Έτσι, πρώτος εξήγγειλα τον πόλεμο στο Ιράκ, τον οποίο ουδείς προέβλεπε κατά την εποχή εκείνη, που ακολούθησε όμως ένα χρόνο μετά.

Η ημερησία "Le Monde'', η «έγκυρη» (sic) εφημερίδα (de reference), πασχίζοντας να βρει ένα γρήγορο επιχείρημα προκειμένου να υποτιμήσει το έργο μου, διαβεβαίωνε σε άρθρο τής σύνταξης, το οποίο έσταζε φαρμάκι, ότι οι συνέπειες της εκδοχής μου, όσον αφορά την 11η Σεπτεμβρίου, ήσαν τόσο γελοίες, που από μόνες τους αρκούσαν για να διαψεύσουν τα λεγόμενά μου. Ο Εdwy Plenel έγραφε σαρκάζοντας: «Εάν το χτύπημα προήλθε εκ των έσω κι όχι έξωθεν, είναι αποτέλεσμα μιας σκευωρίας στημένης από τα πιο εξτρεμιστικά στοιχεία του αμερικανικού στρατού που επιζητούσαν το πράσινο φως του προέδρου για να επιτεθούν εναντίον του Αφγανιστάν και μετέπειτα εναντίον του Ιράκ».(1) Και οι διευθυντές της Le Monde, οι οποίοι συνωστίζονταν στις οθόνες της τηλεόρασης με το σύνθημα «Είμαστε όλοι Αμερικανοί», προέβαλαν με αστεϊσμούς ότι ήμουν καθυστερημένος κατά 11 χρόνια, αφού η επίθεση στο Ιράκ έλαβε χώρα το 1991. Πλειοδοτώντας, το μηνιαίο «Le Monde diplomatique», έβγαλε χρονογράφημα από το έργο μου. Ο Serge Halimi επικέντρωνε την κριτική του πάνω σε μία φράση του βιβλίου που καθιστούσε σαφή, κατά την άποψή του, την πλήρη ανικανότητά μου κι έγραφε: «Η αλήθεια κλονίζει μιαν άλλη υπόθεση, που προωθείται ως αποδεικτικό στοιχείο. Έτσι μαθαίνουμε (σελ. 69) ότι " ο Χένρυ Κίσσινγκερ είναι ο κηδεμόνας, ο «εμπνευστής των γερακιών» στη γένεση του πραξικοπήματος. Αυτό σημαίνει να γνωρίζει κανείς λάθος την ιστορία των ΗΠΑ»(2).

Επισήμανση: Ο ρόλος του κ. Κίσσινγκερ στην προπαρασκευή του πολέμου στο Ιράκ έχει αποκαλυφθεί έκτοτε από τον Bob Woodward .Ο «αγαπητός Χένρυ» επέβαλε ως κυβερνήτη στο Ιράκ τον προστατευόμενο σύντροφό του L. Paul Bremer III.

Επιτρέψτε μου να παρατηρήσω ότι εάν έσφαλαν οι «παντογνώστες γκουρού», αυτό οφείλεται στο ότι είχαν λανθασμένο σημείο εκκίνησης. Κατά συνέπεια, δεν είναι ικανοί να καταλάβουν τον πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας, ενόσω δεν μπαίνουν στον κόπο να αναθεωρήσουν την άποψή τους για την 11η Σεπτεμβρίου. Υπενθυμίζω στους αντιφρονούντες, ότι αυτή η απόκλιση στο σημείο εκκίνησης μας οδήγησε να ερμηνεύουμε κατά τρόπο αντίθετο κάθε φάση του πολέμου στο Ιράκ. Παρά τις εκθέσεις των επιθεωρητών του ΟΗΕ, υπό τη διεύθυνση του Hans Blix, o υπερατλαντικός τύπος «έχαψε» την αγγλο-σαξωνική κατηγορία σύμφωνα με την οποία ο Σαντάμ Χουσεϊν διέθετε όπλα μαζικής καταστροφής και εκτοξευτήρες ικανούς να πλήξουν τη Μεγάλη Βρετανία σε 45 λεπτά και το Μαϊάμι σε ελάχιστες ώρες. Κατόπιν, ο Τύπος υπνωτίστηκε από το σόου του Colin Powell στο Συμβούλιο Ασφαλείας, ο οποίος κατηγόρησε το κοσμικό Ιράκ ότι υποστηρίζει τους θρησκευτικούς εξτρεμιστές της Αλ-Κάιντα. Δεν αμφισβήτησε ούτε λεπτό τη θεωρία ότι οι πύραυλοι κρουζ που έπεφταν στη Βαγδάτη σκότωναν μονάχα στελέχη των Μπααθ, ενώ γλίτωνε ο άμαχος πληθυσμός. Μας πότισε με εικόνες της Απελευθέρωσης των Παρισίων στις οποίες βλέπαμε τους Γάλλους χαρούμενους να χειροκροτούν τους GI's ώστε να μας προετοιμάσουν να «βιώσουμε απ' ευθείας την Απελευθέρωση της Βαγδάτης» και θριαμβολόγησε όταν κάποιοι κομπάρσοι ανέτρεψαν ένα άγαλμα του Σαντάμ (3). Απέκρυψε ότι η «Προσωρινή Συμμαχική Αρχή», υπήρξε μία ιδιωτική επιχείρηση, ιδρυθείσα κατά το βρετανικό πρότυπο της Εταιρείας των Ινδιών με αποστολή να λεηλατήσει τη χώρα (4). Απεναντίας, άφησε τους αναγνώστες και τηλεθεατές να πιστέψουν ότι επρόκειτο για ένα δημόσιο οργανισμό, συγκρίσιμο εκείνων που ανέλαβαν να ανοικοδομήσουν τη Γερμανία και την Ιαπωνία την επομένη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αλλά ας αφήσουμε αυτήν την απαρίθμηση που προκαλεί ναυτία κι ας θέσουμε το κυρίως θέμα: Ο υπερατλαντικός Τύπος και οι υποψήφιοι του Λευκού Οίκου εμμένουν στον ισχυρισμό τους ότι επρόκειτο για έναν δίκαιο πόλεμο. Όπως μάλιστα δεν παρέλειψε να υπογραμμίσει ο πρόεδρος Μπους, δεν υπάρχει διαμάχη παρά μόνο «ως προς το αν άξιζε τον κόπο να γίνει πόλεμος, αν αξίζει τον κόπο να συνεχισθεί ο αγώνας και κατά πόσον είμαστε σε θέση να τον κερδίσουμε» (5).

Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια αναχρονιστική επιχείρηση αποικισμού που αποσκοπεί να ικανοποιήσει συνάμα τα συμφέροντα του ενεργειακού λόμπυ, του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος και του σιωνιστικού αποικισμού της Παλαιστίνης.

Εν παρόδω, ας πατάξουμε κάποιες κοινοτοπίες που κατακλύζουν τις στήλες του Τύπου της εβδομάδας. Καλό είναι να λέμε ότι ο πόλεμος είχε λαμπρά επιτυχία, αλλά την επομένη της πτώσης του τυράννου τα πράγματα δυσκόλεψαν. Θα μπορούσε άραγε να ήταν κι αλλιώς; Ο ιρακινός στρατός είχε τεθεί σε εμπάργκο ήδη από την ήττα του, το 1991. Με άλλα λόγια είχε αφοπλισθεί. Η συμμαχία παρ' όλα αυτά χρησιμοποίησε υπέρμετρα μέσα για να τον νικήσει, όπως π.χ. χρησιμοποιούμε ένα αμόνι προκειμένου να συνθλίψουμε μια μύγα. Προφανώς το πρόβλημα δεν ήταν η νίκη, αλλά η μετά τον Σαντάμ Χουσείν κατάσταση.

Επιπλέον, ο υπερατλαντικός τύπος απέδωσε αναδρομικά την ευθύνη της αποτυχίας αυτής της περιόδου στην απόφαση του Πωλ Μπρέμερ να διαλυθεί ο ιρακινός στρατός. Οι αποστρατευθέντες στρατιώτες μεταβλήθηκαν αυτομάτως σε εξεγερθέντες. Πρόκειται για λάθος εκτίμηση. Όταν ο διοικητής Bremer διέλυσε τον ιρακινό στρατό, ήδη ο στρατός δεν υπήρχε πλέον. Οι άνδρες είχαν προτιμήσει να λιποτακτήσουν παρά να καταθέσουν τα όπλα. Το χάος δεν επήλθε από την απόφαση του Μπρέμερ αλλά από την ανατροπή του καθεστώτος, που ήταν κι ο πολεμικός στόχος του σιωνιστικού κινήματος. Τονίζω για μιαν ακόμη φορά ότι, εάν υπήρξε λάθος, αυτό δεν συνίσταται στα διαπραχθέντα από τη Συμμαχία, αλλά στη σχετική ερμηνεία που έκανε ο Τύπος.



Ο απολογισμός του πολέμου για τους Άραβες είναι πόνος και καταστροφές:

1 εκατομμ. νεκροί και 4,5 εκατομμ. εκτοπισμένοι και πρόσφυγες

•δεκάδες χιλιάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά κρατούνται παράνομα σε φυλακές αμερικανικές ή ιρακινές.
•περιοχές ολόκληρες δέχθηκαν ακτινοβολία και μολύνθηκαν σε βαθμό που να μην είναι πλέον κατοικήσιμες.
•τα κατάλοιπα των πιο αρχαίων αστικών πολιτισμών λεηλατήθηκαν, καταστράφηκαν, θάφτηκαν κάτω απ' την άσφαλτο.
Ο απολογισμός για τους δυτικούς είναι: η ανατροπή δημοκρατιών υπό την επίφαση του σκοταδισμού, η επαναφορά των εγκλημάτων των αποικιοκρατών και της βαρβαρότητας, η πλήρης μεταβολή της οικονομίας των ΗΠΑ σε οικονομία πολέμου.

Αλλά άπαξ κι ανοίξαμε τα μάτια μας στη μαύρη αυτή αλήθεια, οφείλουμε να συλλογισθούμε τις μελλοντικές εξελίξεις της και την ικανότητά μας να αλλάξουμε σε κάποιο βαθμό τη ροή των πραγμάτων, αντί να αποδίδουμε μομφή.



Και τώρα;


Τι πρόκειται να συμβεί, τώρα; Η παραίτηση του ναυάρχου Γουίλιαμ Φάλλον (William Fallon), ανώτατου διοικητή των αμερικανικών δυνάμεων στη Μ. Ανατολή, όξυνε τη σύγκρουση μεταξύ των ανωτέρων αξιωματούχων των ΗΠΑ (6). Από την μια πλευρά, ο στρατηγός David Petraeus χαίρει ικανοποίησης με τα αποτελέσματα της στρατηγικής του. Η αύξηση του αριθμού των ανδρών στο πεδίο οδήγησε αντίστοιχα στη μείωση των βιαιοτήτων. Απαιτεί λοιπόν να διατηρηθούν, το λιγότερο, 140.000 GI' s στο Ιράκ. Από την άλλη, ο στρατηγός Μάικ Μούλεν, ο οποίος ανησυχεί για την υπεραναδίπλωση και την εξάντληση των στρατευμάτων του, επιζητά πάση θυσία να τα αποσύρει, προκειμένου να αποφύγει μία επικείμενη διακοπή της υποστήριξης (λογιστικής-επιμελητείας) και συνακόλουθα μία προβλεπόμενη ήττα.

Ο Πετρέους θα καταθέσει στις 8 και 9 Απριλίου ενώπιον του Κογκρέσου, το οποίο θα αποφανθεί.

Οι υπέρμαχοι της κατοχής κάνουν το παν προκειμένου ο στρατηγός να συνοδεύεται αποκλειστικά και μόνο από τους πιο πιστούς επιτελείς του. Ενώ οι υποστηρικτές της απόσυρσης πασχίζουν να τρυπώσουν ένα μάρτυρα κατηγορίας μέσα στην αίθουσα ακροάσεων. Καθ' ότι η απόφαση των κοινοβουλευτικών και η διαμόρφωση της κοινής γνώμης θα εξαρτηθούν από το πώς αντιλαμβάνονται τη συνέχιση αυτής της περιπέτειας.

Σε αντίθεση μ' αυτά που ισχυρίζεται ο Ντέιβιντ Πετρέους, η βελτίωση της ασφάλειας δεν έχει μεγάλη σχέση με τους 30.000 GI' s που έλαβε ως ενίσχυση. Στην πραγματικότητα, έδωσε οδηγίες να μειωθούν οι περιπολίες της πόλης και να οχυρωθεί ο στρατός όσο το δυνατό μέσα στους στρατώνες. Εάν επιθυμεί να διατηρήσει ένα εκστρατευτικό σώμα εξ ίσου πολυπληθές, χρειάζεται άνδρες σε περιστασιακή βάση, προκειμένου να διεξάγουν εκτεταμένες εκστρατείες αντιποίνων.

Και, ιδίως, οι άνδρες αυτοί θα πρέπει να παραμείνουν στη ζώνη, προκειμένου να παίξουν αργότερα το δεύτερο ρόλο: την επίθεση στο Ιράν που δεν πρόκειται σίγουρα για θέμα ημερησίας διάταξης, αλλά που δεν θα είναι ποτέ πραγματοποιήσιμο, εφόσον τα άτομα επαναπατρισθούν.

Στην πραγματικότητα, τα αποτελέσματα του στρατηγού Πετρέους είναι καρπός μιας στρατηγικής που επεξεργάσθηκε ο αυστραλός σύμβουλός του David Kilcullen. H βασική ιδέα είναι να «διασπάσουν» την Αντίσταση, να την μετατρέψουν από ένα εθνικό κίνημα σε μία πληθώρα από εξαρθρωμένα γκρουπούσκουλα. Οι Κούρδοι διατήρησαν την ηρεμία τους, ενόσω πίστεψαν τις υποσχέσεις που τους διατύπωνε η Ουάσιγκτον τα τελευταία 16 χρόνια: εφ' όσον συνεργασθούν θα αποκτήσουν μία ημέρα ένα ανεξάρτητο Κράτος μ' ένα υπέδαφος ξέχειλο από πετρέλαιο. Οι σιίτες κατευνάστηκαν μόλις οι Βρετανοί προήγαγαν σε αξιώματα τους αρχηγούς τους, προσφέροντάς τους συμμετοχή στην τοπική διοίκηση κι αργότερα στην εθνική, τους οποίους το Ιράν απεκάλεσε ως τους λιγότερο επιφυλακτικούς. Όσο για τους σουνίτες, σταμάτησαν τα χτυπήματα όταν αναγνωρίσθηκαν οι ταυτότητες των πιο νέων και πιο επαναστατικών απ' αυτούς, οι οποίοι και αντιμετωπίσθηκαν σαν κακοποιοί κι όχι σαν ιδεολόγοι, ενώ 80.000 απ' αυτούς μισθοδοτήθηκαν με 10 δολλάρια την ημέρα.

Ο στρατηγός Ντέιβιντ Πετρέους δεν έχει καμμία πρόθεση να εξηγήσει αυτά διεξοδικά στο Κογκρέσσο, καθ' ότι γνωρίζει ότι δεν μπορεί να συνεχίσει για πολύ σ' αυτήν την κατεύθυνση. Η στρατηγική του ενάντια στη Αντίσταση έχει εξαντλήσει τα όριά της. Αποβαίνει ασυμβίβαστη με τους στόχους των αφεντικών του, του διδύμου Μπούς - Τσίνευ που στηρίζεται από τις υπερεθνικές του πετρελαίου και του εξοπλισμού. Και το «σχέδιό του Β» δεν είναι ευχάριστο.

Ο κύριος στόχος του Λευκού Οίκου, σήμερα, είναι η υιοθέτηση από το ιρακινό κοινοβούλιο κατά πρώτον και η επικύρωση από την κυβέρνησή του, ενός νoμοσχεδίου που θα δίνει άδεια στις πετρελαϊκές εταιρείες των ΗΠΑ να εκμεταλλεύονται τις πηγές της χώρας με όρους λεοντείου εταιρείας (7). Εν συνεχεία, η υπογραφή και η επικύρωση μιας συμφωνίας ασφαλείας μεταξύ Ιράκ-ΗΠΑ που θα επιτρέπει αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις για τους επόμενους αιώνες.

Για να τα υλοποιήσει αυτά ο αντιπρόεδρος Τσίνευ, πήγε τη βδομάδα αυτή στο Ιράκ, στην εν λόγω περιοχή. Εξασφάλισε τη ψήφιση ενός νέου νόμου που είχε μπλοκάρει από το Φεβρουάριο. Πάνω σ' αυτή τη βάση θα λάβουν χώρα νομοθετικές εκλογές την 1η Οκτωβρίου, προκειμένου να σχηματισθεί καινούρια Βουλή, πιο πειθήνια. Για περίπου 1 ½ μήνα Βαγδάτη και Ουάσιγκτον θα προσποιηθούν ότι διανύουν το μήνα του μέλιτος, προκειμένου ν' αφήσουν χρόνο να περάσουν οι προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ. Εν συνεχεία, μόλις ψηφισθεί το νομοσχέδιο για το πετρέλαιο και η συμφωνία ασφαλείας, η χώρα θα ενωθεί ξανά ενάντια στον κατακτητή. Το μόνο μέσο για να εξασφαλιστεί μια νίκη στο μέλλον είναι να περιορίσουν την πιθανή αντίσταση, τέτοιο είναι το «Σχέδιο Β».

Ο Λευκός Οίκος επέλεξε να βασισθεί στους Σουνίτες με τη βοήθεια της Σαουδικής Αραβίας, ενάντια στους υπόλοιπους ιρακινούς πληθυσμούς. Ο καινούργιος εκλογικός νόμος έχει επινοηθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να ενισχύεται η σουνιτική παρουσία στο Κοινοβούλιο. Από την άλλη μεριά, στάλθηκε ένα σαφές μήνυμα στους Κούρδους μέσω του τουρκικού στρατού. Δεν απομένει παρά να πατάξουν τις ένοπλες ομάδες των σιιτών, πριν ακόμη εξεγερθούν. Αυτό οφείλει να επιχειρήσει ο ιρακινός στρατηγός Mohan al-Furayji στους επόμενους έξι μήνες.

Ο ναύαρχος Φάλλον, ο οποίος μόλις παραιτήθηκε από το Γενικό Επιτελείο, θεωρούσε αυτό το «σχέδιο Β» καταδικασμένο σε παταγώδη αποτυχία.

Σαν τελευταίος από τους μεγάλους αξιωματούχους που έζησαν τον πόλεμο του Βιετνάμ, είχε προειδοποιήσει σχετικά με τις μελλοντικές μάχες στο νότιο Ιράκ που δεν θα διεξαχθούν πλέον στην έρημο παρά στα έλη του Αλ-Μπάσρα. Δεύτερον, ανέμενε ότι ένας πόλεμος ενάντια στους ιρακινούς σιίτες θα αποσταθεροποιούσε άμεσα το γειτονικό Κουβέιτ κι εν συνεχεία το Μπαχρέιν και τη Σαουδική Αραβία.

Τρίτον, πίστευε ότι το να ουδετεροποιήσεις σουνίτες αγωνιστές με 10 δολλ. την ημέρα, είναι σαν να υπογράφεις με βεβαιότητα ότι αυτοί οι τελευταίοι, με τα όπλα που τους έχουν δοθεί, θα στραφούν στην πρώτη ευκαιρία εναντίον των ΗΠΑ.

Εξ άλλου, οι Πετρέους και Κιλκάλλεν ισχυρίζονταν πάντοτε ότι θα μπορούσαν να προλάβουν αυτό το κακό με το να νομιμοποιήσουν τους μισθοφόρους αγωνιστές τους, συγκεκριμένα, με το να τους ενσωματώσουν στις δυνάμεις ασφαλείας του Ιράκ. Όμως, δεν βλέπουμε πώς θα μπορούσαν αυτές οι δυνάμεις να απορροφήσουν με μιας 80.000 άνδρες χωρίς να δεχθούν διείσδυση από την Αντίσταση. Ήδη 49 μονάδες θα αποσκιρτήσουν και άλλες 38 θα απειλήσουν να κάνουν το ίδιο, εφ' όσον οι άνδρες τους δεν μονιμοποιηθούν άμεσα (8).

Όπως έχω ξαναγράψει, ο Γουίλιαμ Φάλλον είχε διεξαγάγει καρποφόρες διαπραγματεύσεις με το Ιράν προκειμένου να κατευνάσουν την ένταση στην περιοχή. Η συμφωνία επικυρώθηκε κατά την διάρκεια μιας μυστικής συνεδρίασης μεταξύ του προέδρου του Ιράν, Mahmoud Ahmadinejad, και του επικεφαλής του Μικτού Επιτελείου των Αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων, Μάικ Μάλλεν, στις 2 Μαρτίου στη Βαγδάτη. Η συμφωνία δεν αναγνωρίστηκε όμως από τον Λευκό Οίκο και οι δεσμεύσεις για λογαριασμό των ΗΠΑ δεν τηρήθηκαν.

Ούτε κι αυτό δεν θα είναι δυνατόν να εξηγηθεί στο Κογκρέσσο από τον Ντέιβιντ Πετρέους.

Η μονομερής ρήξη της μυστικής αυτής συμφωνίας οδήγησε την Τεχεράνη να προβεί σε αντίποινα, μεταξύ δε των πρώτων υπήρξε η ενθάρρυνση των ριζοσπαστικών σιιτών του Ιράκ σε εξέγερση. Επιπλέον, η Κίνα και ιδίως η Ρωσία, οι οποίες είχαν αναμιχθεί στις διαπραγματεύσεις αυτές και δεν μπορούν ν' ανεχθούν μία κατάσταση που θα απειλεί την ακεραιότητα του Ιράν επ' αόριστον, προέβηκαν επίσης σε αντίποινα. Η μυστική επίσκεψη του στρατηγού Leonid Ivashov στη Δαμασκό κι ακολούθως το επίσημο ταξείδι του ρώσου υπουργού των Εξωτερικών Sergei Lavrov άνοιξαν το δρόμο σε μία μαζική μεταφορά όπλων προς την Αντίσταση των Ιράκ, Λιβάνου και Παλαιστίνης.

Εάν μπορεί να πάρει κανείς ένα μάθημα από τα 5 πρώτα χρόνια πολέμου στο Ιράκ, είναι ότι ορισμένοι πρωταγωνιστές δεν παίρνουν ποτέ μαθήματα από τα παθήματά τους. Οι αρχηγοί των Κούρδων έχουν οδηγήσει το λαό τους, όπως πάντα τον τελευταίο αιώνα, σε αδιέξοδο (9). Το Πεντάγωνο αναπαράγει, με τους σουνίτες μισθοφόρους του, αυτό που έπραξε στο Αφγανιστάν και θα υποστεί τις ίδιες συνέπειες: εκπαιδεύει και οπλίζει ατάκτους κακοποιούς, (κατσαπλιάδες), έως ότου τους καταστήσει ανεξέλεγκτους «κυρίους του πολέμου». Όσον δε αφορά το Λευκό Οίκο, επιμένει πεισματικά να περάσει τα συμφέροντα κάποιων εταιρειών (εν προκειμένω Bechtel, BP, Chevron, ExxonMobil, Halliburton, Shell κ.α.) σε προτεραιότητα από αυτά των ΗΠΑ και πιστεύει παράλογα ότι η διαφθορά και η βία δίδουν άδεια κυριαρχίας σε όλες τις καταστάσεις.

Ο στρατηγός Leonid Sajin, o οποίος έζησε το θάνατο της ΕΣΣΔ και δεν δυσκολεύεται να συλλάβει κι αυτόν των ΗΠΑ, δήλωσε στη Μόσχα:

«Ο πόλεμος του Ιράκ που διαρκεί εδώ και 5 χρόνια έχει σχεδόν εξοντώσει τον αμερικανικό στρατό ο οποίος θεωρείτο έως σήμερα ο ισχυρότερος του κόσμου. Και μόνον πια η απελπισία μπορεί να ωθήσει τώρα τις ΗΠΑ να πυροδοτήσουν έναν πόλεμο κατά του Ιράν. Ένας τέτοιος πόλεμος θα σημάνει το τέλος αυτού του στρατού: έχοντας δεχθεί το κτύπημα της οικονομικής ύφεσης και λαμβανομένου υπ' όψη του πεσμένου ηθικού των στρατιωτικών τους, οι ΗΠΑ δεν θα αντέξουν».
Κι εμείς θα προσθέσουμε, οι ΗΠΑ δεν θα μπορέσουν καν να επιζήσουν σ' ένα πόλεμο κατά του Ιράν, μέσα στα ιρακινά έλη, έχοντας τις ένοπλες ομάδες των σιιτών να παρεμβάλλονται.


*Σημείωση μεταφρ.

Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε ως «11 Σεπτέμβρη 2001, η τρομακτική απάτη» εκδ. Γραφές


1) «Le Net et la rumeur». Le Monde, 21 mars 2002.
2) «Complotite», par Serge Halimi, Le Monde diplomatique, mai 2002.
3) «La fin de quelle guerre?» par Jack Naffair, Reseau Voltaire, 15 avril 2003.
4) «Qui gouverne l' Irak?», par Thierry Meyssan, Reseau Voltaire, 13 mai 2004.
5) «Discours du president Bush sur la guerre globale au terrorisme», delivre au Pentagone, le 19 mars 2008.
6) «La demission de l' amiral Fallon relance les hostilites en Irak», par Thierry Meyssan, Reseau Voltaire, 13 mars 2008.
7) «L' Irak occupee cedera-t-elle son petrole aux " magors"?», par Arthur Lepic, Reseau Voltaire, 20 juin 2007.
8) «Awakening councils; Sunni militia strike could derail US strategy against al-Qaida», par Maggie O' Kane et Ian Black, The Guardian, 21 mars 2008.
9) «Le Pentagone prêt a entervenir avec l' armee turque», par Thierry Meyssan, Reseau Voltaire, 8 aout 2007

Σάββατο 25 Απριλίου 2009

Το «κλειδί» του έρωτα

του Χρήστου Γιανναρά

Με τον θάνατο ο άνθρωπος βγαίνει από τον χρόνο. «Ουκέτι δύναται ενεργείν διά των μορίων του σώματος, ου λαλείν, ου μιμνήσκεσθαι, ου διακρίνειν, ουκ επιθυμείν, ου λογίζεσθαι, ου θυμούσθαι, ου καθοράν» (Αναστάσιος Σιναΐτης). Ο εγκέφαλος, το όργανο επίγνωσης της πραγματικότητας, άρα και συνείδησης του χρόνου («το πιο πολύπλοκο υλικό αντικείμενο στο γνωστό σύμπαν… κάτι που δεν μοιάζει με τίποτε άλλο στο σύμπαν»: Gerald Edelman) είναι μάλλον το πρώτο που αποσυντίθεται με τον θάνατο.
Αν υπάρχει ανάσταση νεκρών, όπως προσδοκούν οι έμπειροι του εκκλησιαστικού γεγονότος, θα πρέπει να μοιάζει σαν αφύπνιση δίχως επίγνωση της διάρκειας του ύπνου. Οι άνθρωποι που πέθαναν πριν από χιλιάδες χρόνια και οι άνθρωποι που θα έχουν πεθάνει λίγα λεπτά πριν από την κοινή ανάσταση, θα ανοίξουν τα μάτια σαν να μην έχει παρεμβληθεί ούτε στιγμή χρόνου από τότε που τα σφράγισε ο θάνατος.
Δεν έχουμε καμιά, μα απολύτως καμιά επιστημονική συνηγορία για να ελπίσουμε σε ανάσταση από τον θάνατο. Ο,τι ονομάζουμε «επιστήμη», δηλαδή η αποδεικτικά τεκμηριωμένη γνώση των δεδομένων της ύλης - ενέργειας, δεν έχει τη δυνατότητα, γι’ αυτό ούτε και τον στόχο, να ερμηνεύσει το «νόημα» του κόσμου, την αιτία του και τον σκοπό του. Οσοι, στο όνομα τάχα της επιστήμης, μιλάνε για πιστοποιημένη «τυχαιότητα» σαν αιτία και σκοπό της ύπαρξης και των υπαρκτών, είναι, πολύ απλά, τσαρλατάνοι.
Για το «νόημα» της ύπαρξης και των υπαρκτών, της ζωής και του θανάτου, συγκροτούνται μόνο ερμηνευτικές προτάσεις φιλοσοφικές. Τις αναγνωρίζουμε ως φιλοσοφικές όταν είναι συντεταγμένες με συνέπεια και πιστότητα σε λογική μέθοδο, χωρίς απριορισμούς, χωρίς αυθαίρετες αξιωματικές παραδοχές, χωρίς προσφυγές σε σκοτεινούς μυστικισμούς. Τέτοιες προτάσεις ερμηνείας της αιτίας και του σκοπού των υπαρκτών γνώρισε πολλές η Ιστορία της Φιλοσοφίας. Κατά κανόνα με λογικά κενά και συγγνωστά αυτονόητα. Οι δύο ερμηνευτικά συνεπέστερες προτάσεις, από την αρχαιότητα ώς σήμερα, μοιάζει να είναι αυτή της ελληνικής εκκλησιαστικής παράδοσης, που παρονομάζεται βυζαντινή και η μηδενιστική οντολογία του Martin Heidegger.
Για την ελληνική εκκλησιαστική παράδοση, Αιτιώδης Αρχή του υπαρκτού δεν είναι η ανερμήνευτη αναγκαιότητα ενός Πρώτου Κινούντος, αλλά η ελευθερία ως αυθυπερβατική σχέση, υπαρκτικά αλληλοπεριχωρούμενη αγάπη τριών «προσωπικών» (έλλογων και αυτοσυνείδητων) υποστάσεων. Γι’ αυτό και γνωρίζεται η Αιτιώδης Αρχή από τον άνθρωπο «κατά τον τρόπο» της ύπαρξής της: από την οδό της ελευθερίας, μέσα από την εμπειρία του αθλήματος της αυθυπέρβασης και αγάπης - όχι αναγκαστικά και υποχρεωτικά όπως ένα αντικείμενο του νευτώνειου κοσμοειδώλου.
Γνωρίζεται ο Θεός μέσα από την κλήση σε σχέση που απευθύνει στον άνθρωπο με το κάλλος και τη σοφία του δημιουργικού του έργου, του κόσμου. Γνωρίζεται ο Θεός όπως γνωρίζεται ο μουσουργός μέσα από τη μουσική του, ο ζωγράφος μέσα από τη ζωγραφιά του, ο ποιητής μέσα από το ποίημά του. Οχι ως αφηρημένη νοητική σύλληψη, αλλά ως εμπειρία σχέσης, αμεσότητα μέθεξης στο δημιούργημα.
Ελεύθερος ο Θεός από κάθε προκαθορισμό της ύπαρξής του, μπορεί να υπάρξει και ως άνθρωπος. Με τον τρόπο της δικής του ελευθερίας: από «μανικόν έρωτα» για το λογικό πλάσμα του. Υφίσταται όλους του υπαρκτικούς περιορισμούς του πλάσματος, ακόμα και έναν άδικο, βασανιστικό θάνατο. Αλλά με τις ελλειμματικές υπαρκτικές δυνατότητες του κτιστού πραγματώνει τον «τρόπο» της ελευθερίας του ακτίστου: μεταποιεί και τον θάνατο σε αυθυπερβατική σχέση «υπακοής» στον Πατέρα. Γι’ αυτό και ανίσταται από των νεκρών. Οχι «θαυματουργικά», δηλαδή από αναγκαιότητα θεϊκής παντοδυναμίας, αλλά μεταποιώντας ελεύθερα και την ανθρώπινη θνητότητα σε ερωτική αυθυπέρβαση.
Ο αναστημένος Χριστός είναι υλική ύπαρξη, έχει στην πλευρά και στις παλάμες απτά τα σημάδια του σταυρικού του θανάτου, τρώει «ιχθύος οπτού μέρος και από μελισσίου κηρίου». Αλλά πραγματώνει την κτιστή ύπαρξη ελεύθερη από τους περιορισμούς της κτιστότητας: Εισέρχεται στο υπερώον «των θυρών κεκλεισμένων» και ταυτόχρονα οδεύει με τον Λουκά και τον Κλεώπα προς την Εμμαούς.
Στην εκκλησιαστική οπτική ο αναστημένος Χριστός είναι η πραγμάτωση και φανέρωση του «νοήματος» (αιτίας και σκοπού) της υλικής δημιουργίας του Θεού. Για τη λογική που ταυτίζει την πληρότητα της ύπαρξης με την ελευθερία της αγάπης, το κάλλος και η σοφία του κόσμου -λόγος αποκαλυπτικός της θείας προσωπικής ετερότητας- είναι αδιανόητο να αφανιστεί κάποτε, να μηδενιστεί ή να συνεχίζεται άσκοπη η ύπαρξή του ατελεύτητα. Ελπίδα και προσδοκία της Εκκλησίας είναι ότι «πάντες αλλαγησόμεθα»: ο υλικός κόσμος όλος και ο άνθρωπος. Η ύλη, τα κτιστά, θα συμπεριληφθούν στο αναστημένο σώμα του Χριστού, θα υπάρξουν με τον τρόπο του ακτίστου, τρόπο ελευθερίας από κάθε υπαρκτικό περιορισμό.
«Καινούς ουρανούς και γην καινήν προσδοκώμεν». Οι νεκροί θα εγερθούν από την αχρονία του θανάτου, να μετάσχουν στην αχρονία της «βασιλείας», στην κοινωνούμενη υπαρκτική πληρότητα - την ενεργό, όχι νιρβανική. Η τωρινή μας γλώσσα δεν είναι δυνατόν να προσημάνει τα προσδοκώμενα, τα όριά της είναι όρια του τωρινού μας κόσμου - «βλέπομεν άρτι ως δι’ εσόπτρου εν αινίγματι». Ισως η γλώσσα της μετανευτώνειας φυσικής, γλώσσα των «πολλαπλών συμπάντων», της «αντι-ύλης», των «μαύρων οπών», της «αχρονίας του κβαντικού πεδίου» να πλουτίσει με συμβολισμούς ευστοχότερους την έκφραση της εκκλησιαστικής προσδοκίας.
Με τη λογική αυτής της προσδοκίας, ο θάνατος των πάλαι και των εγγύς, όπως και ο δικός μας, των «περιλειπομένων» ο θάνατος, είναι σίγουρα έξοδος από τον χρόνο, όχι όμως και έξοδος από την ύπαρξη, όχι αναστολή της κλήσης που δεχθήκαμε για μετάβαση «εκ του μη όντος εις το είναι». Η κλήση που ιδρύει τον άνθρωπο ως υποστατική δυνατότητα σχέσης (θετικής ή αρνητικής) με τον Θεό, δεν μπορεί να εκπίπτει, δεν μπορεί να αναστέλλεται με την απόσβεση των ενεργειών της κτιστής φύσης μας. Αν η σχέση (και όχι η φύση) ιδρύει την υπόσταση και αν τον Mozart τον γνωρίζω ως υποστατική ετερότητα μέσα από τη μουσική του (και όχι από την οντική του ατομικότητα), ίσως κάτι να αλλάζει στην πικρότατη γεύση του θανάτου.
Οταν ο Χριστός πάνω στον σταυρό δέχθηκε τη μετάνοια του συστραυρωμένου ληστή, τον βεβαίωσε ότι «σήμερον μετ’ εμού έση εν τω παραδείσω». Σήμερον - το «μετ’ εμού» δεν παρέχεται υπό προθεσμίαν. Μην εξαντλούμε τη γνώση σε μόνη την πληροφόρηση, στην επιστημονική τεκμηρίωση. Οταν κάποιος μας αγαπάει, είναι ερωτευμένος μαζί μας, το ξέρουμε από την αμεσότητα της εμπειρίας, όχι με αποδεικτική ανάλυση. Μόνο που «κλειδί» γι’ αυτή την άμεση γνώση είναι η αμοιβαιότητα του έρωτα.

Προς την εξαφάνιση των Γερμανών σε 12 γενιές;

της Καρολίν Μπρινό

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, που μόλις δημοσιεύτηκαν, το 34% των Γερμανίδων ηλικίας μεταξύ 35 και 49 ετών είναι κάτοχοι τουλάχιστο ενός μεταπτυχιακού διπλώματος και δεν έχουν κανένα παιδί. Μόνο το 32% ανάμεσά τους έχει δύο παιδιά. Στην άλλη άκρη του μορφωτικού φάσματος, το 26% των γυναικών χωρίς πτυχίο έχουν τρία ή περισσότερα παιδιά, πράγμα που οδηγεί τους κοινωνικούς επιστήμονες να ανησυχούν για τον κίνδυνο αύξησης της παιδικής φτώχειας.
Η καθιέρωση της γονικής άδειας («elterngeld») το 2007 υποτίθεται πως θα το άλλαζε αυτό, αφού δίνει στους γονείς τη δυνατότητα να λαμβάνουν επί 14 μήνες έως και το 80% του μισθού τους μέχρι τα 1,800 ευρώ για να μένουν στο σπίτι κοντά στα νεογέννητα παιδιά τους.
Δυστυχώς όμως, σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία, το πρόγραμμα αξιοποιήθηκε κατά κύριο λόγο από τις πιο φτωχές οικογένειες. Σχεδόν το 50% των δικαιούχων του προγράμματος λαμβάνουν λιγότερο από... 300 ευρώ, ενώ ανάμεσα στα 1,500 και τα 1,800 ευρώ βρίσκεται μόνο το 6.8% των δικαιούχων του προγράμματος.
Παρ' όλα αυτά, η συντηρητική υπουργός οικογένειας Ούρσουλα Βον Ντερ Λέιεν (Ursula von der Leyen), ιατρός, μητέρα επτά παιδιών και εμπνευστής του «έλτεργκελντ» εξακολουθεί να υπεραμύνεται της πολιτικής της: «μένω σταθερή στις θέσεις μου, διότι αυτή είναι η σωστή πολιτική. Την επόμενη τετραετία μάλιστα, θα επεκτείνουμε τη γονική άδεια των πατέρων. Και θα μειώσουμε τη φορολογία των γονιών, ώστε να έχουν περισσότερα χρήματα για τα παιδιά τους» επανέλαβε σε μία συνέντευξη στη «μπιλντ».

Το βάρος της παράδοσης
Να όμως που αυτή η πολιτική, που στηρίζεται στην άμεση οικονομική ενίσχυση της τεκνοποιίας, δε μοιάζει να απαντά στις ανάγκες των Γερμανών. Στη χώρα οι πανεπιστημιακές σπουδές παρατείνονται συχνά πέραν των 30 ετών. Στη συνέχεια οι γυναίκες αναγκάζονται να δουλέψουν δύο φορές σκληρότερα από τους άνδρες για να επιβληθούν στο χώρο εργασίας τους. Δεν έχουν την πολυτέλεια να σταματήσουν τη σταδιοδρομία τους για να κάνουν παιδιά. Η υπουργός αναγνωρίζει πως «χρειάζονται περισσότεροι βρεφονηπιακοί σταθμοί, με πιο ευέλικτα ωράρια λειτουργίας».
Το βάρος του παραδοσιακού ρόλου της Γερμανίδας, που τη θέλει να μένει στο σπίτι να φροντίζει τα παιδιά, είναι ένα ακόμα εμπόδιο για τις εργαζόμενες γυναίκες. Προτιμάνε λοιπόν να μην κάνουν καθόλου παιδιά, παρά να ενοχοποιούνται πως «παρατήσανε» τα παιδιά τους στους βρεφονηπιακούς σταθμούς για να επιστρέψουν στη δουλειά τους. Οι περισσότερες πτυχιούχοι περιμένουν να ξεπεράσουν τα 40 τους χρόνια για να αποκτήσουν το ένα και μοναδικό παιδί τους.
Από την άλλη, το «έλτεργκελντ» είναι «κομμένο και ραμμένο» για τις φτωχότερες οικογένειες, όπου οι γυναίκες είναι άνεργες. «Μπορούν να κερδίζουν ένα εισόδημα που να φτάνει στο μέσο εισόδημα, μόνο και μόνο κάνοντας διαρκώς παιδιά... Χάρη στα επιδόματα είναι σχεδόν σα δημόσιοι υπάλληλοι», εξηγεί ο κοινωνιολόγος Γκίναρ Χάινσον (Gunnar Heinsohn).
Εντωμεταξύ η γερμανική γεννητικότητα εξακολουθεί να είναι καταστροφικά χαμηλή. Με 675,000 μόνο νεογέννητα το 2008, σημειώθηκε άλλη μια πτώση της τάξης του 1.1% σε σχέση με την περασμένη χρονιά, που είχε εξαιρετικές επιδόσεις αφού ήταν η πρώτη χρονιά εφαρμογής του «έλτεργκελντ». Οι Γερμανοί ζηλεύουν το γαλλικό μοντέλο, στο οποίο οι δραστήριες επαγγελματικά γυναίκες κάνουν πολλά παιδιά. Σύμφωνα με τις δημογραφικές προβλέψεις, πολύ πριν το 2050 η Γαλλία θα γίνει η πολυπληθέστερη χώρα της Ευρώπης. Όσο για τους Γερμανούς, θα... εξαφανιστούν μετά από 12 γενεές!

Η περίοδος χάριτος τελείωσε

του Θοδωρή Πελαγίδη

Οι διεθνείς εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων έφεραν στην επιφάνεια της δημοσιότητας, σαφέστερα παρά ποτέ, την αίσθηση της έντονης ελληνικής ανεπάρκειας. Πολύ περισσότερο όταν, όπως φαίνεται, η γειτονική Τουρκία, παρά τα οικονομικά της προβλήματα, αρχίζει να διαδραματίζει εντονότερο ρόλο στην περιοχή.
Αντιθέτως, η χώρα μας φαίνεται να αστοχεί στη διατύπωση μιας συγκροτημένης εθνικής στρατηγικής και στόχων. Είναι σφάλμα να νομίζει κανείς ότι πρόκειται απλώς για λάθη και ανεπάρκειες που αφορούν συγκυριακά την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Το βάρος της χώρας φαίνεται τους τελευταίους μήνες υποχωρεί και είναι φανερό ότι οι αιτίες είναι μακροχρόνιες και εσωτερικές. Τα φανερά ελλείμματά μας εντοπίζονται σε μια σειρά τομέων στο εσωτερικό της χώρας όπως η δημόσια οικονομία γενικώς, η μετανάστευση, η παιδεία, η κοινωνική ασφάλιση και το ΕΣΥ, η τόνωση της επιχειρηματικότητας.
Πράγματι, ο σημερινός διεθνής παγκοσμιοποιημένος στίβος «απαιτεί» από μια χώρα πρώτα απ' όλα εσωτερική ισχύ, με συγκροτημένη πολιτική και οικονομική διεύθυνση. Απαιτεί συμπαγή κοινωνία, αυτογνωσία της πολιτικής ελίτ και της οικονομικής εξουσίας σχετικά με τη θέση της χώρας διεθνώς, τις αδυναμίες και τις δυνατότητές της, τους κινδύνους και τις ευκαιρίες. Απαιτεί, επίσης, ένα μορατόριουμ στις αντιθέσεις συμφερόντων που υπάρχουν στον πολιτικό και οικονομικό στίβο. Ειδάλλως, υπάρχει ο κίνδυνος να πάμε όλοι μαζί προς τα κάτω.
Τι προϋποθέτει μια εθνική στρατηγική;
Πρώτα απ' όλα εσωτερική οικονομική ισχύ. Ύστερα, στοιχειώδης εσωτερική κοινωνική συνοχή χωρίς αποκλεισμούς και ασφάλεια και, τέλος, μια ανταγωνιστική πολιτική αγορά και μια ισχυρή σχετικά ελίτ (με την έννοια των άριστων) σε ανοικτή συνεργασία με την τεχνοκρατία και τα πανεπιστήμια.
Επικεντρώνομαι στο άρθρο αυτό στην πιο κρίσιμη, οικονομική ισχύ και τα συστατικά της στοιχεία μέχρι σήμερα.
Η οικονομική ισχύς/παρουσία της χώρας έχει μέχρι σήμερα βασιστεί σε αυτό που ονομάζω «ελαττωματικά πλεονεκτήματα», τα οποία ναι μεν μας έχουν επιτρέψει μέχρι τώρα να επιτύχουμε τους εθνικούς μας στόχους όπως η είσοδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), η είσοδος στο ευρώ, η επιτυχής διοργάνωση των ολυμπιακών αγώνων, η μέχρι τώρα πραγματική εισοδηματική σύγκλιση με το μέσο εισόδημα των χωρών της ευρωζώνης, και τέλος, εσχάτως, η σημαντική οικονομική διείσδυση στον ευρύτερο γεωπολιτικό μας χώρο.
Όμως οι επιτυχίες αυτές έγιναν σε σημαντικό βαθμό με τις ενισχύσεις των κοινοτικών κεφαλαίων, τις εισροές εισοδημάτων από τον τουρισμό και των κεφαλαίων από τη ναυτιλία, από τα κέρδη από επενδύσεις σε περιφερειακές μας οικονομίες, από το φτηνό χρήμα αλλά και την ταχεία ανάπτυξη του τραπεζικού τομέα που επέτρεψε τη σημαντική δανειοδότηση επιχειρήσεων και νοικοκυριών, από την ανάπτυξη της κτηματαγοράς.
Μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι δεν υπάρχει κάτι το μεμπτό σε όλα τα παραπάνω. Τουναντίον. Όμως, σε κάποια από αυτά, υπάρχουν στοιχεία που μας κακόμαθαν:
• Οι κοινοτικές εισροές ωφέλησαν τη χώρα ασφαλώς, αλλά αναπτύχθηκε το ίδιο η ιδεολογία της «απορρόφησης», ενώ απαράδεκτα υψηλό μέρος των χρημάτων που διοχετεύθηκε στη βάση της αθέμιτης πολιτικής επιρροής, ενέτεινε την προσοδοθηρία, εξυπηρέτησε την κομματοκρατική λογική και γενικώς ενέτεινε τη λογική του «μεταπρατισμού».
• Ο τουρισμός είναι ένα ατού-προίκα και οι υπηρεσίες διακοπών είναι συνήθως ανελαστική δαπάνη για τους αλλοδαπούς. Όμως η ανάπτυξή του σε μεγάλο βαθμό διοχετεύεται στην παραοικονομία, έγινε άναρχα, δεν συγκεντρώθηκε στη βάση μιας συνεκτικής λογικής και τουριστικής στρατηγικής. Η αποδοτική ανάπτυξη της κτηματαγοράς απαιτεί επίσης κτηματολόγια και στρατηγική χρήσης γης, κάτι που δεν υπάρχει και μοιραία η ανάπτυξη αυτή, πέρα από τις αυθαιρεσίες και τις παρανομίες, έχει επιβαρύνει το τοπίο και το περιβάλλον.
Με άλλα λόγια, τα πλεονεκτήματά μας κινδυνεύουν σήμερα να γίνουν μειονεκτήματα επειδή στηρίζονται σε σαθρή βάση. Σε αγορές που είναι σχετικά κλειστές, σε ένα πολιτικό σύστημα που αδυνατεί να νομοθετήσει αποδοτικά, σε ένα φορολογικό σύστημα στρεβλό και κατάφωρα άδικο, σε μια πολιτική χρήσης γης που στην ουσία δεν υπάρχει και σε άλλα πολλά, βέβαια.
Στην ερώτηση, λοιπόν, εάν πρέπει να εκμεταλλευτούμε τα πλεονεκτήματα που μας δίνει η φύση ή και οι διεθνείς αγορές, λέμε «ναι». Όμως, η σημερινή δυσμενής διεθνής συγκυρία μάς δείχνει καθαρά ότι η περίοδος χάριτος, δηλαδή η περίοδος που «καλύπταμε» τις σοβαρές διαρθρωτικές αδυναμίες μας με τα χρήματα των «εύκολων εισροών», τελειώνει.
Όταν ο κόσμος βγει από αυτήν την κρίση θα είναι ακόμη πιο ανταγωνιστικός, ακόμη πιο απαιτητικός.
Ωστόσο «ουδέν κακόν αμιγές καλού». Η κρίση είναι μια ευκαιρία περίσκεψης. Η τιμωρία που μας επιβάλλει μπορεί να γίνει εφαλτήριο μιας αφετηρίας ανασυγκρότησης του κράτους και της οικονομίας, αν θέλουμε να μην καταντήσουμε σε 20-30 χρόνια μια πραγματική μικρή χώρα στη σφαίρα επιρροής μιας μεγαλύτερης. Αν, λοιπόν, οι εσωτερικές οικονομικές αλλαγές αποτελούν προϋπόθεση μιας εθνικής στρατηγικής που θα εκμεταλλεύεται τα εθνικά πλεονεκτήματα και θα τα στηρίζει σε υγιείς βάσεις, να μερικά πεδία τέτοιων αλλαγών:
Αλλαγές στη συνταγματική μηχανική, στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος με στόχο την ενίσχυση των «ελέγχων και των εξισορροπήσεων»
Το σύστημα πρέπει να αυτοελέγχεται, να αξιολογείται, να λογοδοτεί, να εξαναγκάζεται να προωθεί τους συμβιβασμούς στα επιμέρους συμφέροντα. Δημοκρατία και αξιοκρατία μέσα στα κόμματα. Μικρότερη Βουλή.
Αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις
Ενίσχυση όχι της ευελιξίας στην αγορά εργασίας, αλλά της μερικής απασχόλησης ώστε να φτάσει ως ποσοστό στο ευρωπαϊκά δεδομένα. Με κάθε θυσία, μείωση του έμμεσου εργασιακού κόστους ώστε να αυξηθούν οι προσλήψεις και η απασχόληση. Περισσότερη απασχόληση, λιγότερες ταραχές, λιγότεροι κουκουλοφόροι. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε με 25% ανεργία των νέων.
Αξιολόγηση
Αξιολόγηση, αξιολόγηση, αξιολόγηση. Εξωτερική ιδίως. Στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Και μετά μεταβίβαση περιουσίας από το κράτος προς τα πανεπιστήμια και με μεταβίβαση εξουσιών που θα φτάνει και στην πληρωμή καθηγητών.
'Ανοιγμα κλειστών επαγγελμάτων
'Ανοιγμα των επαγγελμάτων ώστε να προωθηθεί και η σχετική (νεανική) επιχειρηματικότητα. Τουλάχιστον να ακολουθήσουμε την Ευρώπη. Αλλιώς, τόσο η κρατική σπατάλη θα συνεχίσει να είναι δομημένη στο σύστημα και άλλο τόσο το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών μειωμένο αναλόγως. Διαφορετικά, η επιχειρηματικότητα των νέων θα εξαντλείται στα καφέ και τα σουβλατζίδικα.
Αλλαγές στη φορολογία
Η μητέρα όλων των διαρθρωτικών αλλαγών. Φόρος πολυτελούς διαβίωσης, φόρος κατοχής, και με προσοχή φόρος υπεραξίας. Πραγματικές αντικειμενικές αξίες και χτύπημα της μαύρης οικονομίας.
Ο κατάλογος είναι μακρύς και ατέλειωτος. Και το κυριότερο, δεν είναι ότι δεν τα ξέρουμε. Είναι ότι προς το παρόν όλο το «σύστημα» ασχολείται με... τις άγονες γραμμές. Ίσως γιατί ο αποπροσανατολισμός των πολιτών επιτρέπει σε κάποιους να θησαυρίζουν, εις βάρος όμως πια της επιβίωσης της χώρας.

Δυστυχισμένα τα Ελληνόπουλα

της Λήδας Παπαδοπούλου

Τα παιδιά στην Ολλανδία και στις σκανδιναβικές χώρες είναι τα πιο χαρούμενα στην Ευρώπη, σύμφωνα με μια κατάταξη 29 χωρών που προέκυψε από έρευνα του βρετανικού Πανεπιστημίου του Γιορκ για την παιδική ευημερία και στην οποία η Ελλάδα κατέχει την 23η θέση.
Η έρευνα διεξήχθη για λογαριασμό της βρετανικής οργάνωσης «ομάδα δράσης κατά της παιδικής φτώχειας» (CPAG) και βασίζεται σε 43 κριτήρια που χωρίζονται σε επτά διαφορετικούς τομείς:
• υγεία,
• υποκειμενική ευημερία,
• υλικοί πόροι,
• εκπαίδευση,
• προσωπικές σχέσεις,
• συμπεριφορά και κίνδυνοι,
• στέγαση και περιβάλλον.
Τα στοιχεία είναι του 2006 και αφορούν πλήθος κριτηρίων όπως είναι η παιδική θνησιμότητα, οι ασθένειες, η παχυσαρκία, το οικογενειακό εισόδημα, η οικογενειακή στέγη, το επίπεδο της εκπαίδευσης και η ακαδημαϊκή επιτυχία, οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθενται τα παιδιά στην καθημερινότητά τους, οι σχέσεις τους με τους γονείς, δασκάλους και συμμαθητές τους κ.ά. Ένα από τα βασικότερα συμπεράσματα της έκθεσης είναι ότι η φτώχεια επηρεάζει κάθε πλευρά της ευημερίας και αποτελεί μείζον εμπόδιο στην επίτευξή της.
Στην κατάταξη του «δείκτη παιδικής ευημερίας» ευρωπαϊκών χωρών, όπως ορίστηκε από τους ερευνητές, η Ολλανδία έρχεται πρώτη και ακολουθούν η Σουηδία, η Νορβηγία, η Ισλανδία, η Φινλανδία και η Δανία.
Η Κύπρος βρίσκεται στη 12η θέση, ενώ τις τελευταίες πέντε κατέχουν η Ρουμανία, η Βουλγαρία, η Λετονία, η Λιθουανία και η Μάλτα (29η). Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η κατάταξη της Βρετανίας στην 24η θέση, ακριβώς μετά την Ελλάδα και πολύ χαμηλότερα από τη Γερμανία (8η), την Ιρλανδία (9η), την Ισπανία (13η) και τη Γαλλία (15η).
Το χαμηλό σκορ της Βρετανίας, που στην προηγούμενη αντίστοιχη κατάταξη είχε μάλιστα έρθει τελευταία, αποδίδεται στον μεγάλο αριθμό παιδιών που ζουν σε οικογένειες ανέργων, στο χαμηλό επίπεδο του περιβάλλοντος διαβίωσης, στο μικρό ποσοστό παιδικών εμβολιασμών και στη σχετική αδυναμία των παιδιών να επικοινωνήσουν με τους γονείς τους.

Οι τόκοι του βίου και της βίας

Posted by ΚΙΜΠΙ

Αν ξεπεράσουμε τη φιλολογική γραφικότητα της αντιπαράθεσης που εκτυλίχθηκε τις προάλλες στη βουλή περί «βίας» και «βιας» του Εθνικού Ύμνου, υπάρχουν χίλια δυο άλλα δεδομένα στην καθημερινότητά μας για να αναζητήσουμε το πνεύμα του αμφιλεγόμενου του τόνου. Έτσι κι αλλιώς, η οξύτονη «βια» (δηλαδή, η κατά Μάντζαρο βιασύνη) εμπεριέχει αρκετή δόση από την παροξύτονη «βία» (την κατά Σολωμό). Η βιασύνη μας να προλάβουμε πράγματα στο πεπερασμένο του βίου μας είναι η βία με την οποία απαντάμε στη φυσική, απρόκλητη βία του χρόνου. Διόλου τυχαία, άλλωστε, βίος και βία είναι λέξεις ομόριζες και έννοιες όμορες. Δεν υπάρχει η μεν χωρίς τη δε. Σκεφτείτε και μόνο την πράξη της γέννησης. Σκεφτείτε πόση βία ασκούν ο ένας στον άλλο η κυοφορούσα μητέρα και το γεννώμενο βρέφος. Το νεογνό σχεδόν εξαρθρώνει τα οστά της γυναικείας λεκάνης στην προσπάθεια να βγει στο φως που αντιστοιχεί με την εκτυφλωτική λάμψη χιλίων ηλίων στο παρθένο βλέμμα του. Ο γυναικείος κόλπος είναι μια μέγγενη που σφίγγει μέχρι ασφυξίας και πασχίζει να αποβάλει σαν ξένο σώμα το βρέφος. Κι αυτό με τη σειρά του ανταποδίδει με τον μικρό του όγκο στη μάνα άλλο τόσο πόνο, καθώς πολεμά να βγει από τη σκοτεινή, σάρκινη φυλακή του. Είναι μια βία αθώα, άδολη, απρόθετη αυτή που ασκούν ο ένας στον άλλο. Αλλά μια βία που αποδίδει τον τόκο της ζωής. Βία μαμή της ζωής, στην κυριολεξία.
Αλλά, κι ο υπόλοιπος, μετά τη γέννηση βίος δεν είναι μια εγκατάσταση στη μήτρα της ασφάλειας. Η φύση δεν διαθέτει ηθικούς κώδικες ή πρωτόκολλο πολιτικής ορθότητας, αλλά άσκησε ανείπωτη βία στον άνθρωπο και την ανθρωπότητα απ’ λυκαυγές τους. Η βία είναι η βασική συνιστώσα στην οικονομία της φύσης. Κι άνθρωπος επιβίωσε στο τραχύ της περιβάλλον ανταποδίδοντας τη βία αυτή σε εκατομμύρια έμβια και άβια όντα που τον περιέβαλλαν. Αυτό που αποκαλούμε πολιτισμός είναι μια συστηματική άσκηση βίας στη φύση, η αδιάλειπτη λεηλασία της. Μέχρι ένα σημείο, η βία που ασκούν ο άνθρωπος στη φύση και αντιστρόφως είναι μια διαδικασία φυσική και δημιουργική καθώς αναπτύσσεται σε ένα πλαίσιο εναρμόνισης. Σήμερα ζούμε την ανατροπή αυτής της ισορροπίας την οποία η ανθρωπότητα προσλαμβάνει με τη μορφή μιας φύσης «βίαιης και εκδικούμενης». Έτσι αντιλαμβανόμαστε την περιβαλλοντική κρίση. Φυσικά, η φύση ασκεί τη βία της χωρίς συναισθήματα και θα ανακτήσει την ισορροπία της σ’ ένα νέο επίπεδο, έστω κι αν χρειαστεί να εξαλείψει κάποιο είδος, όπως προ εκατομμυρίων ετών τους δεινοσαύρους.
Είναι, βεβαίως, στοιχείο σχετικής προόδου, όταν φεύγουμε από το πεδίο της φύσης και μπαίνουμε σε αυτό της κοινωνικής οργάνωσης, να αντιλαμβανόμαστε τη βία ως στοιχείο ασύμβατο με το περιεχόμενο της «ανθρωπιάς» μας. Υποθέτουμε ότι η «ανθρωπιά» μας έχει ξεκόψει από την παράδοση των παγκοσμίων και των πανευρωπαϊκών πολέμων, των εμφυλίων, των πολέμων ανάμεσα σε έθνη, θρησκείες, πολιτισμούς και τάξεις. Για το σκοπό αυτό, άλλωστε, έχουμε δημιουργήσει διεθνείς θεσμούς αντι-βίας που ωστόσο κι αυτοί, δια της ένοπλης βίας επιχειρούν να διακόψουν βίαιες περιφερειακές και τοπικές διενέξεις. Η ειρηνευτική βία, η ανθρωπιστική βία, η εξαγωγή της δημοκρατίας, η επιβολή της διεθνούς και εθνικής ασφάλειας είναι οι έσχατες μορφές βίας που επιδιώκουν έναν θεωρητικό στόχο τόσο κραυγαλέα αντίθετο με τα μέσα των οποίων μετέρχονται. Συνήθως δε και με τα αποτελέσματά τους. Σ’ αυτόν και στον προηγούμενο αιώνα, ο Μαχάτμα Γκάντι και ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ είναι ίσως τα μοναδικά παραδείγματα ηγετών που επιχείρησαν να προσδώσουν δύναμη επιβολής στα πασιφιστικά τους κινήματα. Ωστόσο ούτε η ινδική ανεξαρτησία ούτε η απελευθέρωση των Αφροαμερικανών ήταν υποθέσεις που επιτεύχθηκαν χωρίς να προσφύγουν τελικά στη βία.
Η βία της διεθνούς πολιτικής, ο ανταγωνισμός εθνών, κρατών, φυλών και πολιτισμών είναι κάτι στο οποίο μάλλον είμαστε εξοικειωμένοι ως είδος, παρά τη θεωρητική προσπάθεια να απαλλαγούμε απ’ αυτήν. Παρ’ ότι ο Κλαούζεβιτς όρισε τον πόλεμο ως συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα, τα περισσότερα από τα αποτελέσματα της σύγχρονης πολιτικής και διπλωματίας αποδεικνύουν ότι ισχύει και το αντίστροφο. Οι πολιτικές απελευθέρωσης των αγορών, ελέγχου των φυσικών πόρων, των εμπορικών και ενεργειακών διαδρόμων έχουν εξ ίσου αιματηρά και βίαια αποτελέσματα με πολλούς από τους ιμπεριαλιστικούς και αποικιοκρατικούς πολέμους του παρελθόντος. Άλλωστε, η οικονομική ισχύς των σύγχρονων αυτοκρατοριών συνοδεύεται σχεδόν πάντα από την πολεμική ισχύ, από πολυπλόκαμους και πανάκριβους εξοπλιστικούς μηχανισμούς. Η ένοπλη ειρήνη των καιρών μας αποδεικνύει πόση βία εμπεριέχει η διεθνής αντι-βία.
Το ίδιο συμβαίνει και στο πλαίσιο των εθνών-κρατών, των σύγχρονων κοινωνιών της αγοράς. Αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως ταξική ειρήνη, ως κοινωνική συναίνεση ή ανοχή είναι μάλλον ένα ετεροβαρές ισοζύγιο βίας. Ετεροβαρές υπέρ του κράτους, των κοινωνικών ελίτ, των ιθυνουσών τάξεων. Ο κοινωνικός πόλεμος σπάνια παίρνει τη μορφή βίαιων αναμετρήσεων, αλλά δεν λείπουν κι αυτές, έστω κι αν το διακύβευμά τους είναι ασαφές. Ταϊλάνδη, Γεωργία, Μολδαβία, Αφγανιστάν, Ιράκ, Σομαλία. Η καθημερινή ατζέντα της βίας είναι πολύ πυκνή για να ισχυριζόμαστε ότι ζούμε σ’ έναν κόσμο που έχει σταματήσει να προσφεύγει, δίκαια ή άδικα, σ’ αυτήν.
Άλλωστε, όλοι συμφωνούν στη διάκριση αυτή. Βία δίκαιη και άδικη, ηθική και ανήθικη, βία ιστορικά αναγκαία και βία ανιστόρητη. Αλλά, ποιος καθορίζει την ιστορικότητα της στιγμής; Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι το bossnaping, οι «απαγωγές» εργοδοτών που δεν πληρώνουν ούτε τις αποζημιώσεις των απολυομένων της κρίσης, δεν είναι βία δίκαιη και κοινωνικά νομιμοποιημένη; Ποιος μπορεί να προβλέψει αν αυτό που εγκρίνουν σήμερα ως αποδεκτή πρακτική οι μισοί Γάλλοι δεν θα γίνει αναπόφευκτη ρουτίνα για όλη την Ευρώπη; Η κρίση τοκίζει με υψηλά επιτόκια τα αποθέματα βίας που συσσωρεύονται στα κοινωνικά στρώματα κι είναι απρόβλεπτο τι υπεραξίες έκρηξης θα αποδώσει.
Επομένως, ο εξορκισμός της βίας ως απαράδεκτης κοινωνικής έκφρασης στις «συντεταγμένες κοινωνίες» εμπεριέχει μεγάλες δόσεις υποκρισίας. Πρώτον, διότι «συντεταγμένες κοινωνίες» δεν υφίστανται, ιδιαίτερα στις συνθήκες της κρίσης που αναιρούν διαρκώς τις ελάχιστες σταθερές του οικονομικού και κοινωνικού βίου: εργασία, δικαιώματα, εισόδημα, όλα υπό αίρεση και επαναρύθμιση προς τα κάτω. Δεύτερον, διότι η βία βρίσκεται στον γενετικό πυρήνα του οικονομικού μας πολιτισμού. Η βία είναι στο DNA του βίου μας, ακόμη κι αν δεν έχει τα αιματηρά αποτελέσματα που περιγράφουμε με τη λέξη αυτή, ή τις απεχθείς εκδοχές του κοινού εγκλήματος που μας αφήνει καθημερινά άφωνους με την κτηνώδη ωμότητά του. Ο Ησιόδος μας έχει παραδώσει τον ευρηματικό και εύγλωττο μύθο για το Κράτος, τη Βία, τον Ζήλο και την Νίκη, παιδιά της Στυγός και απαραίτητα συστατικά κάθε εξουσίας. Τα τρία πρόσωπα είναι προφανή στο συμβολισμό τους, λιγότερο προφανής είναι όμως ο ρόλος του Ζήλου. Ζήλος εστίν η δι’ επιθυμίαν μίμησης γενόμενη δοκούντος τινός καλού, μας εξηγεί ο Αμμώνιος ο Γραμματικός για να διακρίνει τον ζήλο από τον φθόνο, αλλά στη συνέχεια κάνει μια βουτιά στη ρίζα του οικονομικού μας σύμπαντος. «Ζήλος εστίν λύπη επ’ αλλοτρίοις αγαθοίς οία και αυτώ τις επιθυμεί περιποιήσαι». Διάνα! Ο Ζήλος, το αδελφάκι της Βίας, δεν είναι άλλο από την ιστορία της ιδιοκτησίας και του πλούτου. Κάθε συσσώρευση πλούτου, κάθε απαλλοτρίωση γης, αέρα, θάλασσας, φυσικών πόρων και αγαθών εμπεριέχει ένα βαθμό βίας, η βία είναι μια άμεση επένδυση στον πλούτο, μας αρέσει –δεν μας αρέσει, εδώ και χιλιετίες. Η διαδοχή των εθνών, των φυλών, των πολιτισμών πάνω στη Γη είναι μια διαρκής βίαιη μετάβαση από την κατάσταση της ακτημοσύνης, σ’ αυτή την κοινοκτημοσύνης κι απ’ αυτή με τη σειρά της στην απαλλοτρίωση κάθε σπιθαμής εδάφους, υπεδάφους, βυθού ή ατμόσφαιρας. Κάθε πράξη ιδιοποίησης ενός τμήματος γης ή μιας αξίας είναι εξ ορισμού μια πράξη αποκλεισμού όλων των άλλων από την απόλαυσή τους, συνηθέστατα βίαιου αποκλεισμού, αλλά δεν είναι ανάγκη να μεσολαβεί πάντα κι ένας πόλεμος ή ένας φόνος. Η βία είναι η ίδια η αποβολή ή ο αποκλεισμός των άλλων από τον πλούτο που απολαμβάνει κάποιος ατομικά. Γι’ αυτό και δεν χρειάζεται ιδιαίτερα επιχειρήματα για να υπερασπίσει κανείς την άποψη για τη βία που εμπεριέχουν τα τραπεζικά και εταιρικά κέρδη- άποψη που προκάλεσε την ιερά αγανάκτηση του Καραμανλή στη βουλή-, η ατομική ιδιοποίηση του κοινωνικού πλούτου είναι εξ ορισμού βίαιη έστω κι αν δεν έχει ανοίξει ρουθούνι. Γι’ άυτό κι οι Λατίνοι έδιναν στον πλούτο μια διάσταση αιματηρή- non olet pecunia sed sanguis, δεν μυρίζει χρήμα αλλά αίμα, έγραφαν, και επιβεβαιώθηκαν από τους ποταμούς αίματος που έρρευσαν για να στερεωθούν και να καταρρεύσουν οι αυτοκρατορίες που διαδέχθηκαν τη δική τους.
Ως εκ τούτου, η «βία» του Σολωμού, όπως κι αν την τονίσεις δεν περιγράφει απλώς το ελληνικό, αλλά όλο το ανθρώπινο έπος, στην ηρωική και στη θλιβερή του διάσταση, στη διαδοχή και συνύπαρξη μεγαλείου και ιδιοτέλειας που συνοδεύει κάθε βίαιο πέταγμα προς την ελευθερία. Όπως θα το ‘λεγε ο Γκάτσος- για να μείνουμε στους ποιητές- «νικημένο μου αστέρι/ δεν αλλάζουν οι καιροί/ με φωτιά και με μαχαίρι/ πάντα ο κόσμος προχωρεί». Είναι μάλλον απίθανο, λοιπόν, να αποστειρώσουμε από «βία» αυτή τη βασανιστική μετάβαση από «το βασίλειο της ανάγκης στο βασίλειο της ελευθερίας» (αυτό δεν είναι το ζητούμενο; Ή έχει αλλάξει κάτι και δεν το έχω πάρει πρέφα;). Ως εκ τούτου, πολλές γενιές ακόμη θα λερώσουν τα χέρια τους. Το ξέρω, είναι σκληρό, όπως ΄λελεγε κι ο Οσακρ Ουάιλντ, «όταν η ελευθερία έρχεται με τα χέρια βουτηγμένα στο αίμα, είναι δύσκολο να κάνει χειραψία μαζί της», αλλά η εναλλακτική λύση τότε είναι η καθαρότητα της δουλείας.

Κυριακή 12 Απριλίου 2009

Λάζαρος

Από: Κίμπι

Αβραάμ εγέννησεν τον Ισαάκ, Ισαάκ δε εγέννησεν τον Ιακώβ, Ιακώβ δεν εγέννησεν τον Ιούδαν και τους αδελφούς αυτού, Ιούδας δε εγέννησεν τον Φαρές και τον Ζαρά εκ της Θάμαρ, Φαρές δε εγέννησεν Εσρώμ, Εσρώμ δε εγέννησεν τον Αράμ, Αράμ δε εγέννησεν τον Αμιναδάβ και εν πάση περιπτώσει όλοι συνέχισαν να γεννοβολάνε ασυστόλως, κανείς άσφαιρος σ’ αυτή τη ρίζα της περιούσιας γενεαλογίας, μέχρι που πέρασαν γενεές σαρανταδύο, ήρθε και ο Μεσσίας, δίδαξε, θαυματούργησε, μαρτύρησε και ανέστη, αλλά εις μάτην, ο περιούσιος λαός τον χαβά του, πιστός στην πίστη της Πίστης, πέρασε από τα σαράντα κύματα της Ερυθράς και της Μεσογείου και των ωκεανών και διασκορπίστηκε στις ηπείρους, έμεινε στον αφρό των αυτοκρατοριών που κατέρρεαν η μία μετά την άλλη, επέπλευσε στα κύματα των επαναστάσεων που άλλαζαν διαρκώς την όψη του κόσμου, μέχρι που ένας Ροτσίλντ, απευθείας απόγονος του Σημ, ανοιχτόχρωμος, ψιλοξανθός, με λεπτά χαρακτηριστικά και γαλανομάτης, και μαζί του πολλοί ομογάλακτοι, δίδαξαν στον κόσμο το ευαγγέλιο της Πίστης αρνούμενοι τον βιβλικό προορισμό της φυλής του – «ποιος περιούσιος λαός; Να πάει να χεστεί το έθνος του Ισραήλ, η μόνη πατρίδα είναι ο τόκος», είπαν. Κι όταν ο τόκος συνάντησε τις ατμομηχανές και τους ατμοκίνητους αργαλειούς, όταν προσφέρθηκε αρωγός των επαναστατημένων αστών, όταν προσέτρεξε τα έθνη-κράτη της Γηραιάς Ηπείρου που αναδύονταν απ’ τα φουγάρα των εργοστασίων και από τις κάνες των κανονιών, όταν διασταυρώθηκε με τα στίφη των δούλων που απελευθερώνονταν για να γίνουν μισθωτοί σκλάβοι, γεννήθηκε η πιο ανθεκτική πίστη που γνώρισε η Γη από εποχής Γενέσεως, η πιο γενναιόδωρη και σκληρή συνάμα μηχανή παραγωγής πλούτου. Και το όνομα αυτής καπιταλισμός, κάτι ανάμεσα σε Πεντάμορφη και Τέρας, μια ώσμωση των δύο που συνδύαζε έκρηξη ευημερίας και πλημμυρίδα αθλιότητας, απογείωση του πλούτου και διάχυση της φτώχειας, αποθέωση της επιθυμίας και δικτατορία της στέρησης. Κανένα σύνορο, κανένα έθνος δεν αντιστάθηκε στην πολιορκία του. Άντεξε τα ραπίσματα τριών πανευρωπαϊκών και δύο παγκόσμιων πολέμων, μετέτρεψε πολέμαρχους σε άπληστους μάνατζερ, έκανε μια χαψιά φιλόδοξες επαναστάσεις, μετάλλαξε επαναστάτες σε αρπακτικά του πλούτου, εκμαύλισε ρομαντικούς ουτοπιστές και συρρίκνωσε τις ουτοπίες τους στην κατοχή μιας πιστωτικής κάρτας, μιας τηλεόρασης υψηλής ευκρίνειας, ενός αυτοκινήτου και ενός ενυπόθηκου διαμερίσματος 105 τετραγωνικών.
Δημιουργικός, χαμαιλεοντικός, αλλά και εκ γενετής ανάπηρος, ο βιβλικός Μολώχ του πλούτου υπέφερε κατά καιρούς από επιληπτικές κρίσεις – κραχ, υφέσεις, πληθωρισμοί, στασιμοπληθωρισμοί, αποπληθωρισμοί, τα δέκα κακά της μοίρας του. Μα κάθε φορά σηκωνόταν πιο δυνατός, κάθε μικρός ή μεγάλος του θάνατος σαν να του ’δινε δεκάδες χρόνια ζωής, ένα θαύμα χωρίς θαυματοποιό, μια ανάσταση χωρίς Μεσσία. Και ήλθε το πλήρωμα του χρόνου -σωτήριον έτος 2008, αλλά πού σωτηρία…- και ο Μολώχ μας έπεσε σε αρρώστια βαριά, σφάδαζε σαν αμνός που τον σφάζουν για το Πάσχα, κι είπαν οι πιστοί του: «Μήπως αυτό είναι το τέλος; Πεθαίνει το καπιταλισμός;». Το είπαν, το ξαναείπαν μέχρι που το πίστεψαν και πανικόβλητοι έψαχναν εξιλαστήρια θύματα – «Τα golden boys! Τα golden boys! Άρον άρον σταύρωσον αυτά!». Και τα σταύρωσαν -περίπου- συνταξιοδοτώντας τα μετά πολλών επαίνων και bonus και με τα υπόλοιπα των stock options. Και οι εχθροί του Μολώχ πανηγύριζαν και κραύγαζαν: «Ψόφα, ψοφολόγα τέρας, να αναπαυτεί ο άνθρωπος απ’ τα πάθη του, την αδηφαγία, την απληστία, την αρπαγή».
Άταφος νεκρός για μήνες ο καπιταλισμός, δεχόταν αντί χοών μοιρολόγια και κατάρες, ένας Λάζαρος στο μεταίχμιο Πάνω και Κάτω Κόσμου, ένας Ελεάζαρ, που σημαίνει εβραϊστί «ο Θεός είναι βοηθός», και πράγματι ο Θεός, αδιάφορος μέχρι τότε για τα πάθη του μάταιου κόσμου, χολωμένος για το αποτυχημένο εγχείρημα σωτηρίας του διά του Υιού του μονογενούς, το σκέφτηκε από δω, το σκέφτηκε από κει κι αποφάσισε να προστρέξει τον Ελεάζαρ του πλούτου – «ας του δώσουμε μία ακόμη ευκαιρία, βρε αδερφέ». Ο Ιησούς εκ δεξιών του Πατρός διαμαρτυρήθηκε εντόνως, αλλά κι αυτή τη φορά δεν πάτησε πόδι. «Γεννηθήτω το θέλημά Σου», είπε ο κιοτής. Κι ο Θεός απέστειλε έναν δεύτερο Μεσσία στη γη, Χουσεΐν το πρώτο όνομα αυτού, που σημαίνει «καλός» και «όμορφος», Μπαράκ το άλλο του όνομα, εκ του εβραϊκού Μπαρούχ που σημαίνει «ευλογημένος», απευθείας απόγονος του Χαμ, σκουρόχρωμος σαν τον προπάτορά του που έκανε και τον Νώε ν’ αναρωτιέται «από πού πήρε αυτό το παιδί τόση μαυρίλα;» και να στραβοκοιτάζει τη γυναίκα του, της οποίας τ’ όνομα παραμένει ς σήμερα μυστήριο βιβλικό – άσχετο.
«Are you sure?» ρωτούσε και ξαναρωτούσε ο μελαψός Μεσσίας Μπαράκ Χουσεΐν τον βιβλικό Θεό του – και της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και του Κορανίου. «Είπα και ελάλησα, κάνε δουλειά σου», απαντούσε ο επουράνιος εντολέας, που δεν δεχόταν και πολλές αντιρρήσεις. Και ο «ευλογημένος» Μπαράκ έκαμε σύναξη φανερή στο Λονδίνο με τους απρόθυμους αποστόλους του, απευθείας απογόνους του Σημ και του Ιάφεθ, που είχαν την ευλογία του Νώε γιατί δεν τόλμησαν να δουν τη γύμνια του, αλλά αυτή δεν έπιανε μία μπροστά στη θεϊκή ευλογία – ποιος να τα βάλει με την ιεραρχία του Ουρανού; Και στη σύναξη του Λονδίνου αποφάσισαν να κάνει ο Μπαράκ, συνεπικουρούμενος από τους αποστόλους, όλα τα αρμόζοντα βουντού και τα μαγικά για ν’ αναστηθεί ο Ελεάζαρ-Λάζαρος-Μολώχ, αν και κανείς ως τώρα δεν είχε υπογράψει μιαν επίσημη ληξιαρχική πράξη θανάτου του.

Και συγκεντρώθηκαν όλοι με επικεφαλής τον ημίμαυρο «ευλογημένο» έξω από το μαυσωλείο όπου ο καπιταλισμός διήγε τον νεκροζώντανο ύπνο του. «Λάζαρε, δεύρο έξω!», φώναξε με φωνή στεντόρεια ο Μπαράκ.
«Δεν με λένε Λάζαρο!», απάντησε αυτός με φωνές χιλίων τσαντισμένων δαιμόνων και χιλίων εξοργισμένων αγγέλων ταυτόχρονα, και δεν σάλευε καν στο σάβανό του.
«Λάζαρε, δεύρο έξω», ξαναείπε ο Μεσσίας που είχε κι ένα πρόβλημα με το ξόρκι. «Μα πώς πρέπει να τον φωνάξουμε;», αναρωτήθηκε φωναχτά απευθυνόμενος στους αποστόλους Γκόρντον, Άνγκελα και Νικολά, αφού κάθε ανάσταση είναι μια νέα γέννηση, άρα και μια αναβάπτιση. «Να τον πούμε μετακαπιταλισμό;», πρότεινε δειλά η απόστολος Άνγκελα, «πολύ κιτς» της απάντησε ο Μεσσίας, «να τον πούμε σοσιαλισμό ή τρίτο δρόμο;», ρώτησε ο Γκόρντον, «σιγά μη σκίσεις κανένα καλσόν», του απάντησε σκαιότατα ο Μεσσίας, «τότε να τον πούμε Σάιλοκ, ένα απλό όνομα είναι…», αντέτεινε ο απόστολος Νικολά, που ήθελε να τιμήσει εμμέσως την απώτατη καταγωγή του, ενώ οι απόστολοι
Χου και Ντμίτρι είπαν πως ο ανιστάμενος νεκρός ταιριάζει γάντι στο μοντέλο κρατικού καπιταλισμού στο οποίο οι ίδιοι είχαν διαπρέψει, με πολλούς θανάτους και καμία ανάσταση στο διάβα του.
Τελικώς, ο Μεσσίας-Μπαράκ τους αγνόησε όλους, «Λάζαρε, δεύρο έξω», επέμεινε και, πριν ο νεκρός προλάβει ν’ απαντήσει με τις φωνές δύο χιλιάδων δαιμόνων και αγγέλων, του φώναξε στο καπάκι: «Λάζαρε, έλα έξω και 5 τρισεκατομμύρια ζεστά, λαχταριστά δολαριάκια σε περιμένουν». Σαν το νευρόσπαστο πετάχτηκε από την κρύπτη του ο νεκροζώντανος, άτσαλες κι αδέξιες οι κινήσεις του, σαν μωρού στα πρώτα βήματα ή του Τέρατος του Φρανκεστάιν, μόλις ο κεραυνός του έδωσε πνοή. Οι φλέβες του πλημμύρισαν με χρήμα, στη ματιά του ξανασπίθισε η απληστία, η αλαζονεία ζωγραφίστηκε πάλι στο χαμόγελό του, η ηδονή του κέρδους γαργάλισε το μαλακό του υπογάστριο, ο εγκέφαλός του πλημμύρισε από εικόνες νέων αγαθών που θα κατέκλυζαν ακόμη και τον απάτητο Αμαζόνιο, η γλώσσα του άρχισε να προφέρει αριθμούς και ποσοστά, οι κυψελίδες των πνευμόνων του και δισεκατομμύρια πόροι του δέρματός του ρουφούσαν κάθε μόριο τόκου, υπεραξίας και γαιοπροσόδου, στη θέση της καρδιάς του άρχισε να πάλλεται ζωηρά το κράτος – πάντα είχε το κράτος στην καρδιά του, πολύ ή λίγο δεν έχει σημασία, ήταν και θα παραμείνει ο βηματοδότης του. «Θαύμα, θαύμα!», χειροκρότησε η ομήγυρη των αποστόλων, ένα στεναγμό κόπωσης και ανακούφισης έβγαλε ο Μεσσίας Μπαράκ, έναν κεραυνό απ’ το πουθενά στον απολύτως ανέφελο ουρανό έστειλε ο Ύψιστος, ως σημείο ικανοποίησης για το χάπι έντ. Και ο αναστάς νεκρός (αν ήταν ποτέ) έβγαζε βρυχηθμούς χαράς και μοχθηρίας, πιο θηριώδης από ποτέ, σαν τον χάλκινο Τάλω της μυθολογίας. Και τελικώς, κι από όνομα μια χαρά βολεύτηκε με το «Λάζαρος».

Δύο προτάσεις αξίας 35 δισ.

Από: Felnikos

Η Ελλάδα είναι μια αστεία χώρα. Τους τελευταίους μήνες η κυβέρνηση εξαγγέλλει μέτρα, παγώνει μισθούς και συντάξεις, βάζει φόρους με στόχο την αύξηση των εσόδων και τη μείωση των δαπανών προκειμένου να συμμαζευτούν τα δημόσια οικονομικά.
Τι ελπίζει να εισπράξει; Περίπου 600 εκατ. ευρώ, άντε να φτάσει το 1 δισ. ευρώ αν όλα πάνε καλά και επιτευχθεί και η κατά 10% μείωση των ελαστικών δαπανών. Να μαζέψει κι άλλο 1 δισ. ευρώ από νομιμοποιήσεις αυθαίρετων ημιυπαίθριων χώρων, πωλήσεις ποσοστών ΔΕΚΟ που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο, ποσοστό καζίνο Πάρνηθας, Ολυμπιακή ή οτιδήποτε άλλο ήθελε σκεφθεί το οικονομικό επιτελείο;
Ένα και ένα μάς κάνουν δύο (2) δισ. ευρώ. Θέλετε περισσότερα; Ας είναι τρία, άντε και τέσσερα. Κι όμως, υπάρχουν τρόποι με τους οποίους το Δημόσιο θα μπορούσε να εισπράξει πολλαπλάσια, χωρίς μάλιστα να υπάρξει κοινωνική αναστάτωση. Για να γίνει όμως αυτό, θα πρέπει η κυβέρνηση να αποφασίσει ότι θα συγκρουστεί προκειμένου να αναιρεθεί η πεποίθηση του «εύκολου κράτους», την οποία έχουν οι μεγάλες πολυεθνικές για τη χώρα μας.
Εάν το πράξει μπορεί να αυξηθούν τα δημόσια έσοδα ακόμη και πέντε φορές απ’ ό,τι ελπίζει με όλα αυτά τα (ημί)μετρα να εισπράξει η κυβέρνηση. Εκ παραλλήλου θα αποτινάξει και τη ρετσινιά της ατολμίας και του ραγιαδισμού που αποδίδεται στην ιθύνουσα αστική πολιτική τάξη.
Είναι γεγονός ότι στη δύσκολη οικονομικά εποχή που ζούμε απαιτείται η λήψη δυναμικών μέτρων δημοσιονομικού χαρακτήρα, τα οποία θα έχουν στόχο τη συνεχή ενδυνάμωση της αγοράς και τη μόνιμη ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων ως αποτέλεσμα διαρθρωτικών αλλαγών, σε αντίθεση με μέτρα βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα, των οποίων το μοναδικό αποτέλεσμα είναι η παροδική τόνωση της αγοράς, δημιουργώντας συγχρόνως την ψευδαίσθηση ότι έχει επέλθει η εκτόνωση της οικονομικής κρίσης, ενώ η καθημερινή πραγματικότητα παραμένει τελείως διαφορετική.
Ένα τέτοιο μέτρο, το οποίο θα επιφέρει διαρθρωτικές αλλαγές στη λειτουργία της αγοράς γιατί θα οδηγήσει αναγκαστικά στη βελτίωση των τιμών προς τον τελικό καταναλωτή, αποτελεί και η πρόσφατη εισαγωγή κανόνων τεκμηρίωσης στις ενδοομιλικές συναλλαγές -το γνωστό transfer pricing- από το υπουργείο Ανάπτυξης, αφού η τιμολογιακή πολιτική που ακολουθεί ένας πολυεθνικός όμιλος επιχειρήσεων στις ενδοομιλικές συναλλαγές του έχει άμεση επίδραση στην κατανομή των κερδών στις διάφορες εταιρείες του ομίλου και μπορεί να αυξήσει με τεχνικό τρόπο την τιμή πώλησης των προϊόντων στον τελικό καταναλωτή, μειώνοντας έτσι την αγοραστική δύναμη του τελευταίου.
Ωστόσο, μολονότι η εισαγωγή κανόνων τεκμηρίωσης αποτελεί βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, το γεγονός ότι προέρχεται από το υπουργείο Ανάπτυξης -και όχι από το υπουργείο Οικονομικών, όπως συμβαίνει σε κάθε άλλο κράτος του κόσμου- περιορίζει σημαντικά την αποτελεσματικότητά του για τους παρακάτω λόγους:
Η πρωτοβουλία του υπουργείου Ανάπτυξης, οπωσδήποτε αξιέπαινη και θεμιτή, στοχεύει κυρίως στην καταπολέμηση της τεχνικής αύξησης των τιμών στα ράφια των σούπερ μάρκετ, έτσι ώστε να καταπολεμηθεί η ακρίβεια που βιώνει καθημερινά ο πολίτης. Αυτός όμως δεν είναι ούτε ο μοναδικός ούτε ο κύριος στόχος του transfer pricing.
Ο βασικός του στόχος είναι να εξασφαλίσει ότι οι ενδοομιλικές τιμολογήσεις γίνονται μέσα στα πλαίσια που καθορίζουν οι συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού, έτσι ώστε να μην παρατηρείται το φαινόμενο της μεταφοράς φορολογικής ύλης από τη χώρα στην οποία αυτή δημιουργείται σε άλλες χώρες όπου θα τύχει διαφορετικής αντιμετώπισης προς όφελος των πολυεθνικών εταιρειών.
Γι’ αυτόν τον λόγο σε όλα τα κράτη όπου υπάρχει νομοθεσία transfer pricing, αυτή έχει εισαχθεί από το αντίστοιχο υπουργείο Οικονομικών, αρμόδιες για τον έλεγχο και την ορθή τήρηση των κανόνων του είναι οι φορολογικές Αρχές, ενώ και η παράβαση των σχετικών κανόνων συνεπάγεται την επιβολή σοβαρών φορολογικών κυρώσεων.
Είναι απαραίτητο, λοιπόν, να γίνει και στην Ελλάδα η άμεση σύνδεση της νομοθεσίας του transfer pricing με τη φορολογική νομοθεσία, η οποία στο σημείο αυτό παραμένει ανεπαρκής, αφού έχει ξεπεραστεί πλέον από τις εξελίξεις.
Πράγματι, η σχετική διάταξη της φορολογίας εισοδήματος σχετικά με τις υπερτιμολογήσεις και υποτιμολογήσεις αδυνατεί να αντιμετωπίσει περιπτώσεις όπου οι ελληνικές πολυεθνικές εταιρείες είναι αυτές που χρησιμοποιούν αθέμιτες πρακτικές transfer pricing είτε υπερτιμολογώντας την αγορά αγαθών και τη λήψη υπηρεσιών από το εξωτερικό είτε υποτιμολογώντας την πώληση αγαθών και την παροχή υπηρεσιών, χρησιμοποιώντας παρένθετες ξένες εταιρείες, μεταφέροντας με αυτόν τον τρόπο σημαντική φορολογική ύλη εκτός Ελλάδας.
Το νομικό αυτό κενό όμως έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια σημαντικών φορολογικών εσόδων κάθε χρόνο για το ελληνικό Δημόσιο, το οποίο επιχειρεί να αντισταθμίσει την απώλεια με σπασμωδικές κινήσεις, όπως είναι η επιβολή νέων φόρων, σαν τον πρόσφατο κεφαλικό φόρο, που επιβαρύνουν κυρίως τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους, παρ’ όλο που ήδη σηκώνουν το μεγαλύτερο φορολογικό βάρος.
Σύμφωνα με μελέτη η οποία έγινε από τον «ΚτΕ» σε συνεργασία με μία από τις πλέον έγκυρες και μεγάλες εταιρείες που ειδικεύονται σ’ αυτά τα θέματα, το Δημόσιο θα μπορούσε να εισπράξει τουλάχιστον 15 δισ. ευρώ. Ναι, όπως το διαβάζετε. Όχι 1, 2, 3 ή 4 δισ., αλλά 15 δισ. ευρώ!
Ένα άλλο δραστικό αλλά εξίσου αναγκαίο νομοθετικό μέτρο -το οποίο σε πολλά κράτη θεωρείται συμπληρωματικό της νομοθεσίας του transfer pricing, αφού εφαρμόζεται κυρίως στο πλαίσιο ενός πολυεθνικού ομίλου, και το οποίο θα τονώσει σημαντικά τη ρευστότητα των επιχειρήσεων, αφού θα εμποδίζει την απογύμνωση των χρηματικών διαθεσίμων μιας εταιρείας με τη μορφή της αποπληρωμής δανειακών υποχρεώσεων, οι οποίες τις περισσότερες φορές έχουν δημιουργηθεί ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο- είναι η εισαγωγή κανόνων που απαγορεύουν τον εκτεταμένο ενδοομιλικό δανεισμό μιας εταιρείας σε σχέση με τα ίδια κεφάλαιά της (thin capitalization).
Με βάση τους κανόνες αυτούς, η σχέση των ιδίων κεφαλαίων μιας εταιρείας συγκρινόμενων με τα ξένα κεφάλαια (δηλ. τον εξωτερικό δανεισμό της) δεν πρέπει να υπερβαίνει μια συγκεκριμένη αναλογία, π.χ. 1 προς 3.
Εάν δηλαδή μια εταιρεία έχει ίδια κεφάλαια 100, ο εξωτερικός της δανεισμός δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερος του 300. Ως εξωτερικός δανεισμός θεωρείται ο ενδοομιλικός δανεισμός ή ο δανεισμός τον οποίο εγγυώνται οι εταιρείες του ομίλου, και όχι βέβαια ο δανεισμός που προέρχεται από ανεξάρτητους πιστωτικούς ή χρηματοοικονομικούς οργανισμούς.
Στα προηγμένα κράτη της Δύσης και στα περισσότερα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης η συγκεκριμένη νομοθεσία υπάρχει εδώ και πολλά χρόνια, ενώ σε άλλα κράτη όπως η Μεγάλη Βρετανία το σχετικό φαινόμενο ρυθμίζεται στο πλαίσιο της transfer pricing νομοθεσίας.
Η σχέση ιδίων και ξένων κεφαλαίων, ανάλογα με το πόσο αυστηρό είναι το σχετικό νομικό πλαίσιο, κυμαίνεται από 1 προς 1,5 μέχρι 1 προς 4. Για παράδειγμα, στη Γαλλία είναι 1 προς 1,5, στην Πορτογαλία 1 προς 2, σε Ισπανία, Πολωνία, Ολλανδία και Ουγγαρία 1 προς 3, ενώ στις Ιταλία, Τσεχία, Σλοβενία και Δανία 1 προς 4. Τι ισχύει στη χώρα μας; Η αναλογία είναι 1 προς 1.000 ή και πολύ περισσότερο.
Σε περίπτωση δε όπου η σχέση αυτή υπερβεί την αναλογία που προβλέπει ο νόμος, τότε οι υπερβάλλοντες τόκοι που έχουν καταβληθεί σε παράβαση του νόμου δεν εκπίπτουν από τα φορολογικά έσοδα των εταιρειών, ενώ μπορεί να επιβάλλονται και άλλες φορολογικές κυρώσεις.
Στην Ελλάδα, επειδή δεν υπάρχει ανάλογο νομοθετικό πλαίσιο, παρατηρείται πολύ συχνά το φαινόμενο ελληνικές εταιρείες θυγατρικές πολυεθνικών ομίλων να έχουν ελάχιστα ίδια κεφάλαια και τεράστιο δανεισμό, κυρίως από άλλες εταιρείες του ομίλου που έχουν την έδρα τους σε διεθνή χρηματοοικονομικά κέντρα με χαμηλό φορολογικό συντελεστή.
Η ανυπαρξία του κατάλληλου νομικού πλαισίου έχει ως αποτέλεσμα τη φορολογική έκπτωση των τόκων των ενδοομιλικών δανειακών υποχρεώσεων, με συνέπεια τη μείωση της ρευστότητάς τους, η οποία θα μπορούσε να διοχετευθεί σε άλλους διαύλους περισσότερο επωφελείς για την ελληνική οικονομία. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά ότι η σχετική νομοθεσία των ΗΠΑ απαγορεύει την πληρωμή τόκων σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50% των χρηματικών διαθεσίμων της εταιρείας.
Εάν όμως υπήρχε και στη χώρα μας αντίστοιχο νομικό πλαίσιο, τότε ο δανεισμός από τις εταιρείες του ομίλου θα μειωνόταν εκ των πραγμάτων, η φορολογική βάση των ελληνικών εταιρειών θα μεγάλωνε σημαντικά, αφού πλέον οι εταιρείες θα εξέπιπταν λιγότερους τόκους, ενώ και η ρευστότητά τους ασφαλώς θα βελτιωνόταν με γρήγορους ρυθμούς, αφού δεν θα ήταν αναγκασμένες να στερούνται τα χρηματικά τους διαθέσιμα.
Σε περίπτωση δε που το μέτρο αυτό συνδυαστεί και με την κατάργηση του φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίων, ο οποίος ανέρχεται σε 1% του μετοχικού κεφαλαίου, σύμφωνα και με όσα ευαγγελίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση για το έτος 2010 και μετά, τότε οι ελληνικές εταιρείες θα έχουν ένα επιπλέον κίνητρο για να βελτιώσουν την καθαρή τους θέση, αφού η εισροή ιδίων κεφαλαίων θα γίνει δίχως φορολογικό κόστος.
Εάν λοιπόν η ιθύνουσα αστική πολιτική τάξη δεν ετύρβαζε περί άλλα και ήθελε όντως να καταστήσει τη χώρα σοβαρό δυτικοευρωπαϊκό κράτος, θα έκανε το αυτονόητο. Θα νομοθετούσε να ισχύσει και σ’ εμάς ό,τι ισχύει παντού. Ούτε επαναστάσεις, ούτε ζοριλίκια και πομφόλυγες.
Είναι διεθνής πρακτική, αλλά και κοινοτική σύσταση προς τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γιατί η Ελλάδα να αποτελεί εξαίρεση; Γιατί να χάνει κεφάλαια; Γιατί να μην εισπράττει έσοδα; Δεν θα ήθελα να πιστέψω ότι μια τέτοια ρύθμιση, όπως και η προηγούμενη του transfer pricing, μπορεί να αποτελεί αντικείμενο «άλλων» διαπραγματεύσεων.
Ποιο το όφελος από το δεύτερο μέτρο; Οι εταιρείες πιθανότατα θα αναγκάζονταν να προχωρήσουν σε αυξήσεις κεφαλαίων τουλάχιστον 20 δισ. ευρώ. Αυτό τουλάχιστον είναι το συμπέρασμα της μελέτης που προαναφέραμε. Η εισαγωγή ενός τέτοιου ποσού, ειδικά αυτή την περίοδο, στην ελληνική οικονομία νομίζω ότι δεν θα ήταν καθόλου αξιοκαταφρόνητη.
Εφόσον η παρούσα κυβέρνηση δεν εμφανίζεται διατεθειμένη να πράξει τα αυτονόητα, να επιβάλει δηλαδή να ισχύει και στη χώρα μας ό,τι ισχύει και στα άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε., αλλά και διεθνώς, ελπίζω τις δύο προτάσεις να τις υιοθετήσει και να τις κάνει πράξη η επόμενη.
Οι δύο προτάσεις ούτε επαναστατικές, ούτε ριζοσπαστικές ή καινοτόμες είναι. Είναι στοιχειώδης απόδειξη ότι η χώρα που λέγεται Ελλάς συμβαδίζει, τουλάχιστον νομοθετικά, με τους εταίρους της.
Εάν αυτή η νομοθετική εξίσωση είναι και επωφελής, που είναι, για τα δημόσια έσοδα, δεν βλέπω τον λόγο γιατί να μη γίνει. Εάν υπάρχει αντίλογος, ευχαρίστως να τον ακούσουμε...

Μετοχή και ιδιωτεία

του Χρήστου Γιανναρά

Οταν μιλάμε για ελληνική παράδοση –τότε που λειτουργούσε– δεν εννοούμε μια συλλογική ιδεοληψία, κυρίαρχη ιδεολογία παρατεινόμενη σε διάρκεια αιώνων. Θα τολμούσα την αποφθεγματική, αλλά όχι αυθαίρετη διατύπωση ότι «παράδοση» για τους Ελληνες ήταν η πείρα που παραδινόταν από γενιά σε γενιά. Και είχε κριτικό χαρακτήρα αυτή η μεταβίβαση πείρας: κάθε γενιά ξεσκαρτάριζε ό, τι περιττό και ανώφελο από τα όσα παραλάμβανε και πρόσθετε τις δικές της εμπειρικές εκτιμήσεις για το αναγκαίο και για την ποιότητα.
Στην ελληνική, λοιπόν, παράδοση ήταν πραγματικά αδιανόητος ο ατομικός, ιδιωτικός χαρακτήρας της μεταφυσικής αναζήτησης. Αυτό συνάγεται καταφανέστατα από τις γραπτές απομνημειώσεις, τις καλλιτεχνικές εκφάνσεις, τις εθιμικές πρακτικές της παράδοσης. Δυσκολευόμαστε σήμερα να το αντιληφθούμε, γιατί οι δικοί μας εθισμοί, μαζί με τις εντολές «πολιτικής ορθότητας» που μας επιβάλλει η νατοϊκή Νέα Τάξη πραγμάτων, απωθούν τη μεταφυσική αναζήτηση στο πεδίο του αποκλειστικά ιδιωτικού, της στεγανά ατομικής επιλογής. Η μεταφυσική σήμερα είναι εξ ορισμού ιδεολόγημα και ψυχολογική μόνο καταφυγή, επομένως ατομική καθαρά υπόθεση. Η κρατική νομοθεσία αναγνωρίζει την ανάγκη των ατόμων να ικανοποιούν τα θρησκευτικά τους ορμέμφυτα, γι’ αυτό και προστατεύει ως «δικαίωμα» την οποιαδήποτε (αδιαφοροποίητα) θρησκευτική ιδεοληψία.
Με άλλα λόγια, η σημερινή νομοθεσία και νοοτροπία αποκλείουν καισαρικά τον τρόπο οργάνωσης του κοινού βίου με τον οποίο σημάδεψε κάποτε την πανανθρώπινη ιστορία η ελληνική παράδοση: Αποκλείουν την ελληνική «πόλιν», το «κοινόν άθλημα» του «πολιτικού βίου», τη δημοκρατία ως μετοχή όλων των πολιτών στην πραγμάτωση του «αληθούς».
Στον γεωγραφικό χώρο που ορίζουν οι ακτές του Αιγαίου και το ενδιάμεσο αρχιπέλαγος, γεννήθηκε, για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, η κριτική σκέψη.
Δηλαδή η ανάγκη να επαληθεύεται η γνώση, να διακρίνεται το σωστό από το λάθος, η πραγματικότητα από την ψευδαίσθηση, την πλάνη, το ψεύδος. Και «κριτήριον αληθείας» για τους Ελληνες ήταν πάντοτε το «κοινωνείν»: η εμπειρική συμμαρτυρία, ο γλωσσικός συντονισμός της εμπειρίας – «όταν πάντες ομοδοξούσι και έκαστος επιμαρτυρεί».
Με την «πόλιν» και το «πολιτικόν άθλημα» έκαναν οι Ελληνες το άλμα μετάβασης από την «κοινωνίαν της χρείας» στην «κοινωνίαν του αληθούς»: Η συλλογική συνύπαρξη να μην αποβλέπει πια μόνο ή πρωτευόντως στη χρεία – στον καταμερισμό της εργασίας για την πληρέστερη κάλυψη των βιοτικών αναγκών. Να αποβλέπει κυρίως στην επιδίωξη μίμησης του «όντως υπαρκτού»: του αθάνατου «τρόπου» της λογικής κοσμιότητας και αρμονίας των υπαρκτών. Και αυτή την επιδίωξη την έκαναν οι Ελληνες «γλώσσα», δηλαδή πράξη αποκαλυπτική του στόχου: Γλώσσα θεσμών της «πόλεως», γλώσσα της τραγωδίας, του αγάλματος, της αρχιτεκτονικής – του Παρθενώνα.
Η μεταφυσική αναζήτηση για τον Ελληνα ήταν μετοχή, εμπειρία συνάθλησης, κοινωνία λογικών ψηλαφήσεων – όχι ατομική επιλογή και ιδιωτικές «πεποιθήσεις». Στην «εκκλησία του δήμου» συνάζονταν οι πολίτες για να συγκροτήσουν και φανερώσουν την «πόλιν» ως «κόσμον» – κόσμημα «κατά λόγον» τάξεως, αρμονίας και κάλλους. Και στην «εκκλησία των πιστών» συνάζονταν στη συνέχεια οι χριστιανοί Ελληνες για να συγκροτήσουν και φανερώσουν την καινούργια τώρα «πόλιν» της αγαπητικής κοινωνίας της ζωής, τον τρόπο του «όντως υπαρκτού» που τώρα τον ψηλαφούσαν στην υπαρκτική ελευθερία της Τριαδικής Αγάπης.
Με άλλα λόγια, το ζητούμενο της μεταφυσικής αναζήτησης, τόσο για τον αρχαίο όσο και για τον εκχριστιανισμένο Ελληνισμό, δεν ήταν μια υπερβατική πληροφορία, αλλά ένας «τρόπος υπάρξεως»: η εμπειρία, η βίωση του «τρόπου» χάριζε τη γνώση της αλήθειας. Και ο «τρόπος» ήταν πάντοτε κοινωνικός, τρόπος κοινωνίας, μετοχής – κοινωνούμενης εμπειρίας, μετοχικής γνώσης. «Κατά μετοχήν του κοινού λόγου και θείου γινόμεθα λογικοί», έλεγε ο Ηράκλειτος. Ο δεδομένος τρόπος της λογικής κοσμιότητας του κόσμου ήταν για τον αρχαίο Ελληνα η οδός για την εμπειρική ψηλάφηση της αλήθειας. Και η ελευθερία του τρόπου της ερωτικής αυθυπέρβασης, η αγάπη όχι ως ατομική αρετή, αλλά ως κατόρθωμα ελευθερίας από τον ατομοκεντρισμό της φύσης και της ανάγκης –κατόρθωμα κοινωνίας της ζωής και της ύπαρξης– είναι για τον χριστιανό Ελληνα η οδός εμπειρίας του αληθούς.
Αν είχαν αρκεστεί και οι Ελληνες στην κατασφάλιση των ορμέμφυτων ατομοκεντρικών αναγκαιοτήτων, αν είχαν εκλάβει τη μεταφυσική αναζήτηση σαν ιδιωτική επιλογή και ατομική αρέσκεια, η ανθρωπότητα δεν θα είχε γνωρίσει την πολιτική και τη δημοκρατία: το κοινόν άθλημα να αληθεύει ο βίος. Δεν θα είχε γνωρίσει η ανθρώπινη ιστορία τον Παρθενώνα και την Αγια-Σοφιά, το αρχαιοελληνικό άγαλμα και την εκκλησιαστική Εικόνα, την τραγωδία και την ορθόδοξη λειτουργική δραματουργία.
Ομως, η ελληνική παράδοση ήταν έκπληξη και η έκπληξη δεν αντέχεται: Η μεσαιωνική (βαρβαρική τότε) Δύση φρόντισε να τη φέρει στα μέτρα του ορμέμφυτου ατομοκεντρισμού, να την παραχαράξει στα καίρια. Και ο Ελληνισμός, περιθωριοποιημένος ιστορικά, υποτάχθηκε μιμητικά στην παραχάραξη, έπαψε να υπάρχει ως πρόταση ή έκπληξη πολιτισμού. Οι άνθρωποι σήμερα λέμε «μεταφυσική» και εννοούμε ατομικές πεποιθήσεις, ιδεολογήματα και ψυχολογήματα. Λέμε «πίστη» και εννοούμε ιδιοκτησία απόψεων, όχι αγώνισμα εμπιστοσύνης. Λέμε «πολιτική» την εμπορευματοποιημένη μαφιόζικη εξουσιολαγνεία, λέμε «δημοκρατία» τα ολιγαρχικά προϊόντα μαγειρέματος των εκλογικών νόμων και «επικοινωνιακής» διαβουκόλησης ανέγνωμων ψηφοφόρων.
Ο Ελληνισμός έχει ιστορικά τελειώσει, η διαιώνιση του ελληνικού ονόματος από το ελλαδικό κρατίδιο είναι μόνο ντροπή: συσκότιση και διασυρμός μιας πρότασης πολιτισμού με πανανθρώπινη εμβέλεια. Σώζεται, ωστόσο, αλλοτριωμένη η πρόταση προκλητικά περιφρονημένη, αλλά ως ενεργός λαϊκή πράξη, στη δραματουργία και στην ποίηση του λατρευτικού εκκλησιαστικού γεγονότος. Και κορύφωμα των εόρτιων κύκλων αυτού του γεγονότος είναι η Μεγάλη Εβδομάδα – από σήμερα ώς και την επόμενη Κυριακή.
Αν κάποιος θέλει να ψηλαφήσει εμπειρικά τη μεταφυσική αναζήτηση ως άθλημα κοινωνίας και όχι ως ιδιωτική αρέσκεια, μπορεί να αξιοποιήσει το λείμμα: Ας ξεχωρίσει μιαν εκκλησιά, όσο γίνεται λιγότερο «εκσυγχρονισμένη». Και να χώνεται εκεί, σε μια γωνιά, εφτά μέρες, πρωί - βράδυ.
Ισως του χαριστεί η εμπειρία και γεύση της μετοχής.

Τετάρτη 8 Απριλίου 2009

Πάνε να μας επιβάλουν ένα μοντέλο που δε θέλουμε

του Φρανσουά Μπαϊρού

Αυτός, λαϊκιστής; Ο Φρανσουά Μπαϊρού (François Bayrou, FB) δηλώνει «αδιάφορος» για αυτού του είδους τις κατηγορίες, που ανθούν στην κυβερνώσα «ένωση για ένα λαϊκό κίνημα» (UMP). Με το βλέμμα καρφωμένο στις προεδρικές εκλογές του 2012, ο πρόεδρος του «δημοκρατικού κινήματος» (MODEM) διεκδικεί από το «σοσιαλιστικό κόμμα» (PS) το ρόλο του πιο δριμύ επικριτή του Νικολά Σαρκοζί (Nicolas Sarkozy).
Ανακοινώνεται πως στα τέλη του Απριλίου θα δημοσιευτεί από τις εκδόσεις «πλον» ένα βιβλίο-βόμβα, που θα αποτελέσει το εναρκτήριο λάκτισμα της προεκλογικής του εκστρατείας για τις ευρωεκλογές. Μέχρι τότε χαμογελά ευχαριστημένος για μία δημοσκόπηση που δημοσιεύτηκε στη δωρεάν εφημερίδα «μετρό», στην οποία απάντησαν 7,00 αναγνώστες της εφημερίδας: σύμφωνα με τα αποτελέσματα, το 48% τον θεωρούν ως τον καταλληλότερο πρωθυπουργό της ιδεώδους κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της κρίσης, έναντι 36% για τον Ντομινίκ Στρος-Καν (Dominique Strauss-Kahn) και 16% για τον Αλάν Ζιπέ (Alain Juppé) (16 %).

Λε Μοντ (LM): Πώς αξιολογείτε τη σύνοδο του G20;
FB: Οι προθέσεις βρίσκονται αδιαμφισβήτητα προς τη σωστή κατεύθυνση. Θα πρέπει τώρα να ακολουθήσουν τα έργα. Σε ό,τι αφορά τους φορολογικούς παραδείσους έγινε ένα βήμα, που το θεωρώ σημαντικό. Σε ό,τι αφορά τη ρύθμιση των αγορών, υπήρξε αποδοχή ορισμένων αρχών, αλλά προς το παρόν πρόκειται για ευχολόγια. Σε ό,τι αφορά την ανάκαμψη, αριθμοί του τύπου 5,000 δις έχουν κυρίως διαφημιστική αξία: μακάρι να γίνουν πράξη, αλλά πολύ αμφιβάλω. Υπήρξε και μία λυπηρή απουσία: η μη συζήτηση για την παγκόσμια νομισματική ισορροπία, που σήμερα εξαρτάται υπερβολικά από το δολάριο.

LM: Οι αποφάσεις της συνόδου αρκούν για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη;
FB: Δεν το νομίζω. Πάνε ήδη αρκετοί μήνες που ζητάω ασταμάτητα την εκπόνηση ενός συγκεκριμένου πανευρωπαϊκού σχεδίου ανάκαμψης, στο οποίο να συμπεριλαμβάνεται ένα μεγάλο ευρωπαϊκό δάνειο, με σκοπό να χρηματοδοτηθούν μεγάλες επενδύσεις, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά που αντιμετωπίζουν τις σοβαρότερες δυσκολίες.
Μου φαίνεται πως το μείγμα της απότομης αύξησης της ανεργίας, των καθημερινών αποκαλύψεων για τα εξωφρενικά προνόμια ορισμένων επικεφαλής μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων και της συγκέντρωσης των εξουσιών στα ίδια πάντα χέρια, είναι μάλλον εκρηκτικό.

LM: Σας ανησυχεί το κοινωνικό κλίμα;
FB: Από τη στιγμή που εξελέγη, ο Νικολά Σαρκοζί εφαρμόζει μία πολιτική αύξησης των ανισοτήτων. Δεν είναι τυχαίο, πρόκειται για πολιτική επιλογή: θέλει να συγκεντρώσει όσο το δυνατό περισσότερο προνόμια στους ισχυρούς και να πολλαπλασιάσει τα βάρη για τη μεσαία τάξη. Σε αντίθεση με όσα είχε διακηρύξει, επέβαλε νέους φόρους, αύξησε τις κρατήσεις, το κόστος της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, τη συνεισφορά στο «εισόδημα ενεργούς αλληλεγγύης» (RSA)...Όλα αυτά βάρυναν τις μεσαίες τάξεις, όχι τους πλούσιους.

LM: Στις 29 Μαρτίου, κατά τη διάρκεια τις πρώτης ευρωπαϊκής συνδιάσκεψης του κόμματός σας, διακηρύξατε πως «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός». Λοιπόν, η σύνοδος του G20 έθεσε τα θεμέλια για έναν αλλιώτικο κόσμο;
FB: Το G20 έκανε ένα θετικό πρώτο βήμα, πράγμα που δεν είναι αμελητέο. Από το σημείο αυτό όμως, μέχρι το να λέμε πως το G20 έθεσε τα θεμέλια ενός νέου κόσμου... Ο Νικολά Σαρκοζί χρησιμοποιεί μια έκφραση, που τη θεωρώ ατυχή: μιλάει για «ηθικό καπιταλισμό». Αλλά ο καπιταλισμός είναι εκ φύσεως ανήθικος· εξ ορισμού σκοπός του είναι η κερδοφορία, να κάνει λεφτά. Εφόσον το κατανοήσουμε αυτό, μπορούμε να του επιβάλουμε κανόνες λειτουργίας, διαφάνειας, σταθερότητας.
Ο καπιταλισμός όμως δεν μπορεί να αποτελεί κοινωνικό πρόταγμα. Ένας ηγέτης του γαλλικού κράτους δεν είναι δυνατό να θεωρεί πολιτικό του ιδεώδες τον καπιταλισμό. Αν, όπως το προτείνω, υιοθετήσουμε ένα ανθρωπιστικό κοινωνικό πρόταγμα, αυτό θα πρέπει να επιβληθεί επί του καπιταλισμού, ενάντια στον καπιταλισμό αν είναι απαραίτητο. Ο καπιταλισμός παράγει ανισότητες εκ φύσεως, ο ανθρωπισμός τείνει προς την ισότητα.

LM: Στην UMP λένε πως μιμείστε τον Ολιβιέ Μπεζανσενό (Olivier Besancenot).
FB: Μπα; Μέχρι πριν λίγες μέρες με αποκαλούσαν «Λε Πεν (Le Pen) λάιτ». Ας αποφασίσουν επιτέλους!

LM: Δεν αποδέχεστε πάντως πως σας χαρακτηρίζει μία κάποια δόση ριζοσπαστικότητας, ίσως και λαϊκισμού;
FB: Αδιαφορώ για αυτού του είδους τους χαρακτηρισμούς... Ένα πράγμα μετράει: αυτό το μοντέλο κοινωνίας που έχουμε πάει προς τη σωστή ή τη λάθος κατεύθυνση; Εγώ απαντάω πως πάμε στραβά. Από εκεί και πέρα, θα κάνω ό,τι είναι απαραίτητο να κατανοήσουν οι Γάλλοι τι πάνε να τους επιβάλουν, και να επιλέξουν ένα διαφορετικό δρόμο.

LM: Θεωρείτε πως ο Νικολά Σαρκοζί έρχεται σε ρήξη με τις γαλλικές παραδόσεις;
FB: Με τη μια ή την άλλη μορφή, από τη στιγμή που ήρθε στην εξουσία έπληξε όλα όσα συνιστούν την πρωτοτυπία και την οικουμενικότητα του γαλλικού προτάγματος, που είναι δημοκρατικό, ουδετερόθρησκο και κοινωνικό.
Από τις φοροαπαλλαγές έως τα πλήγματα κατά της διάκρισης των εξουσιών και την επανένταξη στο ΝΑΤΟ, όλες οι κινήσεις του οδηγούν τη Γαλλία σε ένα μοντέλο που της είναι ξένο και θα υπονομεύσει την πατρίδα μας.

LM: Εναντιώνεστε στην επανένταξη της Γαλλίας στη συλλογική στρατιωτική διοίκηση του ΝΑΤΟ;
FB: Μέχρι τώρα, η Γαλλία ξεχώριζε στον κόσμο: ήταν μεν κράτος-μέλος της συμμαχίας, αλλά όχι υπό αμερικανική διοίκηση. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό: ήμαστε φίλοι, αλλά όχι υπήκοοι, αλληλέγγυοι, αλλά όχι επιστρατευμένοι. Αυτό μας επέτρεψε, π.χ. να διαφωνήσουμε με τον πόλεμο στο Ιράκ. Για ένα μεγάλο μέρος του κόσμου, που μας αγαπάει, αυτή η θέση μας αποτελούσε στοιχείο της γαλλικής ταυτότητας. Τώρα το απαρνιόμαστε αυτό και για μένα τούτο μοιάζει με ακρωτηριασμό. Εξ άλλου, ποιος ακριβώς μας ζήτησε αυτήν τη στροφή; Κανείς! Και πού μας οδηγεί; Σε μία ευρωαμερικανική οντότητα, αντίπαλη στον υπόλοιπο κόσμο. Αυτό ούτε ενδιαφέρον μου φαίνεται, ούτε είναι προς το συμφέρον μας.

LM: Θεωρείτε πως μεταξύ σας και του Ντομινίκ Ντε Βιλπέν (Dominique de Villepin) υπάρχουν αρκετά κοινά σημεία ώστε να προχωρήσετε σε σοβαρότερο πολιτικό διάλογο;
FB: Έχω ακούσει κι εγώ τις σχετικές φήμες... Μα έχω δύο χρόνια να μιλήσω με τον Ντομινίκ Ντε Βιλπέν. Ευχαρίστως να συζητήσω μαζί του. Τη μέρα που θα αποφασίσουμε να οικοδομήσουμε μια διαφορετική πολιτική για τη Γαλλία, θα χρειαστεί να αποδεχτούμε να συνεργαστούμε με διαφορετικά πολιτικά ρεύματα, δημοκρατικά, σοσιαλιστικά, γκολικά. Στη Γαλλία υφίσταται μία ρεπουμπλικανική κοινότητα ιδεών: κάποια μέρα, όταν τα πράγματα σοβαρέψουν, θα χρειαστεί να συγκλίνουμε.

LM: Θα συγκροτήσετε μια κοινοβουλευτική ομάδα από βουλευτές που προέρχονται από διαφορετικούς πολιτικούς ορίζοντες;
FB: Θα ήμουν ευτυχής αν κάτι τέτοιο ήταν δυνατό.

LM: Υπήρξατε υπουργός παιδείας. Επιδοκιμάζετε τη μεταρρύθμιση των πανεπιστημίων;
FB: Προειδοποίησα εξ αρχής για τι δυσκολίες που θα συναντούσε αυτός ο νόμος. Χρειάζονται αυτονομία τα πανεπιστήμιά μας; Ασφαλώς, είναι αυτονόητο! Χρειάζεται να αναπνεύσουν, να απαλλαγούν από γραφειοκρατικά εμπόδια και υπέρμετρους συγκεντρωτισμούς. Πρέπει όμως να μετατρέψουμε την αυτονομία σε ανταγωνισμό; Όχι, αυτό δεν είναι αποδεκτό. Το γαλλικό πανεπιστήμιο οικοδομήθηκε πάνω στην αρχή της ενότητας, της ισοτιμίας των πτυχίων, της εθνικής αξιολόγησης, της πρόσληψης μέσω διαγωνισμού.
Μία «αυτονομία» που θα σήμαινε πως κάθε ίδρυμα επιλέγει τους φοιτητές του, τους καθηγητές του, τους μισθούς τους, τους όρους εγγραφής κ.λπ. δεν μπορεί να περάσει.

LM: Γινόμαστε μάρτυρες της ρήξης του Νικολά Σαρκοζί και των κουλτουριάρηδων;
FB: Ο όρος «κουλτουριάρης» δε μου αρέσει, είναι υποτιμητικός. Αλλά υπάρχει ρήξη μεταξύ του Νικολά Σαρκοζί και του συνόλου της δημόσιας διοίκησης, που ο πρόεδρος δεν μπορεί να καταλάβει σε τι χρησιμεύει, ποια είναι η αποστολή της. Θέλει -πρόκειται για την ιδεολογία του- να επιβάλει στη δημόσια διοίκηση τις αρχές της λειτουργίας της αγοράς, τον γενικευμένο ανταγωνισμό. Αυτό το κάνει στα πανεπιστήμια, αλλά και στα νοσοκομεία, όπου η τελευταία μεταρρύθμιση επιβάλει μια αυστηρά διαχειριστική λογική, που αγνοεί τους ιατρούς ή τους αιρετούς.
Είχα πει πως δε θα ψηφίσω το Νικολά Σαρκοζί γιατί θεωρούσα πως ήταν φορέας μιας πολιτικής που η Γαλλία δεν θα αποδεχόταν... Εγώ τουλάχιστο, αυτή την πολιτική δεν την αποδέχομαι.

Πώς θα αντιμετωπισθεί το μείζον πρόβλημα εθνικής ασφάλειας που απειλεί την Ελλάδα

του Μελέτη Μελετόπουλου

Ο ελληνισμός υπήρξε, σε όλη τη μακρά ιστορία του, έκθετος σε εξωτερικές πιέσεις, που προέρχονταν ταυτόχρονα από πολλές πλευρές. Τα τελευταία χρόνια, και ιδιαίτερα μετά το 1990, το γεωπολιτικό περιβάλλον του ελληνικού κράτους (Βαλκάνια, ανατολική Μεσόγειος) χαρακτηρίζεται από αστάθεια και κυριαρχείται από εθνικιστικά σύνδρομα, επεκτατικές τάσεις και αναθεωρητικές βλέψεις.
Σήμερα, ένας συνδυασμός απειλών απειλεί την εθνική ασφάλεια και ακεραιότητα της χώρας. Οι απειλές αυτές είναι εξωτερικές και εσωτερικές.
Η σημαντικότερη εσωτερική απειλή είναι η εμφάνιση, από τον περασμένο Δεκέμβριο, ενός κύματος τρομοκρατίας με δύο πρωτοφανή χαρακτηριστικά: τη μαζικότητα και τον οργανωμένο επιτελικό σχεδιασμό.
Η κυριότερη εξωτερική απειλή είναι ασφαλώς ο τουρκικός αναθεωρητισμός, που εδώ και μερικούς μήνες έχει προσλάβει επιθετική και επιταχυνόμενη μορφή. Αλλά ταυτόχρονα η στενή στρατιωτική συνεργασία της Τουρκίας με την Αλβανία και την πΓΔΜ διευρύνει την απειλή και στην ουσία δημιουργεί γεωστρατηγικό κλοιό γύρω από το ελληνικό κράτος, κλοιό, που αρχίζει από την Αδριατική και τελειώνει στην κυπριακή Καρπασία.
Αιχμές αποτελούν η ημιεπίσημη αλβανική διεκδίκηση της «Τσαμουριάς», η επίσημη σκοπιανή αμφισβήτηση της ελληνικότητας της Μακεδονίας μαζί με το ιδεολόγημα της «Μακεδονίας του Αιγαίου» και οι τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο και στη Θράκη.
Κάθε κοινωνία που θέλει να επιβιώσει και να ευημερήσει στον ταραγμένο και συχνά επικίνδυνο κόσμο μας απαιτείται να έχει πλήρη συναίσθηση και ολοκληρωμένη αντίληψη της διεθνούς πραγματικότητας, χωρίς ιδεαλιστικές αυταπάτες και ωραιοποιήσεις.
Στην Ελλάδα, από πολύ καιρό απουσιάζει μια ολοκληρωμένη αντίληψη του εθνικού συμφέροντος, που να περιέχει στόχους, μεθόδους και «κόκκινες γραμμές».
Η εξωτερική πολιτική καταλαμβάνεται συνήθως εξαπίνης, ασκείται εκ του προχείρου, χωρίς προγραμματισμό, τεκμηρίωση και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Χρησιμοποιείται δε παραδοσιακά ως προνομιακό πεδίο ψηφοθηρικών εντυπωσιασμών και δημαγωγίας, αντί να χαράσσεται υπερκομματικά και επιστημονικά.
Πρώτο, επομένως, μέλημα μιας νέας, σοβαρής και υπεύθυνης εξωτερικής πολιτικής είναι η διατύπωση βραχυπρόθεσμων, μεσοπρόθεσμων αλλά και μακροπρόθεσμων στόχων, καθώς και των εργαλείων για την επίτευξή τους, δηλαδή ενός «δόγματος εξωτερικής πολιτικής», που θα αποτελεί την πυξίδα της διπλωματίας και της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου εξωτερικών (ΥΠΕΞ).
Δεύτερο, απαιτείται η εξαρχής συγκρότηση «συμβουλίου εθνικής ασφαλείας» (ΣΕΑ). Το όργανο αυτό θα στελεχωθεί από αξιόλογους επιστήμονες, έμπειρους γεωστρατηγικούς αναλυτές, διπλωμάτες, στρατιωτικούς, στελέχη διεθνών οργανισμών και εκπροσώπους της ομογένειας. Το συμβούλιο θα υπάγεται απευθείας στον εκάστοτε πρωθυπουργό. Θα έχει πρόσβαση σε ουσιαστική πληροφόρηση, θα συλλέγει στοιχεία, θα αναλύει τη διεθνή πραγματικότητα, θα εντοπίζει τις προκλήσεις, τις ευκαιρίες και τους κινδύνους, θα συντάσσει πορίσματα, θα υποβάλλει τεκμηριωμένες προτάσεις και θα συμβουλεύει υπεύθυνα την εκάστοτε κυβέρνηση.
Τρίτο, χρειάζεται η δημιουργία αξιόπιστου «μηχανισμού επίλυσης κρίσεων», που θα αποτελεί τον σύνδεσμο μεταξύ του ΥΠΕΞ και του υπουργείου εθνικής αμύνης (ΥΠΕΘΑ), θα υπάγεται στον πρωθυπουργό και θα επικουρεί το ΚΥΣΕΑ σε περίπτωση κρίσεως. Θα στελεχωθεί με διπλωμάτες, στρατιωτικούς όλων των κλάδων, τραπεζικούς, ειδικούς στις τηλεπικοινωνίες και ειδικούς στη διαχείριση κρίσεων. Θα βρίσκεται σε τακτική διασύνδεση με το ΣΕΑ.
Τέταρτο, είναι αναγκαία η δημιουργία μίας «ομάδας κρούσεως διαδικτύου», που θα συλλέγει πληροφορίες, θα προβάλλει τις διαμορφωμένες ελληνικές θέσεις, θα αποκρούει την τυχόν παραπλανητική προπαγάνδα, που αφθονεί και θάλλει στις ημέρες μας, και θα αξιοποιεί τις ευκαιρίες για την προώθηση των εθνικών μας συμφερόντων.
Με αυτά τα τέσσερα εργαλεία θα βελτιωθούν ριζικά οι δυνατότητες άσκησης μιας αξιόπιστης, τεκμηριωμένης και αποτελεσματικής εξωτερικής πολιτικής.
Η χώρα μας θα πρέπει να αντιμετωπίσει διπλωματικά τις αποσταθεροποιητικές πολιτικές των γειτόνων μας, προβάλλοντας τις ελληνικές θέσεις με θετικό τρόπο και θέτοντας τον ουσιαστικό (και όχι θεατρικό) τερματισμό τους ως απαρέγκλιτο όρο για την ένταξη των χωρών αυτών στους δυτικούς θεσμούς και συμμαχίες. Η στάση αυτή θα είναι αποτελεσματική μόνον εφόσον συνοδευθεί με τεκμηριωμένη, επίμονη και σταθερή επεξήγηση των ελληνικών θέσεων προς τη διεθνή κοινότητα και τη διεθνή κοινωνία των πολιτών.
Παράλληλα, η ελληνική διπλωματία θα πρέπει:
να θέσει διεθνώς το ζήτημα της προστασίας των δικαιωμάτων των ελληνικών μειονοτήτων στη Βόρεια Ήπειρο και στην ΠΓΔΜ,
να ζητήσει την εφαρμογή του άρθρου 14 της συνθήκης της Λωζάννης στην Ίμβρο και την Τένεδο και
να απαιτήσει την αναγνώριση της διεθνούς υπόστασης του οικουμενικού πατριαρχείου από το τουρκικό κράτος.
Για το ζήτημα της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αν και οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν στραφεί πλέον στην επιλογή διαμόρφωσης κάποιας μορφής ειδικής σχέσης με τη γειτονική μας χώρα, η Ελλάδα θα πρέπει να επανέρθει στις αποφάσεις του Ελσίνκι και να συνδέσει σταθερά, σε μόνιμη βάση, την πρόοδο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων όχι μόνον με τις συνεχείς τουρκικές προκλήσεις, διεκδικήσεις, casus belli κ.λπ., αλλά και με την πρόοδο των δημοκρατικών θεσμών και της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (πραγματική και όχι εικονική) στο εσωτερικό της ίδιας της Τουρκίας.
Ένα άλλο σημείο το οποίο θα πρέπει να θέσει η Ελλάδα ως όρο για την πιθανή ένταξη της Τουρκίας είναι η αναζήτηση και εξεύρεση ειδικών περιοριστικών ρυθμίσεων στο δικαίωμα μετακίνησης και εγκατάστασης Τούρκων πολιτών στην Ευρώπη, κάτι που λόγω της συντριπτικής πληθυσμιακής υπεροχής και νεανικής ηλικιακής πυραμίδας της τουρκικής κοινωνίας θα δημιουργούσε εκτεταμένες πληθυσμιακές ανατροπές στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Σε κάθε περίπτωση, ο τελικός κριτής για το τόσο σημαντικό αυτό ζήτημα θα είναι ο ελληνικός λαός, που θα κρίνει (όπως θα το πράξουν και άλλες ευρωπαϊκές χώρες) με δημοψήφισμα.