της Άννας Τριανταφυλλίδου
Σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στις 3 Απριλίου 2009 στην ιστοσελίδα του ΣΚΑΪ, η κυρία Λαμπρινή Θωμά σχολιάζει την ακόλουθη είδηση: «Να όμως που, για δεύτερη φορά μέσα στο τελευταίο εξάμηνο, συμμορίες αλλοδαπών συγκρούονται στις οδούς Σοφοκλέους και Μενάνδρου, διεκδικώντας, η κάθε εθνότητα, τον έλεγχο της περιοχής για τις δικές της «δραστηριότητες».» Η κ. Θωμά συνεχίζει το άρθρο της συνδέοντας στενά το γενικότερο κοινωνικό ζήτημα της μετανάστευσης με την εγκληματικότητα και με την δραστηριότητα ομάδων οργανωμένου εγκλήματος. Εξ όσων γνωρίζω, οι αναφερόμενες συμμορίες δρούν στο εμπόριο ναρκωτικών στην περιοχή που όπως έχω σχολιάσει και σε προηγούμενο άρθρο μου «Δύο λεπτά από την Ομόνοια και άλλες ιστορίες» αφορά τόσο ημεδαπούς και αλλοδαπούς σαν χρήστες και ίσως κύρια αλλοδαπούς σαν «βαποράκια». Το εμπόριο αυτό και η σχετική εγκληματικότητα παρουσιάζονται συχνά ως άμεση απόρροια της μετανάστευσης χωρίς να μελετάται (ιδιαίτερα από τα ΜΜΕ) σε βάθος το ζήτημα των ναρκωτικών και το πώς αυτό πρέπει να αντιμετωπιστεί. Η κ. Θωμά όμως φαίνεται να βρίσκει μια άμεση αιτιακή σύνδεση ανάμεσα στην έκρηξη βίας στο κέντρο της Αθήνας από οργανωμένες συμμορίες και στη γενικότερη εγκληματικότητα. Σημειώνει την αύξηση των δεικτών εγκληματικότητας για διάφορα αδικήματα όπως βιασμοί, ληστείες και διαρρήξεις. Και λίγο παρακάτω παραθέτει στοιχεία για την εγκληματικότητα των μεταναστών (άγνωστη η πηγή τους όμως) σύμφωνα με τα οποία ο σχετικός πληθυσμός διαπράττει ποσοστό αδικημάτων τόσο κατά του προσώπου (π.χ. βιασμός ή φόνος) όσο και κατά της περιουσίας (π.χ. κλοπή, ληστεία) 4πλάσιο ή 5πλάσιο του ποσοστού του επί του ελληνικού πληθυσμού. Σημειώνει μάλιστα ότι αυτός ο αριθμός μάλλον υποτιμά την «πραγματική» εγκληματικότητα των μεταναστών αφού η εγκληματικότητα των παράνομων μεταναστών δεν καταγράφεται, και αφού αδικήματα που διαπράττονται εντός των οικογενειών μεταναστών κατά πάσα πιθανότητα δεν φθάνουν στην αστυνομία. Οι παραπάνω συλλογισμοί υποφέρουν κατά τη γνώμη μου από βασικά προβλήματα. Πρώτον η αύξηση της εγκληματικότητας σήμερα σε σχέση με πριν λίγα χρόνια δεν μπορεί να οφείλεται στην μετανάστευση. Η Ελλάδα γνώρισε την μαζική άυξηση των μεταναστευτικών ροών στην δεκαετία του 1990, όχι στην τελευταία δεκαετία. Από τότε τόσο οι σχετικοί νόμοι (από το 1998 και μετά) όσο και οι σχετικές μελέτες δείχνουν τάσεις ομαλοποίησης του φαινομένου: δεν υπάρχουν πλέον μαζικές εισροές (αν και βέβαια έστω και λίγες εκατοντάδες που συνωστίζονται γύρω από την πλατεία του Αγ. Παντελεήμονα φαντάζουν σαν κύμα που πάει να «πνίξει» όλη την Αθήνα), οι περισσότεροι μετανάστες είναι πλέον νόμιμοι, οι περισσότεροι παρά τα προβλήματα με το καθεστώς διαμονής τους και την συνεχή νομική αβεβαιότητα είναι καλά προσαρμοσμένοι στην ελληνική κοινωνία, αγοράζουν σπίτια, είναι διασκορπισμένοι σε όλες τις περιοχές της Αθήνας, πολλά παιδιά μεταναστευτικών οικογενειών αριστεύουν στο σχολείο, φοιτούν στα ελληνικά πανεπιστήμια, και αρκετοί καλλιτέχνες μετανάστες συμβάλλουν στην θεατρική, μουσική ζωή και στα γράμματα της χώρας. Δεν συνέβη κάτι ξεχωριστό από πλευράς πραγματικά μαζικών ροών τα τελευταία χρόνια που να δικαιολογεί την υπόθεση ότι η αύξηση της εγκληματικότητας συνδέεται άμεσα με την μετανάστευση. Θα πείτε βέβαια, άμεσα όχι, αλλά έμμεσα πως δικαιολογούνται τέτοια υψηλά ποσοστά εγκληματικότητας; Αν και δεν είμαι καθηγήτρια εγκληματολογίας αλλά κοινωνιολογίας της μετανάστευσης, θυμάμαι πολύ καλά τι μας μάθαινε ο κ. Φαρσεδάκης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο προ 20ετίας. Κατά πρώτο λόγο, ο μετανάστης που διαπράττει κάποιο μικρό ή μεγαλύτερο αδίκημα έχει λιγότερα μέρη να κρυφτεί: το οικογενειακό και κοινωνικό του δίκτυο που μπορεί να τον «κρύψει» είναι σίγουρα μικρότερο και λιγότερο αποτελεσματικό από το αντίστοιχο ενός ημεδαπού. Δεύτερο, τα εγκλήματα που μένουν ανεξιχνίαστα είναι κυρίως τα εγκλήματα του λεγόμενου λευκού κόλλαρου, τα οικονομικά δηλαδή εγκλήματα (απάτες κ.λ.π.) – είναι προφανές ότι είναι λιγότερο πιθανό να εμπλέκονται σε τέτοια μετανάστες αφού τα στοιχεία δείχνουν ότι η πλειοψηφία τους εργάζεται σε χειρωνακτικές εργασίες και δεν θα μπορούσαν να εμπλακούν σε οικονομικά αδικήματα. Τρίτο, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι η εγκληματικότητα των παράνομων μεταναστών είναι ανεξιχνίαστη. Τα στοιχεία που έχουμε περί εγκληματικότητας βασίζονται στην δράση της αστυνομίας: είναι προφανές ότι είτε νόμιμος είτε χωρίς χαρτιά ένας μετανάστης που διαπράττει αδίκημα εάν συλληφθεί, θα καταγραφεί στις στατιστικές της αστυνομίας. Μάλιστα, ο παράτυπος μετανάστης μάλλον έχει αρκετά περισσότερες πιθανότητες να τραβήξει την προσοχή της αστυνομίας. Υπάρχει εθνοτική και φυλετική προκατάληψη στο σύστημα ελέγχου: με απλά λόγια, η αστυνομία (και όχι μόνο η ελληνική) θα σταματήσει 10 φορές περισσότερο για έλεγχο έναν νέο άνδρα που είναι μελαψός ή δείχνει ξένος από ότι για παράδειγμα μια ηλικιωμένη γυναίκα. Αναπόφευκτα οι νέοι άνδρες ανακαλύπτονται στατιστικά πιο εύκολα. Καταλήγοντας, οι διαπιστώσεις της κυρίας Θωμά κάνουν ιδιαίτερη εντύπωση στον απλό πολίτη. Από τους σχετικά πολυάριθμους αλλοδαπούς που γνωρίζω τόσο στο χώρο της δουλειάς μου όσο και στις καθημερινές μου συναναστροφές όσο και στα σχολεία των παιδιών μου, κανένας δεν είναι εγκληματίας. Αναρωτιέμαι πού να κρύβονται όλοι αυτοί; Ή μήπως αυτοί οι βάρβαροι είναι μία κάποια λύση………;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου