Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
“ΠΙΕΣΤΕ ΧΡΙΣΤΟΦΙΑ
ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΑΓΚΥΡΑ"
Παραμονές της επίσκεψης Ομπάμα στην Τουρκία, το Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών των ΗΠΑ (CSIS) ολοκλήρωσε την πολύμηνη σύνταξη έκθεσης για την “Εξελισσόμενη Δυναμική της Τουρκίας” και τις “Στρατηγικές Επιλογές για τις σχέσεις ΗΠA-Τουρκίας”, που αποσκοπεί εμφανώς στον προσανατολισμό της αμερικανικής πολιτικής στην περιοχή.
Η έκθεση του CSIS (στη διεύθυνση του συμμετέχει ο αρχιτέκτων του 1974 Κίσσινγκερ) υπογραμμίζει τον ρόλο της Τουρκίας και τη στήριξη που πρέπει να της προσφερθεί σε μια σειρά ζητήματα, και ζητήματα ζωτικού ελληνικού συμφέροντος. Αποδίδει κεντρικότατη
σημασία στο κυπριακό, ως το σημαντικότερο εμπόδιο για την τουρκική ενταξιακή πορεία που θα κριθεί εν πολλοίς φέτος. Συνιστά απερίφραστα άσκηση «σθεναρών πιέσεων» στη Λευκωσία. Εξισώνει την Κυπριακή Δημοκρατία με το ψευδοκράτος. Θεωρεί ότι η εκλογή Χριστόφια και η παρουσία Ταλάτ προσφέρουν την καλύτερη ευκαιρία για επίτευξη λύσης, “πιθανώς μιας παραλλαγής του σχεδίου Ανάν με άλλο όνομα”, αλλά εκφράζει ανησυχία για το τι θα γίνει αν καθυστερήσει η λύση και αλλάξει το κλίμα.
Η έκθεση στηρίζει τη σημασία της Τουρκίας ως ενεργειακής γέφυρας και των αντίστοιχων σχεδίων (ανταγωνιστικών των ελληνορωσικών Σάουθστρημ και Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη). Ζητά να μη ψηφισθεί το νομοσχέδιο για την αρμενική γενοκτονία.
Η έκθεση, πολλές από τις συστάσεις της οποίας εφαρμόζονται ήδη, αντανακλά τη σημασία που αποδίδει η στον τουρκικό ρόλο, αλλά και την πολυετή, πολυδάπανη και αποτελεσματικότατη τουρκική δραστηριότητα σε διπλωματικό και «λομπίστικο» επίπεδο. Αυτά συμβαίνουν παρόλα τα πολλά προβλήματα που δημιουργεί κατά καιρούς η Άγκυρα στην Ουάσιγκτον (ή μήπως εξαιτίας αυτών;).
Μόνο θλίψη προκαλεί στον Έλληνα αναγνώστη η πλήρης απουσία, κυριολεκτικά, της Ελλάδας και της Κύπρου, ως παραγόντων των οποίων τα εθνικά συμφέροντα και η ασφάλεια κάπως πρέπει να ληφθούν υπόψιν! Είναι σαν να μην υπάρχουμε ως κράτη. Μια απουσία που αντανακλά πολυετή “παράλυση” της ελληνικής διπλωματικής και “λομπικής” δράσης, εκτίμησης ότι Αθήνα-Λευκωσία είναι “πιέσιμες”, ακόμη και σε ζωτικά θέματα, απουσίας εν τέλει ευκρινών στρατηγικών στόχων μιας ελληνικής διπλωματίας που έχει εξελιχθεί κυρίως σε συνήγορο της τουρκικής ένταξης! Είναι προφανές στον αναγνώστη, ότι δεν υφίσταται κανενός είδους και επιπέδου στρατηγικός διάλογος Αθήνας-Ουάσιγκτον, ανάλογος του αμερικανοτουρκικού.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ CSIS
Το CSIS έχει ιδρυθεί από τον Μπρζεζίνσκι και είναι ένα από τα σοβαρότερα συντηρητικά θινκ τανκ της Ουάσιγκτον με μεγάλη επιρροή στην αμερικανική πρωτεύουσα. Το διευθύνει ο Σαν Ναν, μια μεγάλη μορφή της αμερικανικής στρατηγικής και διπλωματίας, ενώ στο συμβούλιό του συμμετέχουν σημαίνοντες παράγοντες, που έχουν παίξει αποφασιστικό ρόλο στην αμερικανική στρατηγική τον τελευταίο μισό αιώνα, όπως ο Κίσσινγκερ, ο επίτιμος Πρόεδρος της Μέριλ Λιντς, ο Πρόεδρος της Κόκα’Κόλα, οι Σλέσινγκερ, Νάι, Κοέν, Καρλούτσι, Χαλιλζάντ και πολλοί άλλοι, μεταξύ τους και ο Τζωρτζ Αργυρός. Τη σύνταξη της έκθεσης επέβλεψε ομάδα υπό τον Μπρζεζίνσκι, από τους κύριους διαμορφωτές της αμερικανικής στρατηγικής και σύμβουλος του Ομπάμα και τον πτέραρχο Σκώουκροφτ, Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας του πατρός Μπους. Στην ομάδα συμμετείχαν οι Πρέσβεις Αμπράμοβιτς και Χολμς (που είναι και Πρόεδρος του Αμερικανοτουρκικού Συμβουλίου), ο πρώην υποδιοικητής των αμερικανικών δυνάμεων στην Ευρώπη, πτέραρχος Τζέιμερσον και ο Τζων Λόγκλιν του Πωλ Νίτσε Σκούλ στο Πανεμιστήμιο Τζων Χόπκινς. Μεταξύ των συγγραφέων της έκθεσης είναι ο Μπουλέντ Αλιριζά, συγγενής του Ντενκτάς. Συντάκτης του τμήματος της έκθεσης που αοφρά την Κύπρο είναι ο Ίαν Λέσσερ, συνεργάτης της Ραντ Κορπορέισιον, στον οποίο το ΕΛΙΑΜΕΠ είχε “συναναθέσει” στο παρελθόν τη σύνταξη ενός εγχειριδίου για την ελληνική εξωτερική πολιτική! Τον συντονισμό της σύνταξης είχε η Κάλεϊ Λέβιτ, ειδική βοηθός της έδρας Κίσσινγκερ στο CSIS, πρώην μαθητευόμενη του Νιού Ισραελ Φαντ.
Κυπριακό και ΕΕ
Η έκθεση δίνει μεγάλο βάρος στο κυπριακό, λόγω της ανάγκης προώθησης της τουρκικής ένταξης στην ΕΕ, που η Ουάσιγκτον εξακολουθεί να στηρίζει πάση θυσία, παρά τις προφανείς δυσκολίες, αλλά και της όλης σχέσης Τουρκίας-Δύσης. Η Κύπρος έπαυσε πλέον να είναι κεντρική στην αμερικανοτουρκική σχέση (λόγω της ελληνοτουρκικής ύφεσης), επηρεάζει πολύ όμως την ενταξιακή πορεία της Άγκυρας, υπογραμμίζει η έκθεση, προσθέτοντας ότι “ο ερχομός της κυβέρνησης Χριστόφια, με τον Ταλάτ στην εξουσία της ΤΔΒΚ, συνιστά την καλύτερη προοπτική για λύση του κυπριακού μετά την αποτυχία του σχεδίου Αννάν”, μια λύση που «θα είναι πιθανώς μια εκδοχή του σχεδίου Ανάν υπό άλλη ονομασία». Ακόμη και αυτό θα είναι πρόβλημα, αφού οι συντάκτες εκτιμούν ότι ο τουρκικός στρατός δύσκολα θα ξανααποδεχθεί το σχέδιο Ανάν χωρίς “σοβαρά ανταλλάγματα” σε κάποιον άλλο τομέα και δεν θα του αρέσει η ιδέα μιας σύντομης αποχώρησης από την Κύπρο. Επιπλέον η «απέλαση των εποίκων από την Ανατολία θα προκαλέσει ισχυρή αντίδραση από την Τουρκία», όπως και οποιαδήποτε ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων της Κύπρου (στρατιωτικές στο κείμενο, λες και είναι πιθανή κυπριακή εισβολή στην Τουρκία!)
Η έκθεση εκφράζει εμμέσως πλην σαφώς ανησυχία για την “εμπλοκή (involvement) της ρωσικής κυβέρνησης με ελληνοκυπριακά κυβερνητικά, εμπορικά και εγκληματικά στοιχεία” (!), για την “παραδοσιακή συμπάθεια της Ρωσίας για τα ελληνικά συμφέροντα”, ενώ καταγράφει τις ανησυχίες των Τούρκων σχεδιαστών για τον εξοπλισμό της Κύπρου με ρωσικά όπλα και την εν γένει ρωσική παρουσία στο νησί, σημειώνοντας ότι “αν η επικρατούσα ύφεση της Τουρκίας με την Ελλάδα διαλυθεί, υπάρχει κάποια δυνατότητα για την Κύπρο να επανεμφανισθεί ως στοιχείο της περιφερειακής στρατιωτικής ισορροπίας με την Αθήνα, ως πλεονέκτημα για την προβολή τουρκικής ισχύος στο Αιγαίο ή ως μειονέκτημα σε μια μελλοντική διένεξη”.
Με βάση αυτά προτείνει:
1. “Ησυχη αλλά επίμονη αμερικανική διπλωματία με τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ως τον αποτελεσματικότερο τρόπο υποστήριξης των ενταξιακών συζητήσεων της Τουρκία”.
2. Ως το “πιο αποτελεσματικό βραχυπρόθεσμο μέτρο“ για να βοηθηθεί η ένταξη της Τουρκίας να προσφερθούν (“αμερικανικά) διπλωματικά μέσα και επιρροή για να επιτευχθεί λύση”, περιλαμβανομένου διορισμού ανώτερου επίσημου για να δουλέψει με τον ειδικό απεσταλμένο του ΟΗΕ.
3. “Η διπλωματία της Ουάσιγκτον προς την Τουρκία πρέπει να συνδυασθεί με σθεναρή (firm) πίεση στην ελληνοκυπριακή κυβέρνηση να έρθει σε συνεννόηση με την εκλεγμένη κυβέρνηση της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου (ΤΔΒΚ) και στην ΕΕ να τερματίσει την οικονομική απομόνωση της ΤΔΒΚ και στην τουρκική κυβέρνηση να κάνει ανταποδοτικές χειρονομίες, συνεπείς προς τις δεσμεύσεις της προς την ΕΕ για ομαλοποίηση των σχέσεων με τη Λευκωσία” (οι υπογραμμίσεις δικές μας).
Ο σχολιασμός ιδίως της τρίτης από τις προτάσεις περιττεύει. Τριάντα πέντε χρόνια μετά την τουρκική εισβολή και κατοχή τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, υπάρχει πλέον από τη μια “ελληνοκυπριακή κυβέρνηση”, επί της οποίας πρέπει να ασκηθούν πιέσεις, παρόλο που προχώρησε ήδη σε πολύ μεγάλες παραχωρήσεις στις διαπραγματεύσεις και η ίδια η έκθεση αναγνωρίζει την προθυμία της για λύση και από την άλλη Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου, άνευ λοιπόν εισαγωγικών. Και προφανώς οι συντάκτες δεν θα χρησιμοποιούσαν αυτή τη γλώσσα σε ένα δημόσιο κείμενο, αν εκτιμούσαν ότι θα κινδύνευε να είναι «αντιπαραγωγική». Για κάποιο λόγο, υποθέτουν ότι θα είναι αποτελεσματικότερη η πίεση από τον κίνδυνο να προκαλέσουν αντίδραση.
Κυπριακό και ελληνοτουρκικά
Η έκθεση υπογραμμίζει επίσης με ελάχιστα συγκαλυμμένη ικανοποίηση τις προόδους της «αποσύζευξης» (decoupling) Ελλάδας και Ελληνοκυπρίων και την σημασία της «ελληνοτουρκικής ύφεσης που μετασχημάτισε το στρατηγικό περιβάλλον στην Ανατολική Μεσόγειο», με αποτέλεσμα να παύσει η Κύπρος να είναι «σημαντικό σημείο για τις διμερείς σχέσεις». Η έκθεση υπογραμμίζει την υποστήριξη της Αθήνας στην ενταξιακή πορεία της Άγκυρας και την απογοήτευσή της από την απόρριψη του σχεδίου Ανάν και εκτιμά ότι το κυπριακό θα εξαρτηθεί κυρίως από τις εσωτερικές δυναμικές στο νησί και ότι «είτε μια κυβέρνηση ΝΔ, είτε μια κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ» θα αποδεχθούν οποιοδήποτε αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης.
Γιατί πρέπει να γίνουν αυτά όλα; Γιατί, κατά τους συντάκτες της έκθεσης, μια αποτυχία να κρατηθούν ζωντανές οι διαπραγματεύσεις και να επιτευχθεί αμοιβαία αποδεκτή λύση στην Κύπρο, θα είχε μείζονες συνέπειες για το μέλλον της Τουρκίας στην ΕΕ και, ως αποτέλεσμα, για την σχέση της Τουρκίας με τη Δύση ευρύτερα» .
Προνομιακή Σχέση Τουρκίας
Παρά την εντονότατη υποστήριξή της προς την ενταξιακή προοπτική της Άγκυρας, η έκθεση αναγνωρίζει τα τεράστια εμπόδια. Υποστηρίζει ότι η ιδέα μιας “ειδικής σχέσης” παραμένει ασαφής και μη αποδεκτή από την Άγκυρα. Τονίζει τη μεγάλη σημασία να συνεχίσουν οι ΗΠΑ να βοηθούν, αν όχι να καθοδηγούν το όλο σχέδιο, με πολύ “ντελικάτες”, διακριτικές μεθόδους. Αν παρόλα αυτά αποτύχει, ελπίζουν ότι μια ενδεχόμενη μετεξέλιξη της ΕΕ σε “πολλών ταχυτήτων” θα επιτρέψει μια κάπως ομαλή προσγείωση.
Τουρκία-Ρωσία ενέργεια
Η έκθεση σημειώνει, όχι χωρίς κάποια απόχρωση ανησυχίας, ως ιστορική εξέλιξη τη ρωσοτουρκική προσέγγιση του τελευταίου εξαμήνου (που συμπίπτει με την περίοδο σχετικού “παγώματος” της ελληνορωσικής προσέγγισης) και τους αυξανόμενους εμπορικούς, επενδυτικούς και ενεργειακούς δεσμούς, όπως και την προσωπική σχέση Ερντογάν-Πούτιν. Καταγράφουν τις τουρκικές διαβεβαιώσεις για πλήρη ένταξη στο δυτικό στρατόπεδο, δεν επαρκούν όμως αυτές για να εξαφανίσουν κάθε ανησυχία για το θέμα.
Οι συντάκτες δείχνουν κατανόηση στην τουρκική απροθυμία για περισσότερες δυνάμεις στο Αφγανιστάν, στηρίζουν τον ενεργό ρόλο της Άγκυρας στον Καύκασο και τον ναυτικό ρόλο της, με Βουλγαρία, Ρουμανία και Ουκρανία στη Μαύρη Θάλασσα, ως αντιστάθμισμα της ρωσικής παρουσίας. Τονίζουν με μεγάλη έμφαση την ανάγκη να στηριχθεί περαιτέρω ο ρόλος της Τουρκίας και του νότιου διαδρόμου ως ενεργειακής γέφυρας, κι αυτό παρόλο που αναγνωρίζουν τις τεράστιες αντικειμενικές και πολιτικές δυσκολίες (ο νότιος διάδρομος είναι ευθέως ανταγωνιστικός προς τα ελληνορωσικά σχέδια). Στα πλαίσια αυτά υπογραμμίζεται η σημασία του αγωγού Τουρκίας-Ιταλίας-Ελλάδας και εκφράζεται σκεπτικισμός για την πιθανότητα κατασκευής σύντομα του Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου