του Αλέξη Καλοκαιρινού
Πηγή: ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Oι φετινές εξετάσεις του «διεθνούς απολυτηρίου» (ΙΒ) θα περνούσαν απαρατήρητες από τη δημοσιότητα αν δεν είχε αποκαλυφθεί η εικαζόμενη εμπορία των θεμάτων από στέλεχος ιδιωτικού σχολείου. Το περιστατικό προκάλεσε το ενδιαφέρον των ΜΜΕ και, ενδεχομένως, της κοινής γνώμης, ως ακόμα μία υπόθεση απάτης α λα ελληνικά. Στην πραγματικότητα, αφορά μερικές εκατοντάδες υποψηφίων και τις οικογένειές τους. Είναι εκείνοι που έχουν την οικονομική δυνατότητα να επιδιώξουν την άμεση εισαγωγή τους σε καλά πανεπιστήμια του εξωτερικού, ξεφεύγοντας από το σύστημα της ελληνικής «δωρεάν εκπαίδευσης». Η πορεία από το ιδιωτικό σχολείο στο ξένο πανεπιστήμιο είναι η πρώτη επιλογή της μεγαλοαστικής μας τάξης (στην οποία συμπεριλαμβάνεται η πλειονότητα των επιφανών πολιτικών μας). Οι ισχυροί της Ελλάδας προστατεύουν τους γόνους τους από το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας, το οποίο προορίζεται για τους υπόλοιπους, από τα μεσαία στρώματα και κάτω.
Κάποτε ωστόσο, και για δεκαετίες, το σύστημα αυτό λειτούργησε ως βασικός μοχλός της κοινωνικής κινητικότητας. Παιδιά των λεγόμενων «κατώτερων τάξεων» πραγματοποιούσαν το όνειρό τους και αυτοπραγματώνονταν μέσα από τη μόρφωση του δημόσιου σχολείου και του δημόσιου πανεπιστημίου.
Σήμερα, αν και η κοινωνία μας εμφανίζεται περισσότερο ανοιχτή και λιγότερο κερματισμένη από ιδεολογικές διακρίσεις, το θεμελιώδες πλεονέκτημα της κοινωνικής κινητικότητας μέσω της δημόσιας εκπαίδευσης ολοφάνερα υποχωρεί.
Η πρόσβαση στο δημόσιο πανεπιστήμιο εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την «επένδυση» στην ιδιωτική παραπαιδεία. Το δημόσιο πανεπιστήμιο τείνει να γίνει το εκπαιδευτικό καταφύγιο μιας μεσαίας τάξης που πληρώνει, αλλά όχι αρκετά. Η τάξη αυτή είναι αρκετά διευρυμένη αλλά και αρκετά ανασφαλής για τις κατακτήσεις της. Και δικαίως. Δηλαδή είναι μια τάξη επισφαλής, περισσότερο καταναλωτική και λιγότερο παραγωγική, χωρίς το θεωρητικό δυναμισμό των μεσαίων στρωμάτων, αλλά αντίθετα φοβική και επιρρεπής σε συντηρητικές ιδεοληψίες με δεξιό ή αριστερό πρόσημο. Ο φοιτητικός πληθυσμός του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου ενσωματώνει και μεταφέρει στον χώρο του σε μεγάλο βαθμό αυτά τα χαρακτηριστικά.
Για τα (ακόμα) «κατώτερα στρώματα», οι δρόμοι της παιδείας (της όποιας παιδείας) φαίνονται κλειστοί. Όμως, για έναν ενδιάμεσο κοινωνικό χώρο, μεταξύ των λούμπεν και των μεσαίων, δηλαδή για ένα μέρος της ελληνικής μικροαστικής τάξης, ανοίγεται ο δρόμος της «άτυπης μεταλυκειακής εκπαίδευσης». Η πρόσβαση και η φοίτηση στα «κέντρα ελευθέρων σπουδών» (ΚΕΣ) στοιχίζει λιγότερο και απαιτεί μικρότερη προηγούμενη επένδυση από την αποστολή ενός παιδιού στο δημόσιο πανεπιστήμιο μιας άλλης πόλης, όπου η πολιτεία θα του προσφέρει δωρεάν φοίτηση, αλλά δεν θα φροντίσει για τη στέγασή του, μια και έχει εκχωρήσει το σχετικό όφελος στις πενόμενες «τοπικές κοινωνίες». Όπως φαίνεται, ο επικοινωνιολόγος υπουργός παιδείας έχει αποφασίσει να προσαρμόσει την «άτυπη βαθμίδα» στο προφίλ των πελατών της: λίγα γράμματα-λίγα λεφτά.
Κάπως έτσι, η παιδεία στη σημερινή Ελλάδα τείνει να ενισχύσει μια στεγανή κοινωνική διαστρωμάτωση.
Ίσως ποτέ στο πρόσφατο παρελθόν, η ελληνική παιδεία δεν ήταν τόσο ταξική. Η κοινωνική αναπαραγωγή συντελείται σε διακριτά εκπαιδευτικά σύμπαντα. Και είναι αλήθεια ότι δεν περιμέναμε από μια συντηρητική κυβέρνηση να αντιστρέψει αυτή την τάση, αλλά να την ενισχύσει, όπως και συμβαίνει. Η παρούσα κυβέρνηση υπηρετεί την κοινωνική αρτηριοσκλήρωση και τη συνακόλουθη κοινωνική εσωστρέφεια: ο καθένας κοιτάζει την πάρτη του και ο σώζων εαυτόν σωθήτω ανάλογα με την κεκτημένη οικονομική του δυνατότητα.
Μοιραία, το δημόσιο σχολείο εγκαταλείπεται και διαλύεται. Εκεί εγκαταλείπονται πλέον μόνο οι λούμπεν γηγενείς και οι μετανάστες, τους οποίους αρνούμαστε πεισματικά να ενσωματώσουμε (οι γόνοι των υπολοίπων είτε πηγαίνουν στο καλό ιδιωτικό σχολείο είτε σταθμεύουν εκεί χάνοντας την ώρα τους μέχρι να ελευθερωθούν για το γειτονικό φροντιστήριο, που είναι φτηνότερο από την αμιγώς ιδιωτική εκπαίδευση των μεγαλοαστών).
Έτσι, το δημόσιο σχολείο, από το οποίο λείπει η αποστολή, μεταβάλλεται σε πεδίο συγκρούσεων και καθρεφτίζει όλο και περισσότερο τα χαρακτηριστικά που δίνουμε στους ανθρώπους όταν επιμένουμε να τους θεωρούμε αόρατους ή ανύπαρκτους. Η άδοξη κατάληξη της εμπνευσμένης προσπάθειας της Στέλλας Πρωτονοτάριου στο 132ο δημοτικό της Γκράβας είναι ενδεικτική των αντιστάσεων μιας σεχταριστικής πολιτείας που τροφοδοτεί τα συντηρητικά κοινωνικά αντανακλαστικά.
Όμως, η ουσία της προσπάθειάς της, το γεγονός ότι απέδωσε πριν συνθλιβεί στις συμπληγάδες των διαταγμάτων και των εγκυκλίων, δείχνει ότι τα πράγματα θα μπορούσε να γίνουν διαφορετικά. Αλλά δείχνει, επίσης, ότι η ανοιχτή κοινωνία είναι ένα στοίχημα που θα παιχτεί κυρίως στην εκπαίδευση και σε όλο το εύρος της. Το στοίχημα αυτό, για να αναληφθεί, προϋποθέτει τουλάχιστον μια προοδευτική διακυβέρνηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου