Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2009

Η συμπαιγνία των εντός του συστήματος και τα "στέιτζ"

του Δημήτρη Καλουδιώτη

Πηγή: ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Όταν την δεκαετία του '80 και ιδιαίτερα στη δεκαετία του '90 ο συνδυασμός της εισροής ευρωπαϊκών πόρων και μεταναστών εκτίνασσε στα ύψη την ευημερία των νεοελλήνων (παρά τα γενικότερα προβλήματα του κράτους) πολλοί αναρωτιόμασταν αν αυτή η κατάσταση θα ήταν τελικά ωφέλιμη για την ελληνική κοινωνία. Διαπιστώναμε μάλιστα πολύ γρήγορα ότι δεν διαμορφώνονταν συνθήκες ενσωμάτωσης των (λαθρο) μεταναστών, τότε κυρίως Αλβανών, αλλά ένα είδος υποκατάστασης της απασχόλησης του εντοπίου πληθυσμού από τους μετανάστες. Αντί να αξιοποιηθεί το μεταναστευτικό δυναμικό μέσα από μια πολιτική δημιουργικής ενσωμάτωσης, βαθμιαία επήλθε συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης της χώρας με ταυτόχρονη καταστρατήγηση, σε βάρος πρώτα των μεταναστών, κατακτημένων εργασιακών δικαιωμάτων.

Υποκατάσταση αντί ενσωμάτωσης παντού

Στην πορεία των εξελίξεων αυτή η κατάσταση οδήγησε τα κατώτερα στρώματα εκτός απασχόλησης. Η όποια επιβίωση τους εξασφαλίζεται πια με διάφορες κρατικές παροχές όπως πρώιμες συντάξεις, ώστε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού διάγουν (ζουν και ψευτοζούν) ως παρασιτούντες αργόμισθοι ή αργόσχολοι. Η τάση της εξόδου από την παραγωγική εργασία αντί να περιοριστεί επεκτείνεται συνεχώς και ο παρασιτισμός έχει γίνει κατάσταση ιδιαίτερα για τα κατώτερα στρώματα (η θαυμάσια ταινία «Ακαδημία Πλάτωνος» του Φίλιππου Τσίτου εικονογραφεί την κατάσταση των πνευμάτων στις χαμηλότερες κοινωνικές βαθμίδες). Έτσι άλλωστε δημιουργήθηκε και το τεράστιο κοινό των πρωινών εκπομπών της τηλεόρασης και τα μεσημεριάτικα «λάϊφ στάϊλ» αλλά και τα δελτία των οκτώ, που σπέρνουν ανέξοδα την απόγνωση. Ένα παρασιτικό τοπίο σχολιαστών, κατά το «προπονητών της εξέδρας», επικουρούμενων από αγανακτισμένους πρώιμους συνταξιούχους.
• Στην ύπαιθρο οι χειρωνακτικές εργασίες πέρασαν στους μετανάστες, χωρίς οι ίδιοι να είναι στοιχειωδώς ασφαλισμένοι και να έχουν δικαίωμα συμμετοχής στις πολιτικές και κοινωνικές διαδικασίες, τουλάχιστον στις δημοτικές εκλογές. Σαν αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης σύντομα οι εναπομένοντες ηλικιωμένοι αγρότες θα είναι κυριολεκτικά στο έλεος των μεταναστών, σε μια σκληρή και γι' αυτούς κοινωνική πραγματικότητα.
• Στην άλλοτε ανθηρή στα αστικά κέντρα εργασία στην οικοδομή, δεν υπάρχουν πια ελληνικής ιθαγένειας οικοδόμοι (μένει το σωματείο του ΚΚΕ). Βαθμιαία αποσύρονται και οι υπεργολάβοι και στη θέση τους περνούν πάλι μετανάστες, ενώ το εργασιακό καθεστώς -σε ένα τομέα που μπορεί να μην έχει το δυναμισμό άλλων εποχών (βαθμιαία οι ανεγέρσεις περιορίζονται και αυξάνονται οι επισκευές και οι ανακατασκευές)- έχει γυρίσει χρόνια πίσω.
• Στην όποια μεγάλη και βαριά βιομηχανία ως μόνιμοι εργαζόμενοι, σε μεγάλα ποσοστά, έχουν απομείνει μόνο όσοι κατέχουν ανώτερες θέσεις διεύθυνσης και επιστασίας, ενώ η βαριά δουλειά βγαίνει από έκτακτους εντόπιους και εργαζόμενους σε υπεργολαβίες ανασφάλιστους (έγχρωμους κυρίως) μετανάστες. Αυτή δε η πολυάριθμη «τεχνοδομή» των επιστατών και διευθυντευόντων -μαζί βεβαίως και με τους συνδικαλιστές- αποτελούν, όταν δεν αρκεί η εργοδοσία, παράλληλη ομάδα πίεσης προς την εκάστοτε κυβέρνηση, που διαχειρίζεται τον μέγα εργοδότη, το κράτος, με το μόνιμο πάγιο επιχείρημα «να μην πεταχτούν στο δρόμο οικογενειάρχες»...
• Παράλληλα επεκτάθηκε η χωρίς ασφαλιστικά δικαιώματα, ωράρια κ.λ.π. δουλειά στον λεγόμενο «καπιταλισμό της διασκέδασης». Από τους πωλητές στα σούπερ-μάρκετ ως τους νέους στα μπαρ και στις περισσότερες τουριστικές επιχειρήσεις, που απορροφά τόσο τη νέα γενιά (δουλειά στον γκισέ ) όσο και τους μετανάστες (δουλειά λάντζας).

Μια διαφορετική υποκατάσταση στο δημόσιο τομέα

Το φαινόμενο της υποκατάστασης της απασχόλησης γίνεται μοντέλο της κοινωνίας μας. Τώρα πλέον έχει επεκταθεί με διαφορετικό τρόπο και στο ευρύτερο δημόσιο, το τελευταίο οχυρό των εργαζομένων με ελληνική ιθαγένεια. Οι περισσότεροι δημόσιοι υπάλληλοι είναι αξιωματούχοι: γενικοί διευθυντές, διευθυντές, αναπληρωτές διευθυντές, τμηματάρχες, υπεύθυνοι επιτροπών. Αν σ' αυτούς συμπεριλάβουμε και τους συνδικαλιστές αλλά και τους υπαλλήλους πολιτικούς αντιπάλους του κάθε φορά κυβερνώντος κόμματος που στέλνονται στο «ψυγείο», τότε φθάνουμε σε ποσοστά της τάξης του 60 και 70% υποτιθέμενα απασχολουμένων, που κατά κανόνα δεν εργάζονται, αλλά βεβαίως πληρώνονται.

Οι εργαζόμενοι βάσης είναι πια δυσεύρετοι και οι νόμιμες προσλήψεις είναι δύσκολες γιατί ούτως ή άλλως οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι ήδη υπεράριθμοι. Αυτό έχει οδηγήσει σε ένα χάος, σε κονιορτοποίηση της απασχόλησης μέσω διαφόρων εφευρέσεων για προσλήψεις κάθε είδους έκτακτων. Τελευταία εφευρέθηκαν τα «στέιτζ». Έτσι στην πράξη οι μόνοι που δουλεύουν, υποκαθιστώντας τους μόνιμους, είναι οι εργαζόμενοι των «στέιτζ» και των ΚΕΠ... Αυτοί είναι που σήμερα αποτελούν τους παρίες, νεολαίοι με πανεπιστημιακές σπουδές, που ελπίζουν κάποια στιγμή να περάσουν εντός του συστήματος των μονίμως εργαζομένων...

Δεν υπάρχει, πλέον τομέας του δημοσίου που να λειτουργεί ορθολογικά. Ακραία παραδείγματα ίσως είναι τα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ με τους δικούς τους ιδιόρρυθμους «στέιτζ», τους ωρομίσθιους διδάσκοντες, τα νοσοκομεία κ.λπ.

Δεν είναι καλύτερα τα πράγματα και σε έναν άλλοτε προνομιακό και καινοτομικό χώρο απασχόλησης, που εργοδότης κατά κάποιο τρόπο είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Είναι τα ευρωπαϊκά προγράμματα τα οποία υλοποιούν γραφεία συμβούλων που κάποτε αποτέλεσαν φορείς ευρωπαϊκής τεχνογνωσίας στη χώρα μας. Τα γραφεία αυτά υποκαθιστούν τον δημόσιο τομέα (ιδιαίτερα την τοπική αυτοδιοίκηση, τα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ) προετοιμάζοντας, για λογαριασμό τους, τα προγράμματα. Κι εδώ η δουλειά ρουτίνας, δεν γίνεται ούτε από τους φορείς της αυτοδιοίκησης ή τα ΑΕΙ ή τα ΤΕΙ, ούτε από τα ίδια τα στελέχη των εταιρειών συμβούλων. «Βγαίνει» από πτυχιούχους, συνήθως και με κάποιο μάστερ, που προσλαμβάνουν οι εταιρείες συμβούλων χωρίς ωράρια, δικαιώματα, ασφάλιση.

Φυσικά η καινοτομία έχει εδώ και καιρό πάει περίπατο και η εργασία γίνεται για να γίνεται. Το σύστημα έχει γίνει απόλυτα περίπλοκο με διαρκείς ελέγχους που συνήθως επιτείνουν το αδιέξοδο και την διαφθορά. Ας αφήσουμε και το γεγονός ότι νέοι άνθρωποι, στα 25 τους, αισθάνονται ότι δεν παράγουν τίποτα δημιουργικό, αλλά ότι απλά συμπληρώνουν περίπλοκες στήλες προγραμμάτων που τα παρουσιάζουν σε άδειες αίθουσες και την όποια υπεραξία την καρπώνονται διάφοροι επιβλέποντες αξιωματούχοι του δημόσιου τομέα.

Σε αυτό το μελανό τοπίο υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις. Υπάρχουν και παραγωγικές επιχειρήσεις και αξιοπρεπής απασχόληση. Υπάρχουν εργαζόμενοι στον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα που τους αρέσει η δουλειά τους που «βαριούνται να κάθονται» και οι οποίοι σώζουν την κατάσταση. Αλλά ο κανόνας όλο και διευρύνεται.

Η συμπαιγνία των εντός του συστήματος

Εκτός από τη στρατιά των πολιτικών αξιωματούχων και συνδικαλιστικών στελεχών του δημοσίου, το όλο παζλ συμπληρώνεται από τα πολυάριθμα και πανάκριβα στελέχη των ΔΕΚΟ και του ιδιωτικού τομέα, με τους γραμματείς, κλητήρες, οδηγούς ακόμα και... μαγείρους. Αποτελούν μία πέραν πάσης λογικής πολυάριθμη και πανάκριβη διοικητική και πολιτική τεχνοδομή στο δημόσιο και τον ιδιωτικό χώρο.

Ανάλογες καταστάσεις στην απασχόληση, πιο εξορθολογισμένες βέβαια, λειτουργούν και στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ και το γεγονός αποτελεί ίσως, τον κύριο παράγοντα της βαθύτερης κρίσης της ΕΕ. Η όλη λειτουργία της, ως συνόλου, αλλά και σε κάθε χώρα ξεχωριστά, συχνά προσλαμβάνει χαρακτηριστικά συμπαιγνίας των εντός του συστήματος, που μπορεί να μην έχουν πάντα τα ίδια συμφέροντα, αλλά εκ των πραγμάτων λειτουργούν με μια ιεραρχημένη συμμετοχή στις προσόδους. Εξάλλου το αποτέλεσμα μιλάει μόνο του όταν σε αυτή την τελευταία εικοσαετία της ευημερίας υπήρξε σημαντική διεύρυνση των οικονομικών ανισοτήτων σε όλη την Ευρώπη.

Αλλά, για να γυρίσουμε στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στην εξαετία Καραμανλή, αντί να ανακοπούν οι επικίνδυνες αυτές τάσεις που διαγράφονταν στον τομέα της απασχόλησης, ως θα ανέμενε κανείς από μια συντηρητική κυβέρνηση, αυτές επιτάθηκαν στο έπακρο. Συνεχίστηκε η υποκατάσταση της απασχόλησης με ταυτόχρονη συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης της χώρας, γενικεύτηκε ο «θεσμός» των «golden boys», εκτινάχθηκαν οι πάσης φύσεως διορισμοί -νόμιμοι και παράνομοι (έκτακτοι, «στέιτζ» αλλά και μόνιμοι) στο δημόσιο, και αυξήθηκε κατακόρυφα το πλιάτσικο των όποιων πόρων του καθ' ημάς κράτους. Είναι οι περίφημες «επιτροπές χωρίς αντικείμενο», που κυριάρχησαν -ιδιαίτερα την τελευταία διετία- σε όλο το δημόσιο τομέα, με μόνο στόχο την επιδότηση του προσωπικού των δικών μας.

Το σύστημα της συμπαιγνίας έφτασε στα όριά του

Όπως έχει διαμορφωθεί, επομένως, η κατάσταση στην ελληνική πραγματικότητα η συμπαιγνία αυτή πλέον στηρίζεται στην διαρκή πίεση για συντήρηση του συστήματος των εντός του ευρύτερου κρατικό-ιδιωτικού δικτύου και επέκταση της υποκατάστασης της απασχόλησης σε ένα διαρκές παρασιτικό πλαίσιο. Στην αναβολή, δηλαδή, της ουσιαστικής ενσωμάτωσης στο παραγωγικό σύστημα των δύο πιο δυναμικών κατηγοριών της κοινωνίας μας: της νέας γενιάς και των μεταναστών.

Στηρίζεται ακόμα, στη συνεχή διόγκωση του κρατικού τομέα, ως του πάτρωνα συντήρησης των υπαρχουσών παραγωγικών διαδικασιών της χώρας μας. Γεγονός που παραλύει τις εξελίξεις, κρατεί αιχμάλωτη τη νέα γενιά και εμποδίζει κάθε προσπάθεια για ένα νέο παραγωγικό μοντέλο στη χώρα μας.

Αλλά και στη διατήρηση άθικτου του πολυπρόσωπου, αλληλοκαλυπτόμενου, πανάκριβου και παρασιτικού πολιτικού-διοικητικού συστήματος της κοινωνίας μας. Το αποτέλεσμα είναι και η διαρκής επέκταση της διαφθοράς.

Στη χώρα μας ελάχιστα αξιοποιήθηκαν οι όποιες θετικές πλευρές του νεοφιλελευθερισμού (περιορισμός του κράτους). Αντίθετα, η μεγαλύτερη αρνητική επίδρασή του αφορά την απασχόληση, με την δημιουργία δηλαδή αυτού του εφεδρικού στρατού των κάθε είδους εκτάκτων και ταυτόχρονη ισχυροποίηση του μόνιμου προσωπικού, των «εντός του συστήματος». Και θα μπορούσε -για παράδειγμα- η ευρύτερη αριστερά να θέσει σε πρώτη προτεραιότητα αυτές τις κοινωνικές δυνάμεις, αντί άκαμπτα να στηρίζει κυρίως τα προνόμια, πολλές φορές σκανδαλώδη (δες απεργία στο λιμάνι του Πειραιά), των «εντός του συστήματος».

Βέβαια οι στατιστικές, όχι μόνο για την Ελλάδα, λένε πως η κοινωνική βάση της σύγχρονης αριστεράς είναι οι μόνιμοι εργαζόμενοι του ευρύτερου δημόσιου τομέα...

Η νέα κυβέρνηση δείχνει να κατανοεί το αδιέξοδο που έχουμε περιέλθει. 'Αλλωστε αυτό ήταν το μοντέλο λειτουργίας της κοινωνίας που παρέλαβε, που μάλιστα ευρίσκεται σε «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης». Φυσικά πλήττονται μέχρι απελπισίας πρώτα οι εκτός του συστήματος. Όμως και οι εντός, δεν μπορούν πλέον να αναπαράγονται. Το σύστημα δεν κινείται καν. Γι' αυτό και ως άμεσες προτεραιότητες τίθενται -πέραν της προσπάθειας να υπάρξει στοιχειώδης οικονομική δραστηριότητα:
• το νέο παραγωγικό πρότυπο («πράσινη ανάπτυξη», περιορισμός του κρατικού τομέα),
• ο εξορθολογισμός της απασχόλησης σε συνάρτηση με το μεταναστευτικό και
• η μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος.

Όπως όμως έχει μπλεχθεί το όλο ζήτημα, κάθε προσπάθεια αλλαγών κινδυνεύει να πνιγεί στο τέλμα της συμπαιγνίας των εντός του συστήματος, παρασύροντας όλο το οικοδόμημα. Οι κοινωνικές δυνάμεις που σωρεύονται γύρω από το σύστημα είναι παγιδευμένες στις λύσεις συντήρησης, με όποιο κόστος, της υπάρχουσας πραγματικότητας και δύσκολα μπορούν να μπουν σε μια λογική εξόδου. Κάθε πρωτοβουλία για αλλαγή θίγει πολλούς -όταν δεν εκλαμβάνεται ως απειλή.

Ας πάρουμε για παράδειγμα τη λύση που δόθηκε, σε ένα σημαντικό θέμα αλλά όχι από τα μεγαλύτερα, τα «στέιτζ». Ήταν μια καθαρή λύση που μπορεί να φέρει αποτέλεσμα, εφόσον βέβαια αποτελέσει την απαρχή για την αντιμετώπιση με άλλες προοπτικές της απασχόλησης.

Όμως απέναντί της έχουν αναπτυχθεί αντιδράσεις όχι μόνο από τους ίδιους τους ενδιαφερομένους, οι οποίοι είναι σε ένα βαθμό τα θύματα αυτής της λογικής και η αντίδρασή τους είναι φυσιολογική, αλλά κυρίως από εκείνους (τους εντός του συστήματος) που υποκριτικά κάθε φορά ζητούν να κάνουμε μια εξαίρεση ακόμα.

Αυτή η στάση συντήρησης της υπάρχουσας κατάστασης είναι η πιο υπονομευτική σε κάθε προσπάθεια αλλαγής. Και βέβαια σύμμαχος των κοινωνικών δυνάμεων της στασιμότητας -και εχθρός της κυβέρνησης και της αξιοπιστίας- της είναι ο χρόνος που φεύγει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: