Συντάκτης: Χρήστος Γιανναράς
Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 13/2/2000
Μερικά γενικά ερωτήματα θα επιχειρήσει να θέσει αυτή η επιφυλλίδα. Μόνο για να διασώζεται, στο περιθώριο των γεγονότων, κάποια οριοθέτηση (εγρήγορση ή αντίσταση) διάκρισης του λογικού από το παράλογο.
Ποια είναι τα όρια ανάμεσα στην κριτική αποτίμηση και στην ύβρι - στην υπεύθυνη προσωπική άποψη και στη συκοφαντία ή τη δυσφήμηση;
Σίγουρα, αν δημόσια και δίχως τεκμηρίωση αποδώσεις σε κάποιον πράξεις εγκληματικές (κλοπή, υπεξαίρεση, κατάχρηση, ψευδολογία, πλαστογραφία, κ.τ.ό), είσαι ένοχος συκοφαντίας. Αν του αποδώσεις μειωτικούς χαρακτηρισμούς (διπλοπρόσωπος, κουτοπόνηρος, αλητήριος, δολοπλόκος, ραδιούργος, κ.τ.ό.), σαφώς τον υβρίζεις. Αν όμως κρίνεις, με δηλωμένα τα κριτήρια της κρίσης σου, ως αντικοινωνική τη συμπεριφορά ή αφελληνισμένες τις απόψεις ενός δημόσιου προσώπου, πώς διευκρινίζονται τα όρια ανάμεσα στην κριτική και στην «επίθεση» ή τη «λασπολογία»;
Αποδόθηκε το όνομα «κουίσλιγκ» σε όσους συνεργάστηκαν με τη ναζιστική «Νέα Τάξη» στις χώρες που τότε είχε κατακτήσει ο «Αξονας». Η λέξη προσέλαβε απαξιωτικό και μειωτικό χαρακτήρα. Οταν αποδίδεται σε κάποιον χωρίς να υπάρχει απειλή καινούργιας ολοκληρωτικής «Νέας Τάξης» συνιστά οπωσδήποτε ύβρι. Αλλά, αν υπάρξει τέτοια απειλή, αν τα ιστορικά δεδομένα μαρτυρούν ότι βρισκόμαστε μπροστά σε καινούργια πρόκληση ολοκληρωτικής «Νέας Τάξης» θα συνιστά παράχρηση της λέξης ο χαρακτηρισμός ως «κουίσλιγκ» όσων ανοιχτά την υπερασπίζουν;
Το καίριο ερώτημα είναι: Ποιοι νομιμοποιούνται να εκφράζουν δημόσια κριτικές απόψεις και ποιοι όχι; Πού τελειώνει η άσκηση της κριτικής και από πού αρχίζει η αυθαιρεσία, ο σφετερισμός ρόλου εισαγγελικού, τιμητού των πάντων;
Μια ορθολογική απάντηση θα ήταν ότι το όριο καθορίζεται από την επαρκή ή όχι τεκμηρίωση των κριτικών χαρακτηρισμών. Ομως η τεκμηρίωση δεν μπορεί ποτέ να είναι πειστική για όλους. Εστω και προφανέστατη θα προσκρούει αναπότρεπτα όχι μόνο στην αντιρρητική ερμηνεία των τεκμηρίων (που είναι πάντα γόνιμη), αλλά και στην αλογία της εγωτικής αυτοάμυνας, στην εμπάθεια που εκκρίνουν οι ψυχολογικές θωρακίσεις, στην τυφλή αντεπίθεση κάποιας ιδεολογικής θρησκοληψίας.
Η λειτουργία της κριτικής είναι συνάρτηση του επιπέδου κριτικής ικανότητας που διασώζει η πλειονότητα ενός κοινωνικού συνόλου; Πάντως σε κοινωνίες με χαμηλούς δείκτες κατά κεφαλήν καλλιέργειας και επομένως, με υψηλά ποσοστά ψυχολογικής ανασφάλειας, είναι μάλλον αδύνατο να λειτουργήσει κριτική. Την κριτική υποκαθιστά η μεθόδευση των εντυπώσεων, δηλαδή οι απλουστευτικές ετικέτες, οι ταξινομήσεις απόψεων σε απλοϊκά μανιχαϊστικά σχήματα. Αν τυχόν εμφανιστεί ρεαλιστική κριτική ευστομία, εξουδετερώνεται αμέσως σαν «λόγος εισαγγελικός», «λασπολογία», «απαράδεκτη επίθεση». Το ζητούμενο δεν είναι να απαντηθεί και αναιρεθεί η κριτική, αλλά να εξουδετερωθεί ο κρίνων, να διαβληθεί, να επιβληθεί η εντύπωση και εικόνα προσώπου αναξιόπιστου, ευτελών κινήτρων, τελικά ανυπόληπτου. Είναι μέθοδος που εφαρμόστηκε πάντοτε σε κάθε (πολιτικό, θρησκευτικό, ιδεολογικό) ολοκληρωτικό περιβάλλον.
Η υποκατάσταση της κριτικής αναμέτρησης (του ελέγχου κριτηρίων) με τη μεθόδευση εντυπώσεων οδηγεί σε τραγελαφικές συγχύσεις ώστε να καταλύεται ακόμα και η διάκριση του σοβαρού από το κωμικό. Παράδειγμα: Στην Ελλάδα, στα χρόνια του εμφύλιου, η επίσημη κρατική ρητορεία καθιέρωσε για τις αντιμαχόμενες ιδεολογίες τους κωμικούς χαρακτηρισμούς «εθνικόφρονες» και «μιάσματα». Το κωμικό στοιχείο της «εθνικοφροσύνης» (του ιδεολογικού «ελληνοχριστιανισμού») ήταν ότι καθόριζε ως «ελληνικότητα» ένα τυπικό προϊόν μεταπρατισμού δυτικών εθνικιστικών ιδεολογημάτων. Απογύμνωνε την ελληνικότητα από κάθε περιεχόμενο πολιτιστικής ιδιαιτερότητας, γόνιμης ετερότητας ιστορικών εθισμών και συλλογικών αναγκών, κληροδοτημένης πείρας ικανής να συγκροτήσει επίκαιρη συμβολή στον πολιτισμό.
Αλλά η κωμική σύγχυση υπάρχει και στην άλλη πλευρά: Ανθρωποι που τότε επέλεξαν συνειδητά να στρατευθούν με θυσιαστική αυταπάρνηση ενάντια στην κούφια και εισαγόμενη αυτή «εθνικοφροσύνη», πιστοί στο όραμα του μαρξιστικού διεθνισμού και της δίχως σύνορα «πάλης των τάξεων» οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι εξοργίζονται σήμερα αν κάποιος επισημάνει κριτικά τη συνεπή διεθνιστική επιλογή τους. Δεν έδειξαν ποτέ να υποψιάζονται ότι υπάρχει και κάποια ουσιαστική ελληνικότητα, διαφορετική από αυτήν της «εθνικοφροσύνης». Αντίθετα, χλεύαζαν πάντοτε από τα μπαλκόνια ό,τι ο Μακρυγιάννης αποκαλούσε «πράμα τζιβαϊρικόν πολυτίμητο»: την παράδοση και τον πολιτισμό της λαϊκής ευσέβειας στην πατρίδα τους -ειρωνεύονταν κάθε αναζήτηση ελληνικής ταυτότητας. Και όμως επιστρατεύουν σήμερα λίστες υπογραφών για να κερδίσουν εύσημα πατριωτισμού, τα οποία, αφού αγνοούν την ελληνικότητα, μόνο ως τίτλους «εθνικοφροσύνης» μας επιτρέπουν να τα εκλάβουμε.
Οταν αναγνωρίζεις σε κάποιον συνεπή διεθνισμό, έστω και αν αντιτίθεσαι κριτικά, δεν σημαίνει ότι παραγνωρίζεις τους κοινωνικούς του αγώνες, τη θυσιαστική του αυταπάρνηση. Η κοινωνική προσφορά δεν συνδέεται μόνο με τον πατριωτισμό, συνδέεται και με τους ανιδιοτελείς ταξικούς αγώνες. Μια συνείδηση με διεθνιστική συνέπεια αφελληνισμένη, δηλαδή τίμια με το διεθνισμό της, δεν παύει να είναι σεβαστή όσο και αν διαφωνείς μαζί της. Γιατί να χαρακτηρίζεται σαν «βόθρος» που «λασπολογεί» όποιος επισημαίνει το διεθνισμό της; Πρόκειται για κωμική σύγχυση ή για απωθημένα αισθήματα ενοχής όταν ο διεθνισμός απαιτεί εύσημα πατριωτισμού;
Και γιατί άραγε να είναι ύβρις μόνο ο χαρακτηρισμός του «αφελληνισμού» αλλά όχι του «εθνικισμού» του «μακαρθισμού», της «λασπολογίας», του «βόθρου», του «εθνοεισαγγελέως», του «ανήθικου και τριτοκοσμικά συκοφαντικού» λόγου; Αν το τι είναι ύβις και τι όχι καθορίζεται από δυναμικές ιδεολογικές μειοψηφίες που κατορθώνουν να ελέγχουν τη δημοσιότητα μήπως το φαινόμενο μυρίζει ολοκληρωτισμό; Πόσες υπογραφές διανοουμένων απαιτούνται (ή δηλώσεις πολιτικών και σχόλια εφημερίδων) για να τεθεί μια ιδεολογία στο απυρόβλητο και κάποια δημόσια πρόσωπα υπεράνω κριτικής;
Οι πολιτικοί και οι διανοούμενοι που σπεύδουν να απονείμουν (για λόγους ποικίλους, μάλλον ευδιάκριτους) εύσημα πατριωτισμού αναθεματίζοντας την εθνικοφροσύνη, οφείλουν τουλάχιστον να μας διευκρινίσουν το περιεχόμενο που αποδίδουν στις λέξεις. Και για να αποφευχθούν γενικότητες: ας διατυπώσουν σε ένα κείμενο τους λόγους για τους οποίους ο Παρθενώνας είναι σημαντικότερο επίτευγμα πολιτισμού από τον πύργο του Αϊφελ.
Ισως η πρόκληση μας βοηθήσει όλους σε διασάφηση κριτηρίων ελληνικότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου