Le monde
Οικονομική μεγέθυνση δεν σημαίνει πάντα ανάπτυξη
dimanche 16 janvier 2005, par Jean-Marie Harribey
Υποτίθεται ότι η « βιώσιμη » ή « αειφόρος » ανάπτυξη, η οποία αποτελεί επίσημο δόγμα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, θα εξασφαλίσει την ευημερία των σημερινών γενιών χωρίς να θέτει σε κίνδυνο το μέλλον των επομένων. [1] Αποτελεί ένα σωσίβιο από το οποίο γαντζώνονται όλες οι κυβερνήσεις που είναι ταυτόχρονα ένθερμοι υποστηρικτές και στυλοβάτες της υπερεντατικής γεωργίας, οι διευθυντές των πολυεθνικών επιχειρήσεων που κατασπαταλούν τους φυσικούς πόρους, ρίχνουν χωρίς καμία τύψη τα απόβλητά τους στο φυσικό περιβάλλον ή ναυλώνουν πλοία-σκουπιδοτενεκέδες για τη μεταφορά τους στον Τρίτο Κόσμο ή για να τα βουλιάξουν στην ανοιχτή θάλασσα, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις που δεν ξέρουν πια τι άλλο να κάνουν και η πλειονότητα των οικονομολόγων που συλλαμβάνονται επ’ αυτοφώρω να αγνοούν τους περιορισμούς που θέτει η φύση στις οικονομικές δραστηριότητες.
Όμως, το πρόγραμμα της βιώσιμης ανάπτυξης πάσχει ήδη από τη στιγμή της σύλληψής του, δεδομένου ότι υποθέτει ότι η επιδίωξη μιας απεριόριστης οικονομικής μεγέθυνσης είναι συμβατή με τη διατήρηση των ισορροπιών της φύσης και με την επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων. Η έκθεση Μπρούντλαντ διακήρυσσε ότι « αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια νέα εποχή οικονομικής μεγέθυνσης, ισχυρότατης μεγέθυνσης και, ταυτόχρονα, κοινωνικά και "περιβαλλοντικά" βιώσιμης ». [2]
Το αξίωμα όμως στηρίζεται σε δύο εύθραυστους ισχυρισμούς.
*Ο πρώτος είναι οικολογικής φύσεως : υποτίθεται ότι η οικονομική μεγέθυνση μπορεί να συνεχιστεί επειδή η ποσότητα των φυσικών πόρων που απαιτείται για την παραγωγή μιας μονάδας προϊόντος μειώνεται όσο προχωράει η τεχνολογική πρόοδος. Υποστηρίζεται, δηλαδή, ότι θα μπορούσαμε να παράγουμε ολοένα περισσότερα προϊόντα με ολοένα λιγότερες πρώτες ύλες και ενέργεια. Ομως, η μείωση της έντασης με την οποία αντλούνται οι φυσικοί πόροι για την παραγωγή μιας μονάδας προϊόντος αντισταθμίζεται με το παραπάνω από τη συνολική αύξηση της παραγωγής. Αυτό έχει ως συνέπεια να αυξάνεται η ρύπανση και η κατανάλωση φυσικών πόρων, γεγονός που αναγνωρίζεται και από την έκθεση του Προγράμματος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για την Ανάπτυξη (UNPD) : « Τα τελευταία χρόνια, παντού στον κόσμο, η παραγωγική διαδικασία καταναλώνει λιγότερη ενέργεια. Ωστόσο, δεδομένης της αύξησης της παραγωγής, αυτές οι πρόοδοι είναι εμφανέστατα ανεπαρκείς για τον περιορισμό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα σε παγκόσμιο επίπεδο ». [3]
Και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ) κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την επιβράδυνση της προόδου που παρατηρείται στον τομέα της ενεργειακής έντασης [4] : μεταξύ 1973 και 1982, στις χώρες που συμμετέχουν στον οργανισμό, η ενεργειακή ένταση μειωνόταν κατά μέσο όρο ετησίως κατά 2,5%. Μεταξύ 1983 και 1990 η μείωση περιορίστηκε στο 1,5% ετησίως και μετά το 1991 στο 0,7%. [5]
*Ο δεύτερος αμφιλεγόμενος ισχυρισμός είναι κοινωνικής φύσεως : υποτίθεται ότι η οικονομική μεγέθυνση θα μειώσει τη φτώχεια και θα ενισχύσει την κοινωνική συνοχή. Αλλά, η καπιταλιστική οικονομική μεγέθυνση δημιουργεί αναγκαστικά ανισότητες, είναι ταυτόχρονα καταστροφική καθώς τρέφεται από τις ανισότητες για να προκαλεί αδιάκοπα αισθήματα στέρησης και νέες ανάγκες. Εδώ και σαράντα χρόνια, παρά την σημαντική αύξηση του πλούτου που παράγεται στον πλανήτη, παρατηρήθηκε έκρηξη των ανισοτήτων : το 1960, το άνοιγμα της ψαλίδας ανάμεσα στο 20% των φτωχότερων και στο 20% των πλουσιότερων ήταν 1 προς 30. Σήμερα είναι 1 προς 80. Αυτό το γεγονός δεν θα πρέπει να εκπλήσσει : το πέρασμα σε ένα οικονομικό καθεστώς όπου κυριαρχεί η συσσώρευση χρηματοοικονομικού πλούτου προκαλεί τη διάλυση των μηχανισμών αναδιανομής της παραγόμενης αξίας.
Πράγματι, η αύξηση των αμοιβών των καπιταλιστικών τάξεων -κυρίως μέσα από τα μερίσματα των μετοχών- καταδικάζει σε συρρίκνωση το μερίδιο του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για τους μισθωτούς, τόσο με τη μορφή του άμεσου μισθού όσο και με τη μορφή των κοινωνικών παροχών.
Ακόμα και η Παγκόσμια Τράπεζα ομολογεί ότι δεν θα επιτευχθεί ο στόχος της μείωσης στο μισό των ατόμων που ζουν στην απόλυτη φτώχεια μέχρι το 2015 [6] : περισσότεροι από 1,1 δισεκατομμύριο άνθρωποι ζουν σήμερα με ημερήσιο εισόδημα που δεν ξεπερνάει το ένα δολάριο.
Η τελευταία έκθεση της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη (UNCTD) αποδεικνύει ότι οι φτωχές χώρες που είναι λιγότερο ανοιχτές στην παγκοσμιοποίηση έχουν κάνει μεγαλύτερες προόδους όσον αφορά το εισόδημα κατά κεφαλήν, αντίθετα με τις χώρες που έκαναν μεγαλύτερα ανοίγματα και έπεσαν θύματα της εξωστρέφειας της οικονομίας τους. [7]
Η αδυναμία ανάπτυξης ενός σχεδιασμού για το μέλλον ο οποίος θα κινείται εκτός του μοντέλου της διαρκούς οικονομικής μεγέθυνσης αποτελεί χωρίς αμφιβολία το σημαντικότερο κενό του επίσημου λόγου για τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Παρά τις οικολογικές και κοινωνικές καταστροφές που προκαλεί, η οικονομική μεγέθυνση -την οποία κανείς πολιτικός ή οικονομικός υπεύθυνος δεν τολμά να διαχωρίσει από την ανάπτυξη- λειτουργεί σαν σκληρό ναρκωτικό. Όταν είναι ισχυρή, δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να επιλύσει τα προβλήματα -τα οποία σε μεγάλο βαθμό αυτή η ίδια έχει δημιουργήσει- και, συνεπώς, όσο ισχυρότερη είναι η δόση τόσο θα αυξάνεται η ευημερία του κοινωνικού σώματος.
Όταν όμως μειώνεται, εμφανίζεται το σύνδρομο στέρησης και η κατάσταση γίνεται εξαιρετικά επώδυνη, καθώς δεν έχει προβλεφθεί καμία διαδικασία απεξάρτησης. Έτσι, πίσω από τη σημερινή « αναιμία » του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης κρύβεται η « ανομία » [8] που αυξάνεται ολοένα περισσότερο στις κοινωνίες τις οποίες υπονομεύει ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός. Αυτός ο τύπος καπιταλισμού αποδεικνύεται ανίκανος να δώσει οποιοδήποτε νόημα στην κοινωνική ζωή πέρα από τον καταναλωτισμό, τη σπατάλη, την μονοπώληση των φυσικών πόρων και των εισοδημάτων από την οικονομική δραστηριότητα και, σε τελική ανάλυση, την αύξηση των ανισοτήτων.
Το πρώτο κεφάλαιο του « Κεφαλαίου » του Μαρξ, που ασκούσε κριτική στο εμπόρευμα, ήταν προφητικό : η οικονομική μεγέθυνση μετατρέπεται σε νέο όπιο των λαών, των οποίων τα πολιτισμικά στοιχεία αναφοράς, οι συλλογικότητες και οι μορφές αλληλεγγύης τσακίζονται για να βουλιάξουν στο απύθμενο βάραθρο της εμπορευματοποίησης.
Η οικονομία της φύσης
Το κυρίαρχο οικονομικό δόγμα εκφράζεται με τον καλύτερο τρόπο από τον Ζακ Αταλί, ο οποίος, ως καλός προφήτης, ανιχνεύει για το 2004 τις « προοπτικές για μια εκπληκτική οικονομική μεγέθυνση », η οποία θα μπορούσε να περιοριστεί μονάχα « από τυχαία γεγονότα τα οποία δεν θα έχουν οικονομική φύση, όπως για παράδειγμα η αναζωπύρωση της επιδημίας του SARS ». [9]
Για τους ιδεολόγους της οικονομικής μεγέθυνσης που έχουν προσβληθεί από τύφλωση, η οικολογία -δηλαδή ο συνυπολογισμός των σχέσεων του ανθρώπινου όντος με τη φύση- δεν υφίσταται : η οικονομική δραστηριότητα πραγματοποιείται « in abstracto », αφηρημένα, έξω από τη βιόσφαιρα.
Αυτό σημαίνει ότι αγνοείται ο κανόνας της εντροπίας [10] που διέπει τις οικονομικές δραστηριότητες. Αν και η Γη είναι ένα ανοιχτό σύστημα που δέχεται ενέργεια από τον ήλιο, αποτελεί ένα σύνολο στο εσωτερικό του οποίου ο άνθρωπος δεν μπορεί να ξεπεράσει τα όρια που του θέτουν οι πόροι και ο χώρος που έχει στη διάθεσή του.
Όμως, το « οικολογικό αποτύπωμα » (δηλαδή η επιφάνεια της Γης που απαιτείται για να φιλοξενήσει όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες χωρίς να διαταραχθεί η οικολογική ισορροπία) φτάνει ήδη το 120% του πλανήτη και -δεδομένων των μεγάλων ανισοτήτων που παρατηρούνται όσον αφορά τον βαθμό ανάπτυξης- θα χρειάζονταν τέσσερις ή πέντε πλανήτες εάν ο παγκόσμιος πληθυσμός κατανάλωνε και δημιουργούσε απόβλητα με τον ρυθμό του κατοίκου των Ηνωμένων Πολιτειών. [11]
Η ιδέα της « ελάττωσης της οικονομικής δραστηριότητας » που πρότεινε ο Νίκολας Γκεοργκέσκου-Ροέγκεν [12] υιοθετήθηκε από μέρος των οικολόγων και των οπαδών της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης.
Μάλιστα, ορισμένοι συγγραφείς ωθούν στα άκρα αυτό το θεωρητικό εγχείρημα, παροτρύνοντάς μας να απαρνηθούμε την ανάπτυξη, καθώς -κατά τη γνώμη τους- δεν είναι δυνατόν να διαχωριστεί από τη θανατηφόρο οικονομική μεγέθυνση. Απορρίπτουν κάθε επιθετικό προσδιορισμό -με ανθρώπινο πρόσωπο, βιώσιμη, αειφόρος κ.λπ.- ο οποίος θα αποκαθιστούσε στα μάτια μας την ανάπτυξη με τη μορφή που τη γνωρίζουμε σήμερα, δηλαδή ως φορέα της δυτικής κυριαρχίας στον κόσμο. Έτσι, ο Γκίλμπερτ Ριστ καταγγέλλει την ανάπτυξη ως « λέξη φετίχ », [13] ενώ ο Σερζ Λατούς απορρίπτει τη βιώσιμη ανάπτυξη ως « σχήμα οξύμωρο ». [14]
Γιατί, όμως, δεν μας πείθει η απόρριψη της ανάπτυξης στην οποία προχωρούν, τη στιγμή που ασκούμε, όπως κι αυτοί, σφοδρή κριτική στον παραγωγισμό, που αποτελεί προϋπόθεση της εμπορευματοποιημένης παραγωγής ;
Το δικαίωμα των φτωχών
Στο πολιτικό επίπεδο, δεν είναι δίκαιο να διατάξουμε την ομοιόμορφη ελάττωση της οικονομικής δραστηριότητας, τόσο σε εκείνους που ζουν μέσα στην αφθονία όσο και σε εκείνους που στερούνται τα στοιχειώδη. Οι φτωχοί πληθυσμοί δικαιούνται να συνεχίσουν για ένα διάστημα την οικονομική μεγέθυνση των οικονομιών τους και είναι απαράδεκτη η ιδέα ότι η απόλυτη φτώχεια αποτελεί απλά μια προβολή των δυτικών αντιλήψεων ή ότι είναι απλά ένα κατασκεύασμα της φαντασίας των Δυτικών. Θα πρέπει να χτιστούν σχολεία για την εξάλειψη του αναλφαβητισμού, κέντρα υγείας που θα προσφέρουν περίθαλψη στο σύνολο του πληθυσμού, και δίκτυα ύδρευσης που θα προσφέρουν σε όλους νερό.
Είναι, λοιπόν, απόλυτα θεμιτό να εξακολουθήσουμε να αποκαλούμε ανάπτυξη τη δυνατότητα για όλους τους κατοίκους του πλανήτη να έχουν πόσιμο νερό, ισορροπημένη διατροφή, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, εκπαίδευση και δημοκρατία. Το να διακηρύξουμε ότι η ικανοποίηση των στοιχειωδών αναγκών αποτελεί οικουμενικό δικαίωμα του ανθρώπου δεν σημαίνει ότι πριμοδοτούμε την κυριαρχία της δυτικής κουλτούρας, ούτε ότι συμμεριζόμαστε τις νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις περί φυσικών δικαιωμάτων όπως η ατομική ιδιοκτησία. Πράγματι, τα οικουμενικά δικαιώματα του ανθρώπου αποτελούν κοινωνική κατασκευή η οποία απορρέει από ένα πολιτικό πρόγραμμα χειραφέτησης που επιτρέπει την εγκαθίδρυση ενός νέου φαντασιακού, το οποίο ωστόσο δεν περιορίζεται στο « ... φαντασιακό των "φυσικών δικαιωμάτων" » στο οποίο ασκούσε κριτική ο Κορνήλιος Καστοριάδης. [15]
Από την άλλη πλευρά, δεν είναι λογικό να αντιπαραθέτουμε στην οικονομική μεγέθυνση, την οποία ο καπιταλισμός ανάγει σε απόλυτο στόχο (η μεγέθυνση για τη μεγέθυνση), την ελάττωση της οικονομικής δραστηριότητας, την οποία οι πολέμιοι της ανάπτυξης ανάγουν επίσης σε απόλυτο στόχο. [16] Πρόκειται για δύο διαμετρικά αντίθετους σκοπέλους : αφενός, η οικονομική μεγέθυνση έχει στόχο την επ’ άπειρον αύξηση της παραγωγής και, αφετέρου, λογικά, η ελάττωση της οικονομικής δραστηριότητας έχει την τάση να οδηγήσει την παραγωγή σε μηδενικά επίπεδα, εφόσον δεν τίθεται κανένα όριο.
Ο Σερζ Λατούς, ο κυριότερος θεωρητικός της ελάττωσης της οικονομικής δραστηριότητας στη Γαλλία, φαίνεται να έχει συνειδητοποιήσει αυτόν τον κίνδυνο όταν γράφει : « Το σύνθημα της ελάττωσης της οικονομικής δραστηριότητας έχει ως κύριο στόχο να σηματοδοτήσει με έντονο τρόπο την εγκατάλειψη του παράλογου στόχου της οικονομικής μεγέθυνσης για τη μεγέθυνση, γιατί το μοναδικό κίνητρο αυτού του στόχου είναι η ξέφρενη επιδίωξη του κέρδους για τους κατόχους του κεφαλαίου. Φυσικά, αυτό το σύνθημα δεν έχει ως στόχο την αντιστροφή σε γελοίο βαθμό του προηγούμενου στόχου, η οποία θα οδηγούσε στην επιδίωξη της ελάττωσης της οικονομικής δραστηριότητας για την ελάττωση της οικονομικής δραστηριότητας. Πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα το γεγονός ότι η ελάττωση της οικονομικής δραστηριότητας δεν αποτελεί "αρνητική οικονομική μεγέθυνση", δεδομένου ότι αυτή η έκφραση είναι αντιφατική και παράλογη και εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την κυριαρχία του φαντασιακού της οικονομικής μεγέθυνσης ». [17]
Όμως, τι θα μπορούσε να σημαίνει μια ελάττωση της οικονομικής δραστηριότητας η οποία δεν θα μεταφραζόταν σε μείωση της παραγωγής ; Ο Σερζ Λατούς προσπαθεί να αποφύγει την παγίδα υποστηρίζοντας ότι πρέπει να « ξεφύγουμε από την οικονομία της οικονομικής μεγέθυνσης και να περάσουμε σε μια "κοινωνία της ελάττωσης της οικονομικής δραστηριότητας" ».
Ύμνοι στην παραοικονομία
Αυτό θα σήμαινε ότι η παραγωγή θα συνεχίσει να αυξάνεται ; Σε αυτήν την περίπτωση αδυνατούμε να κατανοήσουμε την έννοια της ελάττωσης της οικονομικής δραστηριότητας. Ή μήπως η παραγωγή θα τεθεί υπό έλεγχο, οπότε και η διαφωνία θα αμβλυνθεί ; Εξάλλου, ο Σερζ Λατούς καταλήγει να συμφωνήσει ότι το σύνθημα της ελάττωσης της οικονομικής δραστηριότητας δεν ενδείκνυται για όλους τους κατοίκους της Γης : « Όσον αφορά τις κοινωνίες του Νότου, αυτός ο στόχος δεν είναι πραγματικά στην ημερήσια διάταξη : ακόμα κι αν διαπνέονται από την ιδεολογία της οικονομικής μεγέθυνσης, οι περισσότερες από αυτές τις κοινωνίες δεν είναι πραγματικές "κοινωνίες της οικονομικής μεγέθυνσης" ». [18]
Όμως, σ’ αυτή τη φράση εντοπίζεται μια τρομερή αμφισημία : οι φτωχές χώρες θα έχουν τη δυνατότητα να αυξήσουν την παραγωγή τους ή μήπως οι κοινωνίες της « μη οικονομικής μεγέθυνσης » πρέπει να παραμείνουν φτωχές ; Οι πολέμιοι της « αναπτυξιολαγνίας » αποδίδουν την αποτυχία των αναπτυξιακών στρατηγικών στο θεμελιώδες ελάττωμα που υποτίθεται ότι περιέχει κάθε είδος ανάπτυξης. Αντίθετα, αποφεύγουν να την αποδώσουν στους συσχετισμούς των κοινωνικών δυνάμεων (για παράδειγμα στις ανισότητες του ιδιοκτησιακού συστήματος της γης, οι οποίες δημιουργούν ακτήμονες). Σε όλα αυτά οφείλεται η ένθερμη κι ανεπιφύλακτη εξύμνηση της παραοικονομίας.
Αλλά ξεχνούν ότι πολύ συχνά σ’ αυτές τις χώρες η παραοικονομία τρέφεται με τα απομεινάρια της επίσημης οικονομίας. Σε αυτά οφείλεται επίσης η άποψη ότι η εγκατάλειψη της ανάπτυξης αποτελεί μια έξοδο από την οικονομία, επειδή θεωρούν ότι η οικονομία δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από το δημιούργημα του καπιταλισμού που γνωρίζουμε. Ο ορθολογισμός της « οικονομίας », με την έννοια της εξοικονόμησης εργατικής δύναμης και φυσικών πόρων που απαιτούνται για την παραγωγή, εξισώνεται με τον ορθολογισμό της οικονομικής αποδοτικότητας, δηλαδή του κέρδους. Έτσι, κάθε βελτίωση της παραγωγικότητας εξομοιώνεται με τον παραγωγισμό.
Με λίγα λόγια, με πρόσχημα ότι πολλοί πολιτισμοί δεν γνωρίζουν τις οικείες σ’ εμάς λέξεις « οικονομία » και « ανάπτυξη », υποστηρίζουν ότι η οικονομία δεν υπάρχει έξω από το δυτικό φαντασιακό. Όμως, αν απουσιάζουν οι λέξεις η υλική πραγματικότητα -δηλαδή η παραγωγή μέσων για τη συντήρηση του ανθρώπου- είναι παρούσα και σ’ αυτούς τους πολιτισμούς. Η παραγωγή είναι μια ανθρωπολογική κατηγορία, ακόμα κι όταν το πλαίσιο και οι σχέσεις με τις οποίες πραγματοποιείται είναι κοινωνικές.
Από αυτή τη σύγχυση -η οποία καταλήγει να θεωρεί τον καπιταλισμό οικουμενικό δεδομένο και όχι απλά ιστορικό, πράγμα που θυμίζει κατά παράδοξο τρόπο το φιλελεύθερο δόγμα- προκύπτει μια ανικανότητα άσκησης κριτικής τόσο στον παραγωγισμό όσο και στον καπιταλισμό ταυτόχρονα : επιχειρείται μονάχα η πρώτη, χωρίς ωστόσο να συνδέεται με τις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις. Η επιθυμία για « εγκατάλειψη της οικονομίας », [19] τη στιγμή που επιδιώκεται « η επαναπρόσδεση της οικονομίας στην κοινωνία », [20] είναι τουλάχιστον περίεργη.
Στο θεωρητικό επίπεδο, είτε θεωρεί κανείς ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην οικονομική μεγέθυνση και την ανάπτυξη είτε βλέπει και στα δύο αυτά φαινόμενα την ίδια λογική αέναης επέκτασης της οικονομικής δραστηριότητας, που οδηγεί σε αδιέξοδο.
Η δεύτερη άποψη εντοπίζεται εύκολα, καθώς την υιοθετούν οι οπαδοί της ελάττωσης της οικονομικής δραστηριότητας, οι οποίοι είναι ταυτόχρονα αντίθετοι με κάθε μορφή ανάπτυξης. Όμως, την πρώτη άποψη ενστερνίζονται τόσο ορισμένοι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι όσο και αντίπαλοι του φιλελευθερισμού.
Δεν ρυπαίνουν όλοι
Οι φιλελεύθεροι υποστηρίζουν ότι επιδιώκουν ποιοτικούς στόχους που δεν περιορίζονται μονάχα στην οικονομική μεγέθυνση, ιδιαίτερα μετά την αποτυχία των σχεδίων δομικής αναδιάρθρωσης που προωθούσε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα. Όμως, αυτή η διάκριση ανάμεσα στην οικονομική μεγέθυνση (ποσοτική) και στην ανάπτυξη (ποιοτική) αποτελεί μια απάτη της φιλελεύθερης λογικής, δεδομένου ότι η οικονομική μεγέθυνση θεωρείται αναγκαία και επαρκής προϋπόθεση για να επιτευχθεί η ανάπτυξη. Επιπλέον, πιστεύεται ότι η οικονομική μεγέθυνση είναι δυνατή επ’ άπειρον.
Από την πλευρά τους, δεδομένων των οικολογικών και κοινωνικών επιπτώσεων που προκάλεσε ο τρόπος ανάπτυξης που ακολουθήθηκε, ο οποίος φαίνεται να είναι άρρηκτα δεμένος με την οικονομική μεγέθυνση, οι οικονομολόγοι που αντιτίθενται στον φιλελευθερισμό -οι οποίοι προέρχονται από τον μαρξισμό, τον στρουκτουραλισμό και τους οπαδούς των τριτοκοσμικών ιδεών των δεκαετιών 1960 και 1970- δυσκολεύονται ιδιαίτερα να υποστηρίξουν ότι μπορεί να γίνει διάκριση ανάμεσα στις δύο έννοιες. Έτσι, είναι εύκολο για όσους είναι αντίθετοι με κάθε μορφή ανάπτυξης να απορρίπτουν και την ανάπτυξη και την οικονομική μεγέθυνση, αρνούμενοι κάθε δυνατότητα διαχωρισμού τους.
Μπορούμε άραγε να υπερβούμε αυτήν την αντίφαση ;
Ο καπιταλισμός έχει κάθε συμφέρον να μας κάνει να πιστέψουμε ότι η οικονομική μεγέθυνση και η ανάπτυξη πηγαίνουν πάντα χέρι χέρι και ότι ο μοναδικός δρόμος για την ευημερία των ανθρώπων είναι η διαρκής αύξηση των εμπορευμάτων.
Συνεπώς, οφείλουμε να δημιουργήσουμε για το μέλλον μια ριζική διάκριση ανάμεσα στις δύο έννοιες : η ευημερία και η ανάπτυξη των δυνατοτήτων του ανθρώπου θα πραγματοποιηθούν έξω από το πλαίσιο της απεριόριστης αύξησης των ποσοτήτων που παράγονται και καταναλώνονται, έξω από το πλαίσιο του εμπορεύματος και της ανταλλακτικής αξίας του, [21] αλλά μέσα στο πλαίσιο της αξίας χρήσης των παραγόμενων προϊόντων και της ποιότητας του κοινωνικού ιστού που μπορεί να δημιουργηθεί.
Ο τομέας των υπηρεσιών
Το σύνθημα της ελάττωσης της οικονομικής δραστηριότητας, εάν εφαρμοζόταν αδιακρίτως για όλους τους λαούς και για όλους τους τύπους παραγωγής, θα ήταν άδικο και αναποτελεσματικό. Κατ’ αρχάς, επειδή ο καπιταλισμός μάς επιβάλλει αυτή τη στιγμή μια ιδιαίτερου τύπου ελάττωση της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία αφορά κυρίως τα αγαθά και τις υπηρεσίες που χρειαζόμαστε περισσότερο από κοινωνική άποψη : μέσα μαζικής μεταφοράς, υγεία, παιδεία, βοήθεια προς τους ηλικιωμένους κ.λπ. Επίσης, θα ήταν άδικη γιατί δεν ρυπαίνουν ή δεν οδηγούν αναγκαστικά στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος όλοι οι τύποι παραγωγής.
Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, το οποίο υπολογίζεται σε χρήμα, περιλαμβάνει και την αύξηση των δραστηριοτήτων στον τομέα των υπηρεσιών : η πίεση που ασκούν οι υπηρεσίες στο περιβάλλον είναι συνήθως κατώτερη των πιέσεων της βιομηχανίας και της γεωργίας. Συνεπώς, η φύση της οικονομικής μεγέθυνσης παρουσιάζει ενδιαφέρον τουλάχιστον εξίσου με την έκταση της μεγέθυνσης. Η επείγουσα ανάγκη για μείωση του « οικολογικού αποτυπώματος » της οικονομικής δραστηριότητας δεν προϋποθέτει την ελάττωση της οικονομικής δραστηριότητας σε όλους τους παραγωγικούς κλάδους, χωρίς να γίνει προηγουμένως διάκριση τόσο της φύσης της παραγωγής όσο και του αποδέκτη στον οποίο προορίζεται αυτή η παραγωγή.
Η χρήση των φυσικών πόρων σε πλανητικό επίπεδο θα πρέπει να οργανωθεί κατά τέτοιον τρόπο ώστε οι φτωχές χώρες να έχουν τη δυνατότητα να δρομολογήσουν την οικονομική μεγέθυνση που είναι αναγκαία για την ικανοποίηση των στοιχειωδών αναγκών τους, ενώ οι πλουσιότερες χώρες πρέπει να μάθουν να εξοικονομούν πόρους.
Επιλεκτική ελάττωση
Στις φτωχές χώρες, οποιοδήποτε μοντέλο κι αν επιβληθεί, θα έχει οπωσδήποτε ως αποτέλεσμα την καταστροφή των πολιτιστικών ριζών τους και θα αποτελέσει εμπόδιο στην ανάπτυξή τους, από την οποία εν μέρει εξαρτάται η χειραφέτησή τους. Όσον αφορά τις πλούσιες χώρες, εκεί θα πρέπει να σχεδιαστούν οι πολιτικές με βάση τις οποίες θα επιτευχθεί η σταδιακή αποσύνδεση της οικονομικής μεγέθυνσης.
Αυτή η αλλαγή δεν θα πραγματοποιηθεί μέσα από μια τυφλή ελάττωση της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία θα ήταν απαράδεκτη για την πλειονότητα των πολιτών, αλλά μέσα από μια προσεκτικά οργανωμένη και στοχευμένη μείωση του ρυθμού της οικονομικής μεγέθυνσης, αλλάζοντας τις διαδικασίες παραγωγής, αλλά και την εικόνα που έχουμε για τον κόσμο.
Η επιβράδυνση της οικονομικής μεγέθυνσης θα αποτελέσει το πρώτο βήμα για την εφαρμογή της επιλεκτικής ελάττωσης της οικονομικής δραστηριότητας, κυρίως στους κλάδους όπου αυτή προξενεί βλάβες στο περιβάλλον, αλλά και για τον επαναπροσανατολισμό της οικονομίας προς την παραγωγή ποιοτικών προϊόντων και συλλογικών υπηρεσιών, για τη δικαιότερη κατανομή των εισοδημάτων στους εργαζόμενους και για τη σταδιακή μείωση του χρόνου εργασίας, στο βαθμό που επιτυγχάνονται κέρδη παραγωγικότητας. Αυτός είναι, άλλωστε, και ο μοναδικός τρόπος για να διαφυλαχθεί η απασχόληση έξω από το πλαίσιο της οικονομικής μεγέθυνσης. Πρέπει δε να γνωρίζουμε ότι καμία αμφισβήτηση του σημερινού αναπτυξιακού μοντέλου δεν είναι ρεαλιστική εάν δεν αμφισβητηθούν ταυτόχρονα οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. [22]
Εάν ορίσουμε ως ανάπτυξη την εξέλιξη μιας κοινωνίας που θα χρησιμοποιούσε τα κέρδη παραγωγικότητας που θα επιτύγχανε όχι για την αέναη αύξηση της παραγωγής, που δημιουργεί ρύπανση, υποβάθμιση του περιβάλλοντος, αίσθηση του ανικανοποίητου, καταπιεσμένες επιθυμίες, ανισότητες και αδικίες, αλλά για τη μείωση του χρόνου εργασίας όλων των εργαζομένων, με δικαιότερη κατανομή των εισοδημάτων, τότε δεν υπάρχει οπισθοδρόμηση σε σχέση με την κριτική που ασκείται στο σημερινό αναπτυξιακό μοντέλο. Αυτό δεν μας καταδικάζει να παραμείνουμε δέσμιοι στο εσωτερικό του χρησιμοθηρικού μοντέλου, υπό τον όρο ότι τα κέρδη παραγωγικότητας θα επιτυγχάνονται χωρίς υποβάθμιση των συνθηκών εργασίας ή του περιβάλλοντος.
Από τη στιγμή που παραδεχόμαστε ότι η ανθρωπότητα δεν θα επιστρέψει στο στάδιο που βρισκόταν πριν εμφανιστεί η έννοια της ανάπτυξης, οπότε παραδεχόμαστε επίσης ότι τα κέρδη της παραγωγικότητας υπάρχουν, και θα υπάρχουν στο μέλλον, πρέπει να εξεταστεί προσεκτικά η χρήση τους και να γίνει συμβατή με την αναπαραγωγή των ζωντανών συστημάτων.
Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι η μείωση του χρόνου εργασίας θα συμβάλει, αφενός στο να αποβάλλουμε από το μυαλό μας τη φαντασίωση ότι ευημερία ισοδυναμεί με την κατοχή περισσότερων αγαθών και, αφετέρου, στη συνειδητοποίηση ότι εάν η επέκταση των συλλογικών υπηρεσιών και της κοινωνικής προστασίας και η ανάπτυξη του πολιτισμού ξεφύγουν από τα χέρια του κεφαλαίου, τότε θα μπορέσουν να αποτελέσουν μια πηγή πλούτου ασύγκριτα ανώτερη από εκείνον που ευνοεί η αγορά.
Πίσω από το ζήτημα της ανάπτυξης κρύβεται το ζήτημα του σκοπού της εργασίας και, συνεπώς, το ζήτημα της μετάβασης προς μια κοινωνία της εξοικονόμησης και της αλληλεγγύης.
« Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία »
Notes
[1] Gro Harlem Brundtland, « Notre avenir à tous », « Rapport de la commission mondiale pour l’environnement et le développement », Fleuve, Μόντρεαλ, 1987.
[2] Όπ.π. σελ. ΧΧΙΙΙ. ΣτΜ : Στα ελληνικά χρησιμοποιούμε τους όρους « ρυθμός ανάπτυξης » και « ανάπτυξης »
[3] « Rapport mondial sur le développement humain 2002 », De Boeck, 2002, Βρυξέλλες, σελ. 28.
[4] Η ενεργειακή ένταση (και γενικότερα η ένταση της χρήσης των φυσικών πόρων) ορίζεται ως η ποσότητα ενέργειας ή φυσικών πόρων που απαιτούνται για την παραγωγή 1 ευρώ ΑΕΠ.
[5] ΙΕΑ, « Oil Crisis and Climate Challenges : 30 Years of Energy Use in ΙΕΑ Countries », Βιέννη, 2004, www.iea.org.
[6] Δήλωση του προέδρου της, Τζέιμς Γούλφενσον, η οποία αναφέρεται στο « Les objectifs de réduction de la pauvreté ne seront plus atteints », « Le Monde », 24 Απριλίου 2004.
[7] UNCTD, « The Least Developed Countries, Report 2004 », ΟΗΕ, Γενεύη, Μάιος 2004, σελ. 362.
[8] Ο Εμίλ Ντιρκχάιμ όριζε ως ανομία την απουσία ή την εξαφάνιση των αξιών της κοινότητας ή των κοινωνικών κανόνων.
[9] Jacques Attali, « Un agenda de croissance fabuleux », « Le Monde », « 2004, l’année du rebond », 4-5 Ιανουαρίου 2004.
[10] Με την εντροπία ορίζεται η υποβάθμιση της ενέργειας.
[11] Redefining Progress, www.progress.org.
[12] Nicholas Georgescu-Roegen, « La Décroissance », Sang de la Terre, Παρίσι, 1995.
[13] Gilbert Rist, « Le "développement" : la violence symbolique d’une croyance », στο συλλογικό έργο υπό τη διεύθυνση του Christian Comeliau « Brouillons pour l’avenir, Contribuons au débat sur les alternatives », « Les Nouveaux Cahiers de l’IUED », Γενεύη, no 14, PUF, Παρίσι 2003, σελ. 147.
[14] Serge Latouche, « Να τελειώνουμε μια για πάντα με την ανάπτυξη », « Le Monde diplomatique » -« Κ.Ε. », 10-6-01. Βλ. http://monde-diplomatique.gr/spip.php ?article215.
[15] Κορνήλιος Καστοριάδης, « Le Monde morcelé. Les carrefours du labyrinthe 3 », Seuil, Παρίσι, 1990, σελ. 193.
[16] Silence, « Objectif décroissance. Vers une société harmonieuse », Parangon, Παρίσι, 2003.
[17] Serge Latouche, « Il faut jeter le bébé plutôt que l’eau du bain », στο συλλογικό έργο υπό τη διεύθυνση του Christian Comeliau, όπ.π. σελ. 127.
[18] Serge Latouche, « Κοινωνία της ποσότητας ή της ποιότητας ; » -« Κ.Ε. »-« Le Monde diplomatique », 22-2-04, σημείωση 12. Βλ. http://monde-diplomatique.gr/spip.php ?article216.
[19] Serge Latouche, « Justice sans limites, Le défi de l’éthique dans une économie mondialisée », Fayard, Παρίσι, 2003, σελ. 275.
[20] Serge Latouche, όπ.π. σελ. 278.
[21] Η αξία χρήσης είναι η χρησιμότητα ενός προϊόντος ή ενός αγαθού. Πρόκειται για ποιοτική αξία, η οποία δεν είναι μετρήσιμη και δεν μπορεί να περιοριστεί στην ανταλλακτική αξία, που εκφράζεται σε χρήμα. Η τελευταία είναι η σχέση με την οποία θα ανταλλαγούν δύο εμπορεύματα, μέσω του χρήματος. Η υπογράμμιση αυτής της διάκρισης σηματοδοτεί την άρνηση της εμπορευματοποίησης των πάντων.
[22] « L’économie économe. Le développement soutenable par la réduction du temps de travail », L’Harmattan, Παρίσι, 1997. « La Démence sénile du capital. Fragments d’économie », Éditions du Passant, Μπεγκλ, 2η έκδοση, 2004.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου