Τρίτη 13 Ιουλίου 2010

Οι γυναίκες θα κυβερνήσουν τον κόσμο

των Τζέσικα Μπένετ και Τζέσε Έλισον

© Newsweek
Πηγή: ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Η περίφημη αφίσα «we can do it!» που εκδόθηκε στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια
του Β' παγκοσμίου πολέμου, για να ενθαρρύνει τις γυναίκες να αναπληρώσουν
τους επιστρατευμένους άνδρες στις βιομηχανικές θέσεις εργασίας
Όταν κάποια στιγμή στο μέλλον γραφτεί η ιστορία της μεγάλης ύφεσης του 2007-2008, ίσως να της δώσουν κι ένα παρατσούκλι: «ανδρύφεση». Ο όρος «mancession» ήδη κυκλοφορεί στο λαϊκό τύπο, οι στήλες των οποίων βρίθουν επίσης από θλιβερές ιστορίες για τα βασικά θύματα της παγκόσμιας ύφεσης: τους άνδρες. Οι βασικοί κλάδοι που πλήττονται σκληρότερα από την κρίση, ο χρηματοπιστωτικός τομέας, η βιομηχανία, η οικοδομή, είναι όλοι ανδροκρατούμενοι, ενώ και οι υψηλότερες αμοιβές τους θέτουν συχνά τους άνδρες στην πρώτη γραμμή των απολύσεων. Οι άνδρες ήδη είναι τα θύματα στις 2/3 των περιπτώσεων των 11 εκατομμυρίων απολεσθεισών θέσεων εργασίας από το 2007· τον Αύγουστο του 2009, όταν η ανδρική ανεργία στις ΗΠΑ ήταν στο 11%, έναντι 8.3% της γυναικείας, σημειώθηκε το μεγαλύτερο χάσμα μεταξύ των φύλων στην ανεργία από το Β' παγκόσμιο πόλεμο. Έκτοτε οι αριθμοί βελτιώθηκαν, (τώρα η ανεργία είναι αντίστοιχα 9.9% έναντι 7.8%), αλλά το γεγονός αυτό δεν απέτρεψε το βασικό οικονομολόγο του προέδρου Λάρι Σάμερς (Larry Summers) από το να δηλώσει πως «όταν η οικονομία ανακάμψει, σε πέντε χρόνια από σήμερα, ένας στους έξι άνδρες ηλικίας μεταξύ 25 και 54 ετών θα είναι άνεργος».

Αν είναι τυχεροί, θα έχουν συζύγους που θα τους συντηρούν. Οι Αμερικανίδες ήδη είναι τουλάχιστο εξίσου «κουβαλητές» με τους άνδρες στα 2/3 των αμερικανικών νοικοκυριών· στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) το 75% των νέων θέσεων εργασίας που δημιουργήθηκε από το 2000, καταλήφθηκε από γυναίκες. Παρά τις μισθολογικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών, οι οικονομολόγοι θεωρούν πως κάποια στιγμή ως το 2024 η αμοιβή της μέσης γυναίκας θα ξεπεράσει, για πρώτη φορά στην ιστορία, εκείνη του μέσου άνδρα, στις ΗΠΑ και αρκετές πλούσιες ευρωπαϊκές χώρες. Επιπλέον, οι γυναίκες λατρεύουν να δαπανούν: σε ένα νέο βιβλίο για την οικονομική ισχύ των γυναικών, με τον τίτλο «επιρροή» σημειώνεται πως στην Αμερική, το 83% των καταναλωτικών δαπανών γίνεται από γυναίκες· οι γυναίκες κατέχουν το 89% των τραπεζικών βιβλιαρίων καταθέσεων, το 51% του συνολικού πλούτου, και η καταναλωτική τους ισχύς υπερβαίνει πλέον τα 5 τρις δολάρια -περισσότερο από το σύνολο της ιαπωνικής οικονομίας. Σε πλανητικό επίπεδο, η μεγαλύτερη αναδυόμενη αγορά του κόσμου είναι οι γυναίκες, που ξεπερνούν σε οικονομική δύναμη την Ινδία και την Κίνα μαζί. Πρόκειται περί μιας σεισμικής ανατροπής, που τίποτα δε δείχνει πως πρόκειται να σταματήσει: στους 15 επαγγελματικούς κλάδους που θεωρείται πως θα αναπτυχθούν περισσότερο την επόμενη δεκαετία, όλοι -πλην δύο- είναι γυναικοκρατούμενοι.

Όπως ήταν φυσικό, οι πολυεθνικές παρατήρησαν αυτήν την τόσο κολοσσιαία αλλαγή, και προσπαθούν να παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες ελκυστικά στο γυναικείο αγοραστικό κοινό. Αλλά υπάρχουν κι άλλες, εξίσου σημαντικές επιπτώσεις: τις περισσότερες π.χ. νέες επιχειρήσεις τις ξεκινούν πλέον γυναίκες, πράγμα που σημαίνει πως κάποια στιγμή στο μέλλον οι περισσότερες γυναίκες θα έχουν εργοδότες γυναίκες -και όχι πια άνδρες. Όπως πολλά από τα φαινόμενα που σχετίζονται με την ενδυνάμωση των γυναικών, έτσι και η αλλαγή αυτή ξεκίνησε στις ΗΠΑ, για να επεκταθεί από εκεί στον υπόλοιπο κόσμο. Μεταξύ του 1997 και του 2002, οι επιχειρήσεις με γυναίκες επικεφαλής αυξήθηκαν σχεδόν κατά 20%, ενώ ο συνολικός αριθμός των επιχειρήσεων αυξήθηκε μόλις κατά το ένα τρίτο, ήτοι κατά 7%. Ήδη το 2005, πάνω από το 1/3 όσων αναμειγνύονταν στην επιχειρηματική δραστηριότητα ήταν γυναίκες, ενώ και σήμερα στις ΗΠΑ οι επιχειρήσεις που ανήκουν σε γυναίκες αυξάνουν με διπλάσιο ρυθμό από ότι το σύνολο των επιχειρήσεων. Δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε πως οι ελπίδες της μεσαίας τάξης στον αναπτυγμένο κόσμο εξακολουθούν να μένουν ζωντανές χάρη στη γυναικεία επιχειρηματικότητα.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες σχεδόν το σύνολο των νέων θέσεων εργασίας που δημιουργήθηκαν από το 1980 ως σήμερα παρήχθησαν σε επιχειρήσεις που λειτουργούσαν λιγότερο από πέντε χρόνια, και τα σχετικά ποσοστά αναμένεται να αυξηθούν κι άλλο, καθώς οι πολυεθνικές τείνουν να μετακομίζουν σε χώρες με φθηνότερο εργατικό κόστος. «Όποιον οικονομολόγο κι αν ρωτήσετε θα σας πει πως τις θέσεις εργασίας που χρειαζόμαστε για να τροφοδοτήσουμε οτιδήποτε θα μοιάζει με μεσαία τάξη στο μέλλον, δεν μπορούμε να τις βρούμε παρά μόνο από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις» μας λέει η καθηγήτρια στη σχολή επιχειρηματικότητας στο Χάρβαρντ Νάνσι Κοέν (Nancy Koehn). «Αν το βάλουμε καλά αυτό στο μυαλό μας, το επόμενο βήμα είναι να αρχίσουμε να ασχολούμαστε με το πώς θα κεφαλαιοποιήσουμε αυτό το πλατύ δίκτυο νέων γυναικών επιχειρηματιών. Πώς θα το στηρίξουμε; Πώς θα το χρηματοδοτήσουμε; Πώς θα αξιοποιήσουμε αυτόν τον εθνικό πόρο;»

Το ίδιο ερώτημα αρχίζει να απασχολεί τους πολιτικούς σε ολόκληρο τον κόσμο. Πουθενά δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη για επαγγελματικές ικανότητες όσο στις ταχεία αναπτυσσόμενες χώρες, ιδίως τις λεγόμενες χώρες «BRIC» (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα) όπου η ανάπτυξη της οικονομίας και της δημιουργίας επιχειρήσεων ξεπερνά κατά πολύ την παραγωγή καλά καταρτισμένων εργαζόμενων. Στο ζήτημα αυτό, η αύξηση της γυναικείας οικονομικής ισχύος είναι το πιο αποτελεσματικό μέσο αλλαγής που διαθέτουμε, εν πολλοίς διότι το μορφωτικό επίπεδο των γυναικών στις χώρες αυτές έχει βελτιωθεί καταπληκτικά, ακόμα κι αν το συγκρίνουμε με δέκα μόλις χρόνια πριν. Είναι πασίγνωστο πως στις Ηνωμένες Πολιτείες οι γυναίκες ξεπερνούν (κατά είκοσι μονάδες!) τους άνδρες σε κατοχή πτυχίων κολεγίων ή νομικών σπουδών· ή ότι το 72% των αριστείων των λυκείων δόθηκε πέρσι σε κορίτσια κ.λπ. Αυτό που είναι λιγότερο γνωστό είναι πως το ίδιο συμβαίνει σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες: στη Βραζιλία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ), τη Ρωσία, η μεγάλη πλειοψηφία των πτυχιούχων είναι κορίτσια. Στη Ρωσία το 86% των κοριτσιών ηλικίας 18-23 ετών σπουδάζουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η βελτίωση του μορφωτικού επιπέδου των γυναικών μπορεί να έχει καταλυτικές επιπτώσεις στην οικονομία. Ο «σύνδεσμος γυναικείας μάθησης» (WLP) έχει υπολογίσει πως για κάθε χρόνο που συνεχίζουν τα κορίτσια τις σπουδές τους μετά την Δ' δημοτικού, οι αμοιβές σε μια χώρα αυξάνουν κατά 20% και η παιδική θνησιμότητα μειώνεται κατά 10%. Με κάθε παραπάνω χρόνο σπουδών των γυναικών, η συμμετοχή τους στη αγορά εργασίας αυξάνει κατά 1%.

Οι μορφωμένες γυναίκες των κρατών BRIC άρχισαν να το επιβεβαιώνουν αυτό: ήδη αποτελούν μεταξύ 30% και 50% της εργατικής δύναμης, ενώ στις τρεις από τις τέσσερις χώρες της κατηγορίας η συμμετοχή τους αυξάνει κάθε χρόνο. Όλα δείχνουν πως αυτή η τάση θα επιταχυνθεί. Όπως έδειξε μια μελέτη του νεοσύστατου «κέντρου για πολιτικές εναρμόνισης εργασίας και καθημερινής ζωής» (CWLP) για την αξιοποίηση των ικανοτήτων των γυναικών στην αγορά εργασίας στις αναπτυσσόμενες χώρες, στις χώρες αυτές οι γυναίκες αυτοχαρακτηρίζονται συχνότερα ως «φιλόδοξες» σε σύγκριση με τους άνδρες. Το 85% των γυναικών της Ινδίας, το 92% εκείνων των ΗΑΕ αυτοχαρακτηρίζονται ως «πολύ φιλόδοξες»· στη Βραζιλία, την Κίνα και τα ΗΑΕ το 75% των γυναικών εργαζομένων φιλοδοξούν να καταλάβουν κάποιο διευθυντική θέση, (στις ΗΠΑ οι γυναίκες που αυτοχαρακτηρίζονται ως «πολύ φιλόδοξες» μόλις που φτάνουν το 36%). Φυσικά, οι στάσεις αυτές επιβάλλονται εν μέρει από τις έντονες ακόμα «έμφυλες» ανισότητες στις χώρες αυτές, οικονομικές αλλά και γενικότερες. Αλλά ορισμένοι ειδικοί θεωρούν πως σε ορισμένες περιπτώσεις η κληρονομιά του κομμουνισμού λειτουργεί παραδόξως ευεργετικά για το σημερινό καπιταλισμό: όπως είπε στους ερευνητές του ένας Κινέζος επικεφαλής μιας ερευνητικής ομάδας, «ο κομμουνισμός πάντοτε έδινε έμφαση στο ότι οι γυναίκες μπορούν να καταφέρουν ότι και οι άνδρες... Και πράγματι βρίσκουμε συχνά γυναίκες υποψηφίους να είναι εξίσου ανταγωνιστικές, αν όχι περισσότερο, σε σχέση με τους άρρενες συναδέρφους τους».

Στον αναπτυσσόμενο κόσμο, η συζήτηση για τη θέση των γυναικών στην αγορά εργασίας είναι νέα και συναρπαστική. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη δύση γενικότερα, έχουμε φτάσει στο σημείο που η Ρόζαλιντ Χάντνελ (Rosalind Hudnell), στέλεχος της «ιντέλ», έχει αποκαλέσει «έμφυλη κόπωση». «Λες και η ανισότητα των φύλων είναι κάποιο παμπάλαιο θέμα· λες κι έχουμε ξεμπερδέψει με αυτό», λέει. Από την άλλη η Χάντνελ διαβλέπει μια αφύπνιση στις αναπτυσσόμενες αγορές, χώρες σαν την Κίνα, την Ινδία, τη Βραζιλία. Όταν, εδώ και ενάμισι χρόνο, τα γραφεία της «ιντέλ» στην Κίνα οργάνωσαν σεμινάρια για το διαδίκτυο για τις γυναίκες υπαλλήλους τους, τα αποτελέσματα ήταν εξίσου εκρηκτικά με τους ρυθμούς ανάπτυξης της χώρας. «Αν μου έλεγες εδώ και δύο χρόνια πως η πιο γρήγορα αναπτυσσόμενη ομάδα από άποψη ενδιαφέροντος για την εταιρεία μας θα ήταν οι Κινέζες, θα σκεφτόμουν "ναι, καλά"...» σχολιάζει η Χάντνελ.

Με δεδομένη την κατάσταση της οικονομίας, πολλές εταιρείες στραβοκοιτάνε προς τις γυναίκες, μπας και βρουν εκεί σανίδα σωτηρίας. Επιχειρήσεις σαν την «ιντέλ» προσβλέπουν στις γυναίκες εργαζόμενες, που τις θεωρούν κρίσιμο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στον παγκόσμιο ανταγωνισμό για εύρεση ταλέντων. Πολλές έρευνες δείχνουν πως οι εταιρείες που έχουν περισσότερες γυναίκες στα διοικητικά τους συμβούλια έχουν καλύτερα οικονομικά αποτελέσματα από τις πιο ανδροκρατούμενες επιχειρήσεις. Μια σχετική έρευνα της εταιρείας συμβούλων «Μακ Κίνσεϊ» έδειξε πως από τις επιχειρήσεις που κατέβαλαν προσπάθειες να ενδυναμώσουν τις γυναίκες στις αναδυόμενες αγορές, το 34% ανέφεραν άνοδο των κερδών τους, εκ των οποίων το 38% δήλωσε πως θεωρούν την άνοδο αυτή ως άμεσο αποτέλεσμα των συγκεκριμένων προσπαθειών. Υπάρχουν πολλές θεωρίες ως προς το γιατί οι γυναίκες βελτιώνουν τις οικονομικές επιδόσεις των επιχειρήσεων. Μια πρόσφατη έρευνα της «βιομηχανικής σχολής του Λονδίνου» επισημαίνει πως η παραγωγικότητα βελτιώνεται περισσότερο όταν γυναίκες και άνδρες συνεργάζονται, εν μέρει λόγω του ότι οι ομοιογενείς ομάδες δε διευκολύνουν την ομαδική λήψη των αποφάσεων. Ό,τι κι αν συμβαίνει, υπάρχουν πολλά επιχειρήματα υπέρ της ισότητας των φύλων στο χώρο εργασίας.

Η επαγγελματική εξίσωση των φύλων μπορεί ακόμα και να διασώσει παραπαίουσες εθνικές οικονομίες. Το «παγκόσμιο οικονομικό φόρουμ» (WFM) έχει εκτιμήσει πως η εκμηδένιση της ανισότητας των φύλων στους εργασιακούς χώρους των ΗΠΑ θα επέφερε αύξηση του αμερικανικού ΑΕΠ κατά 9%· στις χώρες BRIC, αλλά και στις χώρες του λεγόμενου «Ν11» (Μπαγκλαντές, Αίγυπτο, Ινδονησία, Ιράν, Μεξικό, Νιγηρία, Πακιστάν, Φιλιππίνες, Νότιος Κορέα, Τουρκία και Βιετνάμ), το CWLP εκτιμά πως η είσοδος των γυναικών στην αγορά εργασίας θα μπορούσε να αυξήσει το ΑΕΠ κατά 14% ως το 202 και κατά 20% ως το 2030. «Η μια μελέτη μετά την άλλη...», λέει η διευθύντρια του Λευκού Οίκου για τη δημόσια κινητοποίηση Κριστίνα Τσεν (Christina Tchen), «δείχνουν πως η άνοδος του μορφωτικού επιπέδου και του εισοδήματος των γυναικών και των κοριτσιών συμβάλει αποφασιστικά στην κοινωνική σταθερότητα και την οικονομική πρόοδο». Στις αναπτυσσόμενες χώρες, τα οικονομικά και κοινωνικά αποτελέσματα της γυναικείας οικονομικής ενδυνάμωσης είναι προφανή, πόσο μάλλον που οι γυναίκες επανεπενδύουν το 90% του εισοδήματός τους στην κοινότητα και την οικογένειά τους, έναντι του 30% ως 40% που είναι το αντίστοιχο ποσοστό για τους άνδρες.

Είναι ολοφάνερο πως εξακολουθούν να υπάρχουν εκκρεμότητες -όχι μόνο στην πατρίδα μας, αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι γυναίκες στις ΗΠΑ ίσως δουλεύουν περισσότερο και σε μεγαλύτερους αριθμούς, αλλά εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν μόλις το.. 3% των διευθυνόντων συμβούλων που συμπεριλαμβάνονται στον κατάλογο «φόρτσουν 500» και η αμοιβή τους μετά βίας φτάνει το 77% εκείνης των ανδρών. Ακόμα κι αν υπάρχουν γυναίκες στα ύπατα αξιώματα της πολιτείας, η ανισότητα των φύλων εξακολουθεί να είναι κυρίαρχη στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Στη Βραζιλία, την Ινδία, την Κίνα και τα ΗΑΕ, πάνω από το ένα τέταρτο των ανδρών και των γυναικών παραδέχονται πως οι γυναίκες αδικούνται στους χώρους εργασίας (στην Ινδία ο σχετικός αριθμός φτάνει στο 45%). Υπάρχουν βαθιά ριζωμένες πολιτιστικές αξίες, που παρεμποδίζουν την προς τα άνω κινητικότητα των γυναικών: στην Κίνα και τη Ρωσία, για παράδειγμα, υπάρχουν θέσεις εργασίας που απαιτούν πάνω από 70 ώρες εργασίας την εβδομάδα κι υπονομεύουν την προσωπική ζωή των εργαζομένων, ιδίως όταν έχουν να αναθρέψουν παιδιά. Επίσης η κοινωνική κατακραυγή κατά των γυναικών που ταξιδεύουν μόνες συχνά περιορίζει τις σταδιοδρομίες πολλών γυναικών, καθώς οι απαιτητικές σταδιοδρομίες απαιτούν συχνά πολλά επαγγελματικά ταξίδια. Σε πολλές άλλες χώρες, π.χ. στην Ινδία και τη Βραζιλία, οι γυναίκες νιώθουν ανασφάλεια στο δρόμο προς και από τη δουλειά.

Τούτων λεχθέντων, οι γυναίκες σε αυτές τις χώρες έχουν απροσδόκητα πλεονεκτήματα. Οι ευρείες οικογένειες π.χ. ελαφρύνουν πολύ την ανατροφή των παιδιών και διευκολύνουν την εξισορρόπηση δουλειάς και ζωής, που τόσο ταλαιπωρεί τις δυτικές γυναίκες. Αυτές οι «ατραγούδιστες ελευθερίες» του τρίτου κόσμου μπορεί να αλλάξουν την κυρίαρχη εργασιακή ηθική, που την έχουν διαμορφώσει ως επί το πλείστον λευκοί, δυτικοί άνδρες. «Δεν είναι δυνατό να θεωρείσαι παραγωγική, ανταγωνιστική χώρα αν δεν αξιοποιείς το σύνολο του εργατικού σου δυναμικού» τονίζει η Λόρα Λίζγουντ (Laura Liswood), ανώτατη σύμβουλος της «Γκόλντμαν Σακς». «Υπάρχει σοβαρή δυνατότητα οι επιχειρήσεις σε αυτές τις χώρες να προσαρμοστούν στις πολιτιστικές συνήθειες ή τους κανόνες των κρατών αυτών, που διαφέρουν τόσο από εκείνους που κυριαρχούν στη δύση. Προχωρούν σχεδόν σε αχαρτογράφητο τοπίο». Πόσο μάλλον που ενώ το ζήτημα της ανισότητας των φύλων θεωρείται ενδεχομένως διχαστικό ή «passé» στη δύση (σύμφωνα με το CWLP στις ΗΠΑ οι εργασιακές συνθήκες των γυναικών απασχολούν πρωτίστως τις γυναίκες) στα κράτη της ομάδας BRIC άνδρες και γυναίκες συμφωνούν πως οι γυναίκες υφίστανται διακρίσεις και σεξισμό στους χώρους εργασίας. Στις χώρες αυτές μπορεί οι ανισότητες να είναι πιο κραυγαλέες, αλλά υπάρχει επίσης μεγαλύτερη κοινωνική προθυμία να τις αντιμετωπίσουν σαν κοινωνικό πρόβλημα.

Αλλά οι σημαντικότερες αλλαγές δεν θα προέρθουν από καλοσχεδιασμένα προγράμματα γυναικείας ενδυνάμωσης που θα εφαρμόζουν άνδρες και γυναίκες εργοδότες καλών προθέσεων. Τις αλλαγές θα τις προκαλέσουν οι αδήριτες οικονομικές εξελίξεις που ευνοούν τις γυναίκες, ιδίως στις πιο ζωτικές αγορές του κόσμου. «Το περασμένο τρίμηνο στη Βραζιλία ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν 9%, ενώ το 60% των αποφοίτων πανεπιστημίων της χώρας ήταν κορίτσια» τονίζει η Σίλβια Αν Χιούλετ (Sylvia Ann Hewlett) του CWLP. «Κοιτάξτε προσωπικά τα νούμερα αυτά και πείτε μου τι βλέπετε; Να το πάρει το ποτάμι; Αυτό που βλέπετε είναι μια επανάσταση!».

Η ιστορία επιβεβαιώνει τα λεγόμενά της. Τις δεκαετίες του 1880 και του 1890, οι Αμερικανίδες εκπόρθησαν τα εργοστάσια, τα νοσοκομεία, τα καταστήματα λιανικής πώλησης, εργαζόμενες ως υπάλληλοι, πωλήτριες, γραμματείς, και συνειδητοποιώντας έτσι σταδιακά τη δύναμή τους. Δεν είναι συμπτωματικό πως τότε ακριβώς κέρδισαν το δικαίωμα του εκλέγειν, όπως τονίζει η καθηγήτρια Κοέν, που είναι ιστορικός. Παρόμοιες ήταν οι επιπτώσεις της μαζικής απασχόλησης των γυναικών κατά τη διάρκεια του Β' παγκοσμίου, πολέμου όταν οι γυναίκες έφτασαν να αντιπροσωπεύουν το 30% του εργατικού δυναμικού. Στην Ινδία, ενώ εκατομμύρια γυναίκες άρχισαν να εργάζονται στα χιλιάδες τηλεφωνικά κέντρα της χώρας και σε γραφεία επιχειρήσεων, παρατηρήθηκε επίσης, για πρώτη φορά στην ιστορία, μεγάλοι αριθμοί γυναικών να επιλέγουν να ζουν μόνες τους. Ίσως αυτή τη φορά η επανάσταση απλά να αφορά την ίδια τη φύση των χώρων εργασίας όπως τους έχουμε συνηθίσει. «Θεωρώ πως οι γυναίκες θα συνταράξουν τους χώρους εργασίας την επόμενη δεκαπενταετία», λέει η Κοέν. «Σήμερα βλέπουμε απλώς τις απαρχές αυτού που θα εξελιχθεί σε ένα τσουνάμι αλλαγής, που θα αλλάξει τον κόσμο πολύ βαθύτερα από οποιαδήποτε οργάνωση». Ή από οποιοδήποτε κράτος. Αν είναι αλήθεια πως μόλις βγήκαμε από μια «ανδρύφεση», τότε η ανάκαμψη θα είναι γένους θηλυκού.

Δεν υπάρχουν σχόλια: