Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010

Αγορά και δημοκρατία

του Ζακ Αταλί

Πηγή: ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Καθημερινά βλέπουμε να συσσωρεύονται οι αποδείξεις για την αυξανόμενη αντίφαση μεταξύ αγοράς και δημοκρατίας:

η δημοκρατία προϋποθέτει την ύπαρξη συνόρων· συνόρων γεωγραφικών, που προσδιορίζουν τον τόπο της αρμοδιότητάς τους. Συνόρων λειτουργικών, που οριοθετούν τους τομείς όπου εφαρμόζονται αυτές οι πολιτικές.
από τη μεριά της η αγορά εξ ορισμού απεχθάνεται τα σύνορα· εμπορεύματα, κεφάλαια, εργαζόμενοι, καταναλωτές, μισθωτοί, θα πρέπει όλα να κυκλοφορούν κατά βούληση, να πωλούν και να αγοράζονται όπως επιθυμούν, να εργάζονται και να επενδύουν παντού.

Η δημοκρατία αγαπά τη σταθερότητα· η αγορά αντιθέτως είναι νομάς.



Ξαναβρίσκουμε αυτή την αντίφαση στις σημερινές εξελίξεις. Εδώ ριζώνει η οικονομική κρίση· εδώ συναντά και η πολιτική τα όριά της, με αποτέλεσμα να «χτυπιέται» σε μια θλιβερή παράσταση, ενώ πλέον το σημαντικό δεν εξαρτάται από αυτήν. Εδώ -και πάλι- οφείλονται όσα συμβαίνουν στη Λ' Ορεάλ.

Αλλά η ιστορία αυτή διαθέτει πολλές διαστάσεις, που αφορούν από τη χρηματοδότηση της πολιτικής και την εκμετάλλευση του γήρατος έως τη σκανδαλώδη ανάμειξη μεταξύ των -θαμπωμένων από τα λεφτά- πολιτικών και των Κολοσσών του χρήματος.

Αλλά κατά τη γνώμη μου το βασικό που μας διδάσκει αυτή η ιστορία είναι πόσο δύσκολη και κρίσιμη είναι η σχέση πολιτικής και αγοράς.

Η αλήθεια είναι πως αν η αγορά ήταν ο μόνος κυρίαρχος, η κ. Μπετανκούρ (Bettencourt) θα είχε προ πολλού μετατραπεί σε φορολογικό πρόσφυγα. Αλλά παρέμεινε στη Γαλλία. Αυτό δεν είναι ασήμαντο: Ο μόνος λόγος που εξακολουθεί να είναι γαλλική η «Λ' Ορεάλ» μια επιχείρηση στρατηγικής σημασίας για το μέλλον της γαλλικής οικονομίας, είναι πως η κληρονόμος του ιδρυτού της αποφάσισε να μην μετακομίσει στο εξωτερικό, ενώ με κριτήρια φορολογικά θα έπρεπε εδώ και χρόνια να έχει μιμηθεί τους νεόπλουτους εκείνους που μεταναστεύουν σωρηδόν για να περισώσουν κάποια ψήγματα της δικής τους περιουσίας.



Όποια κι αν είναι τα αληθινά της κίνητρα, ότι φορολογικές απάτες κι αν έκαναν οι λογιστές της, το μόνο βέβαιο είναι πως κατανόησε, όπως κι άλλοι πριν από εκείνη, πως ο πραγματικός πλούτος συνίσταται ακριβώς στο να μπορεί κανείς να επιλέγει να διαβιώνει όπου η ζωή είναι καλύτερη, όχι απλά όπου η φορολογία είναι χαμηλότερη! Κατανόησε πως η πραγματική φτώχεια, σε ανθρώπινο και πολιτιστικό επίπεδο, είναι ακριβώς η διαρκής αναζήτηση φορολογικών «παραδείσων», είναι να επιτρέπεται στην αγορά να αποφασίζει τη μοίρα μας. Κι αν ορισμένοι -νεότεροι και λιγότερο πλούσιοι από εκείνη- αφήνονται να υποταχτούν σε αυτή τη λογική, αυτό συμβαίνει διότι το έθνος δεν βρήκε τα κατάλληλα επιχειρήματα ώστε να τους πείσει να παραμείνουν στη χώρα τους.

Κι αυτό είναι το σημαντικότερο: η δημοκρατία δεν μπορεί να ανταγωνίζεται την αγορά στο γήπεδό της. Δεν μπορεί να παραιτείται από τα φορολογικά της έσοδα για να γοητεύσει όσους δεν ενδιαφέρονται για τη μοίρα της. Δεν πρέπει να εκμηδενίζει τη φορολογία για να συγκρατήσει τους πλουσιότερους, ούτε φυσικά να τη διογκώνει πέραν της λογικής, για να βοηθήσει δήθεν τους φτωχούς. Αυτό που χρειάζεται να κάνει, είναι να αξιοποιήσει τα δικά της όπλα: αυτά της μόρφωσης, του πολιτισμού, της ικανοποίησης που προκαλεί η συμβίωση, του κοινωνικού συμβολαίου. Η εμπειρία πράγματι αποδεικνύει πως η «φορολογική μετανάστευση» είναι πολύ μικρή σε χώρες με υψηλή φορολογία, εφόσον οι χώρες αυτές κατορθώνουν να αξιοποιούν τους πόρους τους για να υπηρετήσουν ένα συλλογικό πρόταγμα.
Η πολιτική δεν μπορεί να εξισορροπεί την αγορά απλά υποτασσόμενη στους νόμους της. Αλλά μπορεί να δημιουργήσει μερικούς καλούς λόγους ώστε να πείσει τους νομάδες να μοιραστούν το μέλλον τους με τους μόνιμους κατοίκους της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: