του Ρίτσαρντ Κοέν
Πηγή: ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Αυτή είναι μια στήλη με καλά και κακά νέα. Τα καλά νέα είναι πως η εγκληματικότητα μειώνεται και πάλι σε ολόκληρη τη χώρα -σε μεγαλουπόλεις, κωμοπόλεις, πόλεις που ανθούν κι άλλες, που «τα βγάζουν πέρα» δύσκολα.
Το αξιοσημείωτο είναι πως το ίδιο ακριβώς είχε συμβεί επί «μεγάλης ύφεσης», πράγμα που σημαίνει πως όσοι είναι πάντα έτοιμοι να συνδέσουν την εγκληματικότητα με την φτώχεια (το έκανα κι εγώ άλλοτε) πρέπει να το ξανασκεφτούν λιγάκι. Ίσως τελικά, όπως παγίως υποστηρίζουν οι συντηρητικοί, η εγκληματικότητα να οφείλεται στους εγκληματίες. Για τους προοδευτικούς, αυτά θα ήταν στ' αλήθεια κακά νέα.
Οι αριθμοί είναι εντυπωσιακοί: μεταξύ 2008 και 2009, η βίαιη εγκληματικότητα μειώθηκε κατά 5.5% συνολικά και κατά 7% στις μεγαλουπόλεις. Μερικές από αυτές τις πόλεις είναι τόσο συνδεδεμένες με το έγκλημα όσο είναι το τζιν με το τόνικ ή ο Τζον Μακ Κέιν (John McCain) με τον πολιτικό καιροσκοπισμό. Στο Ντιτρόιτ επί παραδείγματι, με τους χιλιάδες απολυμένους των αυτοκινητοβιομηχανιών, το βίαιο έγκλημα μειώθηκε κατά 2.4%. Στην πρωτεύουσα Ουάσινγκτον, οι ανθρωποκτονίες μειώθηκαν κατά 23%, οι βιασμοί κατά 19.5% και τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας κατά 6%.
Δυστυχώς, δε διαθέτουμε στατιστικά στοιχεία για την πορεία της πολιτικής διαφθοράς.
Ίσως τα πιο εντυπωσιακά αποτελέσματα να προέρχονται από το Φοίνιξ, που φοβόταν πως βουλιάζει σε μια θάλασσα από υποτιθέμενα ανήθικους και άπληστους μετανάστες, που ήταν όλοι τους παράνομοι που περίμεναν πότε θα πέσει το σκοτάδι για να ξεκινήσουν τις διαρρήξεις και τις ληστείες. Ε, λοιπόν, η εγκληματικότητα στην πόλη στην κυριολεξία κατέρρευσε. Προς μεγάλη κατάπληξη των πάντων, συμπεριλαμβανομένων δίχως άλλο των τοπικών τηλεπαρουσιαστών, το βίαιο έγκλημα μειώθηκε κατά 17%.
Πού οφείλεται όλο αυτό; Οι εξηγήσεις των ειδικών δε λείπουν: ως συνήθως, η αστυνομία αποδίδει τα εύσημα... στην αστυνομία για την καταπληκτική της αστυνόμευση, ενώ άλλοι δείχνουν προς την κατεύθυνση της μείωσης της χρήσης του «κρακ».
Αλλά αυτές οι απαντήσεις δεν είναι πλήρως ικανοποιητικές γιατί, πιστέψτε με, όποτε η εγκληματικότητα ανέβει ξανά, η ίδια αστυνομία θα κατηγορεί τις οικονομικές ή κοινωνικές συνθήκες για τις οποίες δεν μπορεί να κάνει τίποτα, για να μην αναφερθούμε στην έλλειψη προσωπικού.
Όποιοι κι αν είναι οι λόγοι, πλέον διαφαίνεται με αρκετή σαφήνεια πως στη ρίζα της εγκληματικότητας βρίσκεται κάτι που έχει σχέση περισσότερο με το γενικό ηθικό και πολιτιστικό κλίμα, παρά με την οικονομία. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι καθημερινοί άνθρωποι δεν ακολουθούν το δρόμο του εγκλήματος διότι απολύθηκαν από τη δουλειά τους ή γιατί έπεσε η τιμή του σπιτιού τους. Κάνουν διάφορα άλλα πράγματα, και ανάμεσά τους συνήθως δεν είναι να πάρουν τα όπλα. Μόλις αποδεχτούμε αυτή την απλή αλήθεια, οι εγκληματίες θα χάσουν το καθεστώς του θύματος της κοινωνίας, που συχνά τους αποδίδεται.
Κι αυτό δεν είναι τόσο παράδοξο όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Θυμάμαι πως μετά τις ταραχές του Ουατς του 1965 (34 νεκροί), κάποιοι ισχυρίζονταν πως ο όχλος είχε λεηλατήσει μόνο τα καταστήματα που ανήκαν στους φιλάργυρους και τους κακότροπους. Με άλλα λόγια, οι καταστηματάρχες τα 'θελαν και τα 'παθαν και το πλήθος, που στην περίπτωση αυτή είχε διαπράξει κακούργημα, απλά απέδιδε δικαιοσύνη, που συχνά έπαιρνε τη μορφή ενός τηλεοπτικού δέκτη.
Δύο χρόνια αργότερα, αμέσως μετά τις ταραχές του Νιούαρκ (26 νεκροί), διεξήγαγα μια προσωπική, εντελώς μη-επιστημονική έρευνα των λεηλατημένων καταστημάτων. Δεν πρόσεξα καμία λογική στις λεηλασίες. Γενναιόδωροι καταστηματάρχες είχαν εκμηδενιστεί. Μια χαρά άνθρωποι είχαν καταστραφεί. Όχι, ο όχλος δεν απέδιδε δικαιοσύνη: απλά άρπαζε πράγματα τζάμπα.
Η έρευνα του Ουατς έτεινε να επιβεβαιώνει το προοδευτικό δόγμα πως οι εγκληματίες είναι συνηθισμένοι άνθρωποι, μόνο πιο απελπισμένοι. Την πιο εξωφρενική εκδήλωση αυτής της αντίληψης την είδα σε μια γυναίκα που της είχαν αρπάξει ένα κολιέ από το λαιμό ενώ έκανε βόλτα στο Μανχάταν. Όταν τη συλλυπήθηκα, μου είπε για τον κλέφτη (όχι δεν το βγάζω αυτό από το μυαλό μου) πως «ο καημένος μάλλον χρειαζόταν το κολιέ περισσότερο από ότι εγώ». Αυτή είναι η προοδευτική αυτο-ενοχοποίηση στο απόγειό της.
Ένα σωρό κοινωνικές πολιτικές εκπονήθηκαν στη βάση αυτής της αντίληψης.
Αυτή η λογική μετατρέπει τους θύτες σε θύματα και τανάπαλιν (εξάλλου κάθε ιδιοκτησία είναι κλοπή κ.ο.κ). Κάνοντάς το προσβάλει το νομιμόφρονα φτωχό, εμφανίζοντάς τον σαν έναν τύπο που απλά δεν έχει τα κότσια να αντιδράσει όπως απαιτούν τα κοινωνικά δεινά που αντιμετωπίζει. Αυτή η ιδεολογία γελοιοποιήθηκε από το Στέφεν Σοντάιμ (Stephen Sondheim) στα λόγια του τραγουδιού «ε, αστυνόμε Κρεπκ» του «ουεστ σάιντ στόρι»: «αγαπητέ, καλέ μου αστυνόμε Κρεπκ, πρέπει να το καταλάβεις, φταίει το πώς μεγαλώσαμε γιατί είμαστε εκτός ελέγχου. Οι μανάδες μας είναι όλες ναρκομανείς, οι πατεράδες μας μεθύστακες. Για το Θεό, τι άλλο θα μπορούσε να ήμαστε εκτός από αλήτες;». Κοντολογίς: τα μέλη των συμμοριών είναι τα άμεσα προϊόντα του περιβάλλοντός τους.
Είναι λογικό να πιστεύεται πως το περιβάλλον που μεγαλώνει κανείς παίζει κάποιο ρόλο στην εξέλιξή του και πως οι πραγματικά απελπισμένοι κάποια στιγμή θα παραβιάσουν το νόμο, σαν τον Γιάννη Αγιάννη του Βίκτορα Ουγκό (Victor Hugo), που η απόγνωση τον οδηγεί να κλέψει ένα καρβέλι ψωμί για το παιδί της αδερφής του. Αλλά οι τελευταίες στατιστικές δηλώνουν πως οι εγκληματίες δεν είναι κυρίως γέννημα των δύσκολων εποχών. Είναι κυρίως δημιούργημα του κακού τους χαρακτήρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου