Σάββατο 26 Ιουνίου 2010

Τα παιχνίδια είμαστε εμείς

του Ντέιβιντ Xάιντου

Πηγή: ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Σχεδόν 2,000 χρόνια από τότε που ο 'Αγιος Παύλος της Ταρσού συνέγραψε τις ποιητικές προς Κορινθίους επιστολές του, συνεχίζουμε να ταυτίζουμε την ικανότητά μας για ανυστερόβουλη αγάπη με την απομάκρυνσή μας από τα παιδικά πράγματα. Με άλλα λόγια, κάποια στιγμή έρχεται για όλους η ώρα να πακετάρουμε τα παιχνίδια μας.
Το ευγενικό και τρομακτικό δράμα των παλιών παιχνιδιών έχει εμπνεύσει πολλές ιστορίες και τραγούδια, με πιο πρόσφατη την ταινία της «πίξαρ» «τόι στόρι 3» που έρχεται στις οθόνες μας αυτό το Σαββατοκύριακο. Πολυαγαπημένες ιστορίες που μας λένε πολλά για την εποχή που γράφτηκαν, όπως και για την εποχή που έρχεται η ώρα να εγκαταλείψουν τα παιδιά τις κούκλες και τα στρατιωτάκια τους.
Ας δούμε την ιστορία «το πάνινο λαγουδάκι», που έγραψε το 1922 η Μάρτζερι Ουίλιαμς (Margery Williams). Ασχολούμενο με την αντιπαράθεση των παλιομοδίτικων χνουδωτών παιχνιδιών με τα αλαζονικά μηχανικά παιχνίδια, το βιβλίο λειτούργησε ως μια κριτική της απανθρωποίησης που έφερνε η μηχανικής εποχής. Θυμάμαι ακόμα τον πατέρα και τη μητέρα μου (που είχαν μεγαλώσει τη δεκαετία του '20 και του '30) να μου διαβάζουν αυτή την ιστορία. Όταν γεννήθηκε και ο δικός μου γιος, είκοσι και πλέον χρόνια αργότερα, του αγόρασα με τη σειρά μου ένα αντίτυπο αυτής της ιστορίας: όταν αρρωσταίνει το αγοράκι που έχει το πάνινο λαγουδάκι και οι μεγάλοι συνιστούν να καεί το παιχνίδι στο τζάκι θεωρώντας το «φωλιά μικροβίων», η ιστορία μετατρέπεται από ένα σχόλιο της επικαιρότητας σε μια πιο άχρονη μυστικιστική παραβολή. Η ρωμαιοκαθολική μητέρα μου, διείδε αγιότητα στο επικείμενο μαρτύριο του παιχνιδιού, και μια οφθαλμοφανή αναλογία με την ανάσταση όταν γίνεται το θαύμα, και το παιχνίδι κλαίει με πραγματικά δάκρυα. Το ανάγνωσμα αυτό έχει προφανείς αναφορές με το βιβλίο του Ιώβ, και η εγκατάλειψη του παλιού παιχνιδιού προς χάριν ενός σύγχρονου μας θυμίζει πόσο ανεξιχνίαστες είναι οι βουλές του Κυρίου.
Ποτέ δε μου πολυάρεσε αυτή η ιστορία, ίσως γιατί η μητέρα μου ήταν τόσο οφθαλμοφανώς δεμένη με αυτήν, αλλά ο μεγάλος γιος μου τη λάτρεψε πραγματικά, μάλλον για παρόμοιους λόγους. Οι διαγενακές δυναμικές των σχέσεων μεταξύ γονέων, παππούδων και παιδιών δίνουν χρώμα στα παραμύθια.
Τα δύο άλλα μου παιδιά προτιμούσαν την πιο αισιόδοξη εξιστόρηση της φιλίας ενός αγοριού με τους «γεμιστούς» φίλους του τού κειμένου «σπίτι στην πουφογειτονιά». Στο βιβλίο του Α. Α. Μάιλν (A. A. Milne), ο Πουφ, ο Τίγρης και όλη η παρέα του «δάσους των γαλάζιων ονείρων» είναι τόσο ενθουσιασμένοι που ο Κρίστοφερ Ρόμπιν σχεδιάζει να τους εγκαταλείψει (για να πάει εσώκλειστος σε σχολείο ή ό,τι άλλο σχεδιάζει) που του διοργανώνουν έναν μεγάλο αποχαιρετιστήριο πάρτι κάτω από ένα δέντρο. Τόσο ευτυχείς είναι στο βιβλίο αυτό οι επιπτώσεις της άσκησης των καθηκόντων μας.
Η συμπεριφορά του Πουφ και της συντροφιάς του είναι δίχως άλλο πολύ πιο υγιής από την αυτολύπηση που αναδύει το αγαπημένο τραγούδι της γενιάς μου, «Παφ, ο μαγικός δράκος». Σε αυτή την παραβολή για τις αυταπάτες της δεκαετίας του 1960 που τραγούδησαν οι «Πίτερ, Πολ και Μέρι» ο δράκος αυτός, που είναι μαγικός μόνο χάρη στην παιγνιώδη παρουσία του ιδιοκτήτη του Τζάκι Πέιπερ, τελικά καταλήγει να γλιστράει θλιβερά στη σπηλιά του, προφανώς για να ξεψυχήσει.
Συνεχίζοντας την παράδοση αυτού του είδους, το «τόι στόρι 3» αναφέρεται με τη σειρά του στο τραύμα που προκαλεί στους πλαστικούς χαρακτήρες του η απόφαση του 'Αντι να πάει στο κολέγιο. Ταυτόχρονα εγείρει ορισμένα προκλητικά ερωτήματα για ένα καίριο ζήτημα: τη γήρανση του αμερικανικού πληθυσμού κατά τη δεκαετία του 2010. Χωρίς κάποιον να τα παίζει, τα παιχνίδια παύουν να έχουν λόγο ύπαρξης· νιώθουν ξαφνικά την αχρήστευση της συνταξιοδότησης, την οδύνη της προχωρημένης ηλικίας, το άγχος της προσέγγισης του θανάτου. Αντηχώντας την αγωνία εκατομμυρίων ηλικιωμένων, ο σκοροφαγωμένος κύριος Πατατοκέφαλος διακηρύσσει -με τη φωνή του Ντον Ρικλς (Don Rickles): «δεν το πιάσατε; Είμαστε τελειωμένοι, ξοφλημένοι, καλοί μόνο για τα σκουπίδια!»

Καθώς ο 'Αντι οδεύει προς το κολέγιο, ο Γούντι και η παρέα του δωρίζονται σε ένα άσυλο ονόματι «ηλιόλουστη πλευρά», που στην ταινία απεικονίζεται ως ένας οίκος ευγηρίας για παιχνίδια, πανομοιότυπος με τα μέρη που σήμερα ζουν πολλοί από τους ογδοντάχρονους γονείς μας. Όπως συχνά συμβαίνει με τους απόμαχους της ζωής σε μια κοινωνία που έχει φοβία με το γήρας, οι ήρωές μας βρίσκονται αντιμέτωποι με την θλίψη και την απομόνωση, ενώ η «ηλιόλουστη πλευρά», με τα μικροσκοπικά της δωμάτια-κελιά, αναβιώνει την παράδοση του Ντίκενς (Dickens) που ταυτίζει κάθε είδους θεσμική φροντίδα με την κάθειρξη.
Παρακολουθώντας την ταινία αυτή ταυτόχρονα ως υιός και πατέρας, αντιλήφθηκα πως οι Γούντι και Μπαζ υπερασπίζονται μια εξιδανικευμένη αντίληψη για τους γονείς, που θέλει τους μπαμπάδες και τις μαμάδες πλήρως δουλοπρεπείς παροχείς απεριόριστης και άνευ όρων αγάπης. Όσο εκτός πραγματικότητας κι αν είναι αυτή η αντίληψη της γονικότητας, δεν παύει να είναι η αγαπημένη αντίληψη των μεγάλων και των παιδιών τους, συμπεριλαμβανομένων των γονέων μου κι εμού. Μόνο το γήρας μας εξαναγκάζει να αντιμετωπίσουμε την ταπεινωτική και αποκαλυπτική πραγματικότητα πως έχουν και οι γονείς ποικίλες συναισθηματικές ανάγκες.

Πράγματι, παρά τις εξωραϊσμένες αφηγήσεις για το πόσο ωραία ήταν όταν τα έπαιζαν, ελάχιστες είναι οι σκηνές της ταινίας όπου βλέπουμε τον 'Αντι να ασχολείται στ' αλήθεια με τα παιχνίδια του. Κάποια στιγμή που βλέπουμε τον 'Αντι να πετάει τον Γούντι από δω κι από κει σαν σακί, κανένας από τους δύο δε φαίνεται να διασκεδάζει ιδιαίτερα. Όταν είναι παρών ο 'Αντι, τα παιχνίδια αναγκάζονται να παραμένουν ακίνητα, μεταβαλλόμενα σε αδιάφορες μάζες από πλαστικό, καλώδια και ρετάλια. Μόνο όταν εγκαταλείπει το δωμάτιο ο 'Αντι, τα παιχνίδια παύουν να τον υπηρετούν σαν άψυχα αντικείμενα, και αποκτούν ξανά ζωή.
Σαν τους γονείς, έτσι και τα παιχνίδια έχουν πολλές άλλες ζωτικές πλευρές από το να είναι απλοί παροχείς ανεξάντλητης αγάπης. Κι όπως πολλοί γονείς, πολλά παιχνίδια δεν το κατανοούν αυτό, έως ότου είναι πια πολύ αργά για εκείνα, και η αλήθεια είναι πλέον πολύ οδυνηρή για να γίνει αποδεκτή από τον οποιονδήποτε.
Σχεδιάζω να πάω να δω την ταινία με τον επτάχρονο γιο μου, κι ίσως να περάσω από τον οίκο ευγηρίας για να ρωτήσω τους γονείς μου αν θέλουν να έρθουν μαζί μας. Είμαι βέβαιος πως θα το κάνουν. Εξάλλου, πάντα μου κάνουν όλα τα χατίρια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: