Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2010

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ ΜΑΣ ΘΕΣΗΣ, ΤΩΝ ΚΙΝΗΤΡΩΝ ΜΑΣ & ΤΗΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ.

Πηγή: ΣΟΛΩΝ

Η μη οικονομική όψη της κρίσης.

Όσο και αν φαίνεται παράδοξο, τώρα που υπάρχει η αυξανόμενη οικονομική και περιβαλλοντική κρίση, ακριβώς τώρα είναι η κατάλληλη ώρα για σκέψη και περισυλλογή.
Όμως παρά την –ιστορικά πια- αποδεδειγμένη ανεπάρκεια όλων των προτύπων, ο άνθρωπος ακόμη απαιτεί μανιωδώς κάτι που να του λύσει το πρόβλημα τώρα, άμεσα, χωρίς αυτός να χάσει ο,τιδήποτε κατέχει ήδη. Αρνείται και να σκεφθεί, όχι γιατί δεν μπορεί, αλλά γιατί η σκέψη του φαίνεται μία ανεξέλεγκτη περιπέτεια που θα του καταστρέψει τα είδωλά του. Όλα τα άλλα γι’ αυτόν είναι απλώς «θεωρίες» που δεν λύνουν προβλήματα. Φυσικά υπάρχουν και τέτοιες περιπτώσεις θεωρητικών κατασκευών που να αποσυνδέουν τη σκέψη από την πραγματικότητα, με σκοπό είτε την καθυπόταξη των ανθρώπων σε μια κατάσταση εξουσίας είτε την υπαγωγή τους σε μία φαντασίωση για χάρη της ίδιας της φαντασίωσης.

Όμως η προσπάθεια για αυτογνωσία και επιλογή στόχων ζωής δεν είναι ούτε θεωρία ούτε έλλειψη πράξης. Είναι η πραγματικότητα. Η μέχρι τώρα πραξιακή δυναμική της κοινωνίας έδινε την ψευδαίσθηση της πράξης λόγω της αντικειμενικοποίησης των στόχων της π.χ. χρήμα, υλικά αγαθά, ενώ στην πραγματικότητα ήταν μία «θεωρία»-αυταπάτη που οδήγησε αποδεδειγμένα σε καταστροφική πράξη, άρα ήταν μία λανθασμένη εξαρχής θεωρία, ήταν μια απομίμηση θεωρίας, όπως η συνεχής οικονομική ανάπτυξη, το ασύδοτο της επιθυμίας και διάφορα άλλα. Δυστυχώς και εξ αντιθέτου θα μπορούσε και η «αυτογνωσία» να καταντήσει μία αυταπάτη, μία «φούσκα» που χρησιμοποιεί κάποιος για να ζήσει ανενόχλητος μέσα σε μία φαντασίωση μοναχικότητας και αυτάρκειας. Χωρίς εναρμόνιση με την ολότητα θα είναι μία απατηλή αυτογνωσία, ένας ναρκισσισμός. Θα είναι είδωλο αυτογνωσίας και όχι αληθινή αυτογνωσία.

Η απάντηση λοιπόν στη σημερινή κρίση είτε αυτή αφορά στην οικονομική κρίση της Ελλάδας είτε στην παγκόσμια οικονομική και οικολογική κρίση – γιατί αυτές οι δύο πάνε μαζί – δεν μπορεί να είναι απλά τεχνοκρατική. Ή μάλλον δεν μπορεί καθόλου να είναι τεχνοκρατική τώρα πια. Η πολυτέλεια της τεχνοκρατικότητας ως ειδίκευσης τομέων, όπως αυτού της οικονομίας, μπορεί να ισχύει για άλλους καιρούς, τότε που υπάρχει μία αφθονία πόρων (όχι μόνον οικονομικών) και πεδίου ανάπτυξης. Αλλά τελικά εκείνη η αφθονία στην οποία στηριζόταν η όλη ανάπτυξη των τελευταίων δεκαετιών ήταν πλασματική, επειδή δεν είχε υπολογισθεί μαζί με αυτήν ούτε η αύξηση της ανάπτυξης των μη αναπτυγμένων χωρών ούτε η επερχόμενη κλιματική αλλαγή και η λοιπή οικολογική καταστροφή. Η ανάπτυξη των χωρών αυτών πρόσθεσε ανταγωνιστές στο πεδίο της οικονομίας και αύξησε το περιβαλλοντικό αποτύπωμα της παγκόσμιας οικονομίας.

Επίσης δεν είχαν υπολογισθεί ζητήματα που αφορούν στην κρίση της καθημερινότητας του ανθρώπου και των πολιτισμικών προτύπων, αν και γινόταν προσπάθεια να χειραγωγηθούν με «επιβολή» προτύπων συμβατών με τις ανάγκες της αγοράς. Η στενότητα όμως των πόρων καθιστά αδύνατη αυτή τη χειραγώγηση, επειδή είναι πολύ δύσκολο να έχουν όλοι αυτό που ποθούν και, ακόμη χειρότερα, δεν μπορούν πια να επιβιώσουν με κατάλληλο για την εποχή μας τρόπο. Η απληστία των αγορών δεν διακρίνεται για τη σύνεσή της ή τη σοφία της, αλλά για το τέχνασμα και την πανουργία της. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα, και αυτή η υπόμνηση μπορεί στα μάτια των κυνικών να φαίνεται παιδαριώδης, όμως στα μάτια της ιστορίας φαίνεται καταλυτική.

Γι’ αυτό το λόγο το πρόβλημα στην ανθρώπινη κοινωνία είναι ότι σχεδόν ποτέ δεν λαμβάνονται τα πραγματικά κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση μιας κρίσης. Αυτό συνήθως δεν συμβαίνει επειδή δεν υπάρχει λύση, αλλά επειδή οι άνθρωποι δεν είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν όλο το τίμημα για τη λύση αυτή και ο καθένας εξαντλεί κάθε χρονικό περιθώριο για την πληρωμή του τιμήματος που του αναλογεί, για να προλάβει μέσα σε αυτό το χρόνο να αντλήσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο όφελος ή τουλάχιστον να χάσει όσο το δυνατόν λιγότερα. Αυτό σημαίνει ότι σε τελευταία ανάλυση ο καθένας ελπίζει ότι κάποιοι άλλοι θα σηκώσουν τα βάρη της απαιτούμενης αλλαγής και ότι αυτός θα εξαιρεθεί, αν και θα καρπωθεί τα αποτελέσματα της όποιας βελτίωσης. Αυτό οδηγεί στην εξάντληση του χρόνου μέσα στον οποίο μπορεί να γίνει η πρόληψη ή η ικανοποιητική αντιμετώπιση ενός αναδυθέντος προβλήματος. Αυτή η συμπεριφορά οδηγεί σε μακροχρόνια ποιοτική επιδείνωση της κρίσης. Και αυτοί οι άλλοι που τελικά θα την πληρώσουν είναι είτε άλλοι συνάνθρωποι είτε οι μελλοντικές γενιές. Και εδώ ακριβώς η «αγάπη» των γονέων και της κοινωνίας για τα παιδιά αποδεικνύεται σε κάθε περίπτωση -αν όχι ψεύτικη- οπωσδήποτε όμως ατελής, παραπλανητική και επιζήμια.

Βέβαια πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι ένα μέρος αυτής της άρνησης για ανάληψη του βάρους οφείλεται στην (φαινομενικά δικαιολογημένη) έλλειψη εμπιστοσύνης ότι όλοι θα σηκώσουν αντίστοιχο βάρος. Στην πραγματικότητα όμως λίγοι από τους αρνητές αυτούς είναι πραγματικά δικαιολογημένοι, γιατί σχεδόν όλοι δεν έχουν καμμία πρόθεση να το σηκώσουν, αλλά αντιθέτως να το ρίξουν στους ώμους άλλων. Και θεμελιωδώς αυτό που κάνει τη διαφορά είναι η πρόθεση. Αυτή καθορίζει την πορεία των πραγμάτων ατομικά και συλλογικά.

Ήλθε προφανώς ο καιρός να αντιμετωπίσουμε όχι τους άλλους αλλά τον ίδιο τον εαυτό μας. Αλλά αυτό ήταν πάντοτε το πιο δύσκολο μέρος της προσπάθειάς μας, σε όλη την διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας. Μέχρι τώρα έφταιγαν μόνον οι άλλοι και ποτέ εμείς. Οι πολιτικοί βέβαια ήταν στην κορυφή της λίστας αυτών των «άλλων». Όχι ότι αυτό δεν ίσχυε, όμως δεν ήταν η μόνη αιτία. Όλοι περιμένουν ένα τέλειο περιβάλλον που να τους επιτρέπει να είναι, σύμφωνα με τη γενική αυταπάτη, «τέλειοι», απαιτούν ένα τέλειο σύστημα διακυβέρνησης, μία τέλεια οικονομία κ.ο.κ. Αλλά τέτοιο δεν υπάρχει ως κάτι έξω τους ανθρώπους. Ξεχνάνε να ομολογήσουν ότι θα ήταν «τέλειοι» χωρίς να έχουν ουσιωδώς χάσει τίποτε από τα κεκτημένα! Γι’ αυτό δεν τολμούν καν να θέσουν και να απαντήσουν σε δύο καίρια ερωτήματα συνείδησης: Πρώτον, πώς θα αντιμετώπιζαν σε μια τέτοια ουτοπική περίπτωση ενός τέλειου συστήματος την ούτως ή άλλως υπάρχουσα επιθυμία τους για αποκτήματα και υπεροχή και, δεύτερον, τι αυταξία θα είχε ένας άνθρωπος απόλυτα εξαρτημένος από το περιβάλλον του και χωρίς καμμία ικανότητα αντίστασης σε ερεθίσματα αντικοινωνικότητας; Αν θεωρηθεί ότι δεν υπάρχει καμμία αυταξία του ανθρώπου, τότε η υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων δεν θα είχε ούτε νόημα ούτε στήριγμα. Το ίδιο πρέπει να αναρωτηθεί κανείς και για τα όντα γενικά.

Με αυτόν τον τρόπο το προβληματικό οικοδόμημα της ανθρώπινης κοινωνίας στηρίχθηκε στην αρνητική πλευρά των ανθρώπων, είναι δηλαδή κάτι που του επιτράπηκε στην κυριολεξία να αναπτυχθεί. Το επέτρεψαν όλοι (σχεδόν όλοι) οι άνθρωποι. Όπως για παράδειγμα πριν από την σημερινή οικονομική κρίση οι άνθρωποι ήταν ευχαριστημένοι όταν κέρδιζαν μεγάλα ποσά στα χρηματιστήρια, χωρίς να αναρωτιούνται για το οικονομικά όπως και το ηθικά ορθό αυτού του κέρδους. Επίσης κατανάλωναν ασύδοτα, χωρίς να αναρωτιούνται για το αν αυτό είναι συναφές με την εαυτότητα, αν και στο βάθος το βάρος της ανάγκης για προσδιορισμό της εαυτότητας είναι αυτό που τους ωθεί.
Ιστορικά οι αντιδράσεις των ανθρώπων στα κακώς κείμενα της κοινωνίας δεν είχαν το απαιτούμενο βάθος αυτογνωσίας και κινήτρου ή λογικής και ηθικής στάσης, αλλά εκπήγαζαν από την σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο δική τους δύσκολη θέση, όπως π.χ. τη φτώχεια τους. Αλλά αν η κατάστασή τους ήταν διαφορετική, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα υπήρχε ούτε διαμαρτυρία ούτε κατανόηση για τη φτώχεια των άλλων. Υπήρξαν φυσικά φωτεινές εξαιρέσεις, αλλά αυτές ήταν πάντοτε ελάχιστες και αποτελούν την τιμή της ανθρωπότητας και παρέχουν τη βεβαιότητα ότι, εκτός από την αρνητική πλευρά, υπάρχει και η αντίθετη πλευρά μέσα στην ανθρώπινη φύση. Απλά περιμένει την επιλογή μας.

Έτσι φθάσαμε στη σημερινή κρίση και είναι φανερό τώρα πλέον το αδιέξοδο.

Για την Ελλάδα υπάρχει η ιδιαιτερότητα ότι η άσκηση της πολιτικής εξουσίας στη χώρα μας ήταν πάντοτε προβληματική, τόσο για τους παραπάνω λόγους που ισχύουν σε όλες τις κοινωνίες, αλλά επιπλέον και λόγω της μη κατανόησης και της μη αποδοχής της αξίας των θεσμών. Οι θεσμοί υφίσταντο παραβίαση όχι μόνον από τους πολιτικούς αλλά και από τους πολίτες. Γι’ αυτό η πολιτική-κοινωνική αποσάθρωση δεν υφίσταται μόνον στα υψηλά κλιμάκια εξουσίας αλλά και στα κατώτατα κλιμάκια της μικροκοινωνικής εξουσίας των ανώνυμων πολιτών. Υπήρξε δηλαδή σε όλη την κλίμακα μια απληστία απέναντι στους θεσμούς και μία πελατειακή ευχέρεια σπασίματος των κανόνων, παρά το γεγονός ότι στο σπάσιμο αυτό εκδηλωνόταν και η ανάγκη του ανθρώπου για μια ανθρωπιστική προσέγγιση προβλημάτων και αμοιβαία εξυπηρέτηση. Σε μία τέτοια δομή δεν μπορεί να στηριχθεί η αναγκαία αλλαγή προς αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, αλλά και καμμία άλλη σοβαρή αλλαγή.

Και φυσικά για το παγκόσμιο οικονομικό πρόβλημα (συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας) γεννώνται ορισμένα ερωτήματα:
1.-Πόσο πραγματικά υπηρετούν το λαό οι πολιτικοί, τόσο οι ασκούντες κυβερνητική διαχείριση, όσο και αυτοί της αντιπολίτευσης, επειδή όλοι ασκούν εξουσία (μεγαλύτερη ή μικρότερη) και επιδιώκουν την εξουσία παρά τα όσα λένε για υπηρεσία προς τον λαό; Αξίζει να σημειώσουμε ότι και η ανθρωπιστική εξυπηρέτηση λειτουργεί προς όφελος της εξουσίας και της πελατειακής αλλοτρίωσης της κοινωνικής συνείδησης και οργάνωσης. Πρέπει όμως να παρατηρήσουμε ότι η θεσμοποίηση στα αναπτυγμένα κράτη έχει ουσιαστικά ελλείμματα ανθρωπισμού, τα οποία όμως δεν μπορούν και δεν πρέπει να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο μιας αποδεκτής ή μη διαφθοράς και πελατειακής εξυπηρέτησης. Στην εξέλιξη των κοινωνικών θεσμών και σχέσεων είναι αναγκαία η ολοκλήρωση της ανθρωπιστικής αμεσότητας. Θεσμικότητα και ανθρωπισμός πρέπει να συμπορεύονται, αλλοιώς προκύπτει χαοτικό ή εξουσιαστικό αποτέλεσμα.

2.- Πόσο αντιλαμβάνονται οι πολίτες την αξία των θεσμών πέραν των ατομικών τους συμφερόντων;

3.-Πόσες θυσίες οικονομικές αλλά και άλλες αντέχουν πολίτες και πολιτικοί να κάνουν στην παρούσα φάση;

4.-Πόσο διατεθειμένοι είναι οι πολίτες να αλλάξουν τον τρόπο ζωής τους οριστικά; Η οριστική αλλαγή είναι αναγκαία, γιατί η συνεχής ανάπτυξη με την επακόλουθη παράλογη κατανάλωση οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια τόσο στην επιβάρυνση του κλίματος του πλανήτη μας όσο και στα συνειδησιακά αδιέξοδα του σήμερα, εφόσον η κατανάλωση επικαλύπτει και συμπιέζει τις συνειδησιακές ανάγκες. Όσο η αλλαγή αυτή φαίνεται σαν αναγκαίο «κακό», τόσο δεν θα μπορεί να γίνει σωστά και ικανοποιητικά. Η ανάγκη αυτή για αλλαγή δείχνει όχι ένα γεγονός έξω από εμάς, αλλά αντιθέτως αποκαλύπτει τη βαθιά αστοχία του τρόπου της αντίληψής μας, άσχετα τελικά από την οικονομική στενότητα.

5.-Οι οικονομικές αξιολογήσεις των διαφόρων χωρών εκ μέρους διεθνών οίκων αξιολόγησης δεν θα πρέπει να αποτελέσουν το κεντρικό πεδίο προσπάθειας, επειδή οι οίκοι αυτοί είναι αναξιόπιστοι για τους εξής πιθανούς λόγους: Πρώτον, δεν προβλέψανε την οικονομική κρίση επειδή δεν μπόρεσαν, οπότε οι εκ μέρους τους αξιολογήσεις είναι γνωσιολογικά αναξιόπιστες. Ή δεύτερον, εγνώριζαν την επερχόμενη οικονομική κρίση, αλλά την απέκρυπταν για να μπορέσουν να προτρέψουν τους ανθρώπους να αγοράζουν στοιχεία των υπό πτώχευση μεγάλων εταιρειών και να επωμισθούν αυτοί άθελά τους τα βάρη αυτών των εταιρειών, οπότε αυτοί οι οίκοι θα είναι ηθικά αναξιόπιστοι. Έτσι επιδείνωσαν την κρίση. Ό,τι από τα δύο και να συμβαίνει, αρκεί για να τους θέσει εκτός πεδίου εγκυρότητας άποψης. Ωστόσο αποτελούν μία πραγματικότητα που επηρεάζει τις χώρες και τις κοινωνίες και δεν μπορούν να αγνοηθούν τελείως όσον αφορά την αρνητική επιρροή που ασκούν ή που μπορούν να ασκήσουν.

Στην πραγματικότητα αντιμετωπίζουμε από άποψη δυνάμεως την ανώτατη και την κατώτατη όψη της ιδιοτέλειας, αυτήν του απεριόριστου πλούτου και εκείνην της φτώχειας, με τις μεταξύ τους διαβαθμίσεις. Αυτό που αλλάζει είναι η εμβέλεια δράσης. Ωστόσο και η εμβέλεια δράσης της μαζικότητας είναι μεγάλη και είναι αυτή που στηρίζει όλη την παθογένεια του σήμερα μέσω της άκριτης και απεριόριστης επιθυμίας, έστω και ανεκπλήρωτης.

Ως κέντρο βάρους δηλαδή παραμένει ο επιλεγμένος τρόπος ζωής των ανθρώπων, η καθημερινή σφραγίδα της επιλογής τους, το αποτύπωμά της. Σε αυτό δεν μπορούν να κάνουν τίποτε οι αξιολογικοί οίκοι. Εξάλλου προκύπτει ως αναγκαία η επαναθεμελίωση του οικονομικού συστήματος με κριτική αξιολόγηση στα θεμέλιά του, με αναστοχασμό σχετικά με τις ανάγκες, τα μέσα και τους στόχους. Με βάση την εμπειρία ο αναστοχασμός αυτός θα συμπεριλάβει αξιολογητικά τη σημερινή και τις προηγούμενες κρίσεις και τα αίτιά τους, όπως και τη λογική ικανότητά μας για πρόληψη επανάληψης τέτοιων κρίσεων ή δημιουργίας άλλης τάξης κρίσεων.

Συνήθως στο κατώφλι των κρίσεων οι άνθρωποι προσπαθούν να τις λύσουν εργαλειακά, δηλαδή ψάχνοντας τους τρόπους εκείνους που θα απομακρύνουν τα αδιέξοδα, χωρίς να αγγίξουν τη συνείδησή τους. Όμως η όλη ψυχική δομή του ανθρώπου στο βαθμό που την γνωρίζουμε τον οδηγεί σε ανταπόκριση στο περιβάλλον και σε συνάφεια με αυτό, όπως π.χ. με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης ή της ευχαρίστησης που αποτελούν παράγοντες σχέσης. Έτσι η συνείδηση αναπόφευκτα αγγίζεται από τις περιστάσεις, αν και αυτό συνήθως γίνεται εξ ανάγκης και όχι αυτοβούλως. Μακροπρόθεσμα υπάρχει συνειδησιακή μετακίνηση, η οποία με τη σειρά της δημιουργεί νέα πρότυπα και πολιτισμούς. Ποτέ δεν υπήρχε για την πλειονότητα εκούσια προσπάθεια για αλλαγή χάριν της συνείδησης, αλλά αναγκαστική αλλαγή χάριν της φυσικής ή ψυχολογικής επιβίωσης. Όταν θεμελιωθεί όμως η αλλαγή, αφελώς εκ των υστέρων υπάρχει η εντύπωση στην πράξη ότι πάντοτε υπήρχε αυτή, πράγμα όμως που είναι μια αυταπάτη. Αυτό συμβαίνει ακόμη και όταν δεχόμαστε θεωρητικά την εξέλιξη, γιατί η διανοητική άποψη δεν είναι ικανή να επιλύσει αυτή την ψυχολογική αντίφαση. Έτσι δεν μπορεί η ανθρωπότητα να αντιληφθεί το ιστορικά προφανές, ότι δηλαδή οι ψυχολογικές διαθέσεις, οι επιθυμίες και όλα αλλάζουν αλλάζοντας σταδιακά και τον πολιτισμό. Ότι αυτά δεν είναι αναλλοίωτα και ότι περιμένουν είτε την επιβολή της ανάγκης είτε την εκούσια αυτοεπιβολή. Αυτό δε που φαίνεται στον άνθρωπο αδιανόητο είναι το δεύτερο.

Γιατί όμως συμβαίνει αυτό;

Η απάντηση περιέχει μία θετική και μία αρνητική όψη: Πρώτον, ο άνθρωπος ορθά αρνείται να δει τον εαυτό του ως κάτι τμηματικό και διασπασμένο, εξάλλου αυτό είναι και η έννοια της εαυτότητας. Δεύτερον όμως, παράλληλα αρνείται να αντικρύσει τον εαυτό ως εξελισσόμενη συνείδηση μιας οντότητας, που βρίσκεται έξω από το χώρο και το χρόνο. Αυτό είναι κατά βάση η άρνηση της αποδοχής του χρόνου στην αντίληψη της εαυτότητας και η έλλειψη κατανόησής του. Το αποτέλεσμα αυτής της αντίφασης είναι ότι τελικά προσπαθεί να διακρίνει την εαυτότητα ή την ύπαρξη σε είδωλα ακίνητα στο χρόνο και τον τόπο. Έτσι η μεν ενότητα του εαυτού γίνεται αυθεντία, δηλαδή θεωρείται ολότητα ήδη στο παρόν, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι δυνατότητες του μέλλοντος, η δε εξέλιξη γίνεται μια επαναλαμβανόμενη ομοιότητα, που εξυπηρετεί τη σταθερότητα του ειδώλου της εαυτότητας, γιατί ως είδωλο είναι γνωστή και μπορεί κατά την γνώμη του να την ελέγχει.

Όλο αυτό το σκεπτικό δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως σχετικό με την τωρινή κρίση, αλλά, αν ξεχάσουμε, για λίγο μόνον, την επιθυμία μας για άμεσα χειροπιαστά αποτελέσματα, μπορούμε σχετικά εύκολα να φθάσουμε στο ίδιο συμπέρασμα για την αληθινή μας ανάγκη και την ευθύνη μας, όσο αδύναμοι και αν είμαστε κοινωνικά. Φυσικά το σκεπτικό αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να αποβλέπουμε και σε χειροπιαστά αποτελέσματα. Το ποια όμως θα είναι τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα εξαρτάται απολύτως από την ψυχολογική μας στάση και επιλογή. Και αυτό είναι που θα κάνει τη διαφορά.

15 Ιανουαρίου 2010

Ιωάννα Μουτσοπούλου, δικηγόρος
Μέλος της γραμματείας της μκο Σόλων
ioanzisi@otenet.gr Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από κακόβουλη χρήση. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε την Javascript για να τη δείτε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: