της Ναταλία Λετσένκο
Πηγή: ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Αιφνίδια εξαφάνιση ενός βιβλίου για την παράνοια: δύο μόλις ημέρες αφού εμφανίστηκε στα ράφια των βιβλιοπωλείων του Μινσκ και το διαδίκτυο της Λευκορωσίας, το βιβλίο έξαφνα εμφανίζεται «εξαντλημένο». Οι φιλοπερίεργοι αναγνώστες και οι ενοχλημένοι βιβλιοπώλες δε δικαιούνται περαιτέρω εξηγήσεων. Λες και το βιβλίο δεν υπήρξε ποτέ. Κι όμως υπήρξε, όπως μαρτυρούν τα πειρατικά ψηφιακά αντίτυπά του που πλανώνται, άπιαστα, στο διαδίκτυο. Το «παράνοια» (Паранойя) είναι ένα μυθιστόρημα για έναν έρωτα με φόντο μια δικτατορία. Η περιγραφή της αγάπης του άνδρα και της γυναίκας χαρακτηρίζεται από φρεσκάδα, φινέτσα, βάθος και χαρά. Σε δεύτερο πλάνο διακρίνεται ο σκοτεινός, βρώμικος κόσμος του αυταρχικού καθεστώτος, γεμάτος ανείπωτες αλήθειες, καταπιεσμένα συναισθήματα και μια διεστραμμένη αντίληψη της πραγματικότητας, που όμως είναι τόσο βαθιά ριζωμένος στα μυαλά των ανθρώπων, που πια ούτε κι οι ίδιοι δεν είναι σίγουροι ποιες σκέψεις και ποιοι φόβοι είναι πράγματι δικοί τους και ποιοι έχουν φυτευτεί στα μυαλά τους από την πανταχού παρούσα εξουσία. Στο βιβλίο, που πρωτοκυκλοφόρησε στη Μόσχα, δεν αναφέρεται ούτε μια φορά η λέξη «Λευκορωσία». Ο δικτάτορας δεν είναι καν πρόεδρος, αλλά υπουργός μυστικών υπηρεσιών, του οποίου ο χαρακτήρας έχει καταβληθεί κάθε προσπάθεια να μη θυμίζει σε τίποτα τον ηγέτη της Λευκορωσίας. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο συγγραφέας σπεύδει από την πρώτη σελίδα να τονίσει πως «όλοι οι χαρακτήρες του είναι εντελώς φανταστικοί». Κι όμως, το Μινσκ είναι ευδιάκριτο σε αυτή την κοινωνική δυστοπία. Η νευρικότητα των αρχών της Λευκορωσίας είναι κατανοητή, για δύο τουλάχιστο λόγους: · Πρώτον, το καθεστώς που περιγράφεται στο βιβλίο είναι πολύ πιο βάναυσο από ότι είναι στην πραγματικότητα το καθεστώς του Μινσκ (επί παραδείγματι, αντί να αποβάλλουν ή να φυλακίζουν τους νεαρούς διαφωνούντες, οι μυστικές υπηρεσίες του καθεστώτος του βιβλίου τους σκοτώνουν απ' ευθείας). Κάτι τέτοιο πλήττει την γεμάτη ένταση προσπάθεια της Λευκορωσίας να περάσει στην Ευρώπη και τον κόσμο μια εικόνα «σταδιακής βελτίωσης» και να προσελκύσει εμπιστοσύνη και επενδύσεις. · Δεύτερον, η χώρα του βιβλίου κυριαρχείται από μια ωμή, τρομακτική και γεμάτη μοναξιά εξατομίκευση, που βρίσκεται στους αντίποδες του χαρούμενου κολεκτιβισμού που πασχίζουν να προβάλουν οι αρχές του Μινσκ. Αλλά τελικά αυτό που έβλαψε τις αρχές δεν ήταν τόσο το βιβλίο, όσο η «de facto» απαγόρευσή του. Το καθεστώς της Λευκορωσίας έγινε μπορετό να στηθεί και να επιβιώσει χάρη στην επιδέξια επιβολή μιας λαϊκίστικης-εθνικιστικής ιδεολογίας. Η σιωπηλή και ανεξήγητη εξαφάνιση της «παράνοιας» πλήττει εδώ καίρια την εικόνα της καλοκάγαθης εμπιστοσύνης στο λαό, που το καθεστώς φυλάσσει «ως κόρην οφθαλμού» και πασχίζει να επιβάλει χωρίς να φείδεται εξόδων. Η απαγόρευση ενός βιβλίου αντιβαίνει κατάφορα στην επίσημη καθεστωτική αφήγηση. Αφήνεται να εννοηθεί πως στην Λευκορωσία υπάρχουν πράγματα που μένουν κρυφά κι εξελίσσονται στο σκοτάδι, χωρίς να δίνονται εξηγήσεις σε κανένα. Η άποψη αυτή ενισχύεται από την σιωπή με την οποία αντιμετωπίζει το καθεστώς όλα τα ζητήματα διεθνών σχέσεων. Πίσω από αυτήν την επιπόλαια λογοκρισία, κρύβεται ο τρόμος του καθεστώτος για τον χωρίς σύνορα κόσμο του διαδικτύου και της παγκοσμιοποίησης. Είναι αλήθεια πως δεν είναι η πρώτη φορά που οι αρχές της Λευκορωσίας απαγορεύουν ένα βιβλίο. Αλλά η «παράνοια» είναι ένα μυθιστόρημα, και μάλιστα το πρώτο της χώρας που έχει κάποιες πιθανότητες να διαβαστεί αρκετά και εκτός συνόρων. Η ανεξήγητη και άγαρμπη συμπεριφορά του υποτίθεται φιλολαϊκού καθεστώτος προς ένα αξιοπρεπές λογοτεχνικό δημιούργημα, ίσως εν δυνάμει να του κοστίσει περισσότερο ακόμα και από την αδέξια διαχείριση της εθνικής οικονομίας. Διπλό δώρο Το πιο ισχυρό σημείο της «παράνοιας» είναι η αληθοφανής και μελαγχολική περιγραφή της αμφιλεγόμενης πραγματικότητας και των συγκεχυμένων συμπεριφορών που υποχρεούται να υφίσταται ένας λαός υπό το άγρυπνο βλέμμα ενός πατερναλιστικού αυταρχικού καθεστώτος. Επί κομμουνισμού οι διαφωνούντες μπορούσαν, εφόσον παράσταιναν δημοσίως τους υποστηρικτές του καθεστώτος, να εκφράζουν τουλάχιστο στον ιδιωτικό τους χώρο την άποψή τους για το καθεστώς. Επί δικτατορικής παράνοιας όμως, οι ατομικές και οι δημόσιες αλήθειες μπερδεύονται σε τέτοιο βαθμό, που ο κόσμος δεν εμπιστεύεται πια ούτε τον ίδιο του τον εαυτό· οι προσωπικές φοβίες μεγεθύνονται υπό την επιρροή των μυστικών υπηρεσιών, ώστε πια κανείς να μη γνωρίζει πού τελειώνει η προπαγάνδα και πού αρχίζει η πραγματικότητα. Το μυθιστόρημα αναπτύσσει με πειστικό τρόπο μια εντυπωσιακή και ελκυστική θέση, που σπάνια συναντάμε σε μυθιστορήματα πολιτικής φαντασίας: οι δικτατορίες δε στηρίζονται μόνο στην ισχύ των μυστικών τους υπηρεσιών ή στην κρατική καταστολή, αλλά στους ίδιους τους υπηκόους τους. Δείχνεται ανάγλυφα πως αναμειγνύονται πραγματικοί και φανταστικοί φόβοι, ούτως ώστε να υπονομεύεται η αυτόνομη κρίση και να καταπνίγεται η ελευθερία. Συμπεραίνεται πως η ανατροπή των καθεστώτων δεν ξεκινά από τις κάλπες, αλλά από τα μυαλά των ανθρώπων. Κι αυτή είναι μια πολύτιμη πνευματική συνεισφορά, που οι Λευκορώσοι μπορούν να προσφέρουν στον υπόλοιπο κόσμο, χάρη στα προσωπικά τους βιώματα. Τα πολιτιστικά προϊόντα κάθε χώρας αποτελούν αντανάκλαση και συνέπεια της κοινωνικής και πολιτικής του ζωής. Τι πιο λογικό από το να συγγράψει ένας Λευκορώσος συγγραφέας την ιστορία μιας δικτατορίας; O συγγραφέας ονομάζεται Βίκτορ Μαρτίνοβιτς (Victor Martinovich): είναι ένας γλυκομίλητος, εύστροφος φιλόλογος, που πλέον διδάσκει στο Βίλνιους. Μέχρι πρόσφατα εργαζόταν σα δημοσιογράφος στην πατρίδα του. Τα κείμενά του ξεχώριζαν για τη λεπτή τους ειρωνεία που εκνεύριζαν μεν τις αρχές, αλλά δεν τους έδιναν όπλα εναντίον του. Για πρώτη φορά στην ιστορία της, η Λευκορωσία παρήγαγε ένα πολιτιστικό αγαθό που μπορεί να απευθυνθεί με αξιώσεις στο παγκόσμιο κοινό. Απαγορεύοντας το βιβλίο, οι αρχές της Λευκορωσίας έχασαν μια μοναδική ευκαιρία. Αντ' αυτού θα έπρεπε να πιάσουν από τα μαλλιά αυτήν την ευκαιρία και να διαφημίσουν όσο μπορούσαν καλύτερα το βιβλίο. Αν και η λογοκρισία της ελκυστικής γραφής του Βίκτορ Μαρτίνοβιτς τελικά ίσως να διαφημίσει διεθνώς το βιβλίο όσο τίποτα άλλο. Η αδεξιότητα των αρχών μετέτρεψε ένα καλό βιβλίο σε μια πολιτική υπόθεση. Κι αυτό είναι διπλά καλό νέο για τους Λευκορώσους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου