των Νούριελ Ρουμπίνι και 'Αρναμπ Ντας
Πηγή: ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Ίσως να απεφεύχθη η προοπτική μιας νέας «μεγάλης ύφεσης», αλλά η κρίση απέχει πολύ από το να έχει τελειώσει. Ο δανεισμός εξακολουθεί να είναι «σφιχτός» και οι επιπτώσεις της κρίσης επεκτείνονται σε όλο και ευρύτερους κύκλους στην παγκόσμια οικονομία: στα υποθηκευμένα νοικοκυριά (Ισλανδία, ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Ισπανία, Ιρλανδία και ανατολική Ευρώπη)· στις τράπεζες (Ισλανδία, ΗΠΑ, Ευρωπαϊκή Ένωση, Ρωσία, και πρώην Σοβιετική Ένωση) ·στο χρέος κρατικών εταιρειών (ουκρανική «ναφτογκάζ», «Ντουμπάι ουορλντ)· και τώρα στην Ελλάδα και τους υπόλοιπους αδύναμους κρίκους της ευρωζώνης.
Λόγω του μεγάλου χρέους της και της μειούμενης ανταγωνιστικότητάς της, η Ελλάδα ήταν επί μακρόν μια περιφερόμενη οικονομική ωρολογιακή βόμβα. Δεν είναι η μόνη με παρόμοια προβλήματα, αλλά από την επίλυσή τους εξαρτάται η μοίρα των γειτόνων της, της ευρωζώνης και ίσως της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ).
Η δημοσιονομική σπατάλη και η έλλειψη ανταγωνιστικότητας είναι ενδημικές σε ολόκληρη τη νότια Ευρώπη. Η υιοθέτηση του ευρώ και η «προεξοφλητική» άνθηση των χρηματαγορών, κατέστησαν πρόσκαιρα τα ομόλογα της Πορτογαλίας, της Ιταλίας, της Ελλάδας και της Ισπανίας ισότιμα με τα γερμανικά. Στην Ελλάδα, η αναμενόμενη αύξηση του δανεισμού στήριξε την κατανάλωση, αλλά «κουκούλωσε» τον πληθωρισμό λόγω αύξησης των μισθών και ακύρωσε κάθε δυνατότητα για αύξηση της παραγωγικότητας, εκτοπίζοντας έτσι την Ελλάδα από το σύνολο των παραδοσιακών της εξαγωγικών αγορών.
Εντωμεταξύ η γραφειοκρατία και η ακαμψία των αγορών εργασίας, προϊόντων και υπηρεσιών, αποθάρρυναν τις επενδύσεις σε τομείς με υψηλή προστιθέμενη αξία, έστω κι αν οι μισθοί εξακολουθούσαν να βρίσκονται κάτω από το μέσο όρο της ΕΕ. Ο καταστροφικός συνδυασμός ελλειμματικού εμπορικού ισοζυγίου και ελλειμματικών προϋπολογισμών οδήγησε σε αύξηση του δημοσίου χρέους. Οι δραματικές ανατιμήσεις του ευρώ της περιόδου 2008-2009 επιδείνωσαν τα πράγματα.
Καθώς τα επιτόκια των ομολόγων τους ανέβαιναν, η Ελλάδα και οι ομόλογοί της βρέθηκαν μπροστά σε δύσκολες επιλογές.
Η καλύτερη ήταν να ακολουθήσουν την Ιρλανδία, την Ουγγαρία και τη Λετονία, και να προχωρήσουν σε ένα ευρύ πρόγραμμα περικοπών δαπανών, που οι κυβερνήσεις τους μπορούν να φέρουν εις πέρας, αντί να στοιχηματίζουν σε αυξήσεις της φορολογίας και πάταξη της φοροδιαφυγής που συνδέονται με την ιστορικά διαμορφωμένη φορολογική τους χαλαρότητα. Μια τέτοια προσέγγιση θα οδηγούσε σε ένα είδος «εσωτερική υποτίμησης» (σημαντικές περικοπές μισθών και διαρθρωτικές αλλαγές που θα τόνωναν την ανταγωνιστικότητα), ανάλογo με το τι συνέβη στη Γερμανία μετά την επανενοποίησή της.
Η «εύκολη» επιλογή ήταν να προσφύγουν στη δημιουργική λογιστική και τον τεχνητό εξωραϊσμό των ισολογισμών τους, ώστε να αναβάλουν τις αλλαγές. Σε αυτή την περίπτωση, θα έχαναν πιθανότατα την πρόσβαση στις αγορές μέχρι τα μέσα του 2010. Η Ελλάδα θα υποχρεωνόταν τότε να προσφύγει στους εταίρους της ζητώντας τον άμεσο δανεισμό της -που τον αρνείται κατηγορηματικά (προς το παρόν), ή στο «διεθνές νομισματικό ταμείο» (ΔΝΤ) -που το αποκλείει (προς το παρόν)- ή προς άλλους, μη-παραδοσιακούς πιστωτές της, σαν την Κίνα -ενδεχόμενο που επίσης διαψεύδεται.
Μια εναλλακτική λύση ήταν να δηλώσει χρεοκοπία, και να υποτιμήσει το νόμισμά της υιοθετώντας μια «νέα δραχμή», α λά Αργεντινή (αδιανόητο).
Ένα αξιόπιστο ελληνικό πρόγραμμα λιτότητας θα αποκαθιστούσε την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, θα βελτίωνε την αξιοπιστία της «ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας» (ΕΚΤ) και των σημαντικών κρατών-μελών της ευρωζώνης και θα προσγείωνε σε λογικά ύψη τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων. Αυτή η προσέγγιση «δούλεψε» στην περίπτωση της Ιρλανδίας. Κι εκεί τα «σπρεντ» είχαν εκτοξευθεί στα ύψη, όταν τα ελλείμματα διογκώθηκαν λόγω της επιχείρησης διάσωσης των τραπεζών της· χρειάστηκε να περικοπούν κατά 20% οι κρατικές δαπάνες για να επανέρθουν τα επιτόκια σε φυσιολογικά επίπεδα. Αλλά παρόμοια εγχειρήματα δεν είναι εύκολα: η Πορτογαλία υποτιμούσε το νόμισμά της επί δέκα χρόνια σε μια προσπάθεια να τονώσει την οικονομία της. Οι επώδυνες θεραπείες όμως «χωνεύονται» καλύτερα όταν δίδονται μονομιάς.
Το ιδεώδες θα ήταν η «διόρθωση» της Ελλάδας να στηριχτεί σε ένα μεγάλο πρόγραμμα του ΔΝΤ. Αυτό θα απέτρεπε την περαιτέρω αύξηση του δημοσίου χρέους και θα επέτρεπε στις ελληνικές τράπεζες να αντεπεξέρθουν στους δύσκολους καιρούς που τις περιμένουν. Σε ένα αποκλειστικά «ευρωπαϊκό» πρόγραμμα, τον έλεγχο υποτίθεται πως θα τον ασκεί η «ευρωπαϊκή επιτροπή» και το δανεισμό θα τον παρέχει η ΕΚΤ. Αλλά κανείς από τους θεσμούς αυτούς δεν ξέρει πώς να θέτει όρους στα μέλη του, σε αντίθεση με το ΔΝΤ, που αυτή είναι η δουλειά του. Η προσφυγή όμως στο ΔΝΤ αποκλείεται, διότι θεωρείται πως «θα έστελνε ένα σήμα αδυναμίας της ευρωζώνης». Από την άλλη όμως, η προσφυγή σε ένα αποκλειστικά «ευρωπαϊκό πρόγραμμα» μπορεί να θεωρηθεί από τις αγορές ως επιχείρηση «κουκουλώματος» των δημοσιονομικών προβλημάτων της Ελλάδας, με δεδομένους τους κινδύνους που απειλούν την ίδια την Ευρώπη σε περίπτωση που χρεοκοπήσει η Αθήνα.
Πιθανή αδυναμία να ληφθούν οι απαραίτητες επώδυνες αποφάσεις θα έστρεφε τα φώτα της δημοσιότητας σε μια άβολη ιστορική αλήθεια: πως ουδέποτε υπήρξε νομισματική ενότητα χωρίς δημοσιονομική και πολιτική ένωση. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα αναδεικνυόταν ανάγλυφα μια μεγάλη διαφορά μεταξύ ευρωζώνης και ΗΠΑ: στις ΗΠΑ επίσης, πολλές πολιτείες βρίσκονται σε δημοσιονομικό αδιέξοδο, αλλά υπάρχει η δυνατότητα τα τοπικά προβλήματα να λύνονται σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Αν δεν δουλέψουν τα πολιτειακά προγράμματα, επεμβαίνει ο ομοσπονδιακός προϋπολογισμός. Η ευρωζώνη δε διαθέτει παρόμοιους μηχανισμούς εκτόνωσης των δημοσιονομικών κρίσεων.
Τα πράγματα για τις υπόλοιπες παραπαίουσες οικονομίες της ευρωζώνης διαφέρουν ποσοτικά, αλλά όχι ποιοτικά από τα προβλήματα της Ελλάδας. Όλες διαθέτουν τομείς βαθιά χρεωμένους, πράγμα που λειτουργεί ως ο βασικός πυροκροτητής κάθε οικονομικής κρίσης.
Στην Ισπανία, όπως την Ιρλανδία, ο τραπεζικός τομέας κλυδωνίζεται από τα ελλείμματα στο χώρο των υποθηκών. Το μοντέλο ανάπτυξής της χώρας, που στηριζόταν στην οικοδομή και στην υπέρογκη αύξηση της τιμής των ακινήτων, μας άφησε χρόνους. Η Ισπανία χρειάζεται επίσης δημοσιονομική εξισορρόπηση και διαθρωτικές αλλαγές ώστε να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητα του δανειστικού της προγράμματος, να τονώσει την ανάπτυξη και να μειώσει την ανεργία, που έχει φθάσει στο 20%.
Το ιταλικό κράτος είναι επίσης καταχρεωμένο, που σημαίνει πως έχουμε άλλη μια περίπτωση κράτους αναγκασμένου να μειώσει τις κρατικές της δαπάνες προκειμένου να αποκαταστήσει την ανταγωνιστικότητά της.
Η Πορτογαλία χρειάζεται επίσης διαρθρωτικές αλλαγές για να αποκαταστήσει τον οικονομικό της δυναμισμό και να εξυγιανθεί δημοσιονομικά.
'Αρα η Ελλάδα βρίσκεται απλά στην πρώτη γραμμή μιας μάχης που δίνουν πολλές χώρες για να αντεπεξέρθουν στις απαιτήσεις της «οικονομικής και νομισματικής ενότητας» (ΟΝΕ). Από πολιτική άποψη, ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός και η δέσμευσή για παραμονή στην ευρωζώνη παραμένει ακλόνητος σε όλες αυτές τις χώρες: δείτε τις μεγάλες περικοπές δαπανών στην Ιρλανδία· την επώδυνη ύφεση στην Πορτογαλία· την απότομη «διόρθωση» υποψηφίων προς ένταξη στην ευρωζώνη σαν την Ουγγαρία ή τη Λετονία.
Αλλά η απουσία πολιτικής και δημοσιονομικής ενότητας των κρατών-μελών της ευρωζώνης, σε συνδυασμό με την περιορισμένη κινητικότητα των εργαζομένων, αλλά και την ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων, προοπτικά καθιστά παρόμοιες δημοσιονομικές κρίσεις κρίσιμες για την ίδια την βιωσιμότητα του ευρώ.
Το ιδεώδες θα ήταν να δούμε τις τυπικές διατάξεις περί δημοσιονομικού ελέγχου στην ευρωζώνη να μετατρέπονται σε ολοκληρωμένους μηχανισμούς αναδιάρθρωσης των δημοσίων χρεών των κρατών-μελών της, χωρίς την άμεση οικονομική βοήθειά τους. Αλλιώς κάθε αναταραχή θα αναζωπυρώνει τις αμφιβολίες για την βιωσιμότητα της ΟΝΕ -που κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, θα υλοποιηθούν σε κάτι πολύ πιο πραγματικό από την απλή έκφραση δυσπιστίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου