του Νούριελ Ρουμπίνι
Πηγή: ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Όπως έχω υποστηρίξει πολλές φορές, τα δημοσιονομικά προβλήματα της Ελλάδας δεν είναι παρά η κορυφή του παγκοσμίου παγόβουνου. Όλα δείχνουν πως το επόμενο επεισόδιο της πρόσφατης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης θα αφορά τα δημόσια χρέη και μάλιστα αναπτυγμένων οικονομιών που συσσωρεύουν μεγάλα ελλείμματα και χρέη καθώς «κοινωνικοποιούν» τις οικονομικές ζημίες των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, σε μια προσπάθειά τους να αναζωπυρώσουν την οικονομική ανάπτυξη.
Πράγματι, η ιστορία διδάσκει πως συχνά η ύφεση και η κοινωνικοποίηση ιδιωτικών ζημιών οδηγούν σε ανεξέλεγκτα δημόσια ελλείμματα. Επιπλέον, οικονομικές κρίσεις που προκαλούνται λόγω παρόμοιων υπερβολικών ελλειμμάτων κι επιδοτήσεων του ιδιωτικού τομέα, συχνά ακολουθούνται από χρεοκοπίες εθνικών οικονομιών και/ή υψηλό πληθωρισμό για να μειωθεί η πραγματική αξία των δημοσίου χρέους.
Κατά τα άλλα, η Ελλάδα παίζει επίσης το ρόλο του «κώδωνα συναγερμού» (του «καναρινιού στο ανθρακωρυχείο») για ολόκληρη την ευρωζώνη, όπου οι «γουρουνοοικονομίες» των κρατών PIIGS (Πορτογαλίας, Ιταλίας, Ιρλανδίας, Ελλάδας, Ισπανίας) υποφέρουν από το διττό πρόβλημα τη μη βιωσιμότητας των ελλειμμάτων αλλά και του δημόσιου χρέους τους. Η ένταξη στο ευρώ και η χρηματιστηριακή άνθηση που γνώρισαν αυτές οι χώρες λόγω της λεγομένης «προσδοκώμενης σύγκλισης» ώθησαν απότομα τα ομόλογά τους προς το επίπεδο των γερμανικών, με αποτέλεσμα την έκρηξη του δανεισμού, που στήριξε την υπέρμετρη αύξηση της κατανάλωσης.
Σήμερα πολλές από αυτές τις οικονομίες υφίστανται την απώλεια των εξαγωγικών τους αγορών από την χαμηλόμισθη Ασία. Μετά από μια δεκαετία μισθολογικών αυξήσεων που υπερέβαιναν κατά πολύ την αύξηση της παραγωγικότητάς τους, οδηγήθηκαν σε μείωση της ανταγωνιστικότητας, μεγάλα ελλείμματα και αναθεώρηση επί τα χείρω της προοπτικής των οικονομιών αυτών.
Στην Ισπανία και την Ιρλανδία, η έκρηξη της αγοράς των ακινήτων χειροτέρεψε τις δημοσιονομικές ανισορροπίες μειώνοντας το ύψος των αποταμιεύσεων και «φουσκώνοντας» την κατανάλωση και τις επενδύσεις σε ακίνητα. Τη χαριστική βολή στην ανταγωνιστικότητα των κρατών αυτών την έριξε η «ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα» (ΕΚΤ), με την υπέρμετρα σφιχτή νομισματική της πολιτική.
Το συμπέρασμα είναι πως για να έχουμε αναβίωση της ανάπτυξης και όχι απλά δημοσιονομική διόρθωση, είναι απαραίτητη η αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας. Υπάρχουν δε μόνο τρεις τρόποι για να γίνει αυτό:
Εσωτερική υποτίμηση: δέκα χρόνια αποπληθωρισμού θα έχουν μεν αποτέλεσμα, αλλά είναι μια προοπτική πολιτικά μη-βιώσιμη, καθώς προϋποθέτει μακρά περίοδο στασιμότητας της οικονομίας, υποτίμηση του εθνικού νομίσματος (έξοδο από το ευρώ) και χρεοκοπία, όπως έδειξε η περίπτωση της Αργεντινής.
Διαρθρωτικές αλλαγές: η ταχεία εφαρμογή ραγδαίων διαρθρωτικών αλλαγών για αύξηση της ανταγωνιστικότητας, με ταυτόχρονη συγκράτηση των μισθών στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα είναι μεν η ιδεώδης προσέγγιση, αλλά κατά πάσα πιθανότητα λείπουν οι πολιτικές προϋποθέσεις της εφαρμογής της.
Υποτίμηση του ευρώ: Η λύση του φθηνότερου ευρώ θα ήταν επίσης καλή, αν η ΕΚΤ (πράγμα πολύ αμφίβολο) συγκατάνευε σε «χαλάρωση» της νομισματικής της πολιτικής και στην πραγματική υποτίμηση του ευρώ. Φυσικά, ακόμα και το φθηνότερο ευρώ δε θα αναπλήρωνε την ανάγκη για διαρθρωτικές αλλαγές, αφού σε μια τέτοια περίπτωση από το φθηνότερο χρήμα θα ωφελούνταν κατά πάσα πιθανότητα κυρίως η Γερμανία, που εφάρμοσε επώδυνες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και αποκατέστησε την ανταγωνιστικότητά της μέσω πραγματικής μείωσης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.
Η αξιοπιστία κάθε πολιτικής δημοσιονομικής αυτοσυγκράτησης και διαρθρωτικών αλλαγών θα επωφελούνταν κατά πολύ από την κάλυψη ενός «σκιώδους» ή πραγματικού προγράμματος του «διεθνούς νομισματικού ταμείου» (ΔΝΤ).
Υπό το σχήμα του «σκιώδους» προγράμματος, η «ευρωπαϊκή επιτροπή» θα επέβαλε στην Ελλάδα δημοσιονομικά και διαρθρωτικά μέτρα, με την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) ή/και το ΔΝΤ να της παρέχουν δάνειο, πράγμα απολύτως απαραίτητο αφού και το καλύτερο πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης (ΠΣΕ) δεν επαρκεί πλέον για να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της στις αγορές.
Οι αγορές θα εξακολουθούν να είναι επιφυλακτικές, ιδίως αν η εφαρμογή του ΠΣΕ συνοδευτεί από διαδηλώσεις, απεργίες, ταραχές και κοινοβουλευτική αργοπορία. Έως ότου αποκατασταθεί η αξιοπιστία της Ελλάδας, και με δεδομένο το ύψος των ελλειμμάτων και τη όλο και δυσκολότερη εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους της, θα εκκρεμεί ο κίνδυνος να υποστεί κερδοσκοπική επίθεση στο δημόσιο χρέος της, κίνδυνος που αντανακλάται ήδη στην τρέχουσα άνοδο των ασφαλίστρων κινδύνου (CDS) του ελληνικού χρέους.
Από τη στιγμή που η ΕΕ δεν έχει εμπειρία να υποβάλει όρους και η χρηματοδότηση εκ μέρους της ΕΚΤ μπορεί να θεωρηθεί ως άμεση επιδότηση ενός κράτους-μέλους, καλύτερη προοπτική παραμένει η προσφυγή στο ΔΝΤ. Εξάλλου, τα πιο πετυχημένα προγράμματα αντιμετώπισης του κινδύνου χρεοκοπίας κρατών/ ή και εξωτερικού δανεισμού προς κλυδωνιζόμενες οικονομίες (του Μεξικό, της Τουρκίας, της Βραζιλίας) ήταν εν πολλοίς προγράμματα του ΔΝΤ, στα οποία ο δανεισμός συνοδεύτηκε από όλο και πιο αξιόπιστες πολιτικές δημοσιονομικής πειθάρχησης και διαρθρωτικών αλλαγών.
Ο δανεισμός της Ελλάδας με εγγύηση της Γερμανίας ή/και της ΕΕ είναι ολιγότερο επιθυμητή από την προσφυγή της Ελλάδας στο ΔΝΤ, καθώς είναι αμφίβολο πως οι όποιες «εγγυήσεις» θα αναπληρώσουν τον άρτιο σχεδιασμό και την πιστή εφαρμογή των όρων που χαρακτηρίζουν τα προγράμματα του ΔΝΤ. Επιπλέον, τα προγράμματα του ΔΝΤ εφαρμόζονται τμηματικά και η εφαρμογή κάθε τμήματός τους προϋποθέτει την εκπλήρωση των όρων και των πολιτικών που προδιαγράφει το προηγούμενο τμήμα.
Μέχρι πρόσφατα οι ελληνικές αρχές και η ΕΕ αρνούνται πως χρειάζεται επιπλέον χρηματοδότηση της Ελλάδας, φοβούμενες πως κάτι τέτοιο θα έστελνε επικίνδυνο σήμα αδυναμίας στις αγορές και θα στιγμάτιζε το ευρώ. Επρόκειτο για σοβαρό σφάλμα. Χωρίς πρόσθετη χρηματοδότηση, κάθε πρόγραμμα δημοσιονομικής πειθάρχησης και διαρθρωτικών αλλαγών γίνεται πιο ευάλωτο και κινδυνεύει με αποτυχία. Ενώ θα εφαρμόζονται οι δέουσες πολιτικές και η Ελλάδα θα αποκαθιστά σταδιακά την αξιοπιστία της, θα χρειαστεί να της παρασχεθεί μια ασπίδα εξασφαλισμένης ρευστότητας, ώστε να αποφύγει την χρεοκοπία.
Από την άλλη, στην περίπτωση που η Ελλάδα δεν προσαρμοστεί πλήρως στην ανάγκη να αποκαταστήσει τη δημοσιονομική της βιωσιμότητα και την ανταγωνιστικότητά της, ίσως να αποδειχθεί απαραίτητο να επιδοτηθεί άμεσα από την ΕΕ και την ΕΚΤ, ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος να επεκταθεί η κρίση στο σύνολο της ευρωζώνης, απειλώντας ακόμα και την επιβίωση της νομισματικής ένωσης. Ας έχουμε πάντα υπόψη μας πως μια ενδεχόμενη χρεοκοπία της Ελλάδας θα είχε τις ίδιες παγκόσμιες οικονομικές επιπτώσεις με την κατάρρευση της «Λέμαν μπράδερς», το 2008.
Τα «σπρεντ» στα κρατικά ομόλογα αποτυπώνουν ήδη τον κίνδυνο της επέκτασης της δημοσιονομικής κρίσης από την Ελλάδα στην Ισπανία, την Πορτογαλία και άλλα κράτη-μέλη του ευρώ. Οι ΕΕ και η ΕΚΤ ανησυχούν για τις «ηθικές» επιπτώσεις που θα είχε η οικονομική επιβράβευση της άσωτης συμπεριφοράς της Ελλάδας. Αλλά αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που ένα αξιόπιστο πρόγραμμα του ΔΝΤ, που θα συνδέει τη χρηματοδότηση και συγκεκριμένους δημοσιονομικούς και διαρθρωτικούς στόχους, ίσως να είναι το μόνο που θα διδάξει την Ελλάδα, και τα άλλα PIIGS, πώς να πετούν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου