του Ντάνιελ Ρουμπίνι
Πηγή: ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Το δημοσιονομικό ελληνικό σίριαλ δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου της μη-βιωσιμότητας των δημοσίων οικονομικών πολλών αναπτυγμένων οικονομικών, και όχι μόνο των λεγομένων PIIGS (Πορτογαλίας, Ιταλίας, Ιρλανδίας, Ελλάδας και Ισπανίας). Πράγματι, ο «οργανισμός οικονομικής συνεργασίας και ανάπτυξης» (ΟΟΣΑ) εκτιμά πλέον πως το δημόσιο χρέος των αναπτυγμένων οικονομιών θα υπερβεί κατά μέσο όρο το 100% του ΑΕΠ. Πρόσφατα, σε παρόμοιες εκτιμήσεις προέβη και το «διεθνές νομισματικό ταμείο» (ΔΝΤ).
τις PIIGS το πρόβλημα υπερβαίνει, σε διαφορετικό βαθμό για κάθε χώρα, την υπέρμετρη αύξηση των ελλειμμάτων και τη δυσμενή σχέση χρέους-ΑΕΠ. Αφορά επίσης τη πτώση της ανταγωνιστικότητας, την αναιμική ανάπτυξη και το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών.
Πρόκειται για οικονομίες που ακόμα κι εδώ και δέκα χρόνια ήδη έχαναν έδαφος από την Κίνα και την Ασία, λόγω του υψηλού κόστους εργασίας τους και της χαμηλής προστιθέμενης αξίας των εξαγώγιμων προϊόντων τους. Επί μια δεκαετία, οι μισθοί τους αυξάνονταν δυσανάλογα σε σχέση με την παραγωγικότητα, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (και την πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία, βάσει αυτών των μεγεθών). Η επακόλουθη απώλεια ανταγωνιστικότητας εκδηλώθηκε με μεγάλα (και διαρκώς αυξανόμενα) ελλείμματα και μείωση των ρυθμών ανάπτυξης. Τη χαριστική βολή τους την έδωσε η ανατίμηση του ευρώ ανάμεσα στο 2002 και το 2008.
Οπότε, ακόμα κι αν (και αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο «αν») υποτεθεί πως η Ελλάδα και τα υπόλοιπα κράτη PIIGS διέθεταν την πολιτική αποφασιστικότητα να μειώσουν δραστικά τα μεγάλα τους δημοσιονομικά ελλείμματα (αν ξεχνούσαμε με άλλα λόγια τη μεγάλη αντίσταση που παρατηρείται σε κάθε προσπάθεια περικοπής δαπανών και αύξησης των φόρων) η τρέχουσα ύφεση μπορεί -τουλάχιστο βραχυπρόθεσμα- να επιδεινωθεί, καθώς η αύξηση της φορολογίας και η μείωση των δαπανών πλήττουν την εσωτερική ζήτηση. Όταν πέφτει το ΑΕΠ, η επίτευξη συγκεκριμένων (χαμηλών) στόχων ελλείμματος και χρέους (που εκφράζονται ως ποσοστό του ΑΕΠ) είναι απλά ανέφικτη.
Αυτή ακριβώς ήταν η «παγίδα θανάτου» του ελλείμματος στην οποία έπεσε η Αργεντινή μεταξύ 1998 και 2001.
Η αποκατάσταση της ανάπτυξης απαιτεί πραγματική συναλλαγματική υποτίμηση. Και υπάρχουν μόνο τρεις τρόποι να συμβεί αυτό:
Πρώτος τρόπος είναι ένας αποπληθωριστικός κύκλος που θα μείωνε τους μισθούς και τις τιμές κατά 20%-30%. Αλλά αυτού του είδους οι κύκλοι συνδέονται με εμμένουσα ύφεση (δείτε ξανά την Αργεντινή) και δεν υπάρχει κοινωνία ή πολιτικό σύστημα που να μπορεί να ανεχθεί πολυετή ύφεση και δημοσιονομική αυστηρότητα, στο όνομα της προσπάθειας να επιτευχθεί ένας αποπληθωριστικός κύκλος. Πιθανότατα κάποια στιγμή, πολύ πριν από την ολοκλήρωση αυτού του «κύκλου», θα επέλθει/προτιμηθεί η χρεοκοπία και η έξοδος από το ευρώ.
Δεύτερος τρόπος είναι να ακολουθηθεί το γερμανικό υπόδειγμα της επιτάχυνσης των διαρθρωτικών αλλαγών και της επιχειρηματικής αναδιάρθρωσης, με παράλληλη συγκράτηση του μισθολογικού κόστους. Αλλά η Γερμανία χρειάστηκε δέκα χρόνια πριν κατορθώσει να μειώσει το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος της με αυτόν τον τρόπο. Ακόμα κι αν η Ισπανία ή η Ελλάδα ακολουθούσαν τα βήματά της από σήμερα, το κόστος της αναδιανομής των αγαθών θα ήταν πιθανότατα βαρύ, ενώ τα οφέλη από την αύξηση της ανάπτυξης θα χρειάζονταν υπερβολικά πολλά χρόνια πριν γίνουν ορατά.
Τρίτος τρόπος είναι η απότομη υποτίμηση του ευρώ. Αλλά κάτι τέτοιο θα ευνοούσε και πάλι κυρίως τη Γερμανία. Επιπλέον, προκειμένου να υποτιμηθεί αρκετά το ευρώ, ο κίνδυνος χρεοκοπίας της Ελλάδας θα έπρεπε να γίνει τόσο μεγάλος -και η επέκταση των υψηλών «σπρεντ» στα υπόλοιπα κράτη PIIGS θα είχε τόση σφοδρότητα- που η διεύρυνση των «σπρεντ» θα βύθιζε την ευρωζώνη ξανά σε ύφεση, πριν καν η υποτίμηση του ευρώ παραγάγει τα αναμενόμενα οφέλη της.
Χωρίς κάποιο θαύμα, η Ελλάδα βρίσκεται στο χείλος της χρεοκοπίας. Όταν ξέσπασε η δημοσιονομική κρίση της Αργεντινής, το έλλειμμά της έφτανε το 3%, το δημόσιο χρέος της το 50% και το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών της το 2% (όλοι οι αριθμοί ως ποσοστό του ΑΕΠ). Οι αντίστοιχοι αριθμοί για την Ελλάδα σήμερα είναι πολύ χειρότεροι: 13%, 120% και 10%.
Για να μειωθούν οι πιθανότητες να χρεοκοπήσει η Ελλάδας και να εγκαταλείψει την ευρωζώνη, θα χρειαστεί Ηράκλεια προσπάθεια, πολύ τύχη και υποστήριξη από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και το ΔΝΤ.
Η Ελλάδα σήμερα είναι υπερβολικά συνδεδεμένη με την παγκόσμια οικονομία για να της επιτραπεί απλά να καταρρεύσει: με δημόσιο χρέος ύψους 300 δις ευρώ (400 δις δολαρίων), εκ των οποίων τα τρία τέταρτα βρίσκονται με τη μορφή χρεογράφων στα χαρτοφυλάκια χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων του εξωτερικού, ως επί το πλείστον ευρωπαϊκών, μια άτακτη χρεοκοπία της Ελλάδας θα οδηγούσε σε μαζικές ζημίες και θα κινδύνευε να προκαλέσει μια συστημική κρίση. Επιπλέον, η επέκταση της κρίσης στα «σπρεντ» των υπολοίπων κρατών-PIIGS, θα έπληττε καίρια πλείστες όσες από αυτές τις οικονομίες.
Οπότε, ανεξαρτήτως της απέχθειας που μπορεί να προκαλεί στη Γερμανία ή την «ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα» (ΕΚΤ) η ιδέα να «στηριχθεί» η Ελλάδα, η αλήθεια είναι πως αν δε θέλουμε να δούμε την τρέχουσα αδυναμία δανεισμού της να μετατρέπεται αμέσως σε χρεοκοπία, φέτος η Αθήνα θα χρειαστεί ρευστότητα με βιώσιμα επιτόκια -που δεν μπορεί πια να τα βρει στις αγορές. Αλλά αυτή η βοήθεια το πολύ-πολύ να αναβάλει το μοιραίο έως του χρόνου. Διότι είναι απίθανο να πετύχει η Αθήνα το «τρίπτυχο» βιώσιμο χρέος/έλλειμμα, πραγματικής εσωτερική υποτίμηση κι επάνοδο της ανάπτυξης, όποια βοήθεια κι αν της παρασχεθεί.
Όλες οι πετυχημένες επιχειρήσεις διάσωσης κρατών από την οικονομική κατάρρευση (Μεξικό, Κορέα, Ταϊλάνδη, Βραζιλία, Τουρκία) απαιτούν δύο προϋποθέσεις:
την αξιόπιστη βούληση της ίδιας της χώρας να επιβάλει τη δημοσιονομική πειθάρχηση και τις διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούνται προκειμένου να αποκατασταθεί η δημοσιονομική της βιωσιμότητα και η ανάπτυξη
τη μαζική εισροή ρευστότητας, προκειμένου να αποφευχθεί μια «αυτοεπιβεβαιούμενη» ανατροπή, λόγω της κρίσης που προκαλεί η ωρίμανση δημοσίων ή ιδιωτικών χρεών. Μεταρρύθμιση χωρίς λεφτά δε γίνεται, αφού οι νευρικοί επενδυτές, που έχουν πάντα το δάχτυλο στη σκανδάλη, θα προτιμήσουν να αποσύρουν τα λεφτά τους από μια χώρα που δε θα μπορεί να επιδείξει ικανά συναλλαγματικά αποθέματα.
Οπότε, μετά από ένα παντελώς ανεπαρκές «πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης» που ίσως να απέδιδε πολύ αργά, μόνο όταν η χώρα πλέον θα είχε μπει στη φάση της αυτοτροφοδοτούμενης δημοσιονομικής κρίσης και οι χρηματαγορές θα είχαν καταστήσει μη-βιώσιμη τη συνέχιση της αποπληρωμής του ελληνικού χρέους από τις αγορές, η ΕΕ ήρθε στα συγκαλά της και συνέταξε ένα νέο «μηχανισμό στήριξης», κατ' εικόνα ενός τυπικού προγράμματος του ΔΝΤ, με «εμπροσθοβαρή» βοήθεια και συμπεφωνημένο επιτόκιο.
Μόνο ο χρόνος θα δείξει αν αυτός ο «μηχανισμός στήριξης» θα δουλέψει, αν δηλαδή αποδειχθεί πως η Ελλάδα -παρά το πρόβλημα ρευστότητάς της- είναι εις θέση να αποπληρώσει το χρέος της, μπορεί να αντεπεξέρθει στους όρους για φορολογική αυστηρότητα και διαρθρωτικές αλλαγές και θα βοηθηθεί με σημαντική ρευστότητα.
Μπορεί αντιθέτως η Ελλάδα (σαν την Αργεντινή, τη Ρωσία, τον Ισημερινό) να αποδειχθεί αναξιόχρεη και να αποτύχει να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητα της εξυπηρέτησης του χρέους της και την ανάπτυξη.
Προς το παρόν, η διεθνής κοινότητα έχει αποφασίσει να μείνει προσηλωμένη στο σχέδιο Α'· αν αυτό αποτύχει, το σχέδιο Β' είναι η στάση πληρωμών εκ μέρους της Ελλάδας και ο διακανονισμός των οφειλών της, ώστε να μειωθεί το μη-βιώσιμο δημόσιο χρέος της, παράλληλα με την έξοδό της από την ευρωζώνη, ώστε να μπορεί να υπάρξει υποτίμηση του νομίσματός της, αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητάς και επάνοδος στην ανάπτυξη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου