Posted by Little Prince
(Εισαγωγή από το βιβλίο του David Bohm: Wholeness and the Implicate Order)
Αυτό το βιβλίο είναι μια συλλογή δοκιμίων (Δείτε ευχαριστίες) που αντιπροσωπεύουν την ανάπτυξη της σκέψης μου τα τελευταία είκοσι χρόνια. Μια σύντομη εισαγωγή θα ήταν ίσως χρήσιμη με σκοπό να δείξει ποιες είναι οι κύριες ερωτήσεις που πρόκειται να συζητηθούν και πώς αυτές συνδέονται.
Θα έλεγα πως στην επιστημονική και φιλοσοφική μου εργασία, το κύριο ενδιαφέρον μου ήταν σχετικά με την κατανόηση της φύσης της πραγματικότητας γενικά και της συνείδησης ειδικότερα σαν ένα συνεπές σύνολο, που δεν είναι ποτέ στατικό ή πλήρες, αλλά που είναι μια ατέλειωτη διαδικασία κίνησης και ξεδιπλώματος (unfoldment). Έτσι, όταν κοιτάζω πίσω, βλέπω ότι ακόμη και ως παιδί με είχε συνεπάρει ο γρίφος της φύσης της κίνησης. Οποτεδήποτε κάποιος σκέφτεται κάτι, αυτό φαίνεται να γίνεται αντιληπτό είτε σαν στατικό ή σαν μια σειρά στατικών εικόνων. Ωστόσο, στην πραγματική εμπειρία της κίνησης, κάποιος αντιλαμβάνεται μια συνεχή, αδιάσπαστη διαδικασία ροής, με την οποία η σειρά των στατικών εικόνων στη σκέψη σχετίζεται όπως μια σειρά ‘ακίνητων’ φωτογραφιών μπορεί να συσχετιστεί με την πραγματικότητα ενός κινούμενου αυτοκινήτου. Αυτή η ερώτηση τέθηκε φιλοσοφικά στην ουσία πριν από περισσότερα από 2000 χρόνια στα παράδοξα του Ζήνωνα· αλλά ακόμη, δεν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει μια ικανοποιητική απάντηση.
Ύστερα έρχεται η ερώτηση ποια είναι η σχέση ανάμεσα στη σκέψη και στην πραγματικότητα. Όπως δείχνει η επισταμένη προσοχή, η σκέψη μόνη της είναι μια διαδικασία κίνησης. Δηλαδή, κάποιος μπορεί να νιώσει μια αίσθηση ροής στο ‘ρεύμα της συνείδησης’ όχι διαφορετική από την αίσθηση της ροής στην κίνηση της ύλης γενικότερα. Δεν μπορεί επομένως να θεωρηθεί η σκέψη σαν μέρος της πραγματικότητας στο σύνολο; Αλλά τότε, τι θα σήμαινε ένα μέρος της πραγματικότητας να ‘γνωρίζει’ ένα άλλο, και σε τι βαθμό θα ήταν αυτό εφικτό; Άραγε το περιεχόμενο της συνείδησης μας δίνει απλά αφηρημένα και απλουστευμένα ‘στιγμιότυπα’ της πραγματικότητας, ή μπορεί να προχωρήσει παραπέρα, να συλλάβει με κάποιον τρόπο την ουσία της ζωντανής κίνησης που αντιλαμβανόμαστε στην πραγματική εμπειρία;
Είναι φανερό ότι καθώς συλλογιζόμαστε τη φύση της κίνησης, τόσο στη σκέψη όσο και σχετικά με το αντικείμενο της σκέψης, ερχόμαστε αναπόφευκτα στο ερώτημα της ολότητας. Η έννοια ότι αυτός που σκέφτεται (το Εγώ) είναι τελείως ξεχωριστός και ανεξάρτητος από την πραγματικότητα που σκέφτεται είναι βέβαια ενσωματωμένη στην παράδοσή μας. (Αυτή η έννοια είναι καθολικά αποδεκτή στη Δύση, αλλά στην Ανατολή υπάρχει μια γενική τάση άρνησής της λεκτικά και φιλοσοφικά ενώ την ίδια στιγμή η ίδια προσέγγιση διαπερνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής και της καθημερινότητας όπως και στη Δύση). Η γενική εμπειρία σαν και αυτή που μόλις περιγράφηκε, μαζί με την άφθονη σύγχρονη επιστημονική γνώση σχετικά με τη φύση και τη λειτουργία του εγκεφάλου σαν έδρα της σκέψης, υποδεικνύουν σε μεγάλο βαθμό ότι μια τέτοια διάκριση δεν μπορεί να στηριχτεί. Αλλά αυτό μας φέρνει αντιμέτωπους με μια πολύ δύσκολη πρόκληση: Πώς θα σκεφτούμε με συνέπεια μια μοναδική, αδιαίρετη, ρέουσα πραγματικότητα της ύπαρξης σαν όλο, που να περιλαμβάνει τόσο τη σκέψη (συνείδηση) όσο και την εξωτερική πραγματικότητα όπως τη βιώνουμε;
Σαφώς, αυτό μας προκαλεί να αναθεωρήσουμε τη συνολική μας άποψη για τον κόσμο, που περιλαμβάνει τις γενικές μας έννοιες σχετικά με τη φύση της πραγματικότητας, καθώς κι εκείνες σχετικά με την τάξη του σύμπαντος, δηλαδή την κοσμολογία. Για να αντιμετωπίσουμε την πρόκληση η έννοιές μας για την κοσμολογία και για τη φύση της πραγματικότητας πρέπει να αφήσουν ελεύθερο χώρο για μια συνεπή αντιμετώπιση της συνείδησης, Αντίστροφα, η έννοιές μας σχετικά με τη συνείδηση πρέπει να αφήσουν χώρο για να κατανοήσουμε τι σημαίνει για το περιεχόμενό της να είναι ‘πραγματικότητα σαν όλο.’ Τα δύο σύνολα εννοιών θα πρέπει να είναι τέτοια ώστε να επιτρέπουν την κατανόηση του πώς η πραγματικότητα και η συνείδηση συνδέονται.
Αυτές οι ερωτήσεις είναι βέβαια τεράστιες και πιθανό να μην απαντηθούν ποτέ πλήρως και σε απόλυτο βαθμό. Εντούτοις, θεωρούσα πάντα σημαντικό να υπάρχει μια συνεχής έρευνα σχετικά με προτάσεις που σκοπεύουν να αντιμετωπίσουν την παραπάνω πρόκληση. Βέβαια, η κυρίαρχη τάση στη σύγχρονη επιστήμη υπήρξε αντίθετη με μια τέτοια προσπάθεια, έχοντας προσανατολιστεί κυρίως προς λεπτομερείς και συμπαγείς θεωρητικές προβλέψεις, τέτοιες που να δίνουν τουλάχιστον την υπόσχεση για κάποια μελλοντική πραγματιστική εφαρμογή. Επομένως πρέπει να δοθεί μια εξήγηση γιατί θέλω να πάω ενάντια στο κυρίαρχο ρεύμα.
Εκτός του ότι πιστεύω ότι υπάρχει ένα εγγενές ενδιαφέρον σχετικά με ερωτήματα που είναι τόσο θεμελιώδη και βαθιά, θα εφιστούσα, σε αυτές τις γραμμές, την προσοχή στο γενικό πρόβλημα του κατακερματισμού (fragmentation) της ανθρώπινης συνείδησης, που συζητείται στο κεφάλαιο 1. Προτείνεται εκεί ότι οι διαδεδομένες και διαχρονικές διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων (φυλή, εθνικότητα, οικογένεια, επάγγελμα, κλπ., κλπ.), που προς το παρόν εμποδίζουν την ανθρωπότητα από το να συνεργαστεί για το κοινό καλό, και ακόμη για την επιβίωσή της, έλκουν την καταγωγή τους σε ένα είδος σκέψης που αντιμετωπίζει τα πράγματα σαν εγγενώς διαχωρισμένα, ασύνδετα, και ‘αποτελούμενα’ από ακόμη πιο μικρά μέρη. Κάθε μέρος θεωρείται να είναι ουσιαστικά ανεξάρτητο και αυθύπαρκτο.
Όταν ο άνθρωπος σκέφτεται έτσι, αναπόφευκτα θα τείνει να υπερασπίζεται τις ανάγκες του δικού του ‘Εγώ’ ενάντια σε εκείνες των άλλων· ή, αν ταυτιστεί με μια ομάδα ομοίων ανθρώπων, θα υπερασπιστεί αυτήν την ομάδα με ανάλογο τρόπο. Δεν μπορεί να αντιμετωπίσει σοβαρά την ανθρωπότητα ως τη θεμελιώδη πραγματικότητα, της οποίας οι απαιτήσεις έρχονται πρώτες. Ακόμη κι αν προσπαθήσει να αναλογιστεί τις ανάγκες της ανθρωπότητας τείνει να θεωρεί την ανθρωπότητα σαν χωριστή από τη φύση, κοκ. Αυτό που προτείνω είναι ότι ο γενικός τρόπος σκέψης του ανθρώπου για την ολότητα, δηλαδή η συνολική του άποψη για τον κόσμο, είναι κρίσιμη για τη συνολική τάξη του ανθρώπινου μυαλού. Αν σκεφτεί κάποιος την ολότητα σαν να αποτελείται από ανεξάρτητα κομμάτια, τότε έτσι θα τείνει να λειτουργεί το μυαλό του, αλλά αν μπορεί να συμπεριλάβει τα πάντα με συνέπεια και αρμονικά σε ένα όλο αδιαίρετο, αδιάσπαστο, και χωρίς σύνορα (για κάθε σύνορο υπάρχει και μια διαίρεση ή τομή) τότε το μυαλό του θα τείνει να κινείται με ανάλογο τρόπο, και έτσι θα υπάρξει μια οργανωμένη δράση μέσα στο όλο.
Βέβαια, όπως έχω ήδη επισημάνει, η γενική μας ιδέα για τον κόσμο δεν είναι ο μόνος παράγοντας που είναι σημαντικός σε αυτό το περιεχόμενο. Πρέπει επιπλέον να δοθεί προσοχή σε πολλούς άλλους παράγοντες, όπως συναισθήματα, φυσικές δραστηριότητες, ανθρώπινες σχέσεις, κοινωνικοί οργανισμοί, κλπ., αλλά ίσως επειδή δεν έχουμε ακόμη μια συνεπή κοσμοθεωρία, υπάρχει μια γενική τάση να αγνοούμε την ψυχολογική και κοινωνική σημασία όλων αυτών των ερωτήσεων. Η πρότασή μου είναι ότι μια σωστή κοσμοθεωρία, κατάλληλη για την εποχή της, είναι γενικά ένας από τους βασικούς παράγοντες που είναι θεμελιώδεις για την αρμονία του ατόμου και της κοινωνίας στο σύνολο.
Στο κεφάλαιο 1 δείχνεται ότι η επιστήμη απαιτεί μια νέα, όχι αποσπασματική άποψη για τον κόσμο, με την έννοια ότι η σύγχρονη προσέγγιση ανάλυσης του κόσμου σε ανεξάρτητα μέρη δεν αποδίδει πολύ καλά στη σύγχρονη φυσική. Δείχνεται επίσης ότι τόσο στη θεωρία της σχετικότητας όσο και στην κβαντική θεωρία έννοιες που υπονοούν την αδιαίρετη ολότητα του σύμπαντος θα προσέφεραν έναν πιο οργανωμένο τρόπο αντιμετώπισης της γενικής φύσης της πραγματικότητας.
Στο κεφάλαιο 2 προχωράμε στο ρόλο της γλώσσας σε ότι αφορά τον κατακερματισμό της σκέψης. Τονίζεται ότι η δομή υποκείμενο- ρήμα- αντικείμενο των σύγχρονων γλωσσών υπονοεί ότι όλη η δράση εμπεριέχεται σε ένα χωριστό υποκείμενο και απευθύνεται είτε σε ένα χωριστό αντικείμενο ή αυτοπαθώς στην ίδια. Αυτή η καθιερωμένη δομή οδηγεί, στο σύνολο της ζωής, σε μια λειτουργία που διαιρεί την ολότητα της ύπαρξης σε ξεχωριστές οντότητες, οι οποίες θεωρούνται θεμελιωδώς παγιωμένες και στατικές από τη φύση τους. Έπειτα ερευνούμε αν είναι δυνατό να πειραματιστούμε με νέες μορφές γλώσσας στις οποίες ο βασικός ρόλος θα δοθεί στο ρήμα παρά στο ουσιαστικό. Τέτοιες μορφές θα έχουν σαν περιεχόμενο μια σειρά δράσεων που ρέουν και ενώνονται η μία με την άλλη, χωρίς οξείς διαχωρισμούς ή ασυνέχειες. Έτσι, τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο, η γλώσσα θα βρίσκεται σε αρμονία με την αδιάσπαστη ροή της ύπαρξης σαν σύνολο.
Εδώ προτείνεται όχι μια νέα γλώσσα αλλά περισσότερο ένας νέος τρόπος χρησιμοποίησης της υπάρχουσας γλώσσας- ο ρέων τρόπος (rheomode). Αναπτύσσουμε αυτόν τον τρόπο σαν μορφή πειραματισμού με τη γλώσσα, που σκοπό έχει κυρίως να εμβαθύνει στην αποσπασματική λειτουργία της κοινής γλώσσας παρά να παρέχει έναν νέο τρόπο ομιλίας που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πρακτική επικοινωνία.
Στο κεφάλαιο 3 οι ίδιες ερωτήσεις θεωρούνται μέσα σε διαφορετικό περιεχόμενο. Ξεκινάμε με μια συζήτηση για το πώς η πραγματικότητα μπορεί να θεωρηθεί ως κατ’ ουσία ένα σύνολο μορφών σε μία ελλοχεύουσα συμπαντική κίνηση ή διαδικασία, και έπειτα αναρωτιόμαστε πώς η γνώση μας μπορεί να αντιμετωπιστεί με τον ίδιο τρόπο. Έτσι, ο δρόμος θα μπορούσε να ανοιχτεί για μια άποψη του κόσμου στην οποία η συνείδηση και η πραγματικότητα δεν θα ήταν χωρισμένες. Αυτή η ερώτηση συζητιέται διεξοδικά και καταλήγουμε στην άποψη ότι η γενική μας άποψη για τον κόσμο είναι η ίδια μια συνολική κίνηση της σκέψης, που πρέπει να είναι βιώσιμη με την έννοια ότι το σύνολο των δραστηριοτήτων που ρέουν από αυτήν πρέπει να είναι σε αρμονία τόσο μεταξύ τους όσο και με το σύνολο της ύπαρξης. Μια τέτοια αρμονία είναι δυνατή μόνο αν η άποψή μας για τον κόσμο συμμετέχει σε μια ατέρμονη διαδικασία ανάπτυξης, εξέλιξης και ξεδιπλώματος ως μέρος της συμπαντικής διαδικασίας, που είναι το υπόβαθρο όλης της ύπαρξης.
Τα επόμενα τρία κεφάλαια είναι περισσότερο τεχνικά και μαθηματικά. Ωστόσο, μεγάλα τμήματά τους είναι βατά στο μη ειδικό αναγνώστη, καθώς τα τεχνικά μέρη δεν είναι τελείως απαραίτητα για την κατανόηση, παρότι προσθέτουν σημαντικές πληροφορίες για αυτούς που μπορούν να τα παρακολουθήσουν.
Το κεφάλαιο 4 ασχολείται με τις κρυφές μεταβλητές στην κβαντική θεωρία. Αυτή αποτελεί τον πλέον θεμελιώδη τρόπο διαθέσιμο στη σύγχρονη φυσική για την κατανόηση των βασικών και παγκόσμιων νόμων που συσχετίζουν την ύλη και την κίνησή της. Γι αυτό, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία σε κάθε προσπάθεια ανάπτυξης μιας γενικής άποψης για τον κόσμο.
Η κβαντική θεωρία, ως έχει, μας παρουσιάζει μια μεγάλη πρόκληση, αν πράγματι ενδιαφερόμαστε για μια τέτοια περιπέτεια. Γιατί σε αυτήν τη θεωρία δεν υπάρχει καμία συνεπής έννοια για το ποια είναι η αλήθεια που βρίσκεται πίσω από το περιεχόμενο και τη δομή της ύλης. Επομένως, αν χρησιμοποιήσουμε την ισχύουσα κοσμοθεωρία που βασίζεται στην έννοια των σωματιδίων, ανακαλύπτουμε ότι τα ‘σωματίδια’ (όπως τα ηλεκτρόνια) μπορούν επίσης να εκδηλωθούν σαν κύματα, ότι μπορούν να κινούνται ασυνεχώς, ότι δεν υπάρχουν νόμοι που να περιγράφουν με λεπτομέρεια τις πραγματικές κινήσεις των επιμέρους σωματιδίων και ότι μόνο στατιστικές προβλέψεις μπορούν να γίνουν για μεγάλες ομάδες σωματιδίων. Αν από την άλλη μεριά εφαρμόσουμε την άποψη σύμφωνα με την οποία το σύμπαν θεωρείται σαν ένα συνεχές πεδίο, βρίσκουμε ότι αυτό το πεδίο θα πρέπει επίσης να είναι ασυνεχές, καθώς θα έχει σωματιδιακή δομή, ώστε να υποτιμάται σε σχέση με την πραγματική του συμπεριφορά όπως απορρέει από τη σωματιδιακή άποψη στο σύνολό της.
Είναι φανερό ότι ερχόμαστε αντιμέτωποι με έναν βαθύ και θεμελιώδη κατακερματισμό, καθώς και σύγχυση σε όλα τα επίπεδα, αν προσπαθήσουμε να σκεφτούμε τι θα μπορούσε να είναι η πραγματικότητα όπως αυτή αντιμετωπίζεται από τους φυσικούς μας νόμους. Επί του παρόντος οι φυσικοί τείνουν να αποφεύγουν αυτό το ζήτημα υιοθετώντας τη στάση ότι οι συνολικές μας απόψεις για τη φύση της πραγματικότητας είναι μικρής ή καμιάς σημασίας. Αυτό που μετράει στη φυσική θεωρία υποτίθεται πως είναι η ανακάλυψη των μαθηματικών εξισώσεων που μας επιτρέπουν να προβλέψουμε και να ελέγξουμε τη συμπεριφορά μεγάλων στατιστικών ομάδων σωματιδίων. Τέτοιος στόχος δεν αποτιμάται μόνο για την πραγματιστική και τεχνική του χρησιμότητα: περισσότερο, έχει γίνει μια προϋπόθεση για τις περισσότερες εργασίες στη σύγχρονη φυσική όπου η πρόβλεψη και ο έλεγχος αυτού του είδους απορροφούν το σύνολο της ανθρώπινης γνώσης.
Αυτού του είδους η προϋπόθεση είναι πράγματι σύμφωνη με το γενικό πνεύμα της εποχής μας, αλλά ο βασικός μου στόχος σε αυτό το βιβλίο είναι να δείξω ότι δεν μπορούμε έτσι απλά να απορρίψουμε μια συνολική άποψη για τον κόσμο. Αν κάνουμε κάτι τέτοιο, θα βρεθούμε αντιμέτωποι με όλες τις (γενικά ανεπαρκείς) απόψεις για τον κόσμο που είναι πρόχειρα διαθέσιμες. Όντως, κάποιος διαπιστώνει ότι οι φυσικοί δεν είναι απόλυτα ικανοί να εμπλακούν σε υπολογισμούς που στοχεύουν στην πρόβλεψη και στον έλεγχο: βρίσκουν απαραίτητο να χρησιμοποιήσουν εικόνες βασισμένες σε κάποιες γενικές έννοιες για τη φύση της πραγματικότητας, όπως ‘τα σωματίδια που είναι οι δομικοί λίθοι του σύμπαντος’ αλλά αυτές οι εικόνες είναι ιδιαίτερα συγκεχυμένες (π.χ. τα σωματίδια κινούνται ασυνεχώς και είναι ταυτόχρονα κύματα). Εν ολίγοις, αντιμετωπίζουμε εδώ ένα παράδειγμα του πόσο βαθιά και δυνατή είναι η ανάγκη για κάποια έννοια της πραγματικότητας στη σκέψη μας, ακόμη κι αν είναι αποσπασματική και θολή.
Η πρότασή μου είναι ότι σε κάθε στάδιο η σωστή λειτουργία του μυαλού απαιτεί μια συνολική ιδέα για το τι είναι γενικά γνωστό όχι μόνο με επίσημους, λογικούς, μαθηματικούς όρους, αλλά επιπλέον διαισθητικά, με εικόνες, αισθήματα, ποιητική χρήση της γλώσσας, κλπ. (Ίσως μπορούμε να πούμε ότι έχει να κάνει με την αρμονία μεταξύ του ‘αριστερού’ και του ‘δεξιού’ εγκεφάλου). Αυτό το είδος του συνολικού τρόπου σκέψης είναι όχι μόνο μια γόνιμη πηγή νέων θεωρητικών ιδεών: χρειάζεται για το ανθρώπινο μυαλό να λειτουργήσει με έναν συνολικά αρμονικό τρόπο, γεγονός που με τη σειρά του θα μπορούσε να κάνει εφικτή μια οργανωμένη και σταθερή κοινωνία. Όπως όμως τονίστηκε από τα προηγούμενα κεφάλαια αυτό προϋποθέτει μια συνεχή ροή και ανάπτυξη των γενικών μας εννοιών για την πραγματικότητα.
Το κεφάλαιο 4 στη συνέχεια αναζητά μια συνεπή άποψη για το ποια πραγματικότητα θα ήταν η βάση για τους σωστούς μαθηματικούς υπολογισμούς που γίνονται στην κβαντική θεωρία. Τέτοιες προσπάθειες έχουν γίνει δεκτές στην κοινότητα των φυσικών με έναν κάπως συγκεχυμένο τρόπο, γιατί είναι ευρέως πιστευτό πως αν όντως υπάρχει μια γενική άποψη του κόσμου θα πρέπει να είναι η ‘αποδεχτή’ και ‘τελική’ έννοια σχετικά με τη φύση της πραγματικότητας. Αλλά η στάση μου ήταν εξαρχής ότι οι ιδέες μας σχετικά με την κοσμολογία και τη γενική φύση της πραγματικότητας βρίσκονται σε μια συνεχή διαδικασία ανάπτυξης, και ότι κάποιος θα πρέπει να ξεκινήσει με ιδέες που να αποτελούν μια βελτίωση σε σχέση με αυτές που είναι ήδη διαθέσιμες, και να συνεχίσει με ιδέες ακόμα καλύτερες. Το κεφάλαιο 4 παρουσιάζει τα πραγματικά και σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει κάθε προσπάθεια για μια σαφή έννοια της ‘κβαντομηχανικής πραγματικότητας’ και υποδεικνύει μια συγκεκριμένη προκαταρκτική προσέγγιση της λύσης των προβλημάτων με όρους κρυφών μεταβλητών.
Στο κεφάλαιο 5 μια διαφορετική προσέγγιση των ίδιων προβλημάτων μελετάται. Πρόκειται για μια έρευνα στις βασικές μας έννοιες περί τάξης. Η τάξη στην ολότητά της είναι φανερά εντελώς απροσδιόριστη, καθώς διαπερνά οτιδήποτε είμαστε και κάνουμε (γλώσσα, σκέψη, αισθήματα, αισθήσεις, φυσική δραστηριότητα, τέχνες, πρακτικές ασχολίες, κλπ.). Ωστόσο, στη φυσική η βασική τάξη για πολλούς αιώνες ήταν αυτή του Καρτεσιανού ορθογωνίου συστήματος αναφοράς (που επεκτείνεται κάπως στη θεωρία της σχετικότητας με το καμπυλόγραμμο σύστημα αναφοράς). Η φυσική γνώρισε μια τεράστια ανάπτυξη στο μεταξύ με την εμφάνιση πολλών επαναστατικών νέων εννοιών αλλά η βασική οργάνωση υπήρξε η ίδια.
Η Καρτεσιανή τάξη είναι κατάλληλη για την ανάλυση του κόσμου σε χωριστά μέρη (π.χ. σωματίδια πεδίων). Στο συγκεκριμένο κεφάλαιο, ωστόσο, εντρυφούμε στη φύση της τάξης με μεγαλύτερη ευρύτητα και βάθος, καθώς ανακαλύπτουμε ότι τόσο στη σχετικότητα όσο και στην κβαντική θεωρία η Καρτεσιανή τάξη οδηγεί σε σοβαρές αντιφάσεις και σύγχυση. Αυτό συμβαίνει επειδή και οι δυο θεωρίες προϋποθέτουν ότι η αληθινή κατάσταση των πραγμάτων είναι η αδιάσπαστη ολότητα του σύμπαντος, παρά η ανάλυση στα επιμέρους τμήματα. Εντούτοις, οι δύο θεωρίες διαφέρουν ριζικά στις λεπτομέρειές τους περί τάξης. Έτσι, στη σχετικότητα η κίνηση είναι συνεχής, αιτιακά προσδιορισμένη και καλά ορισμένη, ενώ στην κβαντομηχανική είναι ασυνεχής, όχι αιτιακά προσδιορισμένη και όχι καλά ορισμένη. Η κάθε θεωρία είναι αφοσιωμένη στις δικές της έννοιες θεμελιωδώς στατικών και αποσπασματικών τρόπων της ύπαρξης (η σχετικότητα σε αυτόν τον ξεχωριστών γεγονότων, που συνδέονται με σήματα, και η κβαντομηχανική σε μια καλά ορισμένη κβαντική κατάσταση). Κάποιος επομένως διαπιστώνει ότι ένα νέο είδος θεωρίας χρειάζεται που να εγκαταλείπει αυτές τις βασικές δεσμεύσεις και να επανακτά κάποια από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά των παλιότερων θεωριών ως αφηρημένες μορφές που προκύπτουν από μια βαθύτερη πραγματικότητα στην οποία επικρατεί η αδιάσπαστη ολότητα.
Στο κεφάλαιο 6 προχωράμε περισσότερο αναπτύσσοντας με πιο συμπαγή τρόπο μια νέα έννοια περί τάξης που να ταιριάζει σε ένα σύμπαν αδιαίρετης ολότητας. Αυτή είναι η ελλοχεύουσα τάξη (implicate or enfolded order). Σε αυτήν, ο χώρος και ο χρόνος δεν είναι πλέον οι κυρίαρχοι παράγοντες που καθορίζουν τις σχέσεις εξάρτησης ή ανεξαρτησίας των διαφορετικών στοιχείων. Απεναντίας, ένα τελείως διαφορετικό είδος σύνδεσης μεταξύ των πραγμάτων είναι δυνατή, απ’ όπου οι κοινές μας αντιλήψεις για το χώρο και το χρόνο, μαζί με εκείνες για τα χωριστά υπάρχοντα υλικά σωματίδια, προκύπτουν σαν μορφές που αναδύονται από τη βαθύτερη τάξη. Αυτές οι κοινές έννοιες πράγματι εμφανίζονται στη λεγόμενη φανερή τάξη (explicate or unfolded order), που είναι μια ειδική και ξεχωριστή μορφή που εμπεριέχεται στο σύνολο των ελλοχευουσών τάξεων. Στο συγκεκριμένο κεφάλαιο η ελλοχεύουσα τάξη παρουσιάζεται με έναν γενικό τρόπο και αναλύεται μαθηματικά σε ένα παράρτημα.
Το έβδομο και τελευταίο κεφάλαιο, ωστόσο, είναι μια πιο αναπτυγμένη (παρότι μη τεχνική) παρουσίαση της ελλοχεύουσας τάξης, μαζί με τη σχέση της με τη συνείδηση. Αυτό οδηγεί στη χάραξη κάποιων γραμμών μέσα στις οποίες μπορεί να αντιμετωπιστεί η άμεση πρόκληση να αναπτυχτεί μια κοσμολογία και ένα σύνολο γενικών εννοιών που αφορούν τη φύση της πραγματικότητας και οι οποίες είναι κατάλληλες για την εποχή μας.
Τελικά, το ευκταίο είναι ότι η παρουσίαση του υλικού σε αυτά τα δοκίμια μπορεί να βοηθήσει τον αναγνώστη να κατανοήσει πώς το ίδιο το θέμα ξεδιπλώθηκε, έτσι ώστε η μορφή του βιβλίου καθαυτή να αποτελέσει ένα παράδειγμα του όλου περιεχομένου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου