του Γιάννη Βελίκη
Οι εκπληκτικές εκπομπές του Λάκη Λαζόπουλου συνεχίζουν για δεύτερη χρονιά με την τεράστια επιτυχία του 80 – 85% ποσοστού τηλεθέασης. Ο ίδιος αρχίζει να παίρνει θέση στο διεθνές στίβο πλέον, μιας και τέτοιου τύπου live σατυρικές εκπομπές που να διαρκούν κοντά στις τρεις ώρες σε εβδομαδιαία βάση, είναι σπάνιο κατόρθωμα. Η εξυπνάδα, το θεατρικό ταλέντο, οι γνώσεις νομικής, και κυρίως ο εξαιρετικός αναλυτικός τρόπος που αντιμετωπίζει την πολιτικοοικονομική και πολιτιστική (;) πραγματικότητα της χώρας μας αποτελούν φαινόμενο. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχαμε μία τόσο πλούσια, πρωτότυπη και δυναμική παρουσία από ανθρώπους της σάτιρας (όπως το Χάρυ Κλυν, τον Τζίμη Πανούση, τον Μητσικώστα κ.α.) και μάλιστα μπροστά στην κάμερα που μεταδίδει ζωντανά το πρόγραμμα μετατρέποντας όλους τους τηλεθεατές σε μία παρέα.
Η εκπληκτική αυτή δουλειά έχει δύο, θα μπορούσαμε να πούμε, αδυναμίες:
Α) ενώ κατακεραυνώνει όπως πρέπει πολιτικούς, επιχειρηματίες, πολιτιστικούς παράγοντες, προϊστάμενους δημόσιων υπηρεσιών, καθηγητές και πολλούς άλλους που με τη συμπεριφορά τους βλάπτουν το δημόσιο συμφέρον, αφήνει στο απυρόβλητο το λαό (τους πολίτες – καταναλωτές), οι οποίοι αποτελούν και την «πελατεία» του.
Αυτοί (οι πολίτες – καταναλωτές) κατά τα λεγόμενα του Λαζόπουλου, δεν ευθύνονται με τις πράξεις τους για τη συμπεριφορά των αρχόντων τους, είναι τα θύματα της αλαζονικής συμπεριφοράς της εξουσίας και μία ημέρα θα «επαναστατήσουν», «θα πάρουν τα όπλα» ή θα «αλλάξουν τα πάντα στο πολιτικό σκηνικό».
Είναι όμως έτσι; Οι στοιχειώδεις γνώσεις της ανθρώπινης ψυχολογίας μας λένε μάλλον το αντίθετο. Ο άνθρωπος, γενικά και κατά πλειοψηφία, είναι εγωϊστής, επιδιώκει το συμφέρον του και σπάνια συνεργάζεται από κοινού για τις καλύτερες λύσεις, ειδικά στην Ελλάδα. Έτσι, αν βρει ευκαιρία να «αυξήσει» το κτήμα του θα καταπατήσει δημόσια περιουσία, αν μπορεί να ζητήσει «φακελάκι» χωρίς να το μάθει κανείς, αν μπορεί να παρκάρει παράνομα επειδή γνωρίζει τον αστυνόμο, αν μπορεί να «φέρει» το παιδί του από το πανεπιστήμιο της επαρχίας στο πανεπιστήμιο της Αθήνας ή το φαντάρο από τον Έβρο στη Θεσσαλονίκη, αν, αν, αν… βεβαίως και θα το κάνει.
Άλλωστε αυτόν το ρόλο δεν παίζουν οι πολιτικοί και γενικότερα οι δημόσιοι παράγοντες στη χώρα μας; Γι’ αυτό δεν είναι γεμάτα τα γραφεία τους από πολίτες σε κάθε προεκλογική και όχι μόνο περίοδο από πολίτες που ζητούν χάρες;
Όπως λέει και ο Λαζόπουλος ότι δεν είναι όλοι οι πολιτικοί ίδιοι (εννοώντας ότι μόνο λίγοι διαφέρουν), κατά τον ίδιο τρόπο δεν είναι και όλοι οι πολίτες ίδιοι. Υπάρχουν και αυτοί που ζουν με αξιοπρέπεια και σύμφωνα με τους νόμους και την έγνοια για τους άλλους, αλλά και αυτοί δυστυχώς δεν είναι πολλοί. Είναι πάρα πολύ λίγοι (ίσως σε ποσοστό λιγότερο του 20%).
Φυσικά, όλα τα παραπάνω ισχύουν και στην καταναλωτική μας συμπεριφορά. Η τάση του νεοέλληνα να ξεπεράσει τους άλλους τον ωθεί να καταναλώνει προϊόντα υπερτιμημένα, μόνο και μόνο για τη φιγούρα. Για παράδειγμα, ένα ιταλικό κοστούμι …., κοστίζει 400 ευρώ στην Ιταλία και 1600 ευρώ στην Ελλάδα. Και οι καταναλωτές το αγοράζουν. Για ποιόν λοιπόν λόγο θα πρέπει ο έμπορος να ρίξει την τιμή; Το ίδιο συμβαίνει σε όλα τα προϊόντα: βενζίνη, καφές στην καφετέρια, γάλα κ.ο.κ.
Στα οικονομικά η συμπεριφορά των ανθρώπων που, αντί να συνεργάζονται για να πετύχουν βέλτιστες συνολικές λύσεις, προτιμούν να μην εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο και να δρουν εγωϊστικά, έχει περιγραφεί με τις θεωρίες παιγνίων. Τη συμπεριφορά αυτήν τη γνωρίζουν καλά οι διοικούντες, και έτσι μέσω της τακτικής «διέραι και βασίλευε» καταφέρνουν να εκμεταλλεύονται πάντα τους πολλούς.
Και όμως… Η επανάσταση είναι τόσο απλή. Μία συνεννόηση απαιτεί και μία συνεργασία. Και όσο δεν συνεργαζόμαστε κανείς εξουσιαστής δεν θα μας λυπηθεί. Ο «λαός» μπορεί να κάνει τα πάντα, αυτός ψηφίζει, αυτός αγοράζει, αυτός επιλέγει κανάλι τηλεόρασης, και αυτός είναι φυσικά συνυπεύθυνος για τη ζωή του.
Β) Συχνά ο Λαζόπουλος αστειεύεται με τη χαζομάρα πολλών τηλεοπτικών προσώπων. Σχολιάζει τις απορίες, την έλλειψη παιδείας και την «ελαφροσύνη» τους. Κανένα πρόβλημα. Πολλά τηλεοπτικά πρόσωπα δείχνουν όντως να είναι ακαλλιέργητα, αμόρφωτα και χωρίς συναίσθηση του πόσο εκθέτουν την προσωπικότητα τους μέσω της τηλεόρασης. Το ερώτημα όμως είναι γιατί ενώ παρουσιάζουν όλη αυτή τη «χαζομάρα» οι τηλεθεατές συνεχίζουν να τους παρακολουθούν!
Για να απαντήσουμε το ερώτημα ας ξεκινήσουμε από τη θεωρία. Γενικά υπάρχουν τριών ειδών εξουσίες: η πολιτική, η οικονομική και η πολιτισμική. Έτσι, ο πρωθυπουργός, ο μεγάλος επιχειρηματίας και ο καθηγητής πανεπιστημίου μπορούν να ασκήσουν μεγάλη επιρροή στους υπολοίπους, αντίθετα με τον άγνωστο αμόρφωτο μεροκαματιάρη της γειτονιάς, που η δυνατότητα του να αλλάξει τα κοινά κοινωνικοοικονομικά πράγματα είναι εξαιρετικά αδύναμη. Ο Λαζόπουλος ανήκει στην πολιτισμική εξουσία και ως εκ θέσεως επιβραβεύει τη μόρφωση, την καλλιέργεια του πνεύματος, τις τέχνες και την εξυπνάδα.
Υπάρχει, ωστόσο, και ένα τέταρτο είδος εξουσίας, που δεν πολυσυζητείται, και ασκεί γοητεία σε ανθρώπους που δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τις παραπάνω «κλασσικές» μορφές εξουσίας. Είναι η εξουσία του «καλού γονιδίου», δηλαδή η εξουσία που ασκεί όποιος ανήκει σε λευκή φυλή, είναι πολύ όμορφος, υγιής, λαμπερός, κούκλος, με «σωστές» σωματικές αναλογίες. Είναι ο τύπος που ασκεί εξουσία – γοητεία σε εφήβους, νοικοκυρές, μητέρες (που θα ήθελαν ένα τέτοιο παιδί), μοναχικούς ανθρώπους (που ονειρεύονται έναν/μια τέτοιο/α σύντροφο) κ.α.
Αυτός ο τύπος εξουσίας δεν απαιτεί καμία άλλη πολιτική, οικονομική ή πολιτιστική δύναμη για να γοητέψει κα να ενδιαφέρει τους ανθρώπους που απευθύνεται. Και πολλές φορές, οι άνθρωποι που έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά (και τη συνεπακόλουθη εξουσία), μεγαλώνουν με μία αποδοχή στην κοινωνία, που δεν τους δίνει κίνητρα να αναπτύξουν το μυαλό ή τη συνείδηση τους. Έτσι καταλήγουν να φαίνονται ή και να είναι χαζοί (οι γνωστές «ξανθές», τα γνωστά «χαζά μοντέλα» ή ο ποδοσφαιριστής που "δεν ξέρει να μιλήσει"), χωρίς όμως αυτό να τους επηρεάζει στο ελάχιστο.
Και παρά το ότι ο Λαζόπουλος απορεί πως μπορεί ένας άνθρωπος να ζει με τόση χαζομάρα, τόσο αυτοί όσο και οι θαυμαστές τους δεν παίρνουν χαμπάρι και συνεχίζουν ακάθεκτοι τη «χαζή», πλην όμως λαμπερή πορεία τους.
Όπως και να έχει, η δουλειά του Λαζόπουλου ήταν, είναι και ελπίζουμε να παραμείνει για πάντα στο εκπληκτικό επίπεδο που κάθε Τρίτη μας καθηλώνει και μας αναγκάζει να παραδεχτούμε την πρωτοτυπία και την απροσδόκητα έξυπνη πλευρά της προσέγγισης του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου